Quantcast

Το νέο Predator είναι η καλύτερη ταινία του franchise εδώ και 30 χρόνια, αλλά αυτό δεν σημαίνει και τίποτα

O Shane Black έμοιαζε ο κατάλληλος άνθρωπος για τη δουλειά, μέχρι να δούμε την ταινία

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

13 Σεπτεμβρίου 2018

Ανάθεμα κι αν υπάρχουν πολλά πιο ταλαιπωρημένα franchises στην πρόσφατη χολιγουντιανή ιστορία από το Predator. Δηλαδή, πραγματικά, η πρώτη ταινία του 1987 ήταν μια υποδειγματική action-horror απόπειρα με υπερ-ματσό δράση, με ένα τέρας ταυτόχρονα αρχέγονο και φουτουριστικό, με campy και over the top πινελιές, με πολύ ιδρώτα και υγρασία, με αυθεντική ατμόσφαιρα αγωνίας και κινδύνου, με χαρισματικό καστ, με απλό και αποτελεσματικό σενάριο και μ’ έναν από τους πιο ικανούς blockbuster σκηνοθέτες της περιόδου, τον John McTiernan φυσικά, που τα επόμενα χρόνια μας χάρισε επίσης το Die Hard, το The Hunt for Red October και μια από τις πιο μεγάλες 90s ένοχες απολαύσεις μας: το Last Action Hero.

Από τότε, βέβαια, τα πράγματα πήγαν θεόστραβα. Το Predator 2 ήταν κακό (και, στην καλύτερη, ύποπτα φυλετικοποιημένο ως προς το περιεχόμενό του), τα δύο Alien vs. Predator ήταν απ’ αυτές τις ταινίες που σου ανεβάζουν την μυωπία και το Predators του 2010 είχαμε σχεδόν ξεχάσει ότι υπήρξε μέχρι να αρχίσουμε να γράφουμε αυτό το κείμενο. Κατά μία έννοια, μάλλον δεν θα γλιτώσουμε ποτέ από τις ταινίες Predator, κι αυτό δεν το λέμε απαραίτητα για κακό. Είναι από αυτά τα σημεία αναφοράς του μοντέρνου χολιγουντιανού σινεμά, όπως και τα franchises του Alien, του Die Hard και του Indiana Jones – κι αυτό γιατί σε μεγάλο βαθμό ο action κινηματογράφος ακόμα αδυνατεί να ξεπεράσει τα ορόσημα των 80s. Και όχι, δυστυχώς δεν θα είμαστε τόσο τυχεροί ώστε να έχουμε συχνά κάτι σαν το Mad Max: Fury Road.

Ας είναι, δεν πειράζει, το αναμάσημα είναι βαθιά μέσα στο παιχνίδι της βαριάς βιομηχανία του θεάματος, κι η αλήθεια είναι ότι οι προσδοκίες κινηματογραφικής ποιότητας από το action cinema συνήθως είναι (δυστυχώς) αρκετά έως πολύ χαμηλές. Από την άλλη, βέβαια, πόσο δύσκολο είναι να φτιάξεις μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή σύγχρονη εκδοχή του Predator; Το premise είναι αρκετά απλό, η πολυπλοκότητα δεν είναι το δυνατό χαρτί του franchise. Θέλει ένα ελάχιστα απαιτητικό πλην συνεκτικό σενάριο, έναν σκηνοθέτη ικανό να γυρίσει αποτελεσματικά σκηνές δράσης (πράγμα καθόλου εύκολο, βέβαια) κι ένα επαρκώς χαρισματικό καστ. ΟΚ, τα ποπ κορν πουλιούνται και μόνα τους, αλλά ας βοηθήσει κι η οθόνη λίγο.

Θεωρητικά, ο Shane Black έμοιαζε ικανός για περισσότερα απ’ αυτά που ζητάει ο εξαιρετικά χαμηλός πήχης που θέσαμε αμέσως παραπάνω. Κατά μία έννοια, μοιάζει με μια αρκετά ιδιαίτερη περίπτωση για το blockbuster σινεμά των μεγάλων στούντιο. Ήρθε στην επιφάνεια ως ένας από τους εξυπνότερους σεναριογράφους των mainstream 80s, υπογράφοντας ή συνυπογράφοντας τα σενάρια των Lethal Weapon και Monster Squad, συνεχίζοντας στα 90s με μικρότερη επιτυχία (αλλά και με κάποιο ενδιαφέρον) κι επιστρέφοντας απροειδοποίητα 10 χρόνια μετά με το εμβληματικό πια Kiss Kiss Bang Bang. Έπειτα εξαφανίστηκε και πάλι, για να γυρίσει στο προσκήνιο μερικά χρόνια αργότερα με το μέτριο (αλλά όχι κακό) Iron Man 3 και το συμπαθέστατο The Nice Guys.

Εκτός όλων αυτών, ήταν κι η προσωπική του σύνδεση με το πρώτο Predator που έδινε την εντύπωση ότι δεν θα είναι απλώς μια corporate αγγαρεία. Δεν είναι μόνο ότι συμμετείχε στον ρόλο του χτισμένου νέρντουλα Rick Hawkins, αλλά κι ότι διατέλεσε script doctor για το σενάριο της ταινίας, χωρίς να πάρει credits βέβαια. Κατ’ επέκταση, ποντάραμε σχετικά στον Black ως έναν άνισο μεν δημιουργό, αλλά με καλό κινηματογραφικό ένστικτο για ένα χολιγουντιανό σινεμά που κρίνεται στις λεπτομέρειες, με καλό έλεγχο του ρυθμού και του χιούμορ, με ένα στυλ παλιομοδίτικο αλλά όχι ενοχλητικά νοσταλγικό, με χαρακτήρες που όλοι κερδίζουν το δικαίωμα να είναι κουλ με τον τρόπο τους.

Τι απ’ αυτά έχει το νέο The Predator, που κυκλοφορεί αυτήν τη βδομάδα στους σινεμάδες; Σχεδόν τίποτα, δυστυχώς. Αν μη τι άλλο, περιμέναμε τουλάχιστον ένα επαρκώς συνεκτικό σενάριο, είτε σε minimal εκδοχή όπως στην πρώτη ταινία είτε σε meta εκδοχή όπως μας έχει συνηθίσει κι άλλες φορές ο Black. Ανάθεμα, όμως, αν βγάζει νόημα έστω το παραμικρό πράγμα στην ταινία – σε βαθμό που σε κάνει να αμφιβάλλεις αν ασχολήθηκε κανείς σοβαρά μαζί του. Δε μιλάμε για σεναριακές τρύπες, μια υπερ-συνήθη κινηματογραφική γκρίνια που θα μας επιτρέψετε να θεωρήσουμε συχνά υπερ-τιμημένη, αλλά για μια κυριολεκτικά ανούσια ιστορία με αμέτρητες διακλαδώσεις που δεν οδηγούν πουθενά, ένα αφηγηματικό αυτο-πυροβόλημα στο πόδι.

Ακόμα κι αν προσπεράσουμε το μπουρδούκλωμα κλιματικής αλλαγής, βιοηθικού προβληματισμού, ενδο-predator-ικών πολιτικών διαφωνιών και «κοινωνικού μυνήματος» για τον αυτισμό, τότε αυτό που μας περιμένει στην επόμενη γωνία είναι ένα ειρωνικό μετα-καγκούρικο σινεμά με καρτουνίστικη βία, βεβιασμένο edgy χιούμορ με το στανιό, ψηφιακή ούλτρα-βία με φτηνά εφέ, αναισθητοποίηση και κυνισμό, νοσταλγικά κλεισίματα του ματιού και easter eggs για τους φίλους του franchise, προκάτ στήσιμο επόμενων sequels. Αν σ’ αυτά προσθέσουμε και το ξενερωτικό background της υπόθεσης με την Olivia Munn, τις κομμένες σκηνές της με τον καταδικασμένο για σεξουαλική παρενόχληση 14χρονης, Steve Wilder, και την ακόλουθη απόπειρα συγκάλυψης εκ μέρους του στούντιο, τότε το πράγμα δεν βοηθιέται και πολύ.

Σε τελική ανάλυση, το The Predator είναι καλύτερη ταινία από τις προηγούμενες του franchise, αλλά μόνο γιατί η αποτυχία του έχει να μας δείξει κάποια πράγματα για την κατάσταση ενός μέρους του action κινηματογράφου σήμερα. Για την ακρίβεια, έχει να μας δείξει πώς δεν πρέπει να γίνεται. Ενώ τα τελευταία χρόνια το είδος έχει πάρει μερικές πολύ απαραίτητες ανάσες με ταινίες σαν το Fury Road, τα John Wick, τα Sicario, το Logan, τα The Raid και το Infinity War, μεταξύ άλλων, η ταινία του Black φαντάζει πολύ κουρασμένη και κουραστική. Κι είναι κρίμα – γιατί το Χόλιγουντ συνεχίζει να μας χρωστάει ένα καλό Predator.

Best of internet