Quantcast

Πόνος παντού, νόημα πουθενά: Είναι μηδενιστική η σύγχρονη pop κουλτούρα;

Νιχιλιστικά memes, πονεμένες σειρές, σκατόψυχες ταινίες, χρεοκοπημένη ανθρωπότητα και άλλα ευχάριστα πράγματα

Αχ, να ένα ερώτημα που δεν θα θέλαμε να βρεθούμε σε θέση να απαντήσουμε, που αποφεύγουμε όπως ο διάολος το λιβάνι, όπως ο ασθενής το ντιβάνι. Είναι μηδενιστική η σύγχρονη pop κουλτούρα; Είναι νιχιλισμός αυτό που καταναλώνουμε μέσα από σειρές, ταινίες και memes; Τι είναι; Γιατί μας κάνει να νιώθουμε έτσι; Τι είναι αυτό το αίσθημα που συνδυάζει απόγνωση, ζεστασιά, bingewatching, φόβο, ελπίδα και cringing; ΟΚ, ας σταματήσουμε να θέτουμε ερωτήματα με ρυθμό πολυβόλου – παρόλο που θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε για τουλάχιστον μία παράγραφο ακόμα. Το ζήτημά μας είναι το εξής: υπάρχει μια πολιτισμική αίσθηση, ατμόσφαιρα, αύρα μέσα σε σημαντικό μέρος της κουλτούρας που καταναλώνουμε. Μια αύρα που μοιάζει να επιβεβαιώνει πως η ύπαρξη είναι πόνος, ότι τίποτα δεν έχει νόημα, ότι η κόλαση είναι οι άλλοι, ότι χάσαμε την ευκαιρία μας για ανθρωπιά και επαφή και κατανόηση – αν την είχαμε και ποτέ δηλαδή. Αυτήν την αύρα, συμβατικά, ας την ονομάσουμε μηδενισμό.

Και λέμε συμβατικά, γιατί δεν θέλω εδώ να παραπέμψω στον μηδενισμό ως ιστορικό φιλοσοφικό, πολιτικό ή επιστημολογικό ρεύμα. Ούτε θέλω, από την άλλη, να χρησιμοποιήσω τον μηδενισμό σαν κοινωνιολογικό χαρακτηρισμό για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο, όπως έκαναν ορισμένοι κοινωνιολόγοι της μετανεωτερικότητας. Έτσι κι αλλιώς, όταν μιλάμε για παραγωγή και κατανάλωση μαζικής pop κουλτούρας, δεν μας βοηθάει απαραίτητα να μιλήσουμε με αυστηρούς φιλοσοφικούς ή κοινωνιολογικούς όρους. Αντ’ αυτού, υπάρχουν πράγματα που τα πιάνουμε διαισθητικά, που τα νιώθουμε στην ατμόσφαιρα, που βλέπουμε να καθορίζουν άμεσα το πώς σχετιζόμαστε με την ίδια την pop κουλτούρα – άρα, σ’ έναν βαθμό, και με τον κόσμο, τον εαυτό μας, τους γύρω μας. Όταν, λοιπόν, αισθανόμαστε αυτήν την μηδενιστική υφή, κάτι που έχει επισημανθεί ουκ ολίγες φορές για σύγχρονες δημοφιλείς σειρές σαν το BoJack Horseman ή το Rick and Morty, τι είναι ακριβώς αυτή η αίσθηση; Από που προέρχεται; Τι την φτιάχνει; Πώς θα φύγει μακριά; Βασικά, θέλουμε να φύγει μακριά;

Μμμ, πάλι παραθέσαμε απανωτά ερωτήματα, αλλά ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά τριγύρω δεν υπάρχει κανείς εδώ να μας σταματήσει, οπότε ας συνεχίσουμε σαν να μην έγινε ποτέ. Αν πάρουμε στα σοβαρά τα παραπάνω (ή τουλάχιστον αρκετά σοβαρά ώστε να προχωρήσουμε αυτόν το συλλογισμό), τότε κατευθείαν φτάνουμε στο ερώτημα του τίτλου: υπάρχει νιχιλιστική pop κουλτούρα σήμερα; Κατά μία έννοια, ναι. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι σώνει και ντε ο μηδενισμός είναι το καλύτερο εργαλείο για να την ερμηνεύσουμε. Έτσι κι αλλιώς, μάλλον πολύ δύσκολα θα βρούμε κάποιον δημιουργό να λέει: ναι, είμαι μηδενιστής και έφτιαξα ένα μηδενιστικό πολιτισμικό προϊόν. Αυτό που μπορούμε να εντοπίσουμε είναι μάλλον μια ατμόσφαιρα υπαρξιακής αγωνίας και υπαρξιακής παραίτησης μαζί, η οποία έχει γνώση του εαυτού της, με αποτέλεσμα να μην το κάνει και τόσο μεγάλο θέμα σε τελική ανάλυση.

Αυτό μπορεί να ακούγεται οριακά ασυνάρτητο, αλλά στην πραγματικότητα υπάρχει ίσως μια αρκετά καθαρή ιστορική γραμμή που το επιβεβαιώνει σαν τάση της pop κουλτούρας μέσα στα χρόνια. Υπάρχει, λοιπόν, μια δυναμική (όχι βέβαια η μοναδική) από τα 80s και μετά, φτάνοντας στο απόγειό της κατά τα 90s και τα πρώιμα 00s, η οποία έχει κάποια σχετικά καινούρια χαρακτηριστικά ως προς το ύφος και το περιεχόμενό της – τόσο στο αμερικάνικο σινεμά όσο και, κυρίως, στην αμερικάνικη τηλεόραση. Είναι μια δυναμική που παράγει μια pop κουλτούρα όλο και πιο αυτο-αναφορική και meta, που σχετικοποιεί όλο και περισσότερο τις ηθικές αξίες, που χρησιμοποιεί σε απόλυτο βαθμό τον κυνισμό, την αμφισημία και την ειρωνεία. Σ’ έναν βαθμό, αυτά τα χαρακτηριστικά έρχονται σαν αντίδραση προς το μελοδραματικό, υπεραισιόδοξο και υπερσυναισθηματικό πνεύμα που κυριαρχούσε τις περασμένες δεκαετίες στην μαζική κουλτούρα των ΗΠΑ, με κλασσικότερους εκπροσώπους το σινεμά του Στίβεν Σπίλμπεργκ και τα αφελή sitcoms της αμερικάνικης τηλεόρασης. Αντίθετα, αυτή η νέα τάση έχει πράγματα σαν το Seinfeld, το South Park και το Family Guy στην τηλεόραση (ή και λίγο αργότερα σειρές σαν τα Curb Your Enthousiasm, It’s Always Sunny in Philadelphia και Arrested Development) ή πράγματα σαν τις ταινίες του Tarantino ή το Fight Club στο σινεμά – και σ’ έναν βαθμό πρόκειται για μια τάση που μοιάζει να γίνει όλο και πιο κυρίαρχη στην pop κουλτούρα κατά την στροφή της χιλιετίας.

Μ’ έναν τρόπο, μοιάζει λίγο δύσκολο να διαβάσεις κριτικά αυτήν την εξέλιξη, να βρεις τα κοινά χαρακτηριστικά και το αληθινό της περιεχόμενο, μιας και φαίνεται ήδη η ίδια να αποδομεί ή να αποστασιοποιείται μόνιμα από τον εαυτό της. Παρόλα αυτά, τι να κάνουμε τώρα, υπάρχουν κάποιοι ιστορικοί παράγοντες μεγάλου βεληνεκούς που καθιστούν την μετάβαση από τα 80s στα 90s μια περίοδο που ο κόσμος άλλαξε – και μαζί μ’ αυτόν και η μαζική κουλτούρα του. Χοντρικά, για να μην φλυαρήσουμε, είναι η περίοδος που κερδίζει έδαφος η ιδεολογία για το τέλος της ιστορίας, έχει αναδυθεί μια κουλτούρα γιάπικου υπερκαπιταλιστικού ηδονισμού, το ανατολικό μπλοκ πέφτει, η αμερικάνικη αυτοκρατορία εδραιώνεται πλήρως – κι εντός της αφενός αναδύεται η Generation X, που κάθε άλλο παρά μοιράζεται την αισιοδοξία της προηγούμενης γενιάς, κι αφετέρου οι νέες τεχνολογίες του ελεύθερου χρόνου και της εξατομικευμένης οικιακής διασκέδασης κυριαρχούν όλο και περισσότερο στην καθημερινή ζωή.

Φυσικά, όσοι μεγαλώσαμε απ’ τη δεκαετία του ’90 κι έπειτα, γνωρίσουμε πολύ καλά τι έδαφος στρώθηκε από αυτήν τη δυναμική και πώς μοιάζει το κυρίαρχο αίσθημα αλλοτρίωσης στον ύστερο καπιταλισμό του 21ου αιώνα. Μια τεχνολογικά ενισχυμένη μοναξιά, ένας μηδενικός έλεγχος των υλικών συνθηκών ζωής μαζί με τεράστια ψηφιακή πρόσβαση στα πάντα, μια επισφάλεια στην δουλειά κι ένας κατακερματισμός του εαυτού σε ένα άθροισμα από online προφιλ, μια καταπιεστική νοσταλγία για ένα αθώο παρελθόν και για μια χαμένη εκδοχή του μέλλοντος που σε στοιχειώνουν εξίσου, καπιταλιστικός ρεαλισμός στην καθημερινή ζωή και την κουλτούρα χωρίς εναλλακτικές ούτε στην φαντασία καλά-καλά, μια μελαγχολία που αναγνωρίζει ότι δεν υπάρχει τίποτα πέρα από το υπάρχον.

Ουφ, ας αναπνεύσουμε λίγο κι ας συνεχίσουμε. Όλα αυτά τα ευχάριστα διαμορφώνουν, σ’ έναν βαθμό, αυτήν την πολιτισμική ατμόσφαιρα υπαρξιακής αγωνίας και αδιαφορίας που περιγράψαμε παραπάνω. Είναι, δηλαδή, μια πολιτισμική ατμόσφαιρα που αντιστοιχεί σε έναν συγκεκριμένο τύπο κοινωνικής αλλοτρίωσης, όπως τον ζούμε σήμερα. Κι έπειτα, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, είναι μια πολιτισμική ατμόσφαιρα που δημιουργεί μια δικιά της αισθητική, ένα δικό της ύφος – κι ένα δικό της χιούμορ. Εδώ είναι, όμως, που συναντούμε ένα πρόβλημα. Μπορούμε πράγματι όλο αυτό να το πούμε μηδενιστικό; Μας βοηθάει το δίπολο απαισιοδοξίας και αισιοδοξίας για να το καταλάβουμε; Είναι το ίδιο πράγμα όλες αυτές οι σειρές και ταινίες που μοιάζουν να κολυμπάνε σε ένα πηχτό πλην ειρωνικό υπαρξιακό σκοτάδι;

Υπήρξε ένας συγγραφέας και κριτικός στην Αμερική των 90s, ο David Foster Wallace, ο οποίος πρότεινε έναν κάπως διαφορετικό δρόμο να δούμε αυτές τις πολιτισμικές αλλαγές στην pop κουλτούρα. Χοντρικά, ερμηνεύοντας το έργο του από την πλευρά μας, μπορούμε να δούμε ότι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της τάσης που περιγράψαμε παραπάνω δεν είναι ο πόνος κι η αγωνία, αλλά μάλλον ο κυνισμός. Ο Wallace πρότεινε ότι στον αντίποδά του βρίσκεται η ειλικρίνεια (σκληρή, απαιτητική και βασανιστική), κι όχι η αφελής αισιοδοξία των προηγούμενων δεκαετιών. Αντίστοιχα, αυτό είναι ένα πρίσμα που ίσως μας βοηθάει να δούμε καλύτερα και το περιεχόμενο της σημερινής pop κουλτούρας. Στα 90s, θα λέγαμε ότι αυτή η τάση της ειλικρίνειας, που πολλές φορές ονομάστηκε σχηματικά New Sincerity, λειτουργούσε αντίρροπα προς τον αναδυόμενο κυνισμό, χωρίς όμως να είναι αφελής και εύπεπτη. Κατά μία έννοια, μπορούμε να την εντοπίσουμε κυρίως στο προσωπικό και αυτοστοχαστικό αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά των 90s, δηλαδή τις ταινίες ανθρώπων σαν τους Noah Baubach, Todd Solondz, Richard Linklater, Todd Haynes, Gus Van Sant, Sofia Coppola, Wes Anderson, Paul Thomas Anderson και Charlie Kaufman, μεταξύ άλλων – με λίγα λόγια, τα κινηματογραφικά παιδιά της παράδοσης του σπουδαίου Τζον Κασσαβέτης.

Αντίστοιχα, μια τέτοια τάση για συναισθηματική, σκληρή ειλικρίνεια βλέπουμε σε πολλές από τις σημαντικότερες τηλεοπτικές σειρές της τελευταίες δεκαετίας που έχουν μια έντονα προσωπική και αυτοστοχαστική σφραγίδα των δημιουργών τους. Μιλάμε για πράγματα σαν το Atlanta, το Insecure, το Transparent, το Louie, το Master of None, το Barry – ή υπέροχες πρόσφατες ταινίες σαν το The Florida Project ή το Lady Bird. Κατά μία έννοια, ακόμα και το BoJack Horseman ή το Rick and Morty, που φαινομενικά μοιάζουν να έχουν σημαία τους το ότι η ζωή είναι πόνος και δεν έχει τίποτα νόημα είτε στην καθημερινή επαφή είτε σε σύγκριση με την αδιαφορία του σύμπαντος, στην πραγματικότητα είναι ιδιαίτερα ειλικρινείς συναισθηματικά σειρές που έχουν ως κυρίαρχη την αγωνία για την ανθρώπινη επαφή, για την δυνατότητα αυθεντικής επικοινωνίας, για την προσπάθεια να έρθεις κοντά στους ανθρώπους και την αδυναμία σου να μην τους πληγώσεις. Όπως κι οι παραπάνω σειρές που αναφέραμε, μοιάζουν να κυριεύονται από την επιθυμία για φροντίδα του εαυτού και του Άλλου, ακόμα κι αν οδηγεί σε αποτυχία, την επιθυμία για συσχέτιση, νόημα, επαφή – ακόμα και κόντρα στις πιο αντίξοες συνθήκες, αναγνωρίζοντας τον κυρίαρχο κυνισμό της εποχής ως αντικειμενικό ορίζοντά τους, χωρίς να επιχειρούν μια επιστροφή σε φαντασιώσεις του παρελθόντος ή του μέλλοντος.

Αν, λοιπόν, ομαδοποιήσουμε όλα αυτά τα πράγματα σχηματικά στην πλευρά της ειλικρίνειας, τότε τι βρίσκεται στην πλευρά του κυνισμού; Κι επομένως, ποια είναι σε τελική ανάλυση η όντως νιχιλιστική pop κουλτούρα; Κατά τη γνώμη μου, αν υπάρχει ένας καθαρός κυνικός νιχιλισμός, τότε αυτός μάλλον είναι εξαιρετικά mainstream και είναι αυτός που, όχι μόνο παραιτείται από την σχέση με το ανθρώπινο, αλλά αντίθετα φαίνεται να πανηγυρίζει για τη νίκη του αντι-ανθρώπινου – είτε εμφανίζεται με ανθρώπινη μορφή είτε όχι. Κατ’ επέκταση, είναι ο κυνικός νιχιλισμός που μπορεί να πανηγυρίζει αποστασιοποιημένα για το τέλος του κόσμου, για την αδυναμία κατανόησης και επαφής.

Κάτι τέτοιο μπορεί να πάρει την μορφή χολιγουντιανών blockbusters όπου οι θάνατοι είναι παράπλευρες απώλειες της δράσης ή οι άνθρωποι είναι στην καλύτερη και με απενοχοποιημένο τρόπο στοιχεία του ντεκόρ (βλέπε Jurassic World ή Transformers, για παράδειγμα). Μπορεί επίσης να πάρει τη μορφή του ηθικού πανικού για την τεχνητή νοημοσύνη και το τεχνολογικό singularity όπως το Westworld, ή την ειρωνική σκατοψυχιά ενός μέρους του Black Mirror που υπονοεί πως ό,τι κι αν πάθουμε αξίζει να γίνει ηδονοβλεπτικό θέαμα σε δεύτερο επίπεδο. Μπορεί ακόμα να πάρει τη μορφή των κλειστών αντι-ανθρώπινων συστημάτων του Νόλαν όπου τα πάντα (άνθρωποι, σχέσεις, αξίες) κινούνται σε λούπες που αλληλο-αναπαράγονται κι η ανθρωπιά εμφανίζεται πού και πού ως glitch (όπως στην ενδεικτικότατη περίπτωση του The Dark Knight). Μπορεί μερικές φορές να πάρει τη μορφή του arthouse μίσους του Τρίερ ή της meta αποστασιοποίησης του Ταραντίνο – ή ακόμα και φαινομενικά αθώες μορφές, σαν τον βιτζιλαντισμό των superheroes που παίρνουν αυτόκλητα το νόμο στα χέρια τους ή της υπερφορτωμένης νοσταλγία όπου όλα είναι ίδια και εν τέλει ασήμαντα, όπως στο πρόσφατο Ready Player One του Σπίλμπεργκ.

Φυσικά, όλα αυτά δεν τα αναφέρουμε για να πούμε ότι οι μεν ταινίες ή σειρές είναι κακές και οι άλλες καλές. Μπορεί να μας αρέσει να μοιραζόμαστε την βάναυση ή μάταιη αγωνία για νόημα και επαφή που βλέπουμε στο BoJack ή το Atlanta, αλλά μπορεί και να μας αρέσει να απολαμβάνουμε μηδενιστικό coolness και αισθητικοποιημένη δυστυχία στο Fight Club ή απονεκρωμένη συναισθηματικά διασκέδαση σε ένα χολιγουντιανό blockbuster. Όλα καλά, δεν υπάρχει πρόβλημα. Ταυτόχρονα, μπορεί να ξενερώνουμε με το μάρκετινγκ που υιοθετεί η αγορά της εσωστρέφειας και του πεσιμισμού για να μας πουλήσει έξυπνα μπλουζάκια, bingewatching, βιβλία, memes κι οτιδήποτε άλλο, αλλά την ίδια στιγμή να το απολαμβάνουμε σαν γενικό πνεύμα της εποχής, σαν πολιτισμικό περιβάλλον.

Σε τελική ανάλυση, το ερώτημα είναι τι αφήνουν πίσω τους όλα αυτά σαν αποτύπωμα – στην ιστορία, στην μαζική κουλτούρα, στον συναισθηματικό μας κόσμο, στην πραγματική σχέση μας με πραγματικούς άλλους ανθρώπους. Φυσικά, μπορούμε να αδιαφορήσουμε πλήρως για το ερώτημα αυτό και να πούμε ότι όλα είναι απλώς ψυχαγωγία. Παρ’ όλα αυτά, η pop κουλτούρα είναι ένας από τους τρόπους να σχετιζόμαστε με τον κόσμο σε καθολικό επίπεδο, σε μεγάλη κλίμακα. Κι ούτως ή άλλως, θέλοντας και μη, συνήθως νιώθουμε και πράγματα – συχνά ανεξέλεγκτα μάλιστα.

Μπορεί, λοιπόν, να υπάρχουν πολιτισμικά προϊόντα, ταινίες ή σειρές, που μας λένε ότι πράγματι η ύπαρξη είναι πόνος, ότι τίποτα δεν έχει νόημα, ενώ ταυτόχρονα οι χαρακτήρες τους να δρουν σαν να έχει ή να πασχίζουν να δράσουν έτσι ώστε να αποκτήσει. Από την άλλη, μπορεί να υπάρχουν άλλα προϊόντα που βλέπουν ακόμα κι αυτήν την αγωνία για το νόημα ως ξεπερασμένη – ή και ως εμπόδιο για την διασκέδαση. Αν υπάρχει ένας μηδενισμός στην pop κουλτούρα, ποιος είναι από τους δύο; Βλέποντας BoJack Horseman, μας πιάνει μια υπαρξιακή αγωνία να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε όσο υπάρχει ακόμα χρόνος. Βλέποντας Westworld ή Black Mirror, μπορεί να πειστούμε ότι η ανθρωπότητα δεν αξίζει καν αυτήν την αγωνία, κι όσος χρόνος της μένει είναι μάλλον διεκπεραιωτικός. Αν υπάρχει, ξανά, ένας μηδενισμός, τότε ποιος είναι;

Best of internet