Quantcast

Το «Jurassic World: Fallen Kingdom» είναι αγνή χολιγουντιανή ηλιθιότητα και το ευχαριστούμε γι’ αυτό

Μερικές φορές είναι ωραία να κλείνεις το μυαλό σου και να χαζεύεις πράγματα σε οθόνες

Όταν τον Μάρτιο είδαμε το Ready Player One του Στίβεν Σπίλμπεργκ, ξεκινήσαμε το κείμενό μας ως εξής: “Έχουμε ανάγκη από καλό, διασκεδαστικό, λαϊκό blockbuster κινηματογράφο. Πάντα είχαμε, πάντα θα έχουμε. Δεν είναι μόνο ότι το σινεμά είναι η κατεξοχήν τέχνη της μαζικής κουλτούρας του 20ου αιώνα – είναι επίσης κι ότι μας ικανοποιεί μια επιθυμία να δούμε πράγματα απίστευτα, να μας επιβεβαιώσει την πεποίθηση ότι μέσα στην κοινοτοπία του κόσμου μπορούμε να νιώσουμε αυτήν την μοναδική αίσθηση του wonderment, την αναστολή της δυσπιστίας, το αίσθημα ότι μέσα σ’ αυτήν την οθόνη συμβαίνει κάτι εξωπραγματικό – ακόμα κι αν το καταναλώνουμε, σε τελική ανάλυση, ως ένα προϊόν ανάμεσα στα υπόλοιπα. Φυσικά, αυτή είναι μια δύσκολη ισορροπία – και το να κάνεις καλό blockbuster κινηματογράφο δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα. Συνήθως απαιτεί ένα εξαιρετικά μετέωρο βήμα μεταξύ κοινοτοπίας και καινοτομίας.”

Όλα αυτά, αγαπητοί φίλοι και φίλες, δεν είναι απλά ατάκτως ερριμμένες λέξεις για να γεμίσουν γραμμές και να φανεί ότι στο τέλος έχουμε μπροστά κάτι παραπάνω από ένα “μ’ άρεσε” ή ένα “δε μ’ άρεσε”. Και, όχι, δεν το λέμε αυτό για να διεκδικήσουμε μια αξιοπιστία ως προς την ανάλυση και την κριτική. Ο λόγος που το λέμε είναι επειδή αυτά τα λόγια (ναι, αυτά τα βαρυσήμαντα) τα στηρίζουμε ακόμα – κι ο λόγος που τα στηρίζουμε ακόμα είναι επειδή τα νιώθουμε. Εκεί είναι που χτυπάει διάνα ο καλός λαϊκός blockbuster κινηματογράφος: στο πώς νιώθουμε, τι αισθανόμαστε, με τι ενθουσιαζόμαστε, τι μας συναρπάζει, τι μας προκαλεί τον αφελή θαυμασμό, την πεποίθηση ότι αυτά τα πράγματα συμβαίνουν μόνο εδώ, μπροστά μας, για τα μάτια μας – την αίσθηση, τέλος, ότι δεν υπάρχει τίποτα που να συγκρίνεται με το να βλέπεις απίστευτα πράγματα να λαμβάνουν χώρα σε μια γιγάντια οθόνη περικυκλωμένη από πηχτό σκοτάδι και ανθρώπινες ανάσες.

Αλλά ναι, προφανώς, ο blockbuster κινηματογράφος περνάει μια σχετική κρίση. Δεν είναι ότι λείπουν τα κέρδη, κάθε άλλο. Είναι ότι μάλλον έχει φτάσει σε ένα σημείο που έχει εκραγεί η αντίφαση ανάμεσα στο πόσα πολλά πράγματα μπορεί να κάνει και στο πόσο περιορισμένο έχει γίνει εκ των πραγμάτων το πεδίο του. Με λίγα λόγια, υπάρχουν οι superhero ταινίες, υπάρχει το Star Wars σύμπαν, υπάρχουν μερικά ακόμα franchises που για κάποιο λόγο συνεχίζουν να εμφανίζονται κάθε 1-2 χρόνια (σκουπιδο-franchises κυρίως), υπάρχουν οι αναβιώσεις παλιότερων blockbuster τίτλων που κατά κανόνα οδηγούν σε αηδίες, αλλά κατά τ’ άλλα αυτό το “μετέωρο βήμα μεταξύ κοινοτοπίας και καινοτομίας” γίνεται όλο και πιο σπάνιο για τις χολιγουντιανές υπερπαραγωγές. Υπάρχουν εξαιρέσεις, φυσικά. Ας πούμε, το Mad Max: Fury Road είναι αναμφισβήτητα μια απ’ τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας. Το πρώτο Pacific Rim ήταν μια πολύ, πάρα πολύ διασκεδαστική εμπειρία. Η πρόσφατη τριλογία Planet of the Apes είναι πολύ αξιόλογη (και δεν έχει εκτιμηθεί αρκετά ίσως), ενώ sleeper hits σαν το John Wick είναι πάντα μια ευχάριστη έκπληξη.

 

Φυσικά, αν υπάρχει ένας άνθρωπος που για πολλά χρόνια ταυτίστηκε με το καλό, μαζικό, λαϊκό blockbuster σινεμά, τότε αυτός είναι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ. Για πολλούς και πολλές η ανώτερη blockbuster στιγμή είναι το Jaws που στην ουσία άνοιγε την πόρτα στο ίδιο το blockbuster φαινόμενο, ο Indiana Jones που ήταν ένα απ’ τα πιο διασκεδαστικά πράγματα που μπορείς να δεις σε οθόνη ή το E.T. που άνοιξε όλες τις καρδιές διάπλατα στην μέση. Όλα αυτά είναι έγκυρα βέβαια, αλλά γαμώτο, ελάχιστα πράγματα συγκρίνονται με την πρώτη φορά που βλέπεις το Jurassic Park σαν παιδί. Αυτό το ταλαιπωρημένο franchise με την υποδειγματική πρώτη, την μέτρια δεύτερη και την αδιάφορη τρίτη ταινία, αναγεννήθηκε το 2015 με το Jurassic World. Και το Jurassic World, παρά την χλιαρά ενδιαφέρουσα υπόσχεση να μας δείξει ένα πλήρως λειτουργικό πάρκο, ήταν μια σχεδόν εγκληματικά προκάτ, ψυχρή, άψυχη ταινία – ακόμα και για τα δεδομένα αυτού του είδους χολιγουντιανού blockbuster που φτιάχνεται κατά βάση από executives μέσα σε γραφεία.

Με λίγα λόγια, οι προσδοκίες για το sequel, το Jurassic World: Fallen Kingdom που κυκλοφόρησε αυτήν την βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες, ήταν σχεδόν μηδενικές – τουλάχιστον για μένα. Δηλαδή, ΟΚ, τι ακριβώς να περιμένεις; Ο Colin Trevorrow έφυγε από την σκηνοθεσία και πήγε στο σενάριο, ενώ την θέση του πήρε ο J.A. Bayona που το 2007 είχε φτιάξει το ομορφότατο horror The Orphanage. Ναι, αυτό από μόνο του μπορεί να είναι θετικό, αλλά προϋποθέτει και μια πραγματική ελευθερία κινήσεων στους δημιουργούς από την πλευρά του στούντιο – γεγονός κάθε άλλο παρά δεδομένο. Εκεί, λοιπόν, που περιμέναμε μια απόλυτα μετρημένη, υπολογισμένη, προκατεψυγμένη sequel ταινία του Jurassic World, τελικά το αποτέλεσμα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον. Ασυνάρτητο και οριακά βλακώδες, αλλά τουλάχιστον ενδιαφέρον.

Το νησί του πάρκου έχει εγκαταλειφθεί. Το ηφαίστειο ετοιμάζεται να εκραγεί. Οι δεινόσαυροι κινδυνεύουν. Να αφανιστούν. Ξανά. Οι πολιτικοί θέλουν να τους εξοντώσουν, οι ακτιβιστές για τα δικαιώματά των δεινοσαύρων διαμαρτύρονται. Ο Jeff Goldblum σκάει μύτη στη γερουσία και κάνει κωλοτούμπες από τη θεωρία του χάους. Οι κακοί είναι πολύ κακοί και θέλουν το κακό των δεινοσαύρων. Οι καλοί είναι πολύ καλοί και θέλουν το καλό των δεινοσαύρων. Και βέβαια, οι δεινόσαυροι αδιαφορούν εν γένει και για τις δύο αυτές κατηγορίες ανθρώπων – κατά βάση θέλουν να γλιτώσουν από το ηφαίστειο και στο μεταξύ να φάνε και κανένα άλλο έμβιο ον μπας και κορέσουν την πείνα τους, (με τους πρωταγωνιστές Chris Pratt και Bryce Dallas Howard να ακολουθούν την σκηνοθετική οδηγία που λέει “φροντίστε να φαίνεστε όμορφοι και να αποφύγετε κάθε πιθανότητα χημείας”. Με λίγα λόγια, έχουμε σκοτεινές συνωμοσίες, έχουν μελιστάλαχτες στιγμές, έχουμε δακρύβρεχτους μονολόγους, έχουμε ιλιγγιώδη κυνηγητά, έχουμε δεινόσαυρους να παίζουν ξύλο μεταξύ τους.

Το ενδιαφέρον εδώ είναι πως η ταινία μοιάζει πρόθυμη να βουτήξει σε πιο ουσιαστικά ζητήματα, να βάλει περισσότερο την πολιτική στο παιχνίδι, να προβληματιστεί πάνω στις πρακτικές ηθικές συνέπειες του πειράματος (αντί για τις μεταφυσικές) του Jurassic World, να θέσει τους ήρωες αντιμέτωπους με τον πραγματικό κόσμο – κι όχι απλά να τον χρησιμοποιήσει σαν background για την δεινοσαυρική φρενήρη περιπέτεια. ΟΚ, προφανώς αποτυγχάνει σε κάθε επίπεδο όσον αφορά αυτήν την επιδίωξη. Οι διάλογοι είναι αστείοι, το premise τραγελαφικά απλοϊκό, η ουσιαστική σχέση μεταξύ των χαρακτήρων οριακά ανύπαρκτη. Προσοχή όμως: το γαμάτο στοιχείο της ταινίας ότι σε πολλές στιγμές της μοιάζει να αφήνεται ελεύθερη σε έναν σχεδόν μισάνθρωπο χολιγουντιανό κρετινισμό όπου τίποτα δεν έχει νόημα γιατί όλα είναι σκατά. Οπότε, θα ρωτήσουμε εμείς, τι προτιμότερο από μια αγνή εκδίκηση των ατιθάσευτων φυσικών δυνάμεων που τεχνητά επανέφερε ο άνθρωπος στην γη; Και κάπως έτσι, εγένετο δεινοσαυρικός νιχιλισμός.

Δεν πειράζει που τα μισά απ’ όσα συμβαίνουν δεν βγάζουν κανένα απολύτως νόημα. Φτάνει το ότι έχουμε την ευκαιρία να δούμε μια πασαρέλα δεινοσαύρων σε έναν μαυραγορίτικο high-class πλειστηριασμό όπου διεφθαρμένοι μεγαλο-αστοί θέλουν να τους αγοράσουν και να τους χρησιμοποιήσουν ως πολεμικά όπλα (!). Φτάνει το ότι βλέπουμε τους δεινόσαυρους να παίζουν ξύλο μεταξύ τους σε ένα παιδικό δωμάτιο σκοτεινής γοτθικής έπαυλης κάπου στην μέση του δάσους. Φτάνει που οι δεινόσαυροι έρχονται στις πόλεις των ανθρώπων και υπόσχονται να προκαλέσουν έναν πανικό που προεικονίζει τις augmented reality περιπέτειες του μέλλοντος. Σε τελική ανάλυση, το Jurassic World: Fallen Kingdom κάνει ένα βήμα σε μια νέα κατεύθυνση. Σταματάει να αντλεί από την μυθολογία των χαμένων κόσμων που τροφοδότησε μέχρι τώρα το franchise, και κάνει στροφή προς τα disaster films των 70s με την τυρίλα τους, τις συνωμοσίες τους, την παράνοια τους, τα όλα τους. Προς τα κει πάει η νέα Jurassic ταινία: προς ένα disaster porn με 170 εκ. δολάρια budget και προσέγγιση οριακά βγαλμένη από b-movie. Ναι, σε έναν βαθμό είναι απλά μια ανοησία μεγάλης κλίμακας, αλλά υπάρχουν μερικές μέρες που το μόνο που θέλεις να κάνεις είναι να χαζεύεις πράγματα που συμβαίνουν σε οθόνες.

Best of internet