Quantcast

To «Mom and Dad» αφήνει τον Nicolas Cage ανεξέλεγκτο να σπείρει ειρωνικό b-movie τρόμο

Είναι ο Nicolas Cage και κυνηγάει να σκοτώσει τα παιδιά του. Αυτό.

Για αρχή, φανταστείτε να είστε ξανά παιδί και να σας κυνηγάει ο Nicolas Cage να σας σκοτώσει, όντας παράλληλα ο πατέρας σας. Αφού το φανταστήκατε, λοιπόν, παραδεχτείτε ότι έχει βγει μέσα από τους χειρότερους εφιάλτες σας – ή ότι ήταν ο εφιάλτης που δεν γνωρίζατε ότι σας καταδιώκει μέχρι να εμφανιστεί με πάταγο μπροστά σας. Όπως και να ‘χει, το καλύψαμε αυτό το ζήτημα. Δεν χρειάζεται κάτι άλλο, από ‘δω και πέρα ας αφήσουμε το ασυνείδητό σας να κάνει την δουλειά του από μόνο του όταν έρθει η κατάλληλη ώρα. “Σας αγαπάμε, αλλά μερικές φορές θέλουμε να σφάξουμε, μαλακισμένα”. Αυτή είναι η αφετηρία του Mom and Dad. Τι είναι δηλαδή; Μία καταπιεσμένη γονεϊκή ορμή με την μορφή φαντασίωσης τεκνοκτονίας – όταν δηλαδή τα μαλακισμένα δεν σ’ αφήνουν να ησυχάσεις και, εχμ, αυτό. Ξεκινώντας από εκεί, έχουμε ένα στα χέρια μας ένα σατιρικό horror b-movie που παίρνει αυτήν την στιγμιαία φαντασίωση και την μετατρέπει σε ένα high concept σενάριο που διερωτάται: τι θα συνέβαινε αν μια απροσδιόριστη αιτία ανάγκαζε όλους τους γονείς να δολοφονήσουν τα παιδιά τους;

Θα συνέβαινε πανικός, φίλες και φίλοι, και σ’ αυτόν τον πανικό ακριβώς ποντάρει ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Brian Taylor με την πρώτη του solo ταινία, η οποία κυκλοφορεί αυτήν τη βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Βέβαια, ο Taylor δεν είναι καινούριος στο απενοχοποιημένο σινεμά β’ διαλογής. Σχηματίζοντας ντουέτο με τον Mark Neveldine, έχουν δημιουργήσει στο παρελθόν μια σειρά από αξιομνημόνευτες πλην απαράδεκτες guilty pleasure πατάτες, σαν τα Crank, Gamer και Ghost Rider: Spirit of Vengeance. Εδώ όμως, μόνος του πλέον, ο Taylor στοχεύει λίγο ψηλότερα. Όχι από πλευράς συμβατικής ή art-house κινηματογραφικής ποιότητας, φυσικά, αλλά από την σκοπιά εκείνης της ιδιαίτερης φιλοδοξίας που συνοδεύει την παράδοση των b-movies που αναγνωρίζουν στον εαυτό τους την ευθύνη να είναι αυτο-αναφορικά και ειρωνικά με τρόπο που να δηλώνει τόσο έναν ειλικρινή σεβασμό στο genre που σκοπεύουν να μπαχαλέψουν όσο και μια εσάνς κοινωνικής κριτικής. Αυτό είναι, μέσα σε λίγες γραμμές, το Mom and Dad: ένα b-movie με φιλοδοξία να γίνει ένα καλό b-movie.

Αυτή είναι μια ευγενής φιλοδοξία – και μάλιστα μια φιλοδοξία που έχουμε ανάγκη σ’ έναν βαθμό. Όπως έχουμε ξαναγράψει στο παρελθόν, η απόλαυση του cult, του camp, του kitsch στο σινεμά δεν είναι απλώς μια ατελείωτη σκουπιδοφιλία, ακόμα κι αν τις περισσότερες φορές εμφανίζεται σαν τέτοια. Υπάρχει μια διαδικασία επιλογής ανάμεσα στο “καλό κακό” και το “κακό κακό” – υπάρχει δηλαδή, σύμφωνα με την γνωστή διατύπωση, ένα καλό γούστο του κακού γούστου. Εκεί στoxεύει ο Taylor με το Mom and Dad, λέγοντας την ιστορία μιας μεσοαστικής suburban οικογένειας Αμερικάνων γιάπηδων όπου, μέσα στον πανικό που προκαλείται από έναν απροσδιόριστο ιό, οι δύο γονείς (Nicolas Cage και Selma Blair) καταλήγουν να καταδιώκουν ώστε να δολοφονήσουν τα δύο παιδιά τους (Anne Winters και Zackary Arthur).

Φυσικά, όπως συμβαίνει συχνά σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ο Taylor χτίζει την αισθητική της ταινίας του μέσα από μπόλικους φόρους τιμής και references σε άλλες ταινίες. Από μια πλευρά, το Mom and Dad μοιάζει με ταινία ζόμπι τύπου 28 Days Later ή σαν το The Crazies του George A. Romero, μιας και η 70s exploitation αίσθηση είναι ήδη παρούσα από τα opening credits της ταινίας, συνδυάζοντας την απειλητική ατμόσφαιρα της τεκνοκτονίας με την γλυκιά φωνή της Dusty Springfield. Παράλληλα όμως, ο Taylor κοιτάζει ακόμα πιο έντονα προς μια άλλη κατεύθυνση – αυτήν της σάτιρας και της μαύρης κωμωδίας γύρω από την suburban σκοτεινιά της αμερικάνικης οικογένειας, σαν να φτιάχνει μια b-horror εκδοχή του American Beauty ή των ταινιών του Gregg Araki – ή, με μεγαλύτερη ακρίβεια, το κανιβαλιστικό Parents του Bob Balaban. Η διαφορά, βέβαια, είναι ότι εδώ έχουμε έναν πραγματικά φρενήρη ρυθμό γεμάτο flash cuts, ειρωνικό soundtrack που περιλαμβάνει από 70s μπαλάντες μέχρι μουσική ασανσέρ και dubstep, απειλητικές γωνίες λήψεις και άφθονη καρτουνίστικη βία.

OK, φυσικά το δυνατό στοιχείο της ταινίας είναι το πόσο ταιριάζει σ’ αυτήν η ανεξέλεγκτη ερμηνεία του Nicolas Cage (τον οποίο θα θέλαμε να μπορούσαμε να βάλουμε σε κάθε ταιν- oh wait), κάτι για το οποίο έχει κερδίσει δικαίως ένα cult status από μόνος του – κι η αλήθεια είναι ότι μάλλον έχουμε να τον δούμε τόσο απολαυστικό από το Adaptation, το Bad Lieutenant: Port of Call New Orleans και το Kick-Ass. Εδώ, όμως, ο χαρακτήρας που υποδύεται είναι αποτελεσματικός για έναν και απλό λόγο. Επειδή ο Taylor καταφέρνει να χτυπήσει φλέβα στην αναπαράσταση της ανδρικής υστερίας και της βίαιης φαντασίωσης ως μια κατάσταση αρρενωπότητας σε κρίση. O μεσήλικος πατέρας της οικογένειας νιώθει περιορισμένος, νιώθει να ασφυκτιά, νιώθει ότι χάνει τον ανδρισμό του, φαντασιώνεται σεξ και ροκενρόλ και ταχύτητα, αγοράζει ακριβά αυτοκίνητα, αναπολεί την χαμένη νιότη του και αντιμετωπίζει τις οικογενειακές ευθύνες σαν ευνουχισμό. Ναι, αυτά δεν είναι πρωτοτυπίες, αλλά ο χαρακτήρας του Cage μας δείχνει ότι, σε τελική ανάλυση, δεν χρειάζεται και καμιά φοβερή αιτία για να εκδηλωθεί όλη αυτή η βιαιότητα. Αρκεί ένας άγνωστος ιός που, μάλλον, έχει κάποια σχέση με την τηλεόραση.

Ενώ σίγουρα δεν μιλάμε για μια ταινία ικανή να σταθεί δίπλα στα b-movie διαμάντια των τελευταίων χρόνων (όπως για παράδειγμα τα Spring Breakers, The Love Witch, Green Room ή The Babadook), το Mom and Dad καταφέρνει να γίνει αποτελεσματικό σαν αυτό που είναι, ακριβώς επειδή συνδυάζει μια μορφή λαϊκής ψυχανάλυσης για την αμφίσημη σχέση μεταξύ προστασίας και επιθετικότητας, φτιάχνοντας και μια μικρή αλληγορία περί προσδοκίας και ματαίωσης σε ανδρική και γυναικεία εκδοχή, μαζί με μια απενοχοποιημένη καρτουνίστικη horror κατάσταση συνολικής διάρκειας μόλις 80 λεπτών. Και, βασικά, έχει τον Nicolas Cage να κυνηγάει να σκοτώσει τα παιδιά του. Αυτό.

Best of internet