Quantcast

Η «Αόρατη Κλωστή» είναι η τελευταία ταινία του Daniel Day-Lewis κι είναι μικρή για να τον χωρέσει

Η νέα δουλειά του Paul Thomas Anderson είναι συγκλονιστικά όμορφη κι αυτό αρκεί, περίπου

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

31 Ιανουαρίου 2018

Ο Πωλ Τόμας Άντερσον κι ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις είναι δυο φιγούρες μοναδικές στον κόσμο του σύγχρονου κινηματογράφου. Είναι μοναδικοί με την πραγματική έννοια της λέξης. Δεν υπάρχει έργο σαν το δικό τους, με τέτοια ακρίβεια, λεπτομέρεια, υπομονή και αφοσίωση. Δεν γνωρίζω γιατί, αλλά ανέκαθεν μου έδιναν την εντύπωση ότι υπήρχαν στο σινεμά από πάντα – ότι η παρουσία τους ήταν εμμενής, κι απλά μέχρι τότε δεν είχαν βρεθεί τα συμπτωματικά ανθρώπινα σώματα για να ενσαρκώσουν αυτήν παρουσία. Το ότι κατάφεραν και συναντήθηκαν πριν από 10 χρόνια στο There Will Be Blood, δηλαδή την αρχή της πραγματικής ωριμότητας του Άντερσον και την απόλυτη (ναι) ερμηνεία του Λιούις, ήταν κάτι που, ακόμα κι αν δεν υπήρχε, θα έπρεπε να το εφεύρουμε. Μ’ αυτήν την έννοια, το Phantom Thread, το οποίο έρχεται αυτήν τη βδομάδα επιτέλους στις αίθουσες, είναι αναγκαίο. Το ότι ο Λιούις έχει δηλώσει πως πρόκειται για τον τελευταίο του ρόλο, λοιπόν, δεν βγάζει απλώς νόημα – δημιουργεί νόημα. Μας προκαλεί να επενδύσουμε ιστορικά και συναισθηματικά σ’ αυτήν την ταινία με τρόπο ουσιαστικό, να καταλάβουμε ότι εδώ συμβαίνει κάτι σημαντικό.

Να τι συμβαίνει στην Αόρατη Κλωστή. Ο Λιούις ενσαρκώνει τον Ρέινολντς Γούντκοκ, έναν διάσημο σχεδιαστή ρούχων στο μεταπολεμικό Λονδίνο του ‘50, ο οποίος κυριαρχεί στην υψηλή ραπτική μαζί με την αδερφή του Σίριλ (Λέσλι Μάνβιλ). Ο Γούντκοκ είναι μοναχικός, ιδιότροπος και εμμονικός, κατά τον τρόπο που συχνά αναπαρίστανται οι σπουδαίοι άνδρες δημιουργοί, κι η αριστοκρατικά ελεγχόμενη ρουτίνα του διαταράσσεται όταν ερωτεύεται την νεαρή σερβιτόρα και μετέπειτα μούσα του Άλμα (Βίκι Κριπς). Ναι, αυτά συμβαίνουν στην Αόρατη Κλωστή – όχι πολλά περισσότερα. Ο Άντερσον δεν ποντάρει και ιδιαίτερα στην πλοκή ή την δράση. Αντιθέτως, κάνει τα πάντα ώστε να στρέψει τις προσδοκίες μακριά απ’ αυτές, να μας κατευθύνει στην εσωτερική ζωή της αφήγησης, να ανακαλύψουμε την βαθύτερη λογική του ύφους της.

Αυτό είναι ένα από τα πράγματα που καθιστούν μοναδικό τον Άντερσον. Ελάχιστοι άλλοι σκηνοθέτες καταφέρνουν πια να κινηθούν τόσο άνετα στην γραμμή ανάμεσα στο προσιτό και το περιπετειώδες ή ανάμεσα στο “δεν-συμβαίνει-τίποτα” και το “συμβαίνουν-τα-πάντα”. Σ’ έναν βαθμό, η Αόρατη Κλωστή μοιάζει με μια σπουδή πάνω κινηματογραφικό πρεστίζ. Έχει μια αριστοκρατικότητα πληθωρική κι αισθαντική, σαν να πρόκειται για ταινία του Μαξ Οφίλς από τα 50s, αλλά η ευγένειά της απέχει μόλις χιλιοστά από την αγριότητα. Είναι μια ταινία εποχής, αλλά η ίδια η εποχή δεν παίζει σχεδόν κανέναν ρόλο. Μερικές φορές φαντάζει σαν ρομαντική κομεντί μεταμφιεσμένη σε μακάβριο μελόδραμα – με το αιχμηρό πνεύμα των διαλόγων να βγαίνει κατευθείαν από το ρεπερτόριο του Χίτσκοκ. Κατά μία έννοια, η Αόρατη Κλωστή είναι η πιο άμεσα προσιτή και συγκρατημένη ταινία του Άντερσον εδώ και κάμποσα χρόνια. Πολύ λίγα από τα ντελιριακά και περιπετειώδη στοιχεία των Inherent Vice, The Master και There Will Be Blood κάνουν την εμφάνισή τους. Τα πράγματα εδώ είναι πιο συγκρατημένα και διακριτικά, αλλά και περισσότερο by the book. Η ταινία είναι σαν να βγήκε πράγματι από το εγχειρίδιο “πώς-να-σαρώσετε-στα-Όσκαρ” (κι όντως έχει 6 υποψηφιότητες φέτος), με τον αστερίσκο όμως ότι αυτό το εγχειρίδιο ανήκει σε ένα παράλληλο, λίγο πιο twisted, σύμπαν.

Φυσικά, είναι αδύνατον να μην μαγευτείς από το αισθητικό θαύμα της ταινίας. Τα χρώματα του Άντερσον είναι από άλλο κόσμο, ενώ οι κινήσεις και οι υφές των υφασμάτων έχουν μια ένταση που δεν ξέρω αν έχουμε ξανασυναντήσει ποτέ αποτυπωμένη σε φιλμ. Τα κάδρα είναι τελειοποιημένα, από τις ταπετσαρίες των τοίχων μέχρι το τελευταίο διακοσμητικό στοιχείο, ενώ οι γωνίες λήψης και οι κινήσεις της κάμερας αλλάζουν απρόβλεπτα με τον πιο βαθιά οργανικό τρόπο. ΟΚ, δεν χρειαζόταν να φτάσουμε στο 2018 για να διαπιστώσουμε ότι ο Άντερσον είναι ένας εξαιρετικά ικανός σκηνοθέτης με δική του αισθητική γλώσσα. Υπάρχουν παρόλα αυτά μερικές στιγμές που οι αλλαγές χρωματικής παλέτας ή οι αλλαγές περιβάλλοντος μπορούν να ταρακουνήσουν ακόμα και το πιο υποψιασμένο μάτι, όπως η μετάβαση από το τακτοποιημένο σκοτεινό εργαστήριο σε μια κούρσα με το αυτοκίνητο στο σκοτεινό δάσος, ή η μεταφορά από ένα κατάλευκο θέρετρο στις Άλπεις σε έναν πολύχρωμο καρναβαλικό χορό.

Όπως είναι πλήρως αναμενόμενο, η ερμηνεία του Λιούις είναι εξωπραγματική- σε βαθμό παρεξηγήσιμο. Είναι κυριολεκτικά αδύνατον να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω του, αφού η ανάγκη να τον ακολουθήσεις σε κάθε χειρονομία ή έκφραση είναι σχεδόν εμμονική. Ακόμα κι αν ανοιγοκλείσεις γρήγορα τα μάτια, αρχίζει να σε πιάνει ανησυχία μην τυχόν έχασες κάτι. Η έκπληξη εδώ βέβαια δεν ανήκει στην ερμηνεία του Λιούις, αλλά σ’ αυτήν της Βίκι Κριπς, η οποία είναι επίσης καταπληκτική καθ’ όλη την διάρκεια της Αόρατης Κλωστής. Τα γνώριμα close-ups του σκηνοθέτη στα πρόσωπά τους λειτουργούν σχεδόν σαν παιχνίδι απάτης, με την απίστευτη διαφάνεια των εκφράσεων να ισορροπεί με την αδιαφάνεια σκοπών και επιθυμιών. Όπως σχεδόν κάθε φορά, ο Άντερσον ξέρει πολύ καλά πώς να φέρει στην επιφάνεια ακόμα και την πιο διακριτική λεπτομέρεια μιας ερμηνείας.

Εδώ είναι όμως που αρχίζουν οι προβληματισμοί. Τι κρύβεται κάτω από αυτήν την αδιαφάνεια; Ποιες είναι αυτές οι επιθυμίες; Που οδηγούν οι λεπτομέρειες; Παρακολουθώντας την ταινία, άρχισα να νιώθω πως όσο περισσότερο μαγνητίζομαι από τις ερμηνείες, τόσο περισσότερο προβληματίζομαι για την ανθρώπινη πραγματικότητά τους. Στα χαρτιά έχουμε μια παραπομπή στην παραδοσιακή δυναμική μεταξύ καλλιτέχνη και μούσας (κατά τον εμβληματικό θεατρικό και κινηματογραφικό τρόπο του Πυγμαλίωνα), η οποία οδηγεί σε έναν αυθεντικό αλλά ταλαιπωρημένο έρωτα μεταξύ τους. Στην πράξη, όμως, καθώς περνάει η ώρα καταλαβαίνουμε ότι αυτή η σχέση (καλλιτέχνη-μούσας και ζευγαριού) μένει ανεπεξέργαστη, συγκροτημένη γύρω από στιγμιαίες αλληλεπιδράσεις κι όχι γύρω από ολοκληρωμένες σκηνές με δική τους εσωτερική ζωή και συνέχεια. Έτσι, παρακολουθούμε εξελίξεις που δεν έχουν κατακτηθεί ουσιαστικά, αντικρίζουμε άδεια βλέμματα και άδειες χειρονομίες που δεν καταλαβαίνουμε πότε άδειασαν ή αν είχαν ποτέ περιεχόμενο – αν υπήρξε ποτέ κάτι εκεί. Ενώ υπάρχει ένας διάχυτος ερωτισμός να αιωρείται στην ατμόσφαιρα, απουσιάζει η ένταση, η σεξουαλικότητα και το πάθος που κάνει σάρκινους τους ανθρώπους. Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον, το διακριτικά σαγηνευτικό άρωμα θανάτου που έχει η ταινία μοιάζει περισσότερο διακοσμητικό παρά οργανικό, αφού η πνευματώδης μακαβριότητά του δυσκολεύεται να βρει την ζωντάνια που θα της δώσει αντίθεση και ένταση. Αντίστοιχα, η σχεδόν πανταχού παρούσα μουσική του Jonny Greenwood των Radiohead μοιάζει σαν να πασχίζει ανά πάσα στιγμή να καλύψει αυτό το συναισθηματικό κενό.

Έχουμε λοιπόν μπροστά μας μια ταινία πανέμορφη και σαγηνευτική, αλλά δεν είμαστε σίγουροι αν ο κόσμος της υπήρξε, αν οι χαρακτήρες της ήταν ζωντανοί, αν οι σχέσεις τους ήταν αληθινές, αν προσπάθησαν να γίνουν και απέτυχαν. Ο Άντερσον πάντα απολάμβανε τέτοιες αμφισημίες και ξεγλυστρίματα, αλλά οι ταινίες του ήταν πάντα πιο σωματικές, παθιασμένες και περιπετειώδες – ο άξονάς τους ήταν η επιθυμία, με τρόπο χειροπιαστό και παλλόμενο. Στην Αόρατη Κλωστή το κέντρο μοιάζει να είναι το στυλ. Προσοχή: όχι το επιφανειακό κυνήγι του στυλ. Ο Άντερσον επιλέγει να σκάψει βαθιά κάτω από το στυλ, τελειοποιώντας το. Στην πορεία όμως κάτι ξεγλιστράει, και τα εργαλεία της ταινίας σκάβουν περισσότερο στα σημεία που φαίνονται πιο εύκολα. ΟΚ, δεν πειράζει και τόσο πολύ, αρκεί που τα κρατάει για τελευταία φορά ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις.

Best of internet