Quantcast

Είναι το The Room η μόνη αληθινά cult ταινία του 21ου αιώνα;

Καθώς περιμένουμε το The Disaster Artist του James Franco, αναρωτιόμαστε αν πρόκειται για cult αριστούργημα, για κινηματογραφικό μαρτύριο ή και για τα δύο

 

 

Η λέξη cult είναι μια λέξη ταλαιπωρημένη – κι είναι ένας όρος που έχει μάθει καλά τι σημαίνει κατάχρηση. Παρότι δεν λείπουν οι αναλύσεις για το περιεχόμενό του, ο όρος cult στην καθημερινή τρέχουσα χρήση του περιβάλλεται από μια θολούρα. Εύκολα, ίσως, καταλαβαίνουμε την αίσθηση που περιγράφει ή τα αντικείμενα στα οποία παραπέμπει, αλλά δύσκολα, συνήθως, μπορεί να προσφερθεί ένας συνεκτικός ορισμός. Είναι cult η ελληνική τηλεόραση; Είναι cult τα τραγούδια του Μπίγαλη; Είναι cult το πάρτυ που πήγες προχθές; Είναι cult το βίντεο που είδες πριν λίγο; ΟΚ, ας το φρενάρουμε κι ας προσπαθήσουμε να περιορίσουμε τον όρο ως εξής: μιλάμε για μια λατρευτική πολιτιστική διαδικασία προς ένα αντικείμενο εκ μέρους μιας κοινότητας. Τι το διαφοροποιεί από άλλες τέτοιες διαδικασίες; Αυτή η λατρεία είναι self-aware, είναι ειρωνική, σχηματίζει μερικές φορές μια υποκουλτούρα, φέρνει στο προσκήνιο πλευρές του αντικειμένου που (θεωρητικά) αγνοούνται ή παραβλέπονται από την μαζική πρόσληψη του κοινού.

 

Συνήθως το cult συνοδεύεται από το αξιολογικό πρόσημο του κακού, του κακόγουστου. Βέβαια, αυτοί κι αυτές που το απολαμβάνουν γνωρίζουν ότι είναι κακόγουστο και, καθώς μοιράζονται ανοιχτά αυτήν την διαπίστωση, έπειτα το απολαμβάνουν από κοινού και απενοχοποιημένα. Πολλά πράγματα είναι κακόγουστα, με την cult πρόσληψή τους συχνά να αθωώνει ή να νομιμοποιεί την βλακεία που τα δέρνει. Πέρα από τις παγίδες της cult-οποίησης όμως, δεν είναι πολλά τα πράγματα που μπορούν να ισχυριστούν για τον εαυτό τους ότι έχουν ένα πραγματικό cult following – κι ένα από αυτά είναι το The Room. Ναι, αυτή η ταινία που σταθερά βρίσκεται στις πρώτες θέσεις της λίστας για το χειρότερο φιλμ όλων των εποχών.

Ποιά είναι όμως τα στοιχεία που έχει μια cult ταινία; Μάλλον ο καλύτερος τρόπος να το προσεγγίσουμε είναι βλέποντας το πώς την αντιμετωπίζει το κοινό. Χωρίς τον παράγοντα της πρόσληψής, είναι ίσως αδύνατον να διαχωρίσεις το cult από το απλώς κακό – εκτός αν μιλήσουμε για ένα αυστηρά ατομικό αισθητικό κριτήριο. Τα συνήθη χαρακτηριστικά μιας cult πρόσληψης ταινίας περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, ένα fanbase (είτε μικρό είτε μεγάλο, αλλά σίγουρα σχετικά αφοσιωμένο), συλλογικές προβολές με ενεργή συμμετοχή του κοινού, σχηματισμό μιας ιδιαίτερης υποκουλτούρας που περιστρέφεται γύρω από τα references στην ταινία, μια συγκεκριμένη σχέση με τo mainstream σινεμά (αποτυχίες του box office ή underground ταινίες, για παράδειγμα).

 

Όλα αυτά δεν μας λένε και πολλά πράγματα για το περιεχόμενο της ίδιας της ταινίας. Περισσότερο αποτελούν δείκτη ενός τρόπου με τον οποίο το κοινό σχετίζεται μεταξύ του ως κοινότητα και με την ταινία ως αντικείμενο. Σε δεύτερο επίπεδο, φέρνουν στην επιφάνεια και μια δυσκολία ως προς την αξιολόγηση και την κατάταξη του έργου, δείχνοντας ότι το “καλό” και το “κακό”, το “όμορφο” και το “άσχημο”, δεν είναι πάντα επαρκείς κατηγορίες. Κατά τα 60s και τα 70s, όταν σημειώθηκε η πρώτη μαζική άνθιση της cult απόλαυσης του σινεμά με την πληθώρα underground ταινιών και μεταμεσονύκτιων προβολών, αυτή η διαδικασία ανέδειξε παράλληλα και την εμφάνιση νέων ορισμών για το ωραίο και το άσχημο, το αποδεκτό και το απαράδεκτο, το κυρίαρχο και το περιθωριακό, δημιουργώντας παράλληλα τρόπους “διανομής” που βρίσκονταν εκτός της στενής οριοθέτησης της κινηματογραφικής βιομηχανίας – χωρίς απαραίτητα να την αμφισβητούν ρητά.

Είτε επρόκειτο για προπολεμικά προπαγανδιστικά φιλμ, χολιγουντιανά b-movies και ιαπωνικά τέρατα, είτε για τις counter-culture ανατρεπτικές ταινίες και την εξειδικευμένη exploitation αγορά, αυτός ο τρόπος κινηματογραφικής απόλαυσης βάζει συνήθως στο επίκεντρο του το campiness, την ειρωνική και συνειδητή επιλογή της κακής αισθητικής. Βέβαια, όπως έχει γράψει η συγγραφέας Σούζαν Σόνταγκ στο κλασικό της κείμενο Notes on “Camp”, απηχώντας τις παλιότερες αντιλήψεις του Ζαν Ζενέ, το camp δεν είναι μια απέχθεια για το ωραίο. Για την ακρίβεια, υπάρχει ένα καλό γούστο του κακού γούστου – μια διαδικασία επιλογής – κι αυτή η θετική αισθητική του κακού γούστου έχει, για την Σόνταγκ, μια απελευθερωτική διάσταση.

 

ΟΚ, όλα αυτά ίσως μοιάζουν υπερβολικά όταν μιλάμε για μια ταινία τόσο κακή και ρηχή όσο το The Room. Από την άλλη όμως, κάπως πρέπει να ερμηνεύσουμε ότι αυτό το cult following εμφανίζεται σε κάποιες ταινίες και όχι σε κάποιες άλλες. Αυτό το “καλό κακό γούστο”, επιλέγοντας τις ταινίες που φέρνει στην cult επιφάνεια, αναδεικνύει πολλές φορές μια μορφή παρα-κινηματογράφου που, σ’ έναν βαθμό, ανοίγει ρωγμές στην διάκριση μεταξύ υψηλής και χαμηλής κουλτούρας. Η απόλαυση ενός τέτοιου κακού έργου τέχνης είναι μ’ έναν τρόπο εννοιολογική, δηλώνει την παρουσία ενός υπο-πολιτισμικού κεφαλαίου που κατέχουν οι πιστοί και οι πιστές ως κοινότητα εκτός της mainstream κινηματογραφικής απόλαυσης.

Κάπου εδώ, ένας υποψιασμένος αναγνώστης ενδέχεται να παρατηρήσει ότι αυτό μοιάζει με μια υπερβολικά καλοπροαίρετη και αθώα αποτίμηση του cult στο σινεμά. Πράγματι, θα είχε δίκιο. Από τα 70s κι έπειτα, η αγορά του κινηματογραφικού θεάματος ενσωματώνει σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό αυτήν την διάσταση υποκουλτούρας, κεφαλαιοποιώντας την και μετατρέποντάς την σε μια μικρή αλλά ιδιαίτερα επικερδή πτέρυγα της βιομηχανίας. Ήδη από το ’75 είχαμε το The Rocky Horror Picture Show, την κλασικότερη ίσως cult κινηματογραφική παραγωγή, η οποία είχε φταχτεί από την 20th Century Fox. Ακόμα περισσότερο, στο σημερινό περιβάλλον της λαϊκής κουλτούρας, η ποπ νοσταλγία, η λατρεία του “so bad it’s good”, η ιδιόμορφη απόλαυση του cringing και το κυνήγι της ένοχης απόλαυσης αποτελούν στοιχεία που δικαιολογούν και με το παραπάνω την ύπαρξη μιας διακριτής mainstream cult αγοράς. Υπάρχουν κινηματογραφικές παραγωγές που δείχνουν μια αναβίωση του exploitation (όπως για παράδειγμα τα Hobo With A Shotgun και Black Dynamite, μεταξύ πολλών άλλων), άλλες που γίνονται μέχρι και μείζονες εμπορικές επιτυχίες ποντάροντας σ’ αυτά τα χαρακτηριστικά (όπως οι ταινίες του Kevin Smith, του Edgar Wright ή του Robert Rodriguez), ενώ υπάρχουν και δημιουργοί όπως οι αδερφοί Cohen, ο David Lynch ή ο Quentin Tarantino που τις τελευταίες δεκαετίες αναζήτησαν μια καλλιτεχνική υπέρβαση μέσω του cult και του camp. Αν μη τι άλλο, εδώ και πολλά χρόνια αυτή η αίσθηση υποκουλτούρας είναι ενσωματωμένη στην κινηματογραφική βιομηχανία με εξαιρετικά λειτουργικό τρόπο.

 

Κατά μία έννοια, η διεύρυνση της cult αγοράς το καθιστά πιο δύσκολο να βρούμε μια πιο αυθεντική cult κινηματογραφική έκφραση και απόλαυση. Δεν είναι, για παράδειγμα, ότι λείπουν οι “so bad it’s good” ταινίες – κάθε άλλο, η ιντερνετική δημόσια σφαίρα τις φέρνει όλο και πιο εύκολα στην επιφάνεια ή κατασκευάζει η ίδια το cult φαινόμενο ως viral. Όπως είπαμε και πριν όμως, υπάρχει και κάτι που ξεπερνάει το cult ως περιγραφικό όρο, ως μετάδοση του “πώς μοιάζει” μια ταινία. Είναι και κάτι που δηλώνει μια συσχέτιση σε μαζικό επίπεδο, μια συλλογική τελετουργία, μια outsider διάσταση, μια ένταση της ανοικειότητας, ένα δύσκολα ερμηνεύσιμο inside joke μεταξύ πολλών ανθρώπων.

Το The Room έχει τέτοια χαρακτηριστικά, και μάλιστα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Η ταινία γυρίστηκε το 2003 από τον Tommy Wiseau, ο οποίος διετέλεσε επίσης χρέη παραγωγού, σεναριογράφου, πρωταγωνιστή και μοναδικού χρηματοδότη. Κόστισε 6 εκατομμύρια δολάρια και απέφερε έσοδα 2 χιλιάδων. Όντας πραγματικά απαράδεκτο, το The Room απέτυχε κινηματογραφικά σε κάθε επίπεδο, όμως έζησε μια δεύτερη ζωή ως cult θρύλος, χαρακτηριζόμενο συχνά “η καλύτερη κακή ταινία ever” και “ο Πολίτης Κέην των κακών ταινιών”. Δεν θα μπω στον κόπο να περιγράψω την ίδια την ταινία, αφενός γιατί πρόκειται πραγματικά για κόπο, κι αφετέρου γιατί τίποτα δεν μπορεί να αποτυπώσει σε γραπτό λόγο την αίσθηση του να την παρακολουθείς. Είναι, πάντως, σίγουρα αλλόκοτη ως προς την μορφή της, σαν να φτιάχτηκε από κάποιον που κάποτε ήξερε να φτιάχνει ταινίες, έπειτα έπαθε αμνησία, και στην συνέχεια προσπάθησε επί τόπου να το ξαναθυμηθεί στην πράξη. Ή, όπως έχει δηλώσει πετυχημένα σε συνέντευξή του ο Tom Bissell (δημοσιογράφος και μελετητής του φαινομένου), είναι σαν να δημιουργήθηκε από έναν εξωγήινο που δεν είχε δει ποτέ του καμία ταινία, αλλά του είχε εξηγηθεί λεπτομερώς τι είναι οι ταινίες.

 

Πέρα από τους διάσημους θαυμαστές της ταινίας (από τον Paul Rudd και την Kristen Bell μέχρι τον Seth Rogen και τους αδερφούς Franco) και τις αμέτρητες προβολές της σε awkward οικιακές καταστάσεις, ο χώρος που εκδηλώνεται στο υπερθετικό βαθμό η cult διάσταση του The Room είναι οι δημόσιες μεταμεσονύκτιες προβολές του, σαν αυτήν που πραγματοποιείται για πρώτη φορά στην Ελλάδα αυτό το Σάββατο στο Θέατρο Χυτήριο. Οι προβολές αυτές έχουν όλο το πακέτο: ο κόσμος μεταμφιέζεται στους χαρακτήρες της ταινίας, πετάει κουτάλια στην οθόνη και μπάλες μεταξύ του (αμφότερα references εντός του The Room), φωνάζει ατάκες του σεναρίου ή σχολιάζει αδιακρίτως τα όσα διαδραματίζονται στην οθόνη. Ο Wiseau και άλλοι συντελεστές έχουν προφανώς αγκαλιάσει αυτήν την εξέλιξη, αφού η ταινία τους έχει μετατραπεί απροσδόκητα, εδώ και πάνω από μια δεκαετία, σε μηχανή παραγωγής κέρδους, οδηγώντας μεταξύ άλλων τον συμπρωταγωνιστή Greg Sestero να γράψει (από κοινού με τον προαναφερθέντα Tom Bissell) το επιτυχημένο βιβλίο The Disaster Artist σχετικά με την παραγωγη της ταινίας, το οποίο μεταφέρεται φέτος στην μεγάλη οθόνη από τον James Franco. [Σημειωτέον ότι η ταινία έκανε ήδη την ντόπια πρεμιέρα της στο φετινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και αναμένεται στις αίθουσες τον Ιανουάριο του ’18.]

Στο The Room, η γραμμή μεταξύ του οικείου και του ανοίκειου είναι λεπτή. Ένα κομμάτι της cult διάστασης πηγάζει σίγουρα από την εξωφρενικά κακή παραγωγή του (όπως συμβαίνει και στο Birdemic, την έτερη μεγάλη cult επιτυχία της τελευταίας δεκαετίας), αλλά υπάρχει και κάτι πιο απόκοσμο εντός του. Ο Wiseau φτιάχνει μια κοινότοπη ιστορία ερωτικού τριγώνου μέσα από μια παραδοσιακή κοσμοθεωρία και μια ιδιαίτερα μισογύνικη οπτική – κάτι που αντανακλάται και στο πως έχει συγκροτηθεί το cult following του The Room. Αυτή η καθημερινή κατάσταση μοιάζει ραντισμένη με αμέτρητα glitches, παράγοντας το αλλόκοτο όχι ενάντια στην κοινοτοπία αλλά μέσα από αυτήν. Μ’ αυτόν τον τρόπο, κατασκευάζοντας ένα ημι-πορνογραφικό μελόδραμα που δεν βγάζει νόημα, με διάφορα sub-plots που δεν οδηγούν πουθενά, το The Room σχεδόν φτιάχνει μια hyper-ρεαλιστική πραγματικότητα που αποτελεί από μόνης της έναν κόσμο με δικούς του κανόνες, όψη, ομιλία, υφή και σχήμα – έναν κόσμο που μοιάζει με τον δικό μας, αλλά κάτι τον οδηγεί στο να θυμίζει ταρακουνημένο αντίγραφο.

Είναι σκατά, κακά τα ψέματα. Αλλά μέσα σ’ αυτά τα σκατά υπάρχει μια αμφισημία που μάλλον παράγει κάτι συναρπαστικό. Είναι ειρωνική η σκοπιά των δημιουργών ή όχι; Συμμετέχουν κι οι ίδιοι στο αστείο; Είναι τόσο κακό που γίνεται avant-garde ή τόσο avant-garde που γίνεται κακό; Ο ίδιος ο Wiseau υποστηρίζει, κατόπιν εορτής, ότι επρόκειτο για μια μαύρη κωμωδία, ενώ οι απόψεις των υπόλοιπων συντελεστών διίστανται. Αν μη τι άλλο, όμως, δεν έχει υπάρξει καμία άλλη ταινία τις τελευταίες δεκαετίες που από την μία να απέχει τόσο πολύ από τις κυρίαρχες νόρμες του σινεμά και από την άλλη να γνωρίζει τόσο τεράστια cult επιτυχία. Όντας απαράδεκτο σε αισθητικό, πολιτικό και κάθε άλλο επίπεδο, το The Room έχει καταφέρει να περάσει απ’ όλα τα στάδια μιας αυθεντικά cult πορείας. Αποτυχημένη παραγωγή και διανομή, διάδοση στόμα-με-στόμα, αναβίωση μέσα από ιδιωτικές και δημόσιες μεταμεσονύκτιες προβολές, ειρωνικές τελετουργίες μύησης, μυθική διάσταση στις παρυφές του mainstream, αντικείμενο μελέτης και ανάλυσης, υλικό για μια νέα ταινία που αφηγείται την ιστορία του με συμβατικά κινηματογραφικά μέσα.

 

Αν υπάρχει σήμερα μια cult αγορά και μια cult οικονομία, το The Room είναι το θαύμα της. Κι αν είναι όντως η χειρότερη ταινία όλων των εποχών, τότε αυτός είναι ένας τίτλος που τον έχει κερδίσει με το σπαθί της. Και με το κουτάλι της.

 

Best of internet