Quantcast

Baby Driver: Πόση pop νοσταλγία είναι αρκετή;

Η νέα ταινία του Edgar Wright προσφέρει φρενήρη ταχύτητα, φρενήρη μουσική, φρενήρη ένταση, αλλά κάπου-κάπου σκέφτεσαι: πού πάει όλο αυτό;

Υπάρχει μια σκηνή στο Baby Driver, την νέα δουλειά του Edgar Wright που κυκλοφόρησε την προηγούμενη βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες, η οποία συνοψίζει με αρκετά πετυχημένο τρόπο το πώς βλέπει ο σκηνοθέτης την δημιουργική διαδικασία κατασκευής μιας ταινίας. Αφού από τα πρώτα λεπτά μας έχει ξεκαθαριστεί ότι ο πρωταγωνιστής μας, Baby (Ansel Elgort), είναι ένας πιτσιρικάς που δουλεύει ως gateway driver σε ληστείες για να ξεπληρώσει το χρέος του προς τον αρχικακοποιό της ταινίας (Kevin Spacey) και ακούει συνεχώς μουσική για να καλύπτει το βουητό που του έχει αφήσει στα αυτιά ένα παρελθοντικό τροχαίο ατύχημα, συμβαίνει το εξής. Ο Baby γυρίζει στο σπίτι του. Έχει ηχογραφήσει με μαγνητόφωνο ένα τμήμα της συζήτησης μεταξύ των εγκληματιών, όπως συνηθίζει άλλωστε. Κάθεται, λοιπόν, μπροστά στον vintage 80s μουσικό του εξοπλισμό κι αρχίζει να σαμπλάρει την ηχογράφηση φτιάχνοντας ένα εξίσου vintage μουσικό κολάζ – σαν remix της εμπειρίας που μόλις είχε. Έπειτα παίρνει την κασέτα που έφτιαξε και την τοποθετεί δίπλα στις άλλες, αμέτρητες κασέτες από τις προηγούμενες εμπειρίες του.

Αυτή η διαδικασία αποσυναρμολόγησης και επανασυναρμολόγησης, το ανάλαφρο ανακάτεμα των συστατικών, δεν είναι φυσικά ξένη ούτε στην σύγχρονη pop κουλτούρα εν γένει, ούτε στον Edgar Wright συγκεκριμένα. Είναι μια προσέγγιση αυτοαναφορική, η οποία ψάχνει το καινούριο στο κολάζ στιγμών του παλιού. Εδώ έχουμε όμως τον Wright, για πρώτη φορά μετά το ντεμπούτο του το 1995 με το A Fistful of Fingers και το Scott Pilgrim που βασιζόταν σε προϋπάρχον source materal, να επιχειρεί αυτό το κολάζ χωρίς τη σεναριακή συνεργασία του Simon Pegg. Από την σκηνοθεσία του θρυλικού τηλεοπτικού Spaced κι έπειτα, οι δύο Βρετανοί έχτισαν την Κορνέτο Τριλογία τους ακριβώς πάνω σ’ αυτήν τη συνταγή: την αποσυναρμολόγηση και επανασυναρμολόγηση των σημείων αναφοράς του pop κινηματογράφου. Στο Shaun of the Dead το έκαναν με τα ζόμπι, στο Hot Fuzz με το αστυνομικό procedural, στο The World’s End με την εξωγήινη εισβολή.

Το ξεψάχνισμα των κινηματογραφικών genres είναι σταθερό μέλημα του Wright. Ό,τι δεν κατάφερε να κάνει με το Ant-Man πριν μερικά χρόνια, για το οποίο η Marvel τον θεώρησε μάλλον αρκετά αποκκλίνοντα εν τέλει όσον αφορά το ύφος και την αισθητική, το κατόρθωσε φέτος με το Baby Driver: μια απολαυστική και φρενήρη heist μουσική κωμωδία διαποτισμένη από αυτοαναφορικότητα και νοσταλγία. Είναι περιττό να πούμε ότι η μουσική παίζει κυρίαρχο ρόλο στην ταινία, σε βαθμό που ο αφηγηματικός ρόλος των τραγουδιών δίνει στο Baby Driver σχεδόν musical υφή. Αυτό γίνεται ήδη εμφανές από το promotion, τα trailers και απ’ την πρώτη εισαγωγή του κεντρικού χαρακτήρα στην μεγάλη οθόνη. Το να πούμε, επίσης, ότι ο μουσικός ρυθμός του Baby Driver το κάνει να μοιάζει περισσότερο με γιγάντιο βίντεο-κλιπ παρά με ολοκληρωμένο κινηματογραφικό έργο, θα ήταν μάλλον βιαστικό σαν συμπέρασμα. Όντως, ο Wright υλοποίησε την ιδέα του για το Baby Driver αρχικά ως βίντεο-κλιπ, σκηνοθετώντας το Blue Song των Mint Royale με τον αγαπημένο Noel Fielding στον ρόλο του gateway driver πίσω στο 2003.

Ο τρόπος που χρησιμοποιείται η μουσική στο Baby Driver, περισσότερο ακόμα κι από στοιχείο της πλοκής, είναι όπως είπαμε στην αρχή αντανάκλαση της προσέγγισης του Wright για το σινεμά. Η σχέση του Baby με τη μουσική είναι ταυτόχρονα μοντέρνα και νοσταλγική, αποστασιοποιημένη και προσωπική. Μπορεί να έχει μια τεράστια συλλογή από ipods, αλλά το περιεχόμενό τους προέρχεται κατά βάση από τα 60s και τα 70s. Μπορεί να μοιάζει σαν απλά να σκηνοθετεί αισθητικά τις πράξεις του ντύνοντάς τες με μουσική, αλλά η αγάπη του γι’ αυτήν πηγάζει από τα τραγούδια της αδικοχαμένης μητέρας του και το δικό του σωματικό/ψυχικό τραύμα. Στο soundtrack της ταινίας, το οποίο είναι αδιαμφισβήτητα πανέμορφο, συναντιούνται οι The Damned με την Carla Thomas, o Beck με τους Commodores, οι Run the Jewels με τους Queen, η Sky Ferreira με τους Incredible Bongo Band. Ας μην ξεγελιόμαστε όμως. Ο Wright, όντας πάντα αυτοαναφορικός, γνωρίζει τα όρια του αισθητικού και αφηγηματικού ντυσίματος της πλοκής με μουσική. Η νοσταλγική χροιά της μουσικής του Baby Driver είναι ταυτόχρονα ειρωνική, παίζοντας με τις ριζωμένες κινηματογραφικές προσδοκίες μας από τη σύνδεση ήχου και εικόνας. Εκεί που ακούγονται οι πρώτες νότες από το Jump Around, ο Wright αφήνει το κομμάτι να παίξει κι αποκαλύπτεται πως είναι το original Harlem Shuffle των Bob & Earl. Αντίστοιχα, όταν μπαίνει η εισαγωγή του Theme from Shaft, ένα εξίσου προβλεπόμενο τραγούδι για heist φιλμ, μετατρέπεται στο Know How του Young MC.

H έντονα ειρωνική και αυτοαναφορική νοσταλγία του Baby Driver βρίσκει την πιο διασκεδαστική της έκφραση στη μουσική, αλλά γίνεται πιο ξεκάθαρη αν δούμε πως αντανακλάται στον πραγματικό πρωταγωνιστή της ταινίας: τον οδηγό και την οδήγηση. Δεν είναι καθόλου παράξενο που το αυτοκίνητο έχει τόσο μεγάλη παράδοση στην κινηματογραφική ιστορία. Είναι ένα ογκώδες βιομηχανικό αντικείμενο που το χειρίζονται άνθρωποι, λειτουργεί ως στοιχείο μετάβασης μέσα στον χώρο και τον χρόνο, είναι όχημα για την πιο πεζή καθημερινότητα και την πιο συναρπαστική περιπέτεια, λειτουργεί ως εντυπωσιακό ειδικό εφέ αλλά είναι μοιραία αγκυροβολημένο στο έδαφος. Ο Baby στην ταινία είναι ένας cool σιωπηλός και ανώνυμος οδηγός.

Είναι το επόμενο βήμα μετά τον Gosling του Drive μετά τον O’ Neal του The Driver μετά τον Delon του Le Samurai. Βέβαια, εδώ ο Baby δεν κινείται μέσα σε μια υπαρξιστική λούπα όπως αυτές που υπονοούνται στους παραπάνω χαρακτήρες, αλλά αποτελεί μάλλον μια συρραφή από απαραίτητα στοιχεία πλοκής και κινηματογραφικού στυλ. Αντίστοιχα, οι μανιώδεις σκηνές οδήγησης μοιάζουν με ποτ πουρί φόρων τιμής στις κλασικές του είδους, από το Bullitt και το Vanishing Point μέχρι το French Connection, διαθλασμένες μέσα από τους προηγούμενους φόρους τιμής του Michael Mann ή του Tarantino. Καθώς ο Wright οδηγεί κι ο ίδιος στον δρόμο της συνεχούς παραπομπής μεταξύ διαφορετικών σημείων αναφοράς, τα αυτοκίνητα μοιάζουν εν τέλει πιο πραγματικά από τους ίδιους τους ανθρώπινους χαρακτήρες.

Όσο απολαυστικό κι αν είναι το αισθητικό κολάζ ή η pop τεχνική μαεστρία, η αδυναμία του Wright να δημιουργήσει πραγματικούς χαρακτήρες βαραίνει πολύ το αποτέλεσμα του Baby Driver. Αν οι ανδρικοί χαρακτήρες μοιάζουν απλώς με καλοήθεις νοσταλγικές συρραφές από κλισέ κινηματογραφικών περιπετειών, τότε οι γυναικείοι χαρακτήρες δυστυχώς περιορίζονται σε συντηρητικά στερεότυπα που χρησιμεύουν μόνο ως κίνητρα των πρώτων. Από την τραυματική αλλά τρυφερή ανάμνηση της μητέρας μέχρι το manic-pixie-dream-girl κλισέ της Debora (Lily James), αλλά και την σχέση μεταξύ του εγκληματικού ζευγαριού Buddy / Darling (Jon Hamm / Eiza Gonzalez) που οδηγεί στην κορύφωση της ταινίας, οι γυναίκες της ταινίας δεν γίνονται ποτέ κάτι παραπάνω από γραμμές σε ένα κομμάτι χαρτί για την ανάπτυξη των ανδρικών χαρακτήρων.

Δεν είναι ότι ο Wright πέφτει στον κυνισμό. Το Baby Driver έχει έναν πυρήνα ειλικρίνειας και ευαισθησίας, ο οποίος φαίνεται από τις λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα από το γεγονός ότι ανάμεσα στις κασέτες που περιγράψαμε αρχικά υπάρχει και μία που είναι αυθεντική, όχι προϊόν sampling, για την οποία ο Baby αναπτύσσει πραγματικά συναισθήματα. Από την άλλη, όμως, αυτή η ειρωνική νοσταλγική ματιά κάνει τον Wright να κρατήσει άκριτα και ανεπεξέργαστα τα σημεία αναφοράς στα οποία παραπέμπει, κρύβοντας έτσι κάτω από το μοντέρνο περιτύλιγμα έναν κοινωνικό και κινηματογραφικό συντηρητισμό.

Η συλλογή από κλισέ τον οδηγεί εν τέλει στο να αφήνει μια σειρά υπόνοιες για πιθανές εκβάσεις της επιθυμίας φυγής του Baby, οι οποίες μοιάζουν τετριμμένες ήδη ως υπόνοιες. Κάποιες φορές φαίνεται να πηγαίνει προς μια εκδοχή του Bonnie & Clyde, του Badlands, ή του Getaway, όπου το ζευγάρι θα οδηγηθεί σε μια θυελλώδη αυτοκινητιστική εγκληματική περιπέτεια. Άλλες φορές αυτή η υπόνοια μοιάζει με μια 50s αθώα φαντασίωση cruising βγαλμένη απ’ το American Graffiti, κι άλλες με ένα γλυκό road movie σαν ερωτική εκδοχή του Paper Moon. Όμως δυστυχώς ο Wright δεν καταφέρνει να πάει πέρα από την υπόνοια αυθεντικότητας, κι αυτό γιατί δεν καταφέρνει να δώσει σάρκα και οστά στους ανθρώπους της ταινίας του – όσο απολαυστική κι αν είναι η αισθητική του. Αν η Κορνέτο Τριλογία του λειτούργησε επειδή η pop νοσταλγία μπήκε σε χρήση στα χέρια των χαρακτήρων, εδώ οι χαρακτήρες μάλλον πλακώνονται από το βάρος της κατάχρησής της. Αν και υποσχόταν ένα αυθεντικό greatest hits, το Baby Driver κατέληξε τελικά ένα μάλλον μέτριο remix album.

 

Best of internet