Quantcast

Πώς διάολο χωράει τόσο punk και τόσο metal μέσα σε ένα βιβλίο;

Διαβάσαμε το Crossover the Edge του Αλέξανδρου Ανεσιάδη και μιλήσαμε μαζί του για το punk, το metal, τη ζωή

Λοιπόν, ΟΚ, ας το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή. Υπάρχουν μόνο δύο τρόποι να μιλήσεις, προσεγγίσεις, αναλύσεις τις μουσικές υποκουλτούρες στην Ελλάδα και παντού. Ο πρώτος είναι όντας μέλος τους, έχοντας υπάρξει μεταλάς ή πάνκης ή χιπχοπάς ή ρεηβάς, κι άρα γνωρίζοντας από μέσα πως αυτές οι μουσικές ποτέ δεν είναι απλά μουσικές – είναι επίσης ζωντανές κοινότητες ανθρώπων με τις δικές τους κοινωνικές σχέσεις και χαρακτηριστικά, πάντα σε επαφή με το ιστορικό τους περιβάλλον. Ο δεύτερος τρόπος είναι να τις δεις απ’ έξω, να τις μελετήσεις σαν εξωτερικός παρατηρητής: μπορεί να καταλάβεις πολλά πράγματα, αλλά πάντα κάτι θα σου διαφεύγει.

Το καλό με το Crossover the Edge: Where Hardcore, Punk and Metal Collide, δηλαδή το πρώτο βιβλίο του Αλέξανδρου Ανεσιάδη, είναι ότι είναι γραμμένο από έναν άνθρωπο βουτηγμένο μέχρι τα μπούνια στο punk. Κατ’ επέκταση, είναι ένα βιβλίο γραμμένο με την ακρίβεια ενός ακαδημαϊκού και την πώρωση ενός εφήβου, ένα βιβλίο για την συνάντηση punk και metal στα 80s που γράφτηκε με πάθος, έρευνα και κυρίως αγάπη. Πάνω απ’ όλα, είναι κι ένα βιβλίο για πράγματα που είναι βαθιά συνδεδεμένα με το πώς επικοινωνούμε και διασκεδάζουμε σαν άνθρωποι αλλά τα οποία μάλλον ψιλοσπάνια συζητιούνται κι αναλύονται ως «ζητήματα με σημασία» (sic) – πόσο μάλλον ως ζητήματα που αξίζουν σοβαρή ιστορική μελέτη.

Για να μην τα πολυλογούμε, μιλήσαμε με τον Αλέξανδρο αναλυτικά για το punk και το metal (κι αναπόφευκτα για τη ζωή). Πριν προχωρήσουμε, όμως, να ξέρετε ότι το χορταστικό βιβλίο 600 σελίδων κυκλοφόρησε από την ιστορική Cherry Red (την ανεξάρτητη δισκογραφική που έβγαλε δισκάρες από μπάντες σαν τους Dead Kennedys, τους The Fall, τους Destroy All Monsters και τους Pere Ubu) με πρόλογο του λατρεμένου Ian Glasper (των Decadence Within και Flux of Pink Indians κι επίσης τρομερό συγγραφέα για αντίστοιχα θέματα) και μπορείτε βέβαια να το παραγγείλετε από την ίδια την εταιρεία ή το Amazon.

Κατά τ’ άλλα, απολαύστε τη συνέντευξη που ακολουθεί (και βάλτε κάτι γρήγορο να παίζει από πίσω).

Έγραψες ένα βιβλίο για τη συνάντηση του punk και του metal. Γιατί; Τι από τα δύο είσαι εσύ και τι σε τσίγκλαγε στο θέμα;

Το βιβλίο το ξεκίνησα όταν μετακομίσαμε στην Σιένα στην Ιταλία. Καθώς έκανα το διδακτορικό μου, σε κάποια φάση, είπα “ρε συ, ενώ έχουν γίνει τόσα βιβλία πάνω σε punk, hardcore, Oi!, metal κτλ, δεν έχει γίνει ούτε ένα πάνω στο crossover μεταξύ του punk, hardcore και metal”. Για την ακρίβεια, υπάρχει μόνο ένα, το “This Ain’t the Summer of Love: Crossover and Conflict in Punk and Metal” του Steve Waksman (που είναι εξαιρετικό, αλλά είναι πάνω σε καθαρά μουσική ανάλυση). Μου ήρθε λοιπόν η ιδέα-σαφώς εμπνευσμένος από τα βιβλία του Ian Glasper – και το ξεκίνησα.

Το “γιατί” το ξεκίνησα, μπορείς να το αποδώσεις α) στην Σιένα, που είναι ένα από τα πλέον συντηρητικά και βαρετά μέρη του πλανήτη και β) στο γεγονός ότι είχα ένα προσωπικό πρόβλημα τεράστιας έντασης που έπρεπε να αποφορτιστεί. Ας πούμε λοιπόν ότι η κινητήριος δύναμη ήταν η ίδια μου η οικογένεια, η σύντροφος μου και η κόρη μου. Το “Crossover The Edge” είναι ένα από τα 3 βιβλία που ξεκίνησα, απλά είναι το πρώτο που ολοκληρώθηκε. Tα άλλα 2 θα ολοκληρωθούν πλέον στο Λονδίνο.

Τι από τα 2 είμαι; Είμαι πολύ punk για τους hardcore. Eίμαι πολύ hardcore για τους punk. Είμαι πολύ hardcore για τους metal, πολύ metal για τους garage, και πολύ garage για τους rockers, ε βάλε πως μέσα σε αυτά ακούω και άλλα πράγματα όπως shoegaze και EBM (και όλοι με κράζουν μιας και χαλάω το “κακό παιδί” της φάσης). Ένας καλός φίλος με έχει χαρακτηρίσει ως “hardcor-α με νοοτροπία/στάση ζωής σκινά από την Νέα Υόρκη”, αλλά δεν μπορώ να πω πως είμαι τόσο σκληρός. Ας μην το κουράζω, είμαι ένας αντιφασίστας οπαδός του Π.Α.Ο.Κ. [γέλια]

Η δικιά σου σχέση με το punk, το hardcore και το crossover ποια είναι και πώς ξεκίνησε;

14 χρονών, όταν είδα το εξώφυλλο του “4 of a Κind“, των D.R.I. Στον δρόμο για τα Αγγλικά, σταμάτησα σε δισκάδικο, είδα τον δίσκο, χωρίς να ξέρω καν τι είναι, και το πήρα… Το υπόβαθρό μου έως τότε ήταν από τους The Clash, Stranglers μέχρι Iron Maiden, Slayer και Nirvana, Mudhoney, μαζί με παιδική αγάπη τους New Order, A Flock of Seagulls… Θυμάμαι ακόμα και πόσο έκανε το “4 of a Kind”, 500 δρχ. Όταν το έβαλα να το ακούσω σπίτι, ανατινάχτηκα. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο, κάτι απίστευτα φρέσκο, κάτι που με έκανε να ταυτιστώ 100% μαζί του. Λίγο καιρό μετά έστειλα γράμμα στους D.R.I. (στον Kurt), και μετά από μερικές βδομάδες μου έστειλε δώρο ένα μικρό δέμα με παλιά εισιτήρια, ένα μπλουζάκι και ένα χειρόγραφο γράμμα.

Η σχέση μου με το punk ξεκίνησε κλασσικά από Ramones, The Clash και Buzzcocks, μετά ήρθαν οι GBH και οι Discharge (oι οποίοι αποτελούν ακόμα και σήμερα το μεγαλύτερο μου μουσικό σοκ), το hardcore ήρθε με το “Age of Quarrel” των Cro-Mags, τον πρώτο των Suicidal Tendencies και το “Cause for Alarm” των Agnostic Front, 16-17 χρονών.

Επίσης, πάντα πίστευα ότι τα visuals είναι “μουσική”. Τα visuals είχαν πολύ μεγάλη αντανάκλαση στην κουλτούρα αυτή Αλεξ – σίγουρα θα θυμάσαι τον εαυτό σου πιτσιρικά να αγοράζει έναν δίσκο, και να βλέπει π.χ. ένα μέλος των Slayer να φοράει μπλούζα Agnostic Front και εσύ να λες “αφού λατρεύω Slayer, για να δω τι παίζουν αυτοί οι AF που φοράει μπλούζα τους ο Hanneman“… Έτσι, το ένα φέρνει το άλλο, και ξεκινάει ένα roller-coaster αναζήτησης (δεν τελειώνει ποτέ, ας μην το συζητήσουμε αυτο!). Έτσι ξεκινούσαν (τουλάχιστον τότε) οι σχέσεις που αποκτούσες με τις μπάντες που ανακάλυπτες.

Μιας κι είσαι επίσης πανεπιστημιακός ερευνητής πάνω σε αντίστοιχα, πώς συνδύασες την ακαδημία με το punk; Γίνεται;

Η ακαδημία με το punk συνδυάζεται, αν όπως σε όλα τα πράγματα, δεν τα αντιμετωπίσεις με το “δασκαλίστικο”, στεγνό, ακαδημαϊκό ύφος, αλλά βάλεις και την προσωπική σου αγάπη μέσα… Υπάρχουν εξαιρετικοί ερευνητές που το πηγαίνουν by the book, καθαρά βιβλιογραφικά, και το αποτέλεσμα είναι στεγνό, λειψό, σαν να πετάνε ένα κομμάτι και να λένε “να, αυτή είναι η πανανθρώπινη αλήθεια στο punk/metal/ hardcore οτιδήποτε”, και ενώ η προσέγγιση ερευνητικά είναι σωστή, λείπουν πολλά. Ας πούμε λοιπόν ότι εγώ συνδύασα τις ερευνητικές μου ικανότητες με την αγάπη που κουβαλάω για αυτό. Δεν ξέρω αν το αποτέλεσμα με δικαιώνει, αλλά έτσι το διαχειρίζομαι, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς.

Πώς οργάνωσες την έρευνά σου και πώς το δούλεψες το βιβλίο; Υπήρχαν πράγματα που σε εξέπληξαν ή σε εντυπωσίασαν κατά την συγγραφή;

Η έρευνα οργανώθηκε με πολύ ακραίο τρόπο: επειδή μου άρεσε πάντα να κρατάω σημειώσεις για κάθε μπάντα που άκουγα/αγόραζα δίσκο, κάθισα και έφτιαξα μια λίστα με όλες τις crossover μπάντες που θυμόμουν από την περίοδο 1980-1989 (παγκοσμίως). Έπειτα, έπιασα όλα τα fanzine που είχα, ένα-ένα, αναλυτικά, να δω τι είχα ξεχάσει. Και έπειτα, ξεκίνησα να ψάχνω για μπάντες μέσω εταιρειών/δίσκων, δηλαδή μέσα από βάσεις δεδομένων όπως το discogs. To αποτέλεσμα ήταν να εντοπίσω περίπου 750 μπάντες παγκοσμίως, οι οποίες είχαν σχηματιστεί την περίοδο που είχα κεντράρει, και είχαν έστω μία demo κυκλοφορία.

Με εντυπωσίασε καταρχάς η προθυμία και η χαρά πάρα πολλών μουσικών να τους πάρω συνέντευξη. Έπαιρνα συνεντεύξεις με κάθε τρόπο, ότι τους βόλευε: Skype, Messenger, email, χειρόγραφά μέσω ταχυδρομείου, τηλεφωνικά… και έπειτα τις έστρωνα. Σύνολο πήρα κοντά στις 124 συνεντεύξεις από περίπου 120 μπάντες. Κατά την συγγραφή με εντυπωσίασε το ότι έπιανα τον εαυτό μου να μην μπορεί να σταματήσει. Χανόμουν, υπήρχαν μέρες ολόκληρες που έμενα άυπνος… η συγγραφή δούλευε σαν βάλσαμο σε εκείνη την φάση. Έπιανα τον εαυτό μου να ξανακούει μπάντες που είχα αγοράσει τους δίσκους τους 15-20 χρόνια πριν και δεν είχα δώσει σημασία, και να ανακαλύπτω πλέον πιο ώριμος πόσο καλές είναι.

Το Crossover the Edge εκδόθηκε από την Cherry Red (μια ιστορική δισκογραφική) και προλογίζεται από τον Ian Glasper (μια ιστορική μορφή). Πώς ήταν αυτές οι δύο επαφές/συνεργασίες;

Μεγάλη ιστορία, αλλά ας μείνουμε καθαρά στην ουσία! Τον Ian τον είχα γνωρίσει όταν είχε παίξει με τους Stampin’ Ground στην Ελλάδα, και είχαμε επαφή συχνά μέσω FB. Όταν ξεκίνησα το βιβλίο, έστειλα 2 προτάσεις, μία στην Cherry Red και μία σε έναν άλλον εκδοτικό, από Αμερική. Η απάντηση της Cherry Red ήρθε μετά από λίγες μέρες, και την δέχθηκα αμέσως. Ο Ian ήταν αυτός που ήθελε το βιβλίο να γίνει οπωσδήποτε, με εμπιστεύτηκε, και από την στιγμή που υπέγραψα το συμβόλαιο του έστελνα κάθε μέρα το τι είχα γράψει. Εκτός από κορυφαίος συγγραφέας σε οτιδήποτε έχει να κάνει πάνω σε metal, hardcore και punk, εκτός από εξαιρετικός μουσικός, ο Ian είναι από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στην ζωή μου, και έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου αυτήν την εμπιστοσύνη που έδειξε αυτός σε εμένα, να την δείξω και εγώ σε κάποιον άνθρωπο που θα ξεχωρίσω.

Ο πρόλογος του Ian λοιπόν ήταν κάτι το απολύτως φυσιολογικό να έρθει. Αγοράστε τα βιβλία του Ian στην Cherry Red, και ακούστε την μπάντα του (Warwound) πάση θυσία!

Γενικά έχουν γραφτεί σπουδαία βιβλία για τις punk και metal υποκουλτούρες στα αγγλικά, αλλά σχεδόν τίποτα δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Γιατί λες; Δεν θα υπήρχε ενδιαφέρον;

Νομίζω ότι έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο Έλληνας δεν έχει και τις ιδανικότερες σχέσεις με το βιβλίο… Δεν έχει να κάνει με τις υποκουλτούρες που ανέφερες Αλεξ, νομίζω ότι είναι πιο πολύ στην φύση του Έλληνα να σνομπάρει το βιβλίο.

Τουλάχιστον έχουν γραφτεί πρόσφατα κάποια βιβλία που ερευνούν σοβαρότερα το ελληνικό punk, όπως το Σταμάτα να Μιλάς για Θάνατο Μωρό μου του Νίκου Σούζα και το Κοινωνικά Απόβλητα του Γιάννη Κολοβού. Τα έχεις δει; Πώς σου φάνηκαν;

Τα πήρα και τα δύο. Το “Σταμάτα να Μιλάς για Θάνατο Μωρό μου” είναι εξαιρετικό, δεν έχω κάτι άλλο να πω. Έχω ενστάσεις με το βιβλίο του Κολοβού, μιας και είναι περισσότερο διδακτορική έρευνα (που ήταν εξαρχής), παρά ένα βιβλίο πάνω σε υποκουλτούρες. Έχω θέμα με το “κήρυγμα” γενικά, από όσο καταλαβαίνεις, και ο Κολοβός νιώθω ότι σε αυτό το βιβλίο περισσότερο “κηρύττει” παρά βγάζει οπαδιλίκι.

Έχει ενδιαφέρον ότι μιλάς για τη συνάντηση δυο μουσικών υποκουλτουρών σε όλον τον κόσμο, ενώ Ελλάδα τα πράγματα ήταν πολύ πιο περιφραγμένα και μονοδιάστατα. Πώς το εξηγείς; Ισχύει ακόμα λες;

Μην το λες! Αμερική και Αγγλία, όταν πρωτοξεκίνησαν να έρχονται κοντά, τα πράγματα ήταν ΠΟΛΥ χειρότερα. Υπήρχε απίστευτη βία μεταξύ των μουσικών φυλών, απίστευτο μίσος, που έφτανε πολλές φορές στα άκρα, ειδικά Αμερική… Σκέψου μόνο ότι σε συναυλίες των Suicidal πέθαναν άνθρωποιω ως αποτέλεσμα αυτού του μίσους. Ακόμα και οι ίδιοι οι μουσικοί, στην αρχή την απολάμβαναν όλη αυτήν την ένταση. Πολύ γρήγορα σαφώς και άλλαξαν τα πράγματα, μέχρι τα μέσα με τέλη των 80ς, αλλά και πάλι, είχες τους “ουγκ” της Νέας Υόρκης να θέτουν τον πήχη της καφρίλας πολύ ψηλά. Γενικά όμως ναι, σε όλον τον κόσμο ήρθαν για μια εποχή πάρα πολύ κοντά, με εκατοντάδες fanzine παγκοσμίως να τα καλύπτουν και τα 2 ισόποσα, με περιοδικά να κάνουν το ίδιο, με πολλές κοινές περιοδείες (π.χ. Cro-Mags με Destruction), με απίστευτη μουσική, εικαστική, εμφανισιακή αλληλεπίδραση.

Στην Ελλάδα πάντα είμασταν παραδοσιακοί Άλεξ… Επίσης, ο Έλληνας οπαδός είναι πολύ σεχταρισμένος: O μεταλλάς γουστάρει να ακούει π.χ. Razor και δεν γουστάρει να την ψάχνει με punk μπάντες που τους επηρέασαν, γιατί δεν γουστάρει να ξεφύγει από τα ακούσματα της παρέας του. Το ίδιο και ο punk. Έτσι λοιπόν, μπάντες όπως οι Excel, oι Leeway, oι Attitude Adjustment δεν έφτασαν ποτέ στην Ελλάδα (ειδικά τότε, τώρα κάτι γίνεται και λόγω διαδικτύου), γιατί έπεφταν ακριβώς ανάμεσα: ήταν πολύ hardcore για τον μεταλλά, και πολύ metal για τον punk. Eπίσης στην Ελλάδα, δεν έχουμε και hardcore κοινό. Κακά τα ψέμματα, δεν συνάδει το hardcore με την κουλτούρα του Έλληνα, ή έτσι πιστεύω εγώ: οι Agnostic Front ζούσαν στο Lower East Side της NY και παίζαν πιστολιές με Πορτορικάνους, και το βγάζαν στην μουσική τους, ο Έλληνας τι είναι το πιο hardcore που μπορεί να ζήσει καθημερινά, τα βρισίδια με έναν υπάλληλο σε τράπεζα;

Νομίζω ότι παρ’ όλη την διείσδυση μέσω διαδικτύου, ο Έλληνας σαν οπαδός παραμένει πολύ παραδοσιακός, αρνείται τα “εξωτικά” ακούσματα… O μέσος όρος θέλει να ακούει ΑΚΡΙΒΩΣ τα ίδια που άκουγε 20 χρόνια πριν, και να κράξει αυτούς που θα ακούσουν κάτι διαφορετικό. Δεν είναι τυχαίο που στην Ελλάδα έπιασε τόσο πολύ τα τελευταία χρόνια το stoner. Είναι ΑΚΡΙΒΩΣ ό, τι πρεσβεύει την κουλτούρα του έλληνα: mid-tempo σαν την ζωή του, επαναλαμβανόμενο, βαθύτατα συντηρητικό και πιστό στις παραδόσεις του κλασσικού ροκ. Δεν το κατακρίνω, αλλά αυτή είναι η άποψη μου. Επίσης, στις περισσότερες περιπτώσεις, το crossover είναι μουσικά εντελώς σαλεμένο π.χ. Beyond Possession ή Concrete Sox. Ο Έλληνας δεν γουστάρει σαλεμένα πράγματα, δώστου ρεφρενάρες γηπεδικές, δώστου καθαρό ήχο και πάρτου την ψυχή.

Έχω δει ότι στην σελίδα του βιβλίου στο Facebook ανεβάζεις φωτογραφίες ανθρώπων του punk με το βιβλίο σου. Υπάρχει κάποια απ’ αυτές που σε χαροποίησε περισσότερο ή κάποια που θα ήθελες να δεις αλλά δεν γίνεται;

Mε τσακίζεις, αλλά θα δώσω μία σοβαρή απάντηση στο πρώτο σκέλος, και μία καλή προβοκάτσια. Χάρηκα (τρελάθηκα βασικά) όταν είδα τους The Accused (oι οποίοι είναι στο εξώφυλλο του βιβλίου) με το βιβλίο αγκαλιά να χαμογελάνε. Αυτή που θα ήθελα να δω είναι τον Harley Flanagan αγκαλιά με τον John Joseph να κρατάνε το βιβλίο και να λενε “PMA Alex bro!”. [γέλια]

Κλείνοντας, θέλω να μου πεις ποιο είναι το αγαπημένο σου γκρουπ απ’ αυτά που υπάρχουν μέσα στο βιβλίο και ποιο είναι το αγαπημένο σου γκρουπ απ’ αυτά που δεν υπάρχουν μέσα στο βιβλίο.

Εντάξει, αυτή η απάντηση αλλάζει κάθε μέρα, αλλά θα απαντήσω με την παγκόσμια σταθερά της ακραίας μουσικής, τους Discharge. Aν δεν ήταν οι Discharge, δεν θα υπήρχε απολύτως ΤΙΠΟΤΑ, είναι το σημείο μηδέν του ροκ εν ρολ, η εποχή τους από 1980 μέχρι 1983 ορίζει το πως πρέπει να αντιμετωπίζεις την μουσική στα άκρα και… οκ, σκάω. Άλλο αγαπημένο γκρουπ είναι σαφώς οι D.R.I., δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς…

Η αγαπημένη μου μπάντα εκτός βιβλίου είναι οι Wipers, για τους οποίους θα μπορούσες να πεις πως και αυτοί ήταν ένα είδος crossover μεταξύ hard rock, punk και ψυχεδέλειας, αλλά αυτό είναι μία άλλη συζήτηση!

Το κλείσιμο σε σένα… 

Σε ευχαριστώ πολύ Luben και εσένα Άλεξ για την συνέντευξη. Έρχονται στα επόμενα χρόνια άλλα 2 βιβλία, στο οποίο ένα θα συνεργαστώ με έναν άνθρωπο που εκτιμώ αφάνταστα, τον prof. Γιάννη Σκαρπέλο. Μόλις επισημοποιηθούν τα πάντα, θα είστε οι πρώτοι που θα το μάθετε. Και που ξέρεις, μπορεί το “Crossover The Edge” να γίνει και ντοκυμαντέρ, ποτέ δεν ξέρεις…

Αγοράστε δίσκους, πάντε σε συναυλίες, πάρτε περιοδικά, γυρίστε τον κόσμο ανάποδα και χορέψτε και δεν θα είστε μόνο μία φορά νέοι, αλλά για πάντα… La Lucha Sigue!

Best of internet