Quantcast

Οι Prodigy μας μεγάλωσαν, κυριολεκτικά

Ένα σύντομο κι έμμεσο αντίο στον Keith Flint

Σήμερα πέθανε ο Keith Flint των The Prodigy. Για να είμαστε ακριβείς, σήμερα ο Keith Flint βρέθηκε νεκρός από την αγγλική αστυνομία στο σπίτι του Essex. Έπειτα, ο Liam Howlett, επίσης μέλος των Prodigy, ανακοίνωσε στο επίσημο Instagram του γκρουπ πως ο Flint αυτοκτόνησε κάποια στιγμή το σαββατοκύριακο. Ήταν 49 χρονών, κι ο θάνατός του μας στεναχώρησε γιατί, είτε σας άρεσαν είτε όχι, οι Prodigy ήταν μια πολύ σημαντική μπάντα για πολλούς ανθρώπους – ανάμεσά τους κι εμείς.

Οι ιντερνετικοί επικήδειοι λόγοι δεν είναι το φόρτε μας, οπότε δεν έχουμε σκοπό εδώ να πλέξουμε αναλυτικά το εγκώμιο του Keith Flint ή των Prodigy σαν να επρόκειτο για τη μεγαλύτερη μπάντα του πλανήτη. Ο Flint ήταν μια ιδιαίτερα αναγνωρίσιμη φιγούρα για την ηλεκτρονική μουσική υποκουλτούρα των τελευταίων δύο-τριών δεκαετιών, ως τραγουδιστής και χορευτής των Prodigy, κι ήταν επίσης γνωστός για την αγάπη που είχε προς τους αγώνες μοτοσικλέτας και την απόπειρά του για solo καριέρα στις αρχές των 00s με το punk rock project Flint. Μας στεναχωρεί, λοιπόν, ο θάνατος του Flint γιατί έγινε εκ των υστέρων σαφές πως ο άνθρωπος αυτός υπέφερε και πονούσε, πέρα από το να είναι μια περσόνα που είχαμε συνδέσει με την δημόσια εικόνα των Prodigy. Παράλληλα, όμως, ο θάνατος του Flint άγγιξε πολλούς και πολλές από εμάς σε ένα άμεσα συναισθηματικό πλην συμβολικό επίπεδο. Αν σκάψουμε κάτω από το viral πένθος των social media, λοιπόν, βλέπουμε το προφανές γεγονός ότι οι Prodigy επηρέασαν πολύ το πώς βιώνουμε, απολαμβάνουμε και μοιραζόμαστε την μουσική σ’ αυτή την χώρα όσοι έχουμε έστω και μια μίνιμουμ επαφή με τις μητροπολιτικές υποκουλτούρες της διασκέδασης.

Ως γνωστόν, οι Prodigy ξεπήδησαν μέσα από την underground rave σκηνή της Αγγλίας κατά τις αρχές των 90s κι ήταν ανάμεσα στους πρώιμους υπόγειους superstars της λαϊκής ηλεκτρονικής μουσικής. Ήδη από τα 80s η επέκταση της acid house είχε δημιουργήσει μεγάλες κοινότητες εναλλακτικής διασκέδασης στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία (με πρωτεύουσες το Σικάγο και το Μάντσεστερ αντίστοιχα), δίνοντας στη μετα-βιομηχανική no-future νεολαία των μεγαλουπόλεων μια κυριολεκτική και μεταφορική δυνατότητα διαφυγής (συχνά ψυχεδελικής) μέσα από τις πύλες των free parties στα clubs, τις αποθήκες, τα χωράφια. Έτσι κι αλλιώς, η αγγλική ηλεκτρονική σκηνή των 90s ήταν ένα γιγάντιο πολυφυλετικό εργαστήρι που μέσα σε μια δεκαετία γέννησε το drum and bass, το jungle, το UK garage, το trip hop, το dubstep και το grime. Και βέβαια, γέννησε επίσης το ιδίωμα που θέλησε και κατάφερε να σπάσει το φράγμα ανάμεσα στην underground και την mainstream χορευτική ηλεκτρονική μουσική: το big beat των The Prodigy, του Fatboy Slim και των The Chemical Brothers, μεταξύ πολλών άλλων.

Θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι η Ελλάδα των 90s συμβάδιζε μουσικά και πολιτισμικά μ’ αυτές τις μουσικές σκηνές. Σίγουρα, πάντως, ακολουθούσε. Οι ίδιοι οι Prodigy ήρθαν μέσα στα 90s για συναυλίες στην Αθήνα, πρώτα το 1995 στο Θέατρο Βράχων κι έπειτα το 1999 στο Rockwave στον Άγιο Κοσμά μαζί με τους Terror X Crew [διόρθωση: κι άλλη μια φορά το 1992 στο Πεδίο του Άρεως]. Την ίδια ώρα, φυσικά, η ελληνική Generation X που διασκέδαζε στα ντόπια raves πέρναγε μέσα από το μικροαστικό τηλεοπτικό κόσκινο του ηθικού πανικού της ακολασίας και των ναρκωτικών, με τα κανάλια να κυνηγούν το sensationalism της Μάνας Ρέιβερ ή του Τάκη Που Βλέπει Κύκλους. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, όμως, παρότι η rave υποκουλτούρα έφυγε από τη μόδα (μαζί με το big beat που άρχισε να γίνεται ανέκδοτο μετά τις αρχές των 00s), οι Prodigy παρέμειναν μια από τις μεγαλύτερες και διαχρονικότερες εμμονές της ντόπιας εναλλακτικής νεολαίας των 90s – συγκρινόμενοι ίσως μόνο με την απήχηση των Rage Against the Machine όσον αφορά τα γκρουπς εκείνης της εποχής.

Οι Prodigy, λοιπόν, επιβίωσαν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι οι σκηνές απ’ όπου ξεπήδησαν. Κι αν οι πρώτοι δύο δίσκοι τους, Experience και Music for the Jilted Generation, παρέπεμπαν σε ένα κοινοτικό αίσθημα της rave υποκουλτούρας κι επικοινωνούσαν με μια ζωντανή μουσική σκηνή, το Fat of the Land του 1997 προτείνει κάτι διαφορετικό – συμπυκνώνοντας το μεταμοντέρνο, μηδενιστικό, μπουρδουκλωμένο κλίμα των late 90s και κατακτώντας την παγκόσμια μουσική αγορά (και πρωτίστως τις ΗΠΑ) με ένα macho, επιθετικό, εκρηκτικό μείγμα από μπίτια, μπάσα, κιθάρες και ραπς. Έτσι κι αλλιώς, εμείς τα παιδιά που ενηλικιωθήκαμε στο πρώτο μισό των 00s κι ερωτευτήκαμε τους Prodigy, δεν είχαμε προλάβει τα raves και δεν ανήκαμε στις ηλεκτρονικές υποκουλτούρες. Όπως έλεγε κι ο σπουδαίος Burial σε μια ιστορική συνέντευξή του στο περιοδικό Wire και τον τεράστιο Mark Fisher το 2007:  “Δεν έχω πάει ποτέ σε φεστιβάλ, σε raves σε χωράφια, σε μεγάλες αποθήκες, σε παράνομα πάρτυ. Μόνο σε κάνα club, και ακούγοντας τραγούδια στο σπίτι. Άκουγα γι’ αυτά, και τα ονειρευόμουν”.

Αντίθετα, οι άνθρωποι που σήμερα είμαστε 30κάτι χρονών, γνωρίσαμε αυτήν την ηλεκτρονική μουσική από το τουρλουμπούκι της pop κουλτούρας του λίγο-πριν-και-λίγο-μετά της νέας χιλιετίας. Βλέπαμε το Firestarter στα μουσικά κανάλια της περιόδου. Ακούγαμε Fatboy Slim και Crystal Method στο FIFA. Μαθαίναμε τους Underworld, τους Leftfield και τους Primal Scream από το soundtrack του Trainspotting. Μαθαίναμε τον Aphex Twin, τους Orbital, τον Roni Size και τους Autechre από το soundtrack του Pi. Και κάπως έτσι, δεν υπήρχε κανένα από τα πάρτι της εφηβείας και της ενηλικίωσής μας που να μην περιελάμβανε τουλάχιστον 3 (τρία) κομμάτια Prodigy, δεν υπήρχε ούτε ένας από μας που να έπαιξε ποτέ DJ και να μην τον έπρηξε κάποιος να ΒΑΛΕΙ ΠΡΟΝΤΙΤΖΙ, δεν υπήρχε ούτε μια περίπτωση να μην φύγουμε από την πόλη μας με άτυπη λυκειακή εκδρομή για να δούμε τους γαμημένους Prodigy στον Λυκαβηττό το 2004.

Μ’ αυτήν την έννοια, ναι, οι Prodigy μας μεγάλωσαν – είτε μας άρεσε αυτό, είτε όχι. Δεν γίναμε κάτι καλό εξαιτίας τους, αλλά αντικατοπτρίζανε τον τρόπο με τον οποίο ήμασταν διψασμένοι να διασκεδάσουμε ως χαμένα παιδιά του ύστερου καπιταλισμού στις ελληνικές μεγαλουπόλεις. Χωρίς ιδιαίτερο μέλλον, φουλ στην συγκεχυμένη οργή, με δίψα για επαφή, με όρεξη για χορό και νταγκς, με επιθυμία για ένταση και αδρεναλίνη κι ενίοτε μανούρα, κάποτε τίγκα στην ανώριμη καγκούρικη αγορίστικη ματσίλα, άλλοτε τίγκα στην εκστατική επικοινωνία του να κοπανιέσαι πάνω-κάτω μαζί με άλλους ανθρώπους σαν να μην υπάρχει αύριο. Μπορεί οι Prodigy να μην αποτελούν πραγματικά καλή μπάντα εδώ και 20 χρόνια. Μπορεί να είναι γραφικό ότι ήρθαν απανωτά για συναυλία το 2011, το 2012 και το 2015. Μπορεί να μοιάζει τετριμμένο να ζητάς ή να βάζεις πλέον Prodigy στα πάρτι. Άπαξ και μπει Prodigy, όμως, είναι αδύνατον να μην νιώσεις έστω ελάχιστη από αυτήν την συλλογική ηλεκτρική ενέργεια που λέει: «έτσι μεγαλώσαμε».

Rest in peace, Keith Flint.

Best of internet