Με αφορμή την συμμετοχή του στο SKG Festival στις 10 Φεβρουαρίου στο Gagarin, κάναμε μερικές ερωτήσεις στον Ντίνο Σαδίκη, ιδρυτικό μέλος των θρυλικών Εν Πλω. Μιας από τις πιο επιδραστικές μπάντες της ελληνικής ροκ σκηνής που μας άφησε παρακαταθήκη έναν και μοναδικό δίσκο-σταθμό.
Ο Ντίνος Σαδίκης δεν δίνει συχνά συνεντεύξεις, τραγουδά στίχους 20ετίας που μοιάζουν σαν να γράφτηκαν χθες και η παρουσία του στα σημερινά μουσικά δρώμενα αν και σπάνια είναι σχεδόν ανακουφιστική. Μαζί μιλήσαμε για τα πρώτα του βήματα, για τον Βαρδάρη που φυσά και ξελαμπικάρει τα μυαλά και για την αγάπη του στα ρεμπέτικα που την χρωστάει στον… Γιώργο Νταλάρα.
Είναι περίεργο αυτό το συναίσθημα αλλά από την άλλη το βλέπω και σαν μια ωραία ευκαιρία να συναντηθώ με παλιούς φίλους και αγαπημένα πρόσωπα που σε αντίθετη περίπτωση δύσκολα θα βρισκόμασταν.
Ήμασταν μια παρέα παιδιών από διάφορα μέρη της Ελλάδας, που βρεθήκαμε να σπουδάζουμε στη Λάρισα το 1979-80. Είχαμε χρόνο, είχαμε και τρέλα. Το ιδανικό δηλαδή μείγμα για δημιουργία. Παίζαμε κυρίως σε εκδηλώσεις των σχολών και στις πρώτες μεγάλες καταλήψεις που έγιναν τα χρόνια εκείνα.
Στην Αθήνα το 1984 όταν μας έφερε σε επαφή με τον Δήμο Ζαμάνο (ηλεκτρική κιθάρα) ο συγκάτοικός του και κοινός μας φίλος Κώστας Μυλωνάς. Εμένα, τον Χρήστο Πολίτη (ντραμς), τον Μίμη Καφούσια (μπάσο) και τον Στέφανο Κανελλή (κρουστά). Όλοι μας από τον πυρήνα της Λάρισας. Ο ένας έφερνε τον άλλον. Λίγο μετά μπήκε στο παιχνίδι η Ρεγγίνα Μακρή (φωνητικά) κι ο Στράτος Αλοίμονος- Stratman (πλήκτρα).
Σημείο καθημερινής μας συνάντησης για πρόβες κι ότι άλλο ήθελε προκύψει, το σπίτι του Κώστα και του Δήμου. Μια μονοκατοικία στην οδό Καλαβρίας στου Γκύζη. Τον Οκτώβριο του ’87 η παρέα αυτή διαλύθηκε. Οι τρεις εναπομείναντες, ο Ζαμάνος, ο Κώστας κι εγώ, μαζί με τον Αντρέα Χριστοφίλη στην υποστήριξη-παραγωγή οδηγήσαμε τους Εν Πλω στην ηχογράφηση και έκδοση του μοναδικού τους δίσκου (1989).
Με βρίσκει στην Κρήτη να μαζεύω ελιές και τραγούδια για τις Μολυβένιες Ιστορίες. Πολύτιμος σύντροφος και συνεργάτης τα χρόνια εκείνα ήταν ο Μίμης Καφούσιας που ήδη ζούσε στο νησί.
Ήμουν Θεσσαλονίκη όταν έγινε αυτό. Μας χτύπησε κεραυνός. Τέτοια γεγονότα σημαδεύουν, θέλεις δεν θέλεις, οποιαδήποτε πορεία που ακολουθεί. Μέχρι και σήμερα υπάρχουν στιγμές που η απουσία- παρουσία του Δήμου στη ζωή μου είναι καταλυτική.
Η πόλη αυτή, κόντρα σ’ ένα γηπεδικό κι εκκλησιαστικό υπόβαθρο που την σιγοτρώει, είχε πάντα ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Να στήνει δημιουργικές παρέες, συντροφιές που αφήνουν όμορφα σημάδια στη καθημερινότητά της. Δεν ξέρω από πού έρχεται αυτό. Μπορεί να είναι η θάλασσα, μπορεί ο Βαρδάρης που φυσάει και ξελαμπικάρει τα μυαλά, μπορεί ακόμα και οι σχετικά μικρές αποστάσεις που κάνουν την επικοινωνία πιο ανθρώπινη και δεν σ’ αφήνουν εύκολα να χαθείς. Δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι μια χαρά πράγματα γίνονται για να δεις, ν’ ακούσεις, να αισθανθείς. Κι εγώ νιώθω ότι πέρα από τα προβλήματα και τις δυσκαμψίες της πόλης, που είναι έτσι κι αλλιώς υπαρκτά, ο χρόνος τρέχει υπέρ της.
Πηγαίναμε τότε πιτσιρικάδες σε διάφορες μπουάτ, στη περιοχή της Πλάκας, και βλέπαμε Μαρκόπουλο, Ξυλούρη, Κωχ κι άλλους. Κάποια στιγμή ξεκινάμε και για Γιώργο Νταλάρα. Δεν ξέραμε όμως ότι κάθε Δευτέρα είχε ρεπό και στη θέση του έκαναν πρόγραμμα κάτι ρεμπέτες λέει. Μάλιστα σ’ ένα χαρτί κολλημένο στο τζάμι της εισόδου «Σήμερον σε λαϊκά και ρεμπέτικα…» ήταν προχειρογραμμένα κάποια ονόματα αλλά τρέχα γύρευε.
Ροκάδες εμείς τώρα. Κάτι Zeppelin, Sabbath κι άλλα σκληρά. Δεν βαριέσαι, μια που ήρθαμε ας μπούμε. Ήταν και πιο φθηνά, μπήκαμε. Αυτό ήταν! Για τρείς ώρες βρέθηκα σ’ άλλον πλανήτη. Κάτι τύποι, μεγάλης ηλικίας, ντυμένοι στη πένα, κοστούμι, γραβάτα, καλογυαλισμένο σκαρπίνι, στήνανε ένα τρελό γλέντι με μπαγλαμάδες και μπουζούκια. Κι όσο περνούσε η ώρα τα πράγματα γινόντουσαν ακόμα “χειρότερα”.
Έβγαζαν τα σακάκια, πετούσαν τις γραβάτες, πείραζαν κι έκαναν πλάκες ο ένας στον άλλο, παρατούσαν τα όργανα κι άρχιζαν το χορό. Ζεϊμπέκικα. Τι είναι αυτοί εδώ ρε; Ποιοι Zeppelin; Ποιοι Sabbath; Εδώ είχαμε τους σαμάνους μιας θρησκείας που έσβηνε μέσα σε γλέντια και χαρές. Μας πήραν τα μυαλά. Όταν κάποτε όλο αυτό τέλειωσε και μαγεμένος βγήκα έξω, έτρεξα να κοιτάξω τα ονόματα. Στέλιος Κηρομύτης, Κώστας Ρούκουνας, Μπαγιαντέρας, Σπύρος Καλφόπουλος, Άννα Χρυσάφη. Τίποτα πλέον δεν θα ήταν το ίδιο στη ζωή μου. Κι όλο αυτό που έζησα το χρωστάω στον Νταλάρα.
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Και κάπου εκεί σε κάποια γωνιά της αβύσσου παραμόνευε πάντα ο Βαμβακάρης. Τώρα τι δουλειά είχα κι εγώ κι έκοβα βόλτες σ’ αυτή τη περιοχή, ποιός ξέρει. Δεν ξέρω. Άβυσσος είπαμε. Οπλίζει λοιπόν ο Μάρκος και πυροβολεί. The End!
Eδώ και τρία χρόνια δεν έχω καμία σχέση με τις δραστηριότητες του Γιάννη. Εξ’ άλλου η έννοια της μονιμότητας μου θυμίζει δημόσιο, κάτι που δεν ήταν ποτέ στις φιλοδοξίες μου. Κατά τα άλλα, η συνεργασία μας προέκυψε από μια κοινή τρέλα, κοινά βιώματα και οπτική για τα πράγματα και συνεχίστηκε για πολλά χρόνια περνώντας μέσα από τους «Επισκέπτες» και το «Αγγελάκας 3» και δυο πανέμορφους δίσκους. Το «Από ‘δω και πάνω» και τη «Γελαστή Ανηφόρα». Καλά περάσαμε και πάμε γι’ άλλα!
Μια χαρά μου ακούγεται. Μ’ αρέσει! Ωραίο και το sampling από το «Πρέπει να μάθω πια να ζω». Όλα καλά.
Οι νέοι καλλιτέχνες, στην εποχή του διαδικτύου που ζούμε σήμερα, δεν περιμένουν από καμία εταιρεία, κανένα έντυπο ή ραδιόφωνο, μουσικοκριτικούς ή άλλους ειδήμονες να τους δώσουν τον χώρο που τους αξίζει. Τον παίρνουν από μόνοι τους και καλά κάνουν! Στη τελική, πάντα το κοινό ήταν αυτό που αποφάσιζε. Και σήμερα αυτή η επαφή με το κοινό είναι ευτυχώς πιο άμεση, πιο υγιής.
Αυτή την εποχή δουλεύουμε πάνω σε κάποια τραγούδια για ένα καινούργιο δίσκο. Μη λέμε τώρα διάφορα και κάνουμε τον θεό να γελάει. Θα δείξει!
© 2012 - 2023 · All Rights Reserved · Flows on Magma Framework