Quantcast

Ο Bruce Willis ήταν ο τελευταίος μεγάλος χολιγουντιανός σταρ του 20ού αιώνα

Και, τώρα που αποσύρεται από την υποκριτική, τον αποχαιρετούμε με 20 αγαπημένα στιγμιότυπα (και μια μικρή συγνώμη)

Από χτες που μαθεύτηκε ότι ο Bruce Willis αποσύρεται από την υποκριτική, η online σινεφιλική δημόσια σφαίρα της παγκόσμιας pop κουλτούρας έχει γεμίσει, δικαίως, με αποχαιρετισμούς και αφιερώματα στην κινηματογραφική πορεία του ηθοποιού – πράγμα ελαφρώς αλλόκοτο και απόκοσμο, αν το καλοσκεφτεί κανείς, αφού αυτή είναι μια μεταχείριση που μοιάζει με τις μαζικές επιτελέσεις πένθους όταν πεθαίνει κάποιος celebrity. O Bruce Willis, όμως, δεν πέθανε. Ο 67χρονος ηθοποιός, όπως ανακοίνωσε η οικογένειά του αυτές τις μέρες, διαγνώστηκε με αφασία, μια ασθένεια που επηρεάζει τις γνωστικές του ικανότητές και τον κάνει να αντιμετωπίζει προβλήματα ομιλίας. Έτσι, με μειωμένη δραστικά την δυνατότητα για επικοινωνία, ο Willis αποφάσισε να κοινοποιήσει, ξανά μέσω της οικογένειας, την απόφασή του να σταματήσει το σινεμά. Είναι στενάχωρο σίγουρα, όχι μόνο γιατί σε ένα πρώτο επίπεδο ο ηθοποιός οδηγείται στο να εγκαταλείψει την τέχνη του νωρίτερα απ’ ό,τι (μάλλον) θα ήθελε, αλλά κι επειδή ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε την ασθένεια οδηγεί δυστυχώς αρκετά μηχανικά από τον οίκτο και την λύπηση στην αορατότητα και τη λησμονιά, ακόμα κι αν πρόκειται για stars του Hollywood.

Από την άλλη, το κοινό, όλοι εμείς δηλαδή, αναζητούμε τρόπους να μοιραστούμε τα κοινά μας αισθήματα για έναν ηθοποιό που άγγιξε τη ζωή μας μέσα από την οθόνη. Είναι εύλογο και κατανοητό, και μάλιστα διπλά στην περίπτωση του Willis. O Willis ήταν ένας μεγάλος star. Κατά μία έννοια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν ο τελευταίος κλασικός χολιγουντιανός star του 20ού αιώνα. Το σινεμά ήταν πάντα το πεδίο της προβολής των επιθυμιών του πλήθους, εκεί όπου ζωντάνευαν οι φαντασιώσεις για το πώς θα μπορούσε να μοιάζει η ζωή άμα ήταν ντυμένη με την αίγλη του μεγαλείου, της συγκίνησης, του πάθους, της έντασης. Αντίστοιχα, οι μεγάλοι stars ήταν τα avatars του κοινού σε αυτήν την φαντασίωση, μαζεύοντας πάνω τους σαν αλεξικέραυνα όλες τις επιθυμίες (αλλά και τους φόβους) που πρόβαλαν πάνω τους οι άνθρωποι. Φυσικά, ο Willis δεν ήταν ηθοποιός της κλασικής χρυσής εποχής του Hollywood και δεν αποτελούσε μια larger-than-life φιγούρα όπως υπήρξαν για παράδειγμα ο Humphrey Bogart, o Cary Grant, o James Stewart ή ο Marlon Brando. O Willis ήταν ένας star του ύστερου 20ού αιώνα, προϊόν μιας πολιτιστικής βιομηχανίας που άλλαζε, φέρνοντας τα είδωλά της όλο και πιο κοντά στη γη.

Οι τρόποι με τους οποίους επενδύουμε τις επιθυμίες και τις φαντασιώσεις μας στους stars αλλάζουν συνεχώς, κι ο Willis προσγειώθηκε στο Hollywood σε μια περίοδο, στα τέλη του ’80, που είχε ωριμάσει ήδη αρκετά η ανάγκη για εξανθρωπισμό των κινηματογραφικών ημίθεων. Ήδη από το New Hollywood της δεκαετίας του ’60 και του ’70 οι νέοι stars είχαν όλο και πιο προσγειωμένα ανθρώπινες ποιότητες, τόσο σε επίπεδο εμφανισιακών προτύπων όσο και σε επίπεδο ενσάρκωσης πιο ανθρώπινων, πολύπλευρων, αντιφατικών και “γκρίζων” χαρακτήρων – από τον Jack Nicholson και τον Dustin Hoffman μέχρι τον Al Pacino και τον Robert De Niro. Και, στη νέα χολιγουντιανή εποχή των blockbusters που ξεκινάει από τα τέλη του ’70 κι έπειτα, αν ο Harrison Ford με το Star Wars και το Indiana Jones ήταν αυτός που απηχούσε τους ήρωες του κλασικού Hollywood, τότε ο Bruce Willis του Die Hard ήταν αυτός που ενσάρκωσε τελειότερα το πρότυπο του γήινου χολιγουντιανού ειδώλου, του action star της διπλανής πόρτας. Καθώς το τέλος του 20ού αιώνα έφερνε και την αποσύνθεση των μεγάλων αφηγήσεων, γινόταν σαφές ότι το Hollywood θα δυσκολευόταν όλο και πιο πολύ να παράξει τέτοιες φιγούρες. Ο Willis λοιπόν ήταν, ίσως, η τελευταία.

Ερχόμενος στο μεταίχμιο πριν ακριβώς την εποχή της πληροφορίας και της συνδεσιμότητας που γέννησε τους νέους χολιγουντιανούς stars και τη νέα fandom κουλτούρα του 21ου αιώνα (θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο πρώτος τέτοιος ήταν ο Leonardo DiCaprio, αλλά αυτό θα ήθελε περρισότερη ανάλυση), ο Willis στεκόταν αρκετά μακριά ώστε να μοιάζει παντοδύναμος σαν πρωταγωνιστής και αρκετά κοντά ώστε να είναι χειροπιαστός σαν προσωπικότητα. Ο Willis δεν ήταν φτιαγμένος από το υλικό των μεγάλων μύθων, αλλά η παρουσία του είχε μια ειδική βαρύτητα. Βλέποντάς τον σε μεγάλα blockbusters σαν το Die Hard, το The Fifth Element, το Armageddon και το The Sixth Sense ένιωθες ότι βρίσκεσαι σε ασφαλή χέρια, ότι έχει τον έλεγχο, ότι πρόκειται για έναν χαρισματικό και στιβαρό leading man που ξέρει να καθοδηγήσει τις μάζες των θεατών μέσα στους διαδρόμους του σελιλόιντ. Φάνταζε αρκετά παραδοσιακός σαν ανδρική φιγούρα ώστε να καθησυχάσει την αρρενωπότητα που εδώ και δεκαετίες νιώθει μετέωρη, αβέβαιη και ανίσχυρη εν μέσω αλλαγών που αποσταθεροποιούν τους παλιούς ρόλους και αμφισβητούν τις άκαμπτες ταυτότητες. Ο ρόλος του John McClane τον έκανε post-macho είδωλο της διπλανής πόρτας που μπορούσε να ενσαρκώσει τις βαθύτερες φαντασιώσεις του σύγχρονου μέσου άνδρα θεατή, έναν John Wayne του ώριμου χολιγουντιανού blockbuster.

Φυσικά, και γι’ αυτό άλλωστε μιλάμε για έναν σπουδαίο star, ο Willis δεν υπήρξε ποτέ μονοδιάστατος. Δεν είναι μόνο ότι η action star περσόνα του κατάφερνε να πείθει για την everyman ποιότητά της, ούτε ότι το coolness του έμοιαζε άκοπο και φυσικό σχεδόν σαν μια αναπνοή. Δεν είναι ούτε μόνο ότι η σκληράδα του είχε επίσης ευγένεια και μελαγχολία, συχνό γοητευτικό χαρακτηριστικό άλλωστε του κλασικού λιγομίλητου βαρέως άνδρα, ούτε ότι αποτέλεσε το blueprint του φαλακρού action star (ένα ακόμα everyman χαρακτηριστικό) που επρόκειτο να ακολουθήσουν ο Vin Diesel, o The Rock κι ο Jason Statham. Πέρα απ’ όλα αυτά, αυτό που για μένα έκανε τον Willis έναν πολυδιάστατο χολιγουντιανό star ήταν ότι υπήρξε ένας υπέροχος κωμικός ηθοποιός που, όπως δυστυχώς συμβαίνει αρκετά συχνά λόγω της υποτίμησης του κινηματογραφικού-υποκριτικού βάρους της κωμωδίας, δεν αναγνωρίστηκε επαρκώς γι’ αυτό και δεν του δόθηκαν όσοι σπουδαίοι κωμικοί ρόλοι έπρεπε (που λείπουν γενικά από το σινεμά λόγω καλλιτεχνικής προκατάληψης απέναντι στο είδος, αλλά αυτό είναι ευρύτερη κουβέντα που εν μέρει έχουμε πιάσει αλλού).

Ο Willis είχε αποδείξει την κωμική του φλέβα ήδη από το τηλεοπτικό Moonlighting που τον έβαλε στον χάρτη της pop κουλτούρας και ανέπτυσσε την διακριτικά ιδιαίτερη κωμική του γλώσσα όπου το επέτρεπαν οι συνθήκες (πχ στο The Last Boy Scout, στο Nobody’s Fool, στο Pulp Fiction, στο The Fifth Element, στο 12 Monkeys ή στο Moonrise Kingdom μεταξύ άλλων). Το ότι έχει μείνει, ας πούμε, τόσο αξιομνημόνευτος για τις (σεναριακά μέτριες) εμφανίσεις του στα Friends δεν είναι τυχαίο, αφού τις απογείωσε με το deadpan ύφος του. Κατά μία έννοια, ο τρόπος που κάνει action κι ο τρόπος που κάνει comedy μου θυμίζουν τον Daniel Craig, ίσως τον μεγαλύτερο κινηματογραφικό κληρονόμο του Willis κι έναν ακόμα ηθοποιό που βλέπουμε να λάμπει δυσανάλογα στις κωμικές του εκλάμψεις. Οι καθαρόαιμοι κωμικοί ρόλοι που έπαιξε δυστυχώς δεν ήταν πολλοί, αλλά ανάμεσά τους ξεχωρίζει εύκολα για μένα η υπέροχη καλτίλα Death Becomes Her του Robert Zemeckis από το 1992, μία από τις πιο σαρδόνια fun ταινίες του pop χολιγουντιανού σινεμά της δεκαετίας του ’90. Ο Bruce Willis ήταν ακόμα πιο σπουδαίος όταν του επιτρεπόταν να είναι αστείος.

Υπάρχει όμως κάτι ακόμα που πρέπει να πούμε για τον Willis, ακόμα κι αν είναι λίγο αμήχανο υπό το φως της δημοσιοποίησης της ασθένειάς του. Ήταν κοινό μυστικό πως η καριέρα του είχε πάρει μια απότομη κάτω βόλτα την τελευταία δεκαετία και κάτι. Έμοιαζε παράξενο για έναν τέτοιο χολιγουντιανό αστέρα να επιλέγει τόσες πολλές κακές ταινίες και να δίνει τόσο εξόφθαλμα αδιάφορες ερμηνείες. Κι ίσως το “αδιάφορες” να μοιάζει υπερβολικά επιεικής ως όρος σε σύγκριση με το πόσο running joke είχε γίνει το γεγονός αυτής της καθοδικής πορείας της καριέρας του Willis. Δεν είναι μόνο πως όποτε εμφανιζόταν σε μεγάλους τίτλους έμοιαζε εντελώς αλλού, σα να βαριέται τη ζωή του και να βρίσκεται εκεί αποκλειστικά για την αμοιβή. Τα τελευταία χρόνια ο Willis έγινε για την online κουλτούρα σχολιασμού ένα συνώνυμο της αρπαχτής. Αυτό οξύνθηκε πολύ με την εμφάνισή του σε αμέτρητες direct-to-video παραγωγές τα τελευταία χρόνια, σε βαθμό που οποιαδήποτε εσάνς καλτίλας θα μπορούσε να υπάρχει σ’ αυτήν την κίνηση θάφτηκε κάτω από την τεράστια ποσότητα αυτών των αρπαχτών. Για να έχετε μια εικόνα, το 2021 ο Willis έπαιξε σε 6 τέτοιες ταινίες, ενώ πριν τελειώσει το 2022 θα έχουν δει το φως της δημοσιότητας 8 τέτοιες direct-to-video ταινίες που έχει γυρίσει ήδη (κι άλλες τρεις που πάνε για το 2023).

Απ’ όταν μαθεύτηκε η διάγνωσή του με αφασία, κάτι που κυκλοφορούσε ήδη σαν ανεπιβεβαίωτη φήμη τον τελευταίο καιρό, πολλοί άνθρωποι οδηγήθηκαν στην υποψία πως όλες αυτές οι “αρπαχτές” του Willis τα τελευταία κάμποσα χρόνια ήταν προϊόν της διαπραγμάτευσής ανάμεσα στις προκλήσεις της ασθένειας και τις απαιτήσεις της δουλειάς. Πολύς κόσμος υπέθεσε, πιθανότατα εύλογα, πως ο Willis δεν ασχολιόταν περισσότερο γιατί ίσως δυσκολευόταν να το κάνει ή ότι η συχνότητα της συμμετοχής του σε “κακές” ταινίες ήταν μια προσπάθεια για οικονομική εξασφάλιση του μέλλοντός του που μοιραία δεν θα χωρούσε πια την υποκριτική σε επαγγελματικό επίπεδο. Χωρίς να θέλω να το δραματοποιήσω υπερβολικά, η αλήθεια είναι ότι από χτες νιώθω στεναχώρια για την αναίτια σκληρότητα με την οποία αντιμετωπίσαμε την καριέρα του Willis τα τελευταία χρόνια. Η online κουλτούρα δημόσιου σχολιασμού μπορεί να γίνει βάναυση με εντελώς casual και ασυνείδητους τρόπους. Ούτως ή άλλως, η σχέση ανάμεσα σε κοινό και celebrities πάντα περιλαμβάνει και μια ιδιαίτερη αμφίδρομη σχέση εξουσίας μεταξύ τους. Πρόκειται για ένα από τα στοιχεία που ανέκαθεν είχε η παθολογία της κουλτούρας του θεάματος και της λατρείας της δημοσιότητας, αλλά η εποχή του μαζικού internet και των social media έχει κάνει αυτήν την διάδραση πολύ πιο πυκνή και έντονη (και φυσικά τοξική).

Θεωρώ πως φερθήκαμε αδίκως σκληρά στον Willis και γι’ αυτό του χρωστάμε μια συλλογική συγνώμη ως internet. Μπορεί να είναι μικρή συγνώμη, αλλά τουλάχιστον ας είναι ειλικρινής. Η ειλικρίνειά της δεν μειώνεται από το γεγονός ότι έρχεται τώρα που γνωρίζουμε για την ασθένειά του. Ας μην το δούμε σαν προϊόν λύπησης, όπως θα μπορούσε να πει ίσως κάποιος για την απόσυρση του Χρυσού Βατόμουρου που του είχε δοθεί νωρίτερα μέσα στη χρονιά. Έχει σημασία πώς υποστηρίζεις αυτήν τη συγνώμη, τι περιεχόμενο της δίνεις. Κι αυτό το περιεχόμενο οφείλει να είναι ένας ειλικρινής αναστοχασμός για την ίδια την σχέση ανάμεσα στην μαζική κουλτούρα και εμάς ως κοινό. Ακόμα κι έμμεσα, συνεχίζει να ισχύει ό,τι είχε γράψει για την ασθένεια η Virginia Woolf: ότι έχει τη δυνατότητα να αποκαλύψει τις αλήθειες που αποκρύπτει η υγεία. Αν μη τι άλλο, αν είναι να γράψουμε αποχαιρετισμούς και να φτιάξουμε αφιερώματα στον Willis, όπως κάνουμε τώρα, τότε ας προσπαθήσουμε αυτά να ανταποκρίνονται όσο πιο πολύπλευρα γίνεται στον τρόπο με τον οποίο τον αντιμετωπίσαμε ως κινηματογραφικό star – από την άνοδο μέχρι την καταξίωση κι από την καταξίωση μέχρι την “πτώση” του.

Εν είδει επιλόγου, κλείνουμε το άρθρο με 20 στιγμιότυπα από τις αγαπημένες κινηματογραφικές στιγμές που μας χάρισε ο τελευταίος μεγάλος χολιγουντιανός σταρ του 20ού αιώνα.

Die Hard (1988)

The Bonfire of the Vanities (1990)

Hudson Hawk (1991)

The Last Boy Scout (1991)

Death Becomes Her (1992)

Pulp Fiction (1994)

Nobody’s Fool (1994)

Die Hard with a Vengeance (1994)

12 Monkeys (1995)

Last Man Standing (1996)

The Fifth Element (1997)

Armageddon (1998)

The Sixth Sense (1999)

Unbreakable (2000)

Sin City (2005)

Lucky Number Slevin (2006)

Moonrise Kingdom (2012)

Looper (2012)

Glass (2019)

Motherless Brooklyn (2019)

Best of internet