Quantcast

Όλος ο κόσμος μια σκηνή: Ο απόλυτος οδηγός στο καλό σαιξπηρικό σινεμά

Με αφορμή το φρέσκο The Tragedy of Macbeth του αδερφού Coen, ξεκαθαρίζουμε το χαοτικό τοπίο των μεταφορών του Βάρδου στη μεγάλη οθόνη

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

3 Φεβρουαρίου 2022

Ξεκινώντας να στήνω ένα αφιέρωμα στις κινηματογραφικές μεταφορές του έργου του William Shakespeare, εγχείρημα στο οποίο οδηγήθηκα έπειτα από την παρακολούθηση του The Tragedy of Macbeth του Joen Coen (για πρώτη φορά χωρίς τον αδερφό του, Ethan), το πρώτο πράγμα που αναρωτήθηκα ήταν το πόσες σαιξπηρικές ταινίες υπάρχουν, ποιο είναι δηλαδή το μέγεθος και το εύρος της παρουσίας του ποιητή στη μεγάλη οθόνη – κι η αλήθεια είναι ότι πολλά έχουν δει τα μάτια μου online, μα αυτό μου έφερε τρόμο. Ήταν αναμενόμενο, φυσικά, πως ο Shakespeare θα ήταν ο πιο πολυκινηματογραφημένος συγγραφέας στην ιστορία του μέσου, αλλά όχι κι έτσι ρε παιδιά. Το IMDb δίνει 1.651 κινηματογραφικούς και τηλεοπτικούς τίτλους στους οποίους είναι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο credited ο Shakespeare, αλλά αυτό δε μας βοηθάει και ιδιαίτερα καθώς περιλαμβάνει παραγωγές που δεν έχουν πραγματοποιηθεί ακόμα, μετράει κάθε τηλεοπτικό επεισόδιο σαν διακριτή καταχώρηση, έχει μέσα ταινιάκια μικρού μήκους και videos που βρίσκονται online, και πιάνει ως σεναριακό credit ακόμα και την εμφάνιση ενός αποσπάσματος από το έργο του.

Η πιο πρόσφατη και τεκμηριωμένη (πλην σύντομη) σχετική αναφορά που βρήκα ήταν στο επίσημο site του Stephen Follows, κινηματογραφικού data analyst και ερευνητή, ο οποίος το 2014 έκανε μια δημοσίευση στην οποία υποστηρίζει πως εκείνη τη στιγμή υπήρχαν 525 legit κινηματογραφικές παραγωγές που έδιναν credit στον Shakespeare, με 294 από αυτές να αποτελούν ολοκληρωμένες μεγάλου μήκους μεταφορές των θεατρικών του έργων – εκ των οποίων μάλιστα, προς έκπληξη κανενός, περισσότερες από τις μισές αφορούσαν τον Άμλετ, τον Μακβέθ, τον Οθέλλο και τους Ρωμαίο/Ιουλιέτα. Με μια συντηρητική εκτίμηση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι έκτοτε δεν είναι καθόλου απίθανο το πρώτο νούμερο να έχει ξεπεράσει το 600 και το δεύτερο το 400. Οι πιο κυριλέ και αναγνωρισμένες από αυτές μπορούν να βρεθούν στη μεγάλη λίστα του Wikipedia που περιλαμβάνει μια αρκετά ικανοποιητική επισκόπηση. Ακόμα κι αν κρατήσουμε μόνο αυτές τις τελευταίες, βέβαια, γίνεται σαφές πως πρέπει να είσαι είτε επαγγελματίας σαιξπηρολόγος είτε αρρωστημένος simp του Βάρδου για να έχεις μια πραγματική εποπτεία όλου αυτού του έργου. Εγώ δεν είμαι κάτι από τα δύο, αν και τα έχω πλησιάσει σε έναν μικρό βαθμό αφού αφενός ασχολήθηκα αρκετά με τον Shakespeare στις σπουδές μου (πριν από 342 χρόνια, οκ) κι αφετέρου τον απολαμβάνω με παθιασμένο πλην υγιή τρόπο. Έτσι, έχω δει κάμποσες δεκάδες σαιξπηρικών ταινιών ώστε να ξέρω πως το μείζον ερώτημα είναι: ποιες από αυτές είναι πραγματικά καλές και πώς τις ξεχωρίζεις; Με αυτό θα ασχοληθούμε εδώ, φίλες και φίλοι, επιχειρώντας μια συνοπτική παρουσίαση/επισκόπηση περίπου μιας 40άρας από αυτές τις μεταφορές. Με τις υγείες μας.

Πριν προχωρήσουμε, όμως, υπάρχει κι άλλο ένα ερώτημα. Ανήκει στις καλές μεταφορές του Shakespeare το The Tragedy of Macbeth του αδερφού Coen; Χμ. Προφανώς η ταινία είναι φτιαγμένη με μεγάλη μαστοριά και είναι ικανοποιητική σε διάφορα στοιχειώδη επίπεδα, και προφανώς στέκεται πάνω από τον μέσο όρο των σαιξπηρικών μεταφορών γενικά και των μακβεθικών μεταφορών ειδικότερα. Μιλάμε για Coen, μιλάμε για A24, μιλάμε για Denzel Washington και για Frances McDormand, οκ. Είχα όμως έναν προβληματισμό σχετικά με τον βαθμό στον οποίο είναι απαραίτητος ένας ακόμα κινηματογραφικός Μακβέθ που, όπως έδειχνε τουλάχιστον, δεν μοιάζει να κομίζει κάτι καινούριο, μοναδικό ή ιδιαίτερο στην μακρά παράδοση του τραγικού ήρωα στη μεγάλη οθόνη. Άρα, μ’ αυτήν την έννοια, μπήκα στην ταινία κάπως καχύποπτα (και λέω “μπήκα” μιλώντας μεταφορικά, αφού είναι η δεύτερη συνεχόμενη κοενική ταινία που δεν παίρνει διανομή στις ελληνικές αίθουσες αλλά σε streaming πλατφόρμα, στο Apple TV+ συγκεκριμένα, έπειτα από το The Ballad of Buster Scruggs του 2018 που έπαιξε στο Netflix), προσδοκώντας από το The Tragedy of Macbeth να μου δικαιολογήσει την ύπαρξή του και να μου δείξει τι είναι αυτό που το καθιστά απαραίτητο ως προσθήκη στην μεγάλη μακβεθική φιλμογραφία των τελευταίων 100 χρόνων. Αυτό που ήλπιζα κατά βάθος, παρότι το trailer και το συνολικότερο promo υλικό του φιλμ δεν έμοιαζε καθόλου να το υπόσχεται, ήταν ότι ο Coen θα έφερνε το σαιξπηρικό κείμενο στα μέτρα του με έναν ιδιοσυγκρασιακό τρόπο, όπως είχε γίνει στο παρελθόν με την αντήχηση της ομηρικής Οδύσσειας μέσα στο O Brother, Where Art Thou? και του Red Harvest του Dashiell Hammett μέσα στο Miller’s Crossing.

Δυστυχώς, για μένα τουλάχιστον, δεν έγινε έτσι. Περίμενα κοενικό σινεμά, όχι ως μανιερίστικη ανακύκλωση (όπως έχουν κάνει δυστυχώς την τελευταία δεκαετία κάποιες φορές), αλλά με την έννοια της παρουσίας ενός διακριτού κινηματογραφικού βλέμματος και ύφους, στενά δεμένου φυσικά με την ανάδυση του κωμικού μέσα στο τραγικό και αντιστρόφως – σήμα κατατεθέν του κινηματογράφου τους άλλωστε. Αυτό που ένιωσα να παίρνω ήταν μια υπερβολικά αυτο-απορροφημένη και υπερ-σοβαροφανής ταινία, ξεγυμνωμένη από νεύρο και σπιρτάδα, στιγματισμένη από άκαμπτη θεατρικότητα και ψευδαίσθηση μεγαλείου. Δεν θέλω να μηδενίσω το φιλμ, γιατί πράγματι έχει κατασκευαστικές αρετές και κάποιες πολύ όμορφες σκηνές, αλλά βρήκα πως ο Coen επιχείρησε μια εντελώς ακαδημαϊκίζουσα προσέγγιση στην σαιξπηρική τραγωδία που βασίζεται σε ένα είδος μηχανιστικής ευλάβειας προς το κείμενο, κάτι που το υπερ-στυλιζάρει καταλήγοντας να το απο-ανθρωποποιεί. Η περίτεχνη και παλλόμενη γλώσσα του Shakespeare, η ψυχοσυναισθηματική πολυπλοκότητα των χαρακτήρων και το βάθος της επεξεργασίας των δομών/σχέσεων εξουσίας, όλα αυτά δηλαδή που κάνουν το σαιξπηρικό έργο αιώνιο, γίνονται στην ταινία περισσότερο στοιχεία του διάκοσμου, απλά μέρη του ντεκόρ, παρά θεματική και αισθητική καρδιά του φιλμ. Έτσι, η εντυπωσιακή σκηνογραφία κι ο υπέροχος φωτισμός του κοενικού Μακβέθ μοιάζει με εξπρεσιονισμό χωρίς εκφραστικότητα, εκπέμποντας ένα artificiality που δεν σταματά να εφιστά την προσοχή στον εαυτό του. Επίσης, πάλι προσωπικά μιλώντας, δεν βρήκα καμία χημεία και καμία φλόγα ανάμεσα στον Washington και την McDormand – και πώς αλήθεια μπορεί να δουλέψει αλλιώς ένας Μακβέθ;

Για να μην γίνομαι δυσανάλογα σκληρός με τον Coen, οφείλω να πω πως κατά τη γνώμη μου τέτοιου είδους ελλείψεις εμφανίζονται σε ένα αρκετά μεγάλο μέρος των σαιξπηρικών μεταφορών συνολικότερα, αφού η απόπειρα αναμέτρησης με το πρωτότυπο μπορεί να γίνει τόσο overwhelming που να οδηγήσει τους δημιουργούς σε υπερβολικά self-serious και μικρομέγαλες προσεγγίσεις, προδίδοντας μια ανώριμη ανυπομονησία για “σοβαρό” σινεμά. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, όπως σημείωσε εύστοχα στην δική του κριτική ο Richard Brody του New Yorker, αυτό ακριβώς το είδος σινεμά ήταν που σατίρισε κάπως ο μεγάλος Preston Sturges, κινηματογραφικός πατέρας των Coen, στο Sullivan’s Travels του 1941 όπου ένας πετυχημένος κωμικός σκηνοθέτης υπερ-προσπαθεί έτσι ώστε να γυρίσει ένα υπερ-σοβαρό κοινωνικό δράμα για να μπει πλέον επιτέλους στην κινηματογραφική οικογένεια των Μεγάλων Δημιουργών. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, η ταινία θα ονομαζόταν O Brother, Where Art Thou?, βασιζόμενη σε ένα ομώνυμο φανταστικό μυθιστόρημα. Τα στούντιο κι οι σκηνοθέτες, παρά τις κακοτοπιές του παρελθόντος, δεν σταματάνε να στρέφονται βέβαια διαρκώς προς τα σαιξπηρικά κείμενα ώστε να αναμετρηθούν εκ νέου μαζί τους. Κι είναι λογικό, δεν είναι; Πρώτα απ’ όλα, παραγωγικά μιλώντας, είναι τζάμπα. Ο Shakespeare είχε την ατυχία (;) να γράψει σε μια εποχή χωρίς νόμους περί πνευματικών δικαιωμάτων, κι έτσι το έργο του βρίσκεται στο public domain και μπορεί να διασκευαστεί χωρίς κανενός είδους αντίτιμο προς κάποιον κάτοχο. Επίσης, κι αυτό ισχύει ειδικότερα στην περίπτωση του Hollywood, η κινηματογραφική βιομηχανία πάντα έδινε πολύ πιο εύκολα το πράσινο φως σε παραγωγές που βασίζονταν σε προϋπάρχοντα έργα με τα οποία το κοινό είχε εξοικείωση – και δεν υπάρχει, διαχρονικά μιλώντας, διασημότερο source material από τα σαιξπηρικά έργα. Πολύ πριν το Star Wars και την Marvel, ο Shakespeare υπήρξε ο O.G. εχθρός των πρωτότυπων χολιγουντιανών ιδεών κι η ευκολότερη συνταγή για μάξιμουμ recognition και ευκολότερο marketing από την πλευρά των στούντιο. Είπαμε όμως: οι καλλιτεχνικές προκλήσεις ήταν πάντα μεγάλες.

Χοντρικά, πριν προχωρήσουμε στην επισκόπηση των ίδιων των ταινιών όπως τις έχουμε ομαδοποιήσει βάσει των πρωτότυπων έργων στα οποία βασίστηκαν, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μεγαλύτερο μέρος του σαιξπηρικό σινεμά χωρίζεται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. Πρώτον, έχουμε τα έργα των φιλόδοξων κινηματογραφικών auteurs που επιχείρησαν να αναμετρηθούν με τον Shakespeare έτσι ώστε να βρουν έναν δρόμο επικοινωνίας ανάμεσα στην δική τους μοναδική φιλμική γλώσσα και την βαθύτερη ουσία του σαιξπηρικού έργου, όπως τουλάχιστον την προσλάμβαναν αυτοί. Σ’ αυτήν την κατηγορία μπορούμε να βρούμε δημιουργούς που συνδιαλέγονταν με τον ποιητή σε ένα μεγάλο μέρος της καριέρας τους, όπως ο Orson Welles κι ο Akira Kurosawa, αλλά και σκηνοθέτες που επιχείρησαν περιστασιακά να τον μεταφέρουν με τον τρόπο τους στην οθόνη, όπως ο Roman Polanski ή o Jean-Luc Godard. Δεύτερον, έχουμε τις πιο ορθόδοξες και ακαδημαϊκές προσεγγίσεις που συνήθιζαν να έχουν σαν βασικό γνώμονα την πιστότητα προς το κείμενο και την αμεσότητα προς το κοινό. Αυτή η κατηγορία περιλαμβάνει μάλλον και τον μεγαλύτερο όγκο των σαιξπηρικών μεταφορών, με πολλές να περνάνε τη βάση αλλά μάλλον λίγες να είναι αληθινά αξιοσημείωτες. Σε κάθε περίπτωση, σημαντικές προσωπικότητες της σαιξπηρικής κινηματογραφικής ορθοδοξίας υπήρξαν σαφέστατα ο Laurence Olivier και πιο πρόσφατα ο Kenneth Branagh. Τρίτον, έχουμε τις σύγχρονες και πιο ελεύθερες παραλλαγές του σαιξπηρικού έργου που χρησιμοποιούν τα πρωτότυπα κείμενα ως μια μυθολογική δεξαμενή που παραμένει λίγο-πολύ ανεξάντλητη και προσφέρει άπειρες δυνατότητες κινηματογραφικής μεταφοράς. Κάποιες φορές έχουμε εκμοντερνισμένες εκδοχές του πρωτότυπου έργου, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση του μεταμοντέρνου pastiche Romeo + Juliet του Baz Luhrmann, ή ταινίες που άντλησαν έμπνευση από τον Shakespeare χωρίς να αναφέροντα ρητά σε αυτόν, όπως για παράδειγμα είναι το West Side Story που μεταφέρθηκε στο σινεμά πρώτα από τον Robert Wise κι έπειτα από τον Steven Spielberg.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια ότι κάθε σαιξπηρική ταινία εμπίπτει αναγκαστικά σε μια από αυτές τις κατηγορίες, αλλά θεωρώ πως αρκούν αρχικά για μια γενική και σχηματική σκιαγράφηση του τοπίου. Πριν προχωρήσουμε παρακάτω, όμως, ας διευκρινίσω για το τυπικό της υπόθεσης πως η επισκόπηση που ακολουθεί δεν είναι εξαντλητική, αφού αφενός υπάρχουν (πολλές) ταινίες που δεν έχω δει κι αφετέρου επέλεξα να συμπεριλάβω μόνο εκείνες που μου αρέσουν περισσότερο. Μ’ αυτήν την έννοια, τα παρακάτω έχουν και την μορφή μιας κινηματογραφικής πρότασης για όποιον θέλει να μπει στο σαιξπηρικό σινεμά και αναζητά έναν κάποιο οδηγό ώστε να πλοηγηθεί μέσα σε αυτό. Πάμε λοιπόν στο ζουμί.

Οι Μακβέθ

Αναγκαστικά, προς τιμήν της ταινίας που αποτέλεσε την αφορμή για αυτό το αφιέρωμα, ξεκινάμε από τον Μακβέθ. Αν με ρωτάτε, ο καλύτερος κινηματογραφικός Μακβέθ παραμένει εκείνος του Welles από το 1948, ο οποίος ήταν κι η ολοκληρωμένη φιλμική επαφή του σκηνοθέτη με το σαιξπηρικό έργο – μια επαφή που στιγμάτισε όλη την πορεία και την ζωή του, εντός και εκτός οθόνης. Η εκδοχή του Polanski από το 1971, παρότι σαφώς λιγότερο φιλόδοξη και πιο προσγειωμένη, αποτελεί επίσης μια πολύ καλή επιλογή, χωρίς όμως να συγκαταλέγεται κατ’ εμέ στα σπουδαία έργα του δημιουργού. Αντιθέτως, περισσότερο ενδιαφέρον έχει η τηλεοπτική εκδοχή του Bela Tarr από το 1982 που αποτελείται ουσιαστικά από ένα μονόπλανο μίας ώρας και παίρνει κάμποσες ελευθερίες με το έργο (υπάρχει ολόκληρη στο YouTube, δυστυχώς χωρίς αγγλικούς υπότιτλους αλλά βλέπεται κι έτσι αν έχεις μια οικειότητα με την ιστορία). Κλείνω τις προτάσεις των πιο πιστών μακβεθικών ταινιών με το φιλμ του συμπαθέστατου Αυστραλού Justin Kurzel (δείτε το καινούριο του, το Nitram, αξίζει) με τον Michael Fassbender από το 2015 που το βρήκα αξιοπρεπέστατο.

Περνώντας στις πιο ελεύθερες διασκευές, πρέπει φυσικά να σημειώσουμε εδώ το σπουδαίο Throne of Blood που αποτέλεσε το 1957 την πρώτη αναμέτρηση του Kurosawa με τον ποιητή και το κείμενο του Μακβέθ. Σε ακόμα πιο ελεύθερη συσχέτιση με το σαιξπηρικό έργο, αξίζει επίσης να αναφέρουμε δύο ωραίες μεταφορές του λογοτεχνικού Lady Macbeth of the Mtsensk District του Nikolai Leskov: πρώτα το Siberian Lady Macbeth του μεγάλου Πολωνού Andrzej Wajda από το 1962 κι έπειτα το Lady Macbeth του William Oldroyd από το 2016 που ανέδειξε την Florence Pugh (θενξ γι’ αυτό, ταινία <3).

Οι Άμλετ

Όπως παντού, έτσι και στο σινεμά είναι σίγουρα το πιο δημοφιλές έργο του Shakespeare, κι οι δύο ορθόδοξοι σαιξπηρικοί που αναφέραμε παραπάνω, ο Olivier κι ο Branagh, μας έδωσαν δύο εμβληματικές μεταφορές το 1948 και το 1996 αντίστοιχα. Βέβαια, αν με ρωτάτε, η καλύτερη κινηματογραφική μεταφορά του Άμλετ είναι αυτή του Σοβιετικού Grigori Kozintsev από το 1964 με μια φανταστική ερμηνεία από τον Innokenty Smoktunovsky και συγκλονιστική μουσική από τον Dmitri Shostakovich.

Στις πιο ελεύθερες μεταφορές, όπως και με την Λαίδη Μακβέθ υπήρξαν κι εδώ δημιουργεί που πειραματίστηκαν με τον χαρακτήρα της Οφηλίας, όπως έκανε ο Claude Chabrol στην ομώνυμη ταινία του 1963, ή και με ελάσσονες πλην κομβικούς χαρακτήρες του έργου όπως έκανε ο Tom Stoppard στο υπερ-λατρεμένο Rosencrantz & Guildenstern Are Dead του 1990. Αντίστοιχα, θα βρούμε αμλετικές παραλλαγές σαν του Aki Kaurismaki στο Hamlet Goes Business του 1987 και του Kurosawa στο The Bad Sleep Well του 1960, ενώ αξίζει επίσης να αναφέρουμε την experimental τραγικωμωδία One Hamlet Less του Carmelo Bene από το 1973.

Τέλος, επιτρέψτε μας και δύο honorable mentions: το πρώτο αφορά το To Be or Not to Be του τεράστιου Ernst Lubitsch από το 1942 που δεν μεταφέρει Άμλετ το ίδιο αλλά αφορά μια μεταφορά του Άμλετ στην κατεχόμενη από τους Ναζί Βαρσοβία, και το δεύτερο αφορά βέβαια το The Lion King της Disney που το 1994 έβαλε τον αμλετικό μύθο βαθιά μέσα στην παιδική ψυχούλα μας, έστω και αποστειρωμένη μορφή.

Οι Βασιλιάδες Ληρ

Από τις κλασικές σαιξπηρικές τραγωδίες, που όπως είπαμε και στην αρχή αποτελούν τον κορμό των κινηματογραφικών μεταφορών του έργου του ποιητή, ο Βασιλιάς Ληρ είναι η αγαπημένη μου – κι αυτό με κάνει να έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στις μεταφορές του. Εδώ ξεχωρίζω τις δύο πιο ελεύθερες και ανορθόδοξες εκδοχές του έργου. Πρώτη και κορυφαία είναι για μένα το Ran του Kurosawa από το 1985, νομίζω δεν χρειάζεται να πω περισσότερα. Παραμένοντας όμως στα 80s, αγαπώ πολύ και τον πειραματικό post-apocalyptic Βασιλιά Ληρ του Godard που αποδόμησε το σαιξπηρικό κείμενο ώστε να αναδείξει το πολιτικό του βάθος στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και του Τσέρνομπιλ.

Ανάμεσα στις πιο (κειμενικά τουλάχιστον) ορθόδοξες μεταφορές ξεχωρίζω τον Ληρ του Kozintsev από το 1971, και πάλι με μουσική Shostakovich παρεμπιπτόντως, αλλά και εκείνον που παρουσίασε ο Peter Brook την ίδια χρονιά. Κι ένα honorable mention για κλείσιμο: λατρεύω την ελεύθερη western διασκευή του έργου από τον αγαπημένο Edward Dmytryk στο Broken Lance του 1954.

Οι Οθέλλοι

Οκ, κανείς δε μπορεί να αγγίξει την ταινία και την ερμηνεία του Welles από το 1951:

…αλλά έχει ενδιαφέρον να καταγράψουμε μερικές αξιόλογες εκμοντερνισμένες παραλλαγές του Οθέλλου: το noir A Double Life του George Cukor από το 1947, το jazz All Night Long του Basil Dearden από το 1962 και το εφηβικό O του Tim Blake Nelson από το 2001, ο οποίος παρεμπιπτόντως την προηγούμενη χρονιά είχε παίξει στον (κακό) Άμλετ του Michael Almereyda.

Οι Ρωμαίοι κι οι Ιουλιέτες

Η αλήθεια είναι, κι ας φανώ αιρετικός εδώ, πως από τις τρεις μεγάλες και κλασικές μεταφορές των εραστών της Βερόνα στη μεγάλη οθόνη (από τον Cukor το 1936, από τον Franco Zeffirelli το 1968 κι από τον Luhrmann το 1996), προτιμώ με αρκετά μεγάλη ευκολία το τελευταίο. Όπως ανέφερα και προηγουμένως, το μεταμοντέρνο pastiche αυτής της ταινίας είναι κάτι στο οποίο δε μπορώ να αντισταθώ.

Κατά τ’ άλλα, όσον αφορά τις πιο ελεύθερες μεταφορές, απολαμβάνω προφανώς ακραία το μουσικοχορευτικό υπερθέαμα του West Side Story, αλλά αγαπώ περισσότερο την μητροπολιτική σκοτεινιά του China Girl του Abel Ferrara από το 1987 και την b-movie καλτίλα του Tromeo and Juliet της λατρεμένης Troma Entertainment από το 1997 (σκηνοθεσία του μάστορα Lloyd Kaufman και σενάριο του πιτσιρικά τότε James Gunn, παρεμπιπτόντως).

Οι Ερρίκοι, οι Καίσαρες και οι λοιποί

Ως γνωστόν, ο μεγάλος όγκος των ιστορικών σαιξπηρικών έργων αποτελείται από την Henriad του, η οποία καταπιάνεται με την πολιτική ιστορία της Αγγλίας. Από τους Ερρίκους της μεγάλης οθόνης, αυτός που ξεχωρίζω είναι εκείνος που διαμόρφωσε ελεύθερα ο Welles στο Chimes at Midnight του 1965, συνθέτοντας 5 σαιξπηρικά κείμενα και αναδεικνύοντας το προσωπικό του μεγαλείο μέσα από τον Φάλσταφ που ήταν πάντα προορισμένος να παίξει. Αυτή είναι για μένα η καλύτερη μεταφορά του Shakespeare στη μεγάλη οθόνη, αλλά και η αγαπημένη μου ταινία που έχει φτιάξει ο Welles.

Αξίζει επίσης να αναφερθεί ο Ερρίκος Ε’ του Olivier από το 1944, η πρώτη απόπειρα του δημιουργού στο σαιξπηρικό σινεμά, και για μένα η καλύτερή του, ενώ θα ήταν αμαρτία να μην αναφέρουμε και το λατρεμένο My Own Private Idaho του Gus Van Sant από το 1991 που βασίστηκε στην Henriad του ποιητή.

Όσον αφορά τον Ιούλιο Καίσαρα, πρέπει να αναφερθεί σίγουρα ο κλασικός κι ορθόδοξος του Joseph L. Mankiewicz από το 1953 με τους οδοστρωτήρες Marlon Brando και James Mason, ενώ θα ήταν κρίμα να παραλείψουμε την μεταφορά του έργου που επιχειρείται μέσα στην ιστορία που αφηγούνται οι αδερφοί Taviani στο Caesar Must Die του 2012. Και θα ήθελα κάπου εδώ να δηλώσω την αδυναμία μου για το ονειρικό A Midsummer Night’s Dream των Max Reinhardt και William Dieterle από το 1935, αλλά και για την εξαιρετική παρουσία του Ριχάρδου Γ’ στο That Most Important Thing: Love του Andrzej Zulawski.

Τέλος, οι Τρικυμίες

Είναι το αγαπημένο μου σαιξπηρικό κείμενο, είναι η πιο αταξινόμητη δουλειά του, κι είναι κατά μία έννοια η τελική διαθήκη του στην λογοτεχνία. Το Hollywood ξεκίνησε να διασκευάζει την τρικυμία ανορθόδοξα, πρώτα με το western Yellow Sky του William A. Wellman από το 1948 κι έπειτα με το sci-fi Forbidden Planet του Fred M. Wilcox από το 1956 (κι άλλη μια φορά με το δυστυχώς απογοητευτικό Tempest του Paul Mazursky από το 1982 με το κατά τ’ άλλα ιδανικό δίδυμο των John Cassavetes και Gena Rowlands).

Οι σπουδαίες μεταφορές του έργου, όμως, ήρθαν από αλλού, και συγκεκριμένα από την γενέτειρα Αγγλία του ποιητή, κι αμφότερες γέρνουν προς το avant-garde και τον πειραματισμό. Η μία είναι το Prospero’s Books που γύρισε ο Peter Greenaway το 1991 με τις μουσικάρες του Michael Nyman, κι η δεύτερη είναι το αλλόκοτο αριστούργημα του Derek Jarman από το 1979, μια αληθινή Τρικυμία, φτιαγμένη από το υλικό των ονείρων. Αφεθείτε και μαγευτείτε:

Best of internet