Quantcast

Annette: Το τέλος της αγάπης

Είναι μιούζικαλ, είναι rock opera, είναι μελόδραμα, είναι extravaganza, είναι το παράδοξο κι αλλόκοτο αριστούργημα του Leos Carax και των Sparks

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

24 Δεκεμβρίου 2021

Ένιωθα σίγουρος μέσα μου πως το Annette θα μου αρέσει πολύ. Το ήξερα με έναν τρόπο διαισθητικό ότι, ακόμα κι αν η ταινία αποδεικνυόταν προβληματική σε κάποιες πτυχές της, το έργο αυτό θα με άγγιζε – έως και θα με σημάδευε. Παρόλα αυτά, κάτι με εμπόδιζε από το να το δω. Είχα μια διστακτικότητα. Το Annette κυκλοφόρησε στα ελληνικά σινεμά (αρχικά στα θερινά και μετά στα “κλειστά”) στα τέλη Αυγούστου, αλλά εγώ ανέβαλα συνεχώς το να πάω να το δω. Αυτές οι αναβολές είχαν κάτι από τον φόβο και την αγωνία μπροστά σε μια μεγάλη απόφαση ή συνάντηση, απέναντι σε κάτι που ξέρεις ότι μετά ενδέχεται να μην είσαι ξανά ακριβώς ο ίδιος. Το μάγκωμά μου να δω το Annette ήταν στενά δεμένο με το ότι προσδοκούσα να αντλήσω μεγάλη απόλαυση από αυτό. Και, πράγματι, συμβαίνει συχνά η απόλαυση να συνοδεύεται από ένα αίσθημα αναστολής και τρόμου, για να θυμηθούμε την λακανική jouissance, δηλαδή εκείνη την απόλαυση που γίνεται υπερβολική και συνταρακτική φτάνοντας μέχρι και το σημείο να διαρρήξει, να διχάσει και να αποσταθεροποιήσει το υποκείμενο.

Έτσι, για να μην τα πολυλογώ, δεν το είδα ποτέ στα σινεμά, χωρίς όμως να καταλαβαίνω και απόλυτα το γιατί. Θα μου πείτε, βέβαια, τι μας νοιάζει ρε φίλε, λύσ’ το με τον ψυχολόγο σου. Και θα σας πω, ναι, όντως, εκεί πρέπει να το λύσω. Γιατί ο καιρός πέρασε, το Annette κατέβηκε από τις αίθουσες, κι ακόμα δεν το είχα δει. Κι όταν η ταινία έγινε διαθέσιμη σε torrent, γύρω στα μέσα Νοεμβρίου, πάλι η αναβολή πήρε το πάνω χέρι και την είχα εκεί να κάθεται, στην επιφάνεια εργασίας, αναγκάζοντάς την να βλέπει να περνάνε από τα μάτια μου τόσες άλλες ταινίες που έβλεπα στο σινεμά ή στο σπίτι. Τελικά, είδα το Annette μόλις πριν δυο βδομάδες (όχι μπροστά στο δέος της μεγάλης οθόνης αλλά ούτε μπροστά στην πεζότητα της μικρής, να ‘ναι καλά η μεσοβέζικη λύση του προτζέκτορα), καθώς το 2021 πλησίαζε στο τέλος του κι ένιωθα την ανάγκη να κλείσω τους κινηματογραφικούς λογαριασμούς με την χρονιά και να μην αλλάξει το έτος χωρίς να έχω δει και γράψει για την ταινία που -θεωρητικά- περίμενα περισσότερο τους τελευταίους πολλούς μήνες. Ο ιδεοψυχαναγκασμός λοιπόν νίκησε την αναστολή της επιθυμίας και να’ μαι, εδώ, να γράφω αυτό το κείμενο, χωρίς καμία απολύτως βεβαιότητα ότι μπορώ να αναμετρηθώ με τα συναισθήματα και τις ιδέες που μου δημιούργησε ή ενεργοποίησε η ταινία.

Ήδη η εναρκτήρια μουσικοχορευτική σεκάνς του Annette είχε μια μαγική επίδραση πάνω μου. Σχεδόν μονομιάς, ήταν σαν να πέρασα ένα κατώφλι και να βρέθηκε σε έναν κόσμο ελάχιστα διαφορετικό, αλλά με μικρές και λεπτές νότες του αλλόκοτου και του ανοίκειου, αρκετά ανεπαίσθητες ώστε να μην μοιάζει με μυθοπλασία του φανταστικού αλλά κι αρκετά έντονες ώστε να περιβάλλει κάθε στοιχείο της ταινίας με μια απόκοσμη αύρα. Κι υπάρχει, βέβαια, το ίδιο το κείμενο, τα λόγια. Αυτή η ορμητική ροή εικόνων, ήχων, λέξεων και σωμάτων με την οποία ξεκινάει το Annette καταφέρνουν να αποτελέσουν ένα ουσιαστικότερο σχόλιο πάνω στην βιωμένη πραγματικότητα της πολύπλοκης σχέσης ανάμεσα στον δημιουργό, το έργο και το κοινό (σε κάθε πιθανή παραλλαγή, αντιστροφή και αλλαξοκωλιά αυτής της σχέσης) απ’ ό,τι χίλιες αναλύσεις κάθε είδους. Είναι εντυπωσιακό, μ’ αυτήν την έννοια, το γεγονός ότι μια ταινία σαν αυτή κατάφερε να παραχθεί σε τόσο μεγάλη κλίμακα μέσα στο σύγχρονο οικοσύστημα της κινηματογραφικής βιομηχανίας – και μάλιστα να διανεμηθεί μέσω μίας από τις μεγαλύτερες streaming πλατφόρμες, το Prime Video της Amazon. Ουσιαστικά, αυτή η πρώτη σκηνή περιείχε όλα όσα ήθελα απ’ αυτήν την ταινία και μεγάλο μέρος όσων ζητάω από το σινεμά γενικότερα: μια ρευστότητα στην κινηματογραφική γλώσσα, ένα περιπετειώδες πνεύμα πολλαπλότητας και αστάθειας, μια πολυ-εκφραστικότητα που επιστρατεύει κάθε είδους μέσο, μια ρήξη στην διάκριση ανάμεσα στο υψηλό και το χαμηλό, μια απεύθυνση στις αισθήσεις ώστε να αρχίσουν να πάλλονται αλλά και να σκέφτονται, μια πλεονασματική παραγωγή εικόνων που έχουν την ικανότητα να στοχάζονται πάνω στον εαυτό τους. Κατάλαβα από την αρχή ότι το Annette θα ήταν μια extravaganza, μια υπερβολή, μια καταιγίδα. Είναι να μην φοβάσαι, έστω και λίγο, να μπεις γυμνός μέσα στην βουή και την αντάρα μιας καταιγίδας;

Το Annette είναι μια ταινία του Leos Carax, του κατεξοχήν σκηνοθέτη της υπερβολής και του πλεονάσματος (κι όσο περνάνε τα χρόνια ποντάρει όλο και περισσότερο στην παράβαση των ορίων, αν σκεφτούμε την διαδρομή από τα Boy Meets Girl/Mauvais Sang/Les Amants du Point Neuf στα Pola X/Holy Motors/Annette – προσωπικά εγώ είμαι της δεύτερης, πιο transgressive περιόδου), αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Είναι επίσης μια ταινία των Sparks, δηλαδή των αδερφών Ron και Russell Mael, που συνέλαβαν την ταινία, συνυπέγραψαν το σενάριο και επιμελήθηκαν τα τραγούδια. Οι αδερφοί Mael, που χρόνια προσπαθούν να κάνουν το σάλτο μορτάλε της μετάβασής τους στο σινεμά (είτε αυτό είχε την μορφή μιας ραδιοφωνικής όπερας για τον Ingmar Bergman είτε κατέληγε σε μια καταραμένη απραγματοποίητη ταινία με τον Jacques Tati, αξίζει να δείτε το φετινό ντοκιμαντέρ γι’ αυτούς από τον Edgar Wright), αποτελούν ένα από τα πιο επίμονα αινίγματα της ιστορίας της λαϊκής μουσικής του μεταπολεμικού κόσμου. Δε μπορώ να σκεφτώ άλλη μουσική μονάδα ή ομάδα που να συνδύαζε τόσο έντονα την ποιότητα του απόλυτου insider και του απόλυτου outsider της μαζικής κουλτούρας. Με την εντελώς αλλόκοτη επιτυχία τους σαν pop συγκρότημα, ξεκινώντας από τα 70s, οι Sparks έμοιαζαν να διαρρηγνύουν τόσο την αντίθεση ανάμεσα στο μέσω και το έξω όσο και την αντίθεση ανάμεσα στο υψηλό και το χαμηλό (το βλέπουμε και μέσα στο Annette με την αντιπαραβολή stand-up comedy και κλασικής όπερας). Η φευγαλέα μεγαλοφυΐα τους πηγάζει από την δυνατότητά τους να είναι διαρκώς ρευστοί, να αντιστέκονται στην ταυτοτική λογική, να αρνούνται να ταυτιστούν ακόμα και με τον εαυτό τους. Κατά μία έννοια, η σύμπραξή τους με τον Carax, έναν επίσης avant-pop πρωτοπόρο, είναι μια συνάντηση που ακόμα κι αν δεν υπήρχε θα έπρεπε να την εφεύρουμε.

Όπως καταλαβαίνει κανείς εύκολα, η μουσική παίζει πρωτεύοντα ρόλο στο Annette. Η ταινία είναι μιούζικαλ, είναι rock opera, είναι μουσικό μελόδραμα, είναι όλα αυτά στον έναν ή τον άλλο βαθμό. Είναι γνωστό πως για χρόνια όλα αυτά θεωρούνταν νεκρά κινηματογραφικά genres ή αφηγηματικά modes, κι όμως βλέπουμε την μορφή-μιούζικαλ να επανέρχεται σε όλο και μεγαλύτερο μέρος της οπτικής κουλτούρας με διάφορες μεταμφιέσεις. Και δεν αναφέρομαι εδώ μόνο στην χολιγουντιανή Hollywood αναβίωση των τελευταίων ετών που έχει επισημανθεί πολλάκις. Αναφέρομαι στο ότι, όπως έχω γράψει και με άλλη αφορμή, υπάρχει μια ανατίμηση της ίδιας της μουσικής αφήγησης, της δυνατότητας της μουσικής να παράγει δραματουργία και να απογειώνει εκφραστικά άλλες μορφές storytelling μέσα από την δημιουργική συνάντηση μαζί τους. Τα παραδείγματα είναι πολλά κι η συζήτηση είναι μεγάλη, οπότε δεν θα επεκταθούμε περισσότερο εδώ – ειδικά μιας και το έχουμε κάνει σε άλλο κείμενο. Επιστρέφοντας στο Annette, έχει ενδιαφέρον να δούμε ότι το faux-οπερατικό και hyper-pop μουσικό ύφος των Sparks κουμπώνει με την διαρκή αναζήτηση του Carax για μια εσωτερικοποίηση της αφήγησης, για την μεταφορά της στο επίπεδο των ψυχικών μορφών και των συναισθηματικών ροών. Αυτό είναι το κοινό dna που μοιράζονται οι καλλιτεχνικές γλώσσες των Carax και Sparks, κι αυτό είναι που δίνει την ρευστή και ονειρική αίσθηση στην ταινία. Ο μόνος δρόμος για την υπερ-εκδήλωση του συναισθήματος και την υπερ-πύκνωση του δράματος είναι η μουσική. Κι ο Carax την αναζητά, κι εν τέλει την βρίσκει, μέσα στις ίδιες τις εικόνες.

Τι είδους είναι όμως το δράμα που βρίσκεται στην καρδιά του Annette; Σε ένα πρώτο επίπεδο, μιλάμε για μια ταινία χωρισμού. Για την ακρίβεια, μιλάμε για μια ακόμα προσθήκη στη λίστα με τις μεγάλες ταινίες χωρισμού του 21ου αιώνα, από το Mulholland Drive και το Eternal Sunshine of a Spotless Mind (που αποτελούν το ονειρικό-ψυχαναλυτικό άκρο) μέχρι το The Souvenir και το Marriage Story (το ρεαλιστικό-φαινομενολογικό άκρο), και το Midsommar που βρίσκεται κάπου στη μέση. Αξίζει να σημειώσουμε πως το καλό σύγχρονο σινεμά, το σινεμά του αιώνα μας δηλαδή, βλέπει συχνά τις ιστορίες χωρισμού ή αποτυχίας της αγάπης με έναν διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι παλιότερα. Η διάλυση της μορφής-ζευγάρι και το τέλος της ερωτικής σχέσης αποκτάει έναν βαθύτερο ιστορικό και ανθρωπολογικό χαρακτήρα. Η ρευστοποίηση των κοινωνικών δεσμών, των έμφυλων ρόλων και των ίδιων των συναισθημάτων μας έχει κάνει να βλέπουμε την αποτυχία της αγάπης όχι σαν τραγική εξαίρεση αλλά σαν δομικό στοιχείο του τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος στον ύστερο καπιταλισμό όπου οι κοινωνικές συνθήκες που επιτρέπουν την ανάδυση σταθερών δεσμών βρίσκονται σε διαρκή κρίση. Η ίδια η μορφή-ζευγάρι, λοιπόν, βρίσκεται σε κρίση. Αν αναδεικνύουν κάτι οι σπουδαίες ταινίες χωρισμού των τελευταίων χρόνων, αυτό δεν είναι τόσο η μυθολογία του καταδικασμένου έρωτα αλλά η ίδια η αδυνατότητα της αγάπης να οργανωθεί σε σχέση με διάρκεια και σταθερότητα.

Φυσικά, η δυτική κουλτούρα πάντα αναπαριστούσε τους δεσμούς αγάπης με τρόπους μυθοποιητικούς και συσκοτιστικούς, σαν μια μαγική κατάσταση που εκρήγνυται ξαφνικά στη ζωή μας ενσαρκώνοντας μια εξιδανικευμένη ιδέα για το τι σημαίνει να είσαι τα πάντα για κάποιον και εκείνος να είναι τα πάντα για σένα. Οι κυρίαρχες αφηγήσεις μας λένε ότι το ζευγάρι είναι το θεμελιώδες όχημα της ανθρώπινης ελπίδας για το μέλλον, δίνει στη ζωή αφήγηση και προορισμό, διατηρώντας την φαντασίωση ενός ασίγαστου πάθους και μιας αιώνιας σύνδεσης. Από αυτήν την ψευδή ιδεαλιστική γλώσσα ξεκινάει το Annette, με τους ήρωές του να τραγουδούν κραυγάζοντας υπερ-ρομαντικές διατυπώσεις που ακούγονται σχεδόν παρωδιακές (σαν το We Love Each Other So Much και True Love Always Finds A Way), με στόχο να την αποδομήσει μέσα από μια σκληρή κι επίπονη αναπαράσταση του πώς ξε-αγαπάς, πώς ξε-ερωτεύσαι, πώς διαλύεται ο δεσμός, πώς τελειώνει η αγάπη. Στα πολύ ενδιαφέροντα βιβλία της για την ρομαντική ιδεολογία και τον συναισθηματικό καπιταλισμό, η κοινωνιολόγος Eva Illouz μας λέει ότι η δυτική κουλτούρα που τόσο λατρεύει να μυθολογικοποιεί το “falling in love” στέκεται σιωπηλή κι αμήχανη απέναντι στο αίνιγμα του “falling out of love”. Μια πιθανή ερμηνεία που δίνει η ίδια είναι ότι τα πολιτιστικά προϊόντα μας έχουν εκπαιδεύσει να αποζητούμε και να συνδεόμαστε με ιστορίες που έχουν σαφή και καθαρή δομή. Το να ξε-αγαπάς και να ξε-ερωτεύεσαι, όμως, δεν προσφέρεται για σαφή και καθαρή αφήγηση. Είναι βρώμικο, μπερδεμένο, συγκεχυμένο. Κι όμως, συνεχίζει η Illouz, είναι ένα επείγον ερώτημα γιατί στην πραγματικότητα αφορά την κρίση ενός από τους βασικότερους κοινωνικούς δεσμούς. Σ’ αυτήν την αμήχανη σιωπή της κοινωνιολογίας έρχεται να απαντήσει η θορυβώδης και χαοτική κινηματογραφική γλώσσα του Annette.

Εκ των πραγμάτων, αναγκαζόμαστε να μπούμε στο πεδίο της πατριαρχικής οργάνωσης της κοινωνίας και των έμφυλων εξουσιών που κρύβονται μέσα στις ερωτικές σχέσεις. Καθώς η μορφή-ζευγάρι αποτελεί την ιδανική ενσάρκωση των ιδεών για την αγάπη με όρους ετεροσεξουαλικότητας και σταθερότητας των ρόλων των φύλων, η κρίση και η διάλυσή του απελευθερώνει όλη την οργή, βία, την δυστυχία, την καταπίεση, την αλλοτρίωση και την ματαίωση που βρισκόταν από κάτω. Το Annette επιχειρεί να ξεδιπλώσει μια σειρά από ιδέες πάνω στην σύγχρονη κοινωνική-πολιτισμική δημόσια σφαίρα της συζήτησης πάνω στους φεμινισμούς, την γυναικοκτονία και το cancel culture, κι ενώ συχνά το κάνει άτσαλα ή χοντροκομμένα (ελλείψει άλλωστε ενός γυναικείου point of view τόσο στο επίπεδο της δημιουργίας όσο και στο επίπεδο της αφήγησης), εν τέλει καταφέρνει να φτάσει πολύ βαθιά ως προς την αναπαράσταση και την επεξεργασία της μίας πλευράς του φάσματος: της αρρενωπότητας και της πατρότητας. Ο χαρακτήρας του σταθερά φοβερού Adam Driver αποτυπώνει την κατάρρευση του άνδρα-συζύγου, του άνδρα-πατέρα και του άνδρα-καλλιτέχνη με τρόπο σκληρό και συχνά αποτρόπαιο (μην σας ξεγελάει η απουσία graphic βίας, η ταινία είναι αδυσώπητα σκληρή), αλλά επίσης κατ’ εμέ απόλυτα δικαιολογημένο και απαραίτητο. Μπορεί να βλέπουμε συνεχώς στην οθόνη τοξικούς άνδρες, τραυματισμένους και τραυματικούς, να επιδίδονται σε βίαιες και κακοποιητικές πράξεις που περιβάλλονται από τους δημιουργούς με μια αύρα αμφισημίας και αισθητικοποίησης, αλλά σπανίως βλέπουμε έναν τέτοιο βαθμό ανδρικής αυτο-συνείδησης της σκληρότητας, της δολοφονικότητας και της καταστροφικότητας που περιλαμβάνει η καταρρέουσα αρρενωπότητα (ένα φωτεινό παράδειγμα είναι σταθερά το σινεμά του Paul Schrader). Ο Henry είναι ένας “γκρίζος” χαρακτήρας, αλλά η γκριζότητά του δεν ντύνεται με το σύνηθες αντι-ηρωικό coolness. Αντιθέτως, είναι μια γκριζότητα που αναδεικνύει την κοινοτοπία του κακού που μπορεί να κρύβουν οι “σπουδαίοι” και “μεγάλοι” άνδρες. Η απουσία κάθαρσης, όπως συμβαίνει συχνά και στον Schrader άλλωστε, σφραγίζει την σκληρότητα του Annette – μια σκληρότητα διαπεραστική, σαν αυτήν για την οποία μιλούσε ο Antonin Artaud, η οποία διαλύει  το ψευδώς πραγματικό και αποκαλύπτει την αληθινή κατάσταση των πραγμάτων.

Ως πραγματεία πάνω στην ιδιοσυγκρασία και την ψυχοπαθολογία της ανδρικής ιδιοφυΐας μέσα από την φιγούρα του άνδρα-καλλιτέχνη, το Annette έρχεται σε έμμεσο διάλογο με σύγχρονες ταινίες σαν το The House That Jack Built του Lars von Trier και το Marriage Story του Noah Baumbach, ειδικά όσον αφορά τη συγγένεια ανάμεσα στην τέχνη και τον θάνατο, τον διαχωρισμό του καλλιτέχνη από το έργο, την σχέση ανάμεσα στο τέλος της αγάπης και την ανδρική εξουσία. Και στα τρία βέβαια, όπως είπαμε ήδη, έχουμε έναν εγκλωβισμό στο ανδρικό point of view που αδυνατεί να αφήσει αληθινά χώρο για τον Άλλο. Βέβαια, κι επιτρέψτε μου εδώ την παρένθεση, η γυναικεία υπογραφή δεν μας αρκεί για ένα μη-αρρενωπό point of view – κι αυτό γίνεται εμφανές πχ αν αντιπαραβάλλουμε την εντελώς φαλλική κατ’ εμέ ματιά της Julia Ducourneau στο Titane με την θηλυκή αναστοχαστικότητα της Joanna Hogg στα δύο The Souvenir. Επιστρέφοντας στο Annette, η μερική αγαρμποσύνη με την οποία μεταχειρίζεται τις έμφυλες εξουσίες αντισταθμίζεται από την τρομερή ακρίβεια που επιδεικνύει όσον αφορά την αυτο-εικόνα του καλλιτέχνη ως ιστορικό υποκείμενο, τις σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στον καλλιτέχνη και το κοινό, τον χειρισμό της δημόσιας εικόνας, και την σχιζοφρενικοποίηση που προκαλεί η υπερ-έκθεση του εαυτού μέσα από την αδιάκοπη performance. Μ’ αυτήν την έννοια, οι προβληματισμοί του Annette έρχονται να συναντήσουν τον βασανιστικό αυτο-στοχασμό του καλλιτέχνη ως νεαρού άνδρα που εκφράζει την εποχή του όπως τον είδαμε στο εξαιρετικό Inside του Bo Burnham. Ο Henry μιλάει για το κοινό του και λέει “I killed them”, κι αυτό ηχεί τρομακτικά, ανατριχιαστικά σχεδόν. Ρωτάει τον εαυτό του γιατί έγινε κωμικός, απαντάει “για να αφοπλίσω τους ανθρώπους”, κι αμέσως μετά τον πυροβολάνε επί σκηνής. O Bo μετεωρίζεται ανάμεσα στο Can’t Handle This και το All Eyes On Me, αναδεικνύοντας την καταστροφική σχιζοειδή καλλιτεχνική εμμονή περί απόλυτης εξύψωσης και ματαίωσης μέσα από την σχέση με το κοινό. Η τελευταία ατάκα του Annette, από την άλλη, λέει απλά: “Stop watching me”. Ανατριχίλα, και πάλι.

Παραφράζοντας κάτι που είχα γράψει για ένα άλλο φιλμ που αγαπώ πολύ, το Annette είναι μια σπουδαία ταινία που φλερτάρει επικίνδυνα με το χάος και την κατάρρευση. Βασικά, το Annette είναι μια σπουδαία ταινία ακριβώς γιατί φλερτάρει με το χάος και την κατάρρευση. Κι είναι μια από τις καλύτερες ταινίες που έχω δει τα τελευταία χρόνια γιατί επιβεβαίωσε τον φόβο και την αναστολή που ένιωθα πριν την δω. Καλά έκανα και δίσταζα, γιατί πράγματι δεν ήμουν εντελώς ίδιος μετά. Το αληθινό σινεμά πρέπει να απελευθερώνει τον θεατή, δηλαδή να τον μετασχηματίζει, κι αυτό μπορεί να το πετύχει πραγματικά μόνο αποσταθεροποιώντας τον. Το Annette με έφερε στα όριά μου, με έφερε αντιμέτωπο με τα πράγματα που φοβάμαι περισσότερο, κι αυτό είναι το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να κάνει η τέχνη στον άνθρωπο. Να έρχεται ως δύναμη-του-έξω και να διχάζει την καρδιά-του-μέσα. Τόσα τραγούδια ακούσαμε στην ταινία, κι όμως, όταν η αυλαία έπεσε κι οι νεκροί έγιναν ακόμα πιο ανήσυχοι μέσα στους τάφους, όταν τα ομοιώματα κείτονταν άψυχα στο πάτωμα χωρίς φωνή για να τα στοιχειώνει πια, οι στίχοι που ηχούσαν στ’ αυτιά μου ήταν αυτοί που τραγουδάει η Stevie Nicks στο Silver Springs των Fleetwood Mac από τον καλύτερο δίσκο που γράφτηκε ποτέ πάνω στο τέλος της αγάπης:

You’ll never get away from the sound οf the woman that loved you.

Best of internet