Quantcast

Η άνοδος και η πτώση του nerd μπαμπά μας, Joss Whedon

Ο οποίος στο τέλος, σαν αυθεντικός μπαμπάς, απογοήτευσε τα παιδιά που πίστεψαν σε εκείνον

Θεωρητικά, ή σε ένα λίγο πιο μακρινό και σίγουρα πιο αθώο παρελθόν, η είδηση της νέας τηλεοπτικής σειράς του Joss Whedon θα έπρεπε να μας φέρνει χαρά, ευφορία, αισιοδοξία. Για τα Gen-X και τα millennial παιδιά που μεγάλωσαν μέσα στις nerd και geek υποκουλτούρες των 90s και τον 00s, ο Whedon ήταν, κακά τα ψέματα, ο μπαμπάς μας. Κι αυτό το λέμε με την καλή την έννοια. Δηλαδή, ήταν ένας καλός μπαμπάς. Ένας μπαμπάς που μας μεγάλωσε με αρχές, με αξίες, με καλοσύνη και με υπευθυνότητα. Για να καταλάβουμε όντως τι σήμαινε ο Whedon για τα σπασικλάκια που μεγάλωσαν μπροστά σε οθόνες και κόμιξ, ας αναλογιστούμε απλώς τις δουλειές που έκανε για το αμερικάνικο σινεμά και τηλεόραση κατά τις δεκαετίες του ’90 και του ’00. Μιλάμε για τον άνθρωπο που έγραψε ένα σημαντικό μέρος του πρώτου Toy Story, που δημιούργησε την σειρά Buffy the Vampire Slayer (κι έπειτα το Angel), που χάρισε στην τηλεόραση το Firefly (παρόλο που εκείνη δεν ήταν έτοιμη να το δεχτεί), που έγραψε ένα από τα καλύτερα runs στην ιστορία των υπερηρωικών κόμιξ με το Astonishing X-Men. Καθόλου τυχαία έπειτα η pop κινηματογραφική βιομηχανία, που στο μεταξύ είχε αναδείξει την nerd κουλτούρα σε πολιτιστική μεγα-μηχανή κέρδους, του έδωσε την δυνατότητα να κάνει στα 10s αυτό που ήταν αδύνατον να κάνει νωρίτερα (κι άλλωστε του το είχε αρνηθεί πολλές φορές στο παρελθόν): να φτιάξει ένα μεγαλοπρεπές meta ειρωνικό φιλμ σαν το The Cabin in the Woods και, κυρίως, να αναλάβει να μεταφέρει στην οθόνη την μεγαλύτερη έως τότε nerd εφηβική ονείρωξη με το πρώτο Avengers. Αμφότερα, σημειωτέον, το 2012.

Έπειτα βέβαια, όπως όλοι οι μπαμπάδες, ο Whedon άρχισε να χαράζει μια τροχιά προς την απογοήτευση και την απομυθοποίηση. Δεν είναι τόσο ότι άρχισαν να κακογερνάνε τα παλιότερα έργα του. Ίσα ίσα, παρόλο που κάποια στοιχεία τους μοιάζουν σήμερα κάπως παλιακά και τηλεορασάδικα (με την καλή έννοια, αν με ρωτάτε), ο βαθύτερος πυρήνας εκείνων των δουλειών του Whedon παραμένει σε πολλές πλευρές του εντυπωσιακά φρέσκος. Το στυλ του, άλλωστε, έμοιαζε ταυτόχρονα αρκετά οικείο και αρκετά πρωτότυπο σε σύγκριση με τον μέσο όρο της pop κουλτούρας των 90s και 00s. Ο φεμινισμός του ήταν κάπως σχηματικός κι ενίοτε πατροναριστικός, αλλά μας έδωσε πολύ σημαντικούς γυναικείους χαρακτήρες, αληθινά pop icons με θετική επιρροή και ολοκληρωμένη ανάπτυξη, που πήγαιναν κόντρα στον απέραντο αρχιδόκαμπο της fantasy και sci-fi κουλτούρας. Την ίδια ώρα, η έμφασή του στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, στην σαφήνεια των κινήτρων τους και στην προσεκτική δόμηση της αφήγησης τον έκανε να ξεχωρίσει κατά πολύ από τους σύγχρονούς του στα nerd πράγματα (χωρίς ποτέ να αποτελέσει κάποιον απίστευτα πρωτοποριακό γραφιά). Και ταυτόχρονα ο γρήγορος, σπιρτόζικος, πνευματώδης διάλογός του, βγαλμένος κατευθείαν από τις ιλιγγιώδεις screwball ταινίες του κλασικού Hollywood, ερχόταν σε υπέροχη αντίθεση με την τάση της mainstream κουλτούρας να συμπεριφέρεται στους θεατές σα να είναι ηλίθιοι. Τέλος, και πολύ βασικό, η meta και self-aware ματιά του πάνω στους χαρακτήρες και τις θεματικές των ιστοριών του δεν ήταν εξυπνακίστικη και κυνική αλλά ευαίσθητη, ειλικρινής και ανθρώπινη.

Όλα αυτά λοιπόν, παρά την αίσθηση της αφέλειας που μπορεί να αποπνέουν μέσα στο σημερινό υπερ-ειρωνικό πολιτισμικό περιβάλλον, σε γενικές γραμμές έχουν γεράσει καλά (με κάποιες εξαιρέσεις που θα δούμε και παρακάτω βέβαια). Η απογοήτευσή μας από τον Whedon δεν ξεκίνησε μέσα από την αποκαθήλωση των παλιότερων έργων του, παρότι αυτό αποτελεί γενικότερα ένα ιδιαίτερα λαοφιλές χόμπι για τους millennial εικονοκλάστες. Μετά το 2012 που ήταν η χρονιά που peakαρε κινηματογραφικά ο Whedon (γυρίζοντας ταυτόχρονα και το εξαιρετικά χαριτωμένο σαιξπηρικό Much Ado About Nothing), η πορεία του στη μεγάλη οθόνη άρχισε σταδιακά να ασθμαίνει. Μετά το στραβοπάτημα του τυρένια μελοδραματικού In Your Eyes, o Whedon επέστρεψε στο Marvel Cinematic Universe για το δεύτερο Avengers. Το Age of Ultron δεν μισήθηκε. Αντιμετωπίστηκε μάλλον χλιαρά προς θετικά, ως ένα γενικά ικανοποιητικό superhero μεγα-event κι ως ένα απαραίτητο βήμα προς την συνέχιση του MCU αφηγηματικού οικοδομήματος. Παρόλα αυτά, η γνώμη μου είναι πως πρόκειται για μια από τις απογοητευτικότερες ταινίες του MCU. Και ευθύνη γι’ αυτό, σε έναν βαθμό τουλάχιστον, είχε ο ίδιος ο Whedon. Δεν έχουμε εδώ τον χώρο να μπούμε σε λεπτομέρειες, αλλά είμαι της άποψης πως το Age of Ultron έδειξε αφενός τα όρια του ίδιου του whedonικού ύφους κι αφετέρου την δυσκολία του να μεταφέρει αποτελεσματικά και σταθερά αυτό το ύφος από την τηλεόραση στο σινεμά. Πέρα από την δυσκολία του να εξελίξει αυτό το ύφος σε μια πιο σύγχρονη κι επεξεργασμένη κατεύθυνση, άρχισε να φαίνεται για άλλη μια φορά πως το μέσο που ταιριάζει στον Whedon είναι πρώτα και κύρια η τηλεόραση. Και τα κόμιξ. Γενικά, τα serialized formats στα οποία έχει την δυνατότητα να αναπτύξει τους χαρακτήρες του και τις θεματικές του με τον δικό του ρυθμό. Κι αυτό είναι κάτι που το έλεγε κι ο ίδιος, λίγο πριν την κυκλοφορία του πρώτου Avengers ακόμα-ακόμα, ημι-σαμποτάροντας τον υπερ-ενθουσιασμό για το μεγα-event και παραδεχόμενος πως, σε τελική ανάλυση, δεν είναι εκεί το σπίτι του.

Καθόλου τυχαία, μετά την γιγάντια επιτυχία των πρώτων Avengers, ο Whedon επέστρεψε ταυτόχρονα και στην τηλεόραση δημιουργώντας το Agents of S.H.I.E.L.D, μια σειρά που κατά τις πρώτες τις σεζόν αποτέλεσε το low-key πρωτοποριακό prototype για τους νέους, εκλεπτυσμένους, πολύπλοκους τρόπους με τους οποίους θα δομούνταν όλο και περισσότερες αφηγήσεις που διαπερνούν διαφορά μέσα και formats τα επόμενα χρόνια (μια διαδικασία την οποία αναλύαμε πρόσφατα με αφορμή το WandaVision). Μ’ αυτήν την έννοια, επρόκειτο για μια σειρά που έπαιξε σημαντικό ρόλο στο πώς χτίζεται ένα σύγχρονο franchise στη μεγάλη και την μικρή οθόνη ταυτόχρονα, επηρέαζοντας τα μετέπειτα βήματα της Marvel, της DC, του Star Wars και πολλών άλλων τίτλων, με τρόπο σαφή αλλά και διακριτικό (τόσο διακριτικό που για πολλούς πέρασε απαρατήρητο το πόσο σημαντική σειρά ήταν). Την ίδια ώρα βέβαια, η Marvel Studios, που στο μεταξύ άρχισε να υπάγεται όλο και πιο ευθέως/άμεσα στην Disney, ζητούσε από τον Whedon να δώσει έμφαση και προτεραιότητα τόσο στο Age of Ultron όσο και στο χτίσιμο του MCU γενικότερα. Αυτό, όπως γινόταν όλο και πιο εμφανές κι όπως παραδέχτηκε ο ίδιος αργότερα, ήταν κάτι που δεν του ταίριαζε. Το falling out του Whedon με την Marvel έχει καταγραφεί λεπτομερέστατα όλα αυτά τα χρόνια: το παρασκήνιό του είναι μεγάλο και οι προεκτάσεις του για την κατανόηση του πως δουλεύει η σύγχρονη βιομηχανία της pop κουλτούρας απλώνονται σε πολλές κατευθύνσεις. Χοντρικά, χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες (για τις οποίες δυστυχώς ξανά δεν έχουμε χώρο εδώ), η περιπέτεια Whedon-Marvel είναι ένα καλό παράδειγμα για το πόσο εύκολα μπορεί μια μεγα-μηχανή σαν αυτή να καταβροχθίσει, να χωνέψει και να ξεράσει ανθρώπους – ακόμα κι εκείνους που μοιάζουν να βρίσκονται σε προνομιούχες θέσεις εξουσίας ως δημιουργοί. Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στον καλλιτέχνη ως δημιουργό με όραμα και τον καλλιτέχνη ως γρανάζι μιας μηχανής (άρα κι ανάμεσα στο έργο ως τέχνη και στο έργο ως προϊόν) παραμένει ανεπίλυτη από τις απαρχές του κινηματογράφου ως σύγχρονης και κατεξοχήν καπιταλιστικής τέχνης. Όσο περισσότερο γιγαντώνεται η βιομηχανία της μαζικής κουλτούρας, όμως, τόσο περισσότερο φτάνει και στα εκρηκτικά της όρια αυτή η αντίφαση. Γι’ αυτό άλλωστε αφιερώναμε τόσες πολλές λέξεις όταν προσπαθούσαμε να αναλύσουμε το Mank του David Fincher στο Netflix.

Σαν κλασικός πατέρας σε αυτοκαταστροφική τροχιά, λοιπόν, μετά την αποχώρησή του από την Marvel το 2016, ο Whedon έπεσε με τα μούτρα σε μια εν πολλοίς παρόμοια κατάσταση: το κινηματογραφικό σύμπαν του DC Extended Universe. Κι εδώ η ιστορία είναι αρκετά γνωστή. Μετά τον στενάχωρο θάνατο της κόρης του Zack Snyder, ο Whedon πήρε την θέση του στην σκηνοθετική καρέκλα του Justice League, επιβλέποντας όλη την διαδικασία του post-production και αναλαμβάνοντας να γράψει και να γυρίσει νέες σκηνές για την ταινία, αλλάζοντας σε τεράστιο βαθμό το ύφος, την δομή και το περιεχόμενό της. Δεν θα επεκταθούμε περισσότερο ούτε εδώ, εξάλλου πρόσφατα τα λέγαμε υπερ-αναλυτικά για το Snyder Cut. Αυτή, όμως, ήταν η πρώτη ολοκληρωμένη απομυθοποίηση του Whedon ως δημιουργού, μιας και το αποτέλεσμα του Justice League, πέρα από το ότι παραποιούσε αισχρά το αρχικό όραμα του Snyder (ό,τι γνώμη κι αν έχει κανένας γι’ αυτό), έμοιαζε σχεδόν με μια αυτο-παρωδία του κλασικού whedonικού ύφους που επιχειρήθηκε να προσκολληθεί άγαρμπα και άτσαλα πάνω σε κάτι που δεν του ταίριαζε ούτε στο ελάχιστο. Ακόμα χειρότερο όμως, δηλαδή πιο απογοητευτικό, θλιβερό και πληγωτικό, ήταν το γεγονός ότι όπως αποδείχτηκε ο Whedon υπήρξε σταθερά τοξικός, προβληματικός και κακοποιητικός στο εργασιακό του περιβάλλον. Αυτές οι αποκαλύψεις, ερχόμενες μέσα από καταγγελίες ηθοποιών, ήταν που συντέλεσαν στην απομυθοποίηση και αποκαθήλωση του Whedon συνολικότερα ως ανθρώπου-καλλιτέχνη. Οι μαρτυρίες των ηθοποιών-υφιστάμενών του είναι πολλές και λεπτομερώς καταγεγραμμένες, αρχής γενομένης από τις καταγγελίες του Ray Fisher για διαρκή λεκτική κακοποίηση κατά τη διάρκεια της παραγωγής του Justice League, τις οποίες έπειτα επιβεβαίωσαν κι άλλοι ηθοποιοί της ταινίας, όπως ο Jason Momoa και η Gal Gadot. Σταδιακά, άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια όλο και περισσότερες μαρτυρίες ηθοποιών, σεναριογράφων και μελών των συνεργείων που έχουν κατά καιρούς δουλέψει μαζί του από την Buffy και το Firefly μέχρι σήμερα, αποκαλύπτοντας ένα διαρκές μοτίβο λεκτικών κακοποιήσεων, συνεχών απειλών και συνολικότερα σκατένιας συμπεριφοράς, ενίοτε με ρατσιστικές και σεξιστικές συνδηλώσεις, αποχρώσεις και subtext.

Έτσι, καταλήξαμε στην εξής φαινομενικά παράδοξη κατάσταση: αυτές τις μέρες που έκανε τηλεοπτική πρεμιέρα το The Nevers, η νέα σειρά του Whedon (και πρώτη του original προσωπική δουλειά μετά το Dollhouse), εκείνος είχε ήδη αποχωρήσει από την παραγωγή υπό το φως όλων αυτών των αποκαλύψεων μέσα στο 2020. Αξίζει να σημειωθεί πως, παρόλο που ο ίδιος επικαλέστηκε προσωπικούς λόγους για αυτήν την αποχώρηση από τη νέα του σειρά πριν καν την πρεμιέρα της, η streaming πλατφόρμα HBO Max που την φιλοξενεί ανήκει στην Warner, όπως και το Justice League και το DC Extended Universe ευρύτερα. Κι ενώ ο χειρισμός της Warner στην υπόθεση των καταγγελιών του Fisher ήταν (στην καλύτερη) αμφιλεγόμενος, απ’ ό,τι φαίνεται το στούντιο επέλεξε να χειριστεί πιο “διακριτικά” (κι άρα στην πραγματικότητα πιο αποκαλυπτικά μέσω τις έμμεσης αποσιώπησης) τον Whedon ως υπάλληλό της, πράγμα που οδήγησε στην γνωστή πρακτικής της οικειοθελούς εξόδου, του διαζυγίου κοινή συναινέση, της παραιτησοαπόλυσης κλπ (εξαιρετικά σύνηθες στο παραδοσιακό Hollywood). Γι’ αυτούς τους λόγους, όπως είπαμε στην αρχή, η είδηση της νέας τηλεοπτικής σειράς του Joss Whedon δε μας έφερε χαρά κι ευφορία αλλά αμηχανία και ξενέρα. Αυτό, όμως, είναι το λιγότερο σημαντικό εδώ πέρα. Εξάλλου, όπως έχετε καταλάβει ήδη, αυτό το κείμενο δεν σκόπευε ποτέ να αποτελέσει ένα review για το The Nevers (παρόλο που επιφυλασσόμαστε για ένα steampunk αφιέρωμα σύντομα με αφορμή την κυκλοφορία του). Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου όμως θα πούμε ότι, έχοντας την γνώση όλων των παραπάνω, είναι πλέον από θλιβερό έως εκνευριστικό να βλέπεις τον Whedon να φτιάχνει μια νέα σειρά που έχει στο επίκεντρό της έναν ανδρικό boomerοφεμινισμό δημιουργίας Ισχυρών Γυναικείων Χαρακτήρων™, ο οποίος αποτελούσε σίγουρα προχώρημα για την αγορίστικα περιφραγμένη geek κουλτούρα των 90s μέσα στην οποία αναδείχθηκε καλλιτεχνικά ο ίδιος, αλλά σήμερα μοιάζει κακογερασμένος, πατροναριστικός, φετιχιστικός κι εκμεταλλευτικός απέναντι στο σύγχρονο feminist-friendly περιβάλλον της pop κουλτούρας που πουλάει ανειλικρινές κι υποκριτικό Girl Power™, συχνά μάλιστα προερχόμενο από προβληματικούς άνδρες δημιουργούς μέσα σε συντηρητικές, άκαμπτες, γραφειοκρατικές, πατριαρχικές, καπιταλιστικές δομές όπως αυτές της πολιτιστικής βιομηχανίας.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, λοιπόν, η αποκαθήλωση του Whedon είναι κάτι που πονάει. Πονάει γιατί έχει, σε έναν βαθμό τουλάχιστον, τον χαρακτήρα μιας προδοσίας των συλλογικών μας επενδύσεων στον ίδιο και στο έργο του. Πάντα πονάει όταν οι ήρωές μας αποδεικνύονται μαλάκες, ειδικά όταν ήταν εκείνοι οι ίδιοι ήρωες που, στο μέτρο των δυνατοτήτων της μαζικής κουλτούρας, μας βοήθησαν να μάθουμε πώς να είμαστε λιγότερο μαλάκες εμείς. Το έργο του Whedon με το οποίο μεγαλώσαμε, χωρίς να επιτρέπουμε στη νοσταλγική ματιά μας να το εξυψώνει ως άμεμπτο, ήταν πράγματι ένας φάρος που πήγαινε κόντρα στον (ανοιχτό ή συγκαλυμμένο) μισογυνισμό και την τοξική loser αρρενωπότητα που συχνά παρήγαγε η nerd κουλτούρα (έχουμε ξαναμιλήσει άλλωστε για το τοξικό nerdom με αφορμή το Star Wars, το Rick and Morty, τον James Gunn και την κουλτούρα των fandoms μεταξύ άλλων). Τι να κάνουμε όμως, η προδοσία αυτών που άλλα διδάσκουν κι άλλα πράττουν είναι κάτι που πληγώνει περισσότερο, για τον ίδιο ακριβώς λόγο που η φάση με τον Louis CK πόνεσε περισσότερο απ’ ό,τι αν επρόκειτο για κάποιον άλλον άνδρα κωμικό. Υπάρχουν βέβαια πολλές ακόμα παράμετροι που θα μπορούσαμε να βάλουμε στην κουβέντα αν θέλαμε να μιλήσουμε συνολικότερα για το cancel culture ή το call-out culture εντός της πολιτιστικής βιομηχανίας (δεσμευόμαστε να το κάνουμε με ξεχωριστό κείμενο κάποια στιγμή), αλλά εδώ εστιάζουμε σε κάτι πιο ειδικό και προσωποποιημένο. Στο μεταξύ, βέβαια, η πραγματικότητα δεν μας προσφέρει την πολυτέλεια να σκεφτούμε πάνω σε όλα αυτά με τρόπο αποστασιοποιημένο, χωρίς να παίρνουμε θέση απέναντι σε πραγματικά περιστατικά που ξεδιπλώνονται  σε πραγματικό χρόνο. Κι ως γνωστόν, από το 2017 που η αποκάλυψη των καταγγελιών κατά του Harvey Weinstein γέννησε την εποχή του MeToo ξεσκεπάζοντας μια σειρά από δομικές καταπιέσεις εντός της κινηματογραφικής, τηλεοπτικής και μουσικής βιομηχανίας, έχουμε έρθει αντιμέτωποι πολλές φορές με το ερώτημα: τι κάνουμε όταν ένας αγαπημένος μας καλλιτέχνης αποδεικνύεται μαλάκας;

Το ερώτημα αυτό με τη σειρά του ανοίγει μια βεντάλια επόμενων ερωτημάτων που αποτελούν πλέον σταθερό μοτίβο μεταξύ των fans που βλέπουν όλο και περισσότερους από τους αγαπημένους τους καλλιτέχνες να αποδεικνύονται, όπως λέει η νεολαία, problematic. Τι κάνουμε όταν συνειδητοποιούμε ότι τα πράγματα που αγαπήσαμε μεγαλώνοντας έκρυβαν μέσα τους ασχήμια; Πόσα πράγματα είμαστε πρόθυμοι να δικαιολογήσουμε προκειμένου να παραχθεί ένα έργο τέχνης που μας αρέσει; Είναι άραγε οι ιδιοφυείς καλλιτέχνες, σύμφωνα με το αθάνατο αυτό κλισέ, αναγκαστικά βασανισμένοι και βασανιστές ταυτόχρονα; Μπορεί άραγε να διαχωριστεί ο καλλιτέχνης από το έργο, κι ακόμα σημαντικότερα, ο καλλιτέχνης από τον άνθρωπο; Μπορούμε να αποκαθηλώσουμε τα είδωλά μας χωρίς να διαγράψουμε τα όμορφα πράγματα που πήραμε από αυτά; Μπορούμε να συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε αυτά που έφτιαξαν χωρίς να νιώθουμε ότι αναπαράγουμε και νομιμοποιούμε την αδικία; Μπορούμε, εν τέλει, να γυρίσουμε την πλάτη σε αυτούς που νιώθουμε ότι μας πρόδωσαν χωρίς να νιώθουμε ότι προδίδουμε τον εαυτό μας; Δεν προσποιούμαι ότι αυτά τα ερωτήματα έχουν εύκολες και απλές απαντήσεις. Κάποια από αυτά έχουμε προσπαθήσει να τα επεξεργαστούμε συζητώντας για καλλιτέχνες όπως ο Lars von Trier ή ο Roman Polanski στο παρελθόν. Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός ότι η κριτική απέναντι στις διάφορες μορφές κακοποίησης εντός του καλλιτεχνικού πεδίου γίνεται πλέον όλο και πιο δημόσια, ανοιχτά και συγκρουσιακά είναι αναμφίβολα τρομερά θετικό. Το ότι τα θύματα μιλάνε, μοιράζονται, ενδυναμώνονται και καταλαμβάνουν χώρο στη δημόσια σφαίρα (όπως έγινε πρόσφατα και στο ελληνικό θέατρο) είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση ώστε να τεθούν ερωτήματα σαν τα παραπάνω στις πραγματικές υλικές τους βάσεις κι όχι ως αφηρημένες θεωρητικές ασκήσεις. Ώστε να ξέρουμε, δηλαδή, ότι μιλάμε για πράγματα που είναι μεν διανοητικά και συναισθηματικά πολύπλοκα, αλλά την ίδια ώρα έχουν πληγώσει και τραυματίσει ανθρώπους, σωματικά και ψυχικά, με πολύ χειροπιαστούς τρόπους.

Σε τελική ανάλυση, το πρόβλημα με την συμπεριφορά του Joss Whedon είναι πολύ οικείο και δομικό σε διάφορα επίπεδα – τόσο οικείο και δομικό που θα μπορούσε να περάσει σχεδόν απαρατήρητο. Θεωρητικά, κάποιος θα μπορούσε να πει ότι, όντως, ο Whedon “δεν έκανε και τίποτα ιδιαίτερο στην πραγματικότητα”. Μπροστά στις απίστευτες ακροβασίες που έχουμε δει από ανασφαλείς και εύθραυστους fans προκειμένου να δικαιολογήσουν τις μαλακίες των αγαπημένων τους καλλιτεχνών, αυτό θα ήταν μια κοινοτοπία. Σχεδόν πταίσμα. Δηλαδή, θα έλεγε κάποιος, “ούτε χτύπησε, ούτε βίασε, ούτε παρενόχλησε”. Τι έκανε βασικά; Απλά (“απλά”) εκμεταλλευόταν την εξουσία του σκηνοθέτη/παραγωγού/showrunner ώστε να δημιουργεί ένα κλίμα φόβου, υποτίμησης, ανασφάλειας, αβεβαιότητας, κατωτερότητας, δυσφορίας, τοξικότητας στους υφιστάμενούς του, με τις μειονότητες και τις γυναίκες να βιώνουν με ακόμα χειρότερο τρόπο αυτό το κλίμα. Κι αυτό το έκανε για πολλά χρόνια, σε βάθος δεκαετιών, με την ανοχή ή κάλυψη των δικών του προϊσταμένων, των κεφαλιών των τηλεοπτικών δικτύων και των κινηματογραφικών στούντιο. Σε τελική ανάλυση, λοιπόν, ο Whedon όντως δεν έκανε “κάτι τρομερό”. Έκανε κάτι αρκετά καθημερινό. Φερόταν σαν ένας ακόμα ισχυρός άνδρας που κάνει κατάχρηση των προνομίων του εις βάρος αυτών που βρίσκονται σε κατώτερη ή πιο αδύναμη θέση. Κάποιος που εκμεταλλεύεται την εξουσία του, κάνοντας την ζωή των άλλων μαρτύριο. Όχι απαραίτητα τεράστιο μαρτύριο, αλλά καθημερινό μαρτύριο. Σαν έναν κακό αφεντικό στην δουλειά. Σαν κάθε αφεντικό, όπως αποδεικνύεται πάντα, κάποια στιγμή. Αν μη τι άλλο -μην το ξεχνάμε- κάθε προϊόν που καταναλώνουμε (πολιτιστικό ή μη, όμορφο ή μη) δημιουργείται μέσα σε ένα περιβάλλον που παράγει και αναπαράγει την ανισότητα και την καταπίεση: ταξική, φυλετική, σεξιστική, τα πάντα όλα. Έτσι είναι ο καπιταλισμός. Και τα περισσότερα από τα πράγματα που αγαπάμε, ακόμα κι όσα παίρνουν θέση εναντίον του, κουβαλάνε μέσα τους τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για ανισότητα και καταπίεση. Οι σειρές και οι ταινίες δεν αποτελούν εξαίρεση.

Προς το παρόν, το βλέπω το The Nevers – ακόμα κι αν μου προκαλεί μια αμηχανία ή μια ξενέρα. Δεν μου είναι πάντως αδύνατον να το απολαύσω. Μπορώ να εκτιμήσω τις αρετές του. Ταυτόχρονα, όμως, μου είναι πολύ δύσκολο να το αποκόψω από τα όσα ξέρω πλέον για τον Whedon. Βλέποντάς το, σκέφτομαι τα παλιότερα έργα του, αυτά με τα οποία ταυτίστηκα τόσο πολύ μικρότερος. Δεν θέλω να με κάνω να νιώσω ενοχές με το στανιό. Ποτέ τίποτα καλό δεν βγήκε άλλωστε από την καθήλωση στο στάδιο της ενοχής. Προσπαθώ να συνοψίσω το πώς νιώθω για εκείνον. Όχι μόνο εκείνον συγκεκριμένα, αλλά γενικότερα, το πώς νιώθω για όλους τους καλλιτέχνες που με σημάδεψαν με θετικούς τρόπους μέσα από το έργο τους, την ώρα που οι ίδιοι αποδεικνύονταν μαλάκες. Τρία πράγματα μου έρχονται στο μυαλό: Ευχαριστώ. Στεναχωριέμαι. Αλλά άντε και γαμήσου κιόλας.

Best of internet