Quantcast

Το Snyder Cut του Justice League είναι η τελευταία larger-than-life υπερηρωική ταινία, είτε μας αρέσει είτε όχι

Έχουν οι fans τη δύναμη να κάνουν κουμάντο στο Hollywood; Ερώτημα

Αργήσαμε να δούμε το Snyder Cut, κι άρα αργήσαμε να γράψουμε για το Snyder Cut. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, βέβαια, πέρασε ήδη μια βδομάδα από την κυκλοφορία του, το οποίο σε ψηφιακό χρόνο (που έχει απορροφήσει όλους τους υπόλοιπους πλέον στη ζωούλα μας) αντιστοιχεί περίπου σε μια αιωνιότητα. Ένα κομμάτι μου ήταν στ’ αλήθεια περίεργο για το πώς θα έμοιαζε η εκδοχή του Zack Snyder για το πετσοκομμένο Justice League που ολοκλήρωσε ο Joss Whedon κατ’ εντολή των executives της Warner το 2017, και το οποίο με την (αντικειμενική) αποτυχία του έθαψε το μέλλον του DC Extended Universe όπως στηνόταν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ταυτόχρονα, όλη η δημόσια συζήτηση γύρω από αυτό μου φαινόταν τόσο εξαντλητική που με έκανε να αποφεύγω σχεδόν ενεργητικά το Snyder Cut κατά τις πρώτες μέρες της κυκλοφορίας του. Ούτως ή άλλως, τα fandoms της pop κουλτούρας (κι ειδικότερα της πιο nerd πλευράς της) έχουν μια τοξικότητα που γίνεται όλο και πιο ενδημική στο πώς παράγονται, διανέμονται και καταναλώνονται τα πολιτιστικά προϊόντα.

Το ίδιο πράγμα, σε πολύ εντονότερο βαθμό βέβαια, το είχα πάθει το φθινόπωρο του 2019 με το Joker. Είχα δει την ταινία στο Φεστιβάλ Βενετίας και, παρά τις διαφωνίες και τους προβληματισμούς μου, είχα περάσει πολύ καλά. Ήταν, αν μη τι άλλο, μια πλήρης κινηματογραφική εμπειρία – κι η συζήτηση ήταν κάτι που θα ακολουθούσε έπειτα, σε δεύτερο χρόνο, το έργο. Καθώς πλησίαζε η διανομή του Joker στις αίθουσες, η συζήτηση γύρω από την ταινία είχε γίνει πλέον σχεδόν αδιαχώριστη από το ίδιο το έργο. Και, κυρίως, είχε γίνει αφόρητα τοξική. Μπαίνοντας στην αίθουσα για να το δω δεύτερη φορά, δεν μπορούσα πια να απολαύσω σχεδόν τίποτα μέσα στην ταινία. Η τάση του δημόσιου διαλόγου για κατηγοριοποίησή της ως “ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΤΑΙΝΙΑ ΕΒΕΡ ΜΑΝ, ΕΙΔΙΚΑ ΑΝ ΖΕΙΣ ΣΕ ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ” ή ως “κινηματογραφικό σκουπίδι που θα οδηγήσει σε incel τρομοκρατικές επιθέσεις” με είχε κουράσει ήδη αφάνταστα μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα.

Όχι πως τα πράγματα γύρω από το Snyder Cut είναι τόσο δραματικά, αφού τώρα μιλάμε για ένα φαινόμενο εν πολλοίς περιορισμένο εντός της αγορίστικης nerd κουλτούρα, αλλά επίσης μπήκα στην ταινία νιώθοντας ήδη αρκετά κουρασμένος. Οκ, ήταν και 4 ώρες βέβαια, δεν είναι κάτι που σε ενθαρρύνει να αράξεις χαλαρά και να δεις ταινιούλα. Ήθελε τον χρόνο του. Και, αποφασίζοντας να φερθώ σαν μεγάλο παιδί και να κάνω αυτό που πρέπει, του τον έδωσα.

Σώζοντας αυτό που δεν σωζόταν με τίποτα

Τώρα που ακόμα είναι νωρίς, ας ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα σχετικά με την ταινία, μιας κι αυτό που θα ακολουθήσει δεν είναι ακριβώς review του Snyder Cut (ούτως ή άλλως σχεδόν ποτέ δεν γράφουμε reviews, με την παραδοσιακή έννοια, σε αυτό το site). Για την ακρίβεια, δεν είναι καθόλου review του Snyder Cut αλλά είναι ένα εκτενές κείμενο για την superhero βιομηχανία και την fan κουλτούρα της γενικότερα, με αφορμή το Snyder Cut. Προειδοποιήσαμε. Γενικά, που λέτε, πέρασα καλά βλέποντάς το. Παρά την τεράστια διάρκεια και τις συνολικές μου απόψεις τόσο για το σινεμά του Snyder γενικότερα όσο και για το σινεμά του DCEU ειδικότερα, η ώρα πέρασε ευχάριστα (κι αυτό δεν είναι καθόλου μικρό πράγμα, αφού η βαρετότητα είναι το ύψιστο κινηματογραφικό αμάρτημα). Το ξέρετε ήδη, δεν λέω κάτι καινούριο, αλλά όντως πρόκειται για εντελώς διαφορετική ταινία κι είναι πράγματι απείρως καλύτερο από το theatrical cut. Αυτά, βέβαια, δεν σημαίνουν κάτι από μόνα τους ούτε μας λένε πολλά για την κινηματογραφική ποιότητα του Snyder Cut. Πρώτον, έχω απολαύσει άλλωστε και πολύ χειρότερα πράγματα στη ζωή μου. Δεύτερον, ο πήχης του theatrical cut είναι μάλλον ο χαμηλότερος που υπάρχει. Μας λένε, όμως, ένα πράγμα: ότι πρόκειται για μια συνεκτική, στρωτή, κανονική ταινία αντί για το έκτρωμα του Whedon. Άρα αυτήν την φορά μπορείς τουλάχιστον να πεις ότι το Justice League σου άρεσε για τους σωστούς λόγους. Κι αν δεν σου άρεσε, πάλι το ίδιο.

Οι αλλαγές, λοιπόν, έκαναν καλό στην ταινία. Το theatrical cut ήταν απαράδεκτο γιατί αποτελούσε μια κινηματογραφική τερατογένεση που προέκυψε από την ανίερη συνάντηση ανάμεσα στο παραδοσιακό ύφος του Snyder, τις διορθωτικές κινήσεις του Whedon (παντελώς άσχετες σε αισθητική και tone) και τις επιχειρηματικές βλέψεις της Warner που ήθελε να δημιουργήσει μια superhero μεγα-μηχανή αντίστοιχη του Marvel Cinematic Universe. Το Snyder Cut, από την άλλη, είναι συνεκτικό σε ύφος και δομή. Το runtime βοηθάει να ξεδιπλωθεί η αφήγηση, υπάρχει μια στοιχειώδης ανάπτυξη χαρακτήρων βάσει arcs που βγάζουν νόημα πάνω στην ανάδειξη σαφέστερων εσωτερικών και εξωτερικών κινήτρων, τα άκυρα fillers του Whedon λείπουν παντελώς, η τελική μάχη δίνει μια ικανοποιητική κορύφωση από πλευράς χορογραφίας της δράσης που ολοκληρώνει το superhero δράμα. Για 4 ώρες Snyder, δεν ήταν καθόλου κακό. Ίσα ίσα. Από την άλλη, ήταν 4 ώρες Snyder, πράγμα το οποίο, προσωπικά μιλώντας, με ζορίζει αρκετά. Δηλαδή, οκ, η μουντάδα της χρωματικής παλέτας είναι σα να έχεις κάποιο σύμπτωμα covid στην όραση, ο συνδυασμός υπερβολικής βλοσυρότητας με παιδικές ατάκες είναι κριντζ, το slow-motion θα γλίτωνε άνετα ένα μισαωράκι αν έλειπε, όλα έχουν γιγάντιο συμβολικό και δραματικό βάρος (κι άρα τίποτα δεν έχει πραγματικό βάρος) κι η αφήγηση του Snyder συνεχίζει να χτίζεται μέσα από στιγμές αντί για σκηνές (όπως έχει σημειωθεί πολύ πετυχημένα στο αμέσως από κάτω video essay). Κάποιες φορές το πράγμα μοιάζει με video game cutscene με τεράστιο CGI budget, άλλοτε με πανάκριβη διαφήμιση ουίσκι με μελαγχολική διασκευή γνωστού τραγουδιού, ενίοτε με υπερηρωικό stock footage που έχεις βάλει από πάνω *ancient lamentation music*.

Ναι, ξέρω τι φταίει που είμαι hater. Είμαστε μαρβελούμπεν, γνωστά πράγματα αυτά. Πρόκειται για την μομφή που συμπληρώνει το βαζελούμπεν και το συριζολούμπεν (αυτό το τελευταίο παραμένει το πιο προσβλητικό γαμώτο). Παρόλα αυτά, όντως συνολικά αντιπαθώ τον τρόπο που κάνει σινεμά ο Snyder, ακόμα κι αν ενίοτε έχω περάσει καλά με ταινίες του. Ξέρω βέβαια πώς το τοξικό fandom έχει κι ένα αρνητικό είδωλο που είναι το τοξικό hate, πράγμα εξίσου επιβλαβές για την συζήτηση γύρω από τα προϊόντα κουλτούρας. Δε μου αρέσει λοιπόν να φτιάχνω ταυτότητα μέσα από το hate, αλλά νιώθω στ’ αλήθεια ότι μου έχει διαφύγει το πότε και πώς έφτασε να θεωρείται καλός σκηνοθέτης με όραμα ο Snyder. Θα πούμε και μερικά πράγματα για το σινεμά του παρακάτω, αλλά προς το παρόν θα πω το εξής: παρότι σίγουρα το Snyder Cut είναι πολύ πιο απολαυστικό από το theatrical, δεν θεωρώ ότι άλλαξε κάτι ουσιαστικό όσον αφορά τον πυρήνα της ταινίας. Αυτός ο αφηγηματικός, ιδεολογικός και συναισθηματικός πυρήνας θεωρώ πως έχει μείνει λίγο-πολύ ανέγγιχτος. Απλά καταναλώνεται πιο εύκολα και πιο ευχάριστα. Πράγμα όχι ασήμαντο, αλλά ούτε κρίσιμο. Δηλαδή, για να το πω αλλιώς, βλέποντας το theatrical cut θα μπορούσες σχεδόν να φτιάξεις έναν αλγόριθμο ώστε να συμπληρωθούν τα κενά αυτόματα με βάση το σινεμά του Snyder γενικά και τα Man of Steel / Batman v. Superman ειδικότερα. Τι βρίσκεται λοιπόν σε αυτόν τον πυρήνα; Χοντρικά, δύο πράγματα, ένα που αφορά περισσότερο την μορφή κι ένα που αφορά περισσότερο το περιεχόμενο. Από τη μία, η φιλόδοξη επιθυμία για το στήσιμο ενός μεγα-οικοδομήματος αντίστοιχου με το MCU, ακολουθώντας μια παρόμοια μακροπρόθεσμη επιχειρηματική και αφηγηματική αρχιτεκτονική. Από την άλλη, η φιλόδοξη επιθυμία για ένα υπερηρωικό σινεμά που γίνεται μεγαλύτερο από την ζωή, σκοτεινό και μυθικό με όρους μεγαλεπήβολου συμβολισμού για τον άνθρωπο και τον θεό, την ψυχή και την κοινωνία.

Καλώς ή κακώς, αυτά είναι δύο ενδεχόμενα που έχουν βγει λίγο-πολύ εκτός πραγματικότητας πλέον. Κι αυτό, κατά μία έννοια, είναι που δίνει στο Snyder Cut έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα. Έναν τραγικό χαρακτήρα, αν θέλετε. Κι αυτό με τη σειρά του έχει, όσο να πεις, ένα ενδιαφέρον.

Το σύμπαν που πάσχιζε να γεννηθεί

Μου φαίνεται δύσκολο να υπάρξει ξανά κάτι αντίστοιχο του MCU. Όχι ότι θα λείψουν τα μεγάλα franchises, κάθε άλλο. Αλλά μου φαίνεται δύσκολο να υπάρξει κάτι παρόμοιο με όρους δομής και επιρροής. Όταν ξεκίνησε το 2008 με το πρώτο Iron Man, το MCU αναδυόταν μέσα από μια σημαντική συνάντηση παραγόντων. Ήταν η ανατίμηση της nerd κουλτούρας που είχε ξεκινήσει ήδη με το The Matrix, τα Star Wars prequels, το Lord of the Rings και την superhero κινηματογραφική αναγέννηση των Spider-Man/X-Men/Batman στις αρχές των 00s. Ήταν η προθυμία της Disney να πάρει ένα ρίσκο με την Marvel Studios και να δώσει μια σχετική ελευθερία στον Kevin Feige να αναπτύξει μια φιλόδοξη αρχιτεκτονική σε βάθος δεκαετίας και βάλε η οποία θα ενώνει σε μια κεντρική αφήγηση 20φεύγα ταινίες (πράγμα εντυπωσιακό από μόνο του για την μαζικολαϊκή κινηματογραφική βιομηχανία). Ήταν η ανάπτυξη των νέων τεχνολογικών μέσων επικοινωνίας και ψυχαγωγίας που δημιουργούσαν νέες δυνατότητες για την διάδοση των προϊόντων της pop κουλτούρας μέσα από τη δημιουργία διεθνοποιημένου hype. Ήταν το παραδοσιακό μυθολογικό βάρος των υπερηρώων κι η ανάγκη για εύπεπτη και ιδεολογικά μονοσήμαντη μαζική κουλτούρα, η οποία επίσης παγκοσμιοποιήθηκε οριστικά στον 21ο αιώνα. Κι επίσης, οκ, ήταν που μερικές από αυτές τις ταινίες ήταν καλές, τι να κάνουμε τώρα.

Είναι δύσκολο, λοιπόν, να επαναληφθεί αυτή η συνάντηση παραγόντων με τον ίδιο τρόπο – κι αυτή είναι μια πρόκληση που θα την αντιμετωπίσει έντονα και το ίδιο το MCU στη νέα φάση που έχει μπει πλέον. Τώρα, κι έπειτα από έναν χρόνο covid πλέον, μπορούμε να δούμε πιο ξεκάθαρα ότι η μεγάλη οθόνη μικραίνει, η αίθουσα μπαίνει σε κρίση, το σινεμά ως κοινωνική εμπειρία συρρικνώνεται και απομαζικοποιείται, η οικονομία των streaming πλατφορμών δείχνει να απορροφάει ένα μέρος της παραδοσιακής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Κατ’ αντιστοιχία, το κινηματογραφικό προϊόν γίνεται μικρότερο, πιο ευέλικτο, πιο εξατομικευμένο. Γίνεται content, που λένε. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα υπάρχουν πια μεγάλα και παγκόσμια πολιτιστικά events. Θα υπάρχουν, απλά μάλλον θα μοιάζουν περισσότερο με τον διεθνή ψηφιακό συντονισμό της παρακολούθησης ενός Game of Thrones ή ενός Stranger Things παρά με τα μεγάλα κινηματογραφικά events που μας μεγάλωσαν και μας διαμόρφωσαν ως παιδιά του ’90 και του ’00 (τα είπαμε παραπάνω, μην τα ξαναλέμε), των οποίων το MCU αποτέλεσε επιστέγασμα. Όχι απαραίτητα καλλιτεχνικό επιστέγασμα με όρους κινηματογραφικής ποιότητας, αλλά σίγουρα πολιτιστικό επιστέγασμα με όρους βιομηχανίας του θεάματος.

Θα μπορούσε άλλωστε να λειτουργήσει μια συνταγή του DCEU που θα βασιζόταν απλά στην συνταγή του MCU αλλά με διαφορετικό ύφος; Υπήρχαν ήδη πολλές φωνές που έλεγαν πως, όχι, δεν μπορεί να λειτουργήσει – κι άρα κακώς προσπαθεί να το κάνει η Warner. Και πράγματι, ένα κινηματογραφικό σύμπαν που θα ήταν απλά MCU αλλά για ανθρώπους που θεωρούν πως είναι υπερβολικά σοβαροί/έξυπνοι για το MCU ήταν εγγυημένη συνταγή αποτυχίας. Δεν μπορείς να φτιάξεις ένα “ενήλικο/σκεπτόμενο” (λολ) MCU αναπαράγοντας κατά τ’ άλλα όλη την μηχανική του MCU που βασίζεται στην ισορροπία ομοιομορφίας/πολυμορφίας αλλά και το ελαφρύτερο tone που προσφέρουν ούτως ή άλλως οι established κινηματογραφικοί Marvel υπερήρωες. Μπορεί στα κόμιξ να υπάρχει μια συμβιωτικότητα τέτοιων παράλληλων μοντέλων που να λειτουργεί και να είναι αποδεκτή, αλλά στο σινεμά δεν δουλεύει έτσι το πράγμα. Η βιομηχανία του σινεμά είναι ένα διαφορετικό οικοσύστημα από την βιομηχανία των κόμιξ. Ο κόσμος θα το αντιμετώπιζε απλά σαν κακέκτυπο από ένα σημείο και μετά, κι άρα πολύ σωστά η Warner πήρε την απόφαση για αυτοτελή ανάπτυξη των υπερηρώων της (μια απόφαση που σε πρώτο χρόνο δείχνει να δικαιώνεται τόσο καλλιτεχνικά όσο και εμπορικά).

Στο μεταξύ, σταδιακά πριονίστηκε κι η δυνατότητα του υπερηρωικού σινεμά να δημιουργεί αφηγήσεις που να είναι όντως μεγαλειώδεις και larger-than-life, αφού το είδος σταδιακά μέσα στα 00s και τα 10s άρχισε είτε να κοινοτοποιείται μέσα από πανομοιότυπες φόρμουλες είτε να διαφοροποιείται σε διαφορετικές κι ασυμβίβαστες μεταξύ τους κατευθύνσεις. Όλα αυτά τα έχουμε συζητήσει εκτενώς σε μια σειρά από κείμενα που αφορούν το παρόν και το μέλλον του superhero σινεμά, οπότε δεν θα τα επαναλάβουμε εδώ. Θα πούμε όμως το εξής. Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε πως πολλές κλασικές συνταγές σταματούν πλέον να δουλεύουν, με αποτέλεσμα ταινίες σαν το BvS, το Dark Phoenix και το Ant-Man 2 να μην καταφέρνουν καν γίνουν πραγματικά επικερδείς (το ίδιο έπαθε και το Star Wars με το Solo φυσικά). Οι επόμενες ταινίες του MCU αποτελούν επίσης ένα στοίχημα, κι είναι αμφίβολο αν θα καταφέρουμε να ξαναδούμε ταινίες του υπερ-μεγέθους των Avengers στο κοντινό μέλλον. Ταυτόχρονα, ο υπερηρωισμός άρχισε να επεκτείνεται σε διάφορες κατευθύνσεις στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη, κι οι ελάσσονες αφηγήσεις που στα χαρτιά έμοιαζαν λιγότερο φιλόδοξες άρχισαν να αποδεικνύονται εξίσου αγαπητές και επικερδείς. Έτσι βλέπουμε να πριμοδοτούνται όλο και συχνότερα πράγματα που κινούνται σε μια κατεύθυνση που περιλαμβάνει περισσότερες γυναίκες, περισσότερες μειονότητες, περισσότερες εναλλακτικές εκδοχές των γνωστών υπερηρώων που ενσωματώνουν weird ή meta στοιχεία. Υπάρχει πλέον ένας αστερισμός που περιλαμβάνει πράγματα όπως το Spider-Man: Into the Spider-Verse, το σύμπαν της Marvel στο Netflix, το πρόσφατο WandaVision, το Legion, το The Boys, το Doom Patrol και το τηλεοπτικό Watchmen, μεταξύ άλλων. Δηλαδή ένας υπερηρωισμός της διαφοράς που πολύ συχνά συγγενεύει με τον αντι-υπερηρωισμό, δηλαδή την ίδια την κριτική της superhero μυθολογίας και ιδεολογίας.

Στον αντίποδα, η παραδοσιακή υπεράνθρωπη, μυθική, θεϊκή μυθολογία/ιδεολογία του χοντροκομμένου αλλά ξεκάθαρου συμβολισμού που πρεσβεύει ο Snyder μοιάζει να δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στις σύγχρονες συνθήκες. Αυτό το “σκοτεινό” και “σοβαρό” υπερηρωικό σινεμά κουβαλάει μεγάλες ιδέες, μεγάλους ήρωες, μεγάλες τραγωδίες, μεγάλα ερωτήματα, μεγάλα σύμβολα, όλα μεγάλα. Αν μη τι άλλο, αυτή ήταν κι η κινηματογραφική υπόσχεση που άφησε πίσω της η Batman τριλογία του Christopher Nolan. Εν τέλει, η Warner δεν κατάφερε ούτε να στήσει μια αρχιτεκτονική αντίστοιχη με το MCU ούτε να δημιουργήσει μια μυθολογία εφάμιλλη αυτής του Nolan, αφενός γιατί οι executives του στούντιο δεν αποδείχτηκαν τόσο ικανοί όσο ο Feige στον χειρισμό διαφορετικών δημιουργών και αφηγήσεων κι αφετέρου γιατί ο Snyder σε καμία των περιπτώσεων δεν είναι σκηνοθέτης εφάμιλλος του Nolan (αμφότεροι εστιάζουν στον μύθο, παρόλο που ο ένας τον αναζητά στο θεϊκό κι ο άλλος στο κοινωνικό στοιχείο, εξού κι η προτίμησή τους σε Superman και Batman αντίστοιχα). Κι ενώ η Warner έχει αφήσει πίσω αυτήν την φιλοδοξία, μπαίνουν στο παιχνίδι οι fans κι αποκτάει νέο ενδιαφέρον η ιστορία. Από αυτήν την σκοπιά, η διεκδίκηση του Snyder Cut με όρους καμπάνιας αποτελεί το σημείο έκρηξης της fan service λογικής, της δημιουργίας hype από τα κάτω ως παραγωγική δύναμη, της αντίφασης ανάμεσα στο μαζικό βιομηχανικό σινεμά και το καλλιτεχνικό όραμα των δημιουργών. Μ’ αυτήν την έννοια, το Snyder Cut έχει τεράστιο ενδιαφέρον, όχι σαν παράδειγμα που θα γενικευτεί αλλά σαν μια μοναδική περίπτωση, σαν τελευταία έκλαμψη ενός υπερηρωικού παραδείγματος που βρίσκεται υπό εξαφάνιση.

Οι fans αντεπιτίθενται, o Snyder παραδίδει

Σε αδρές γραμμές, η ιστορία του Snyder Cut έχει ως εξής. Κάποιοι fans, πλήρως απογοητευμένοι από το theatrical cut του Justice League ξεκινούν μια καμπάνια στα τέλη του 2017 με το hashtag #ReleaseTheSnyderCut, απαιτώντας από την Warner να κυκλοφορήσει την εκδοχή του Snyder Cut για την ταινία, αποκαθιστώντας έτσι το όραμα που πετσόκοψαν οι executives και ο Whedon. Σημειωτέον πως μέχρι εκείνο το σημείο δεν υπήρχε πουθενά κάποια ένδειξη πως υπάρχει όντως τέτοιο υλικό. Η καμπάνια δυναμώνει τα επόμενα 1-2 χρόνια, με τον ίδιο τον Snyder να σιγοντάρει σταδιακά όλο και περισσότερο σε συνεντεύξεις και στα social media, χωρίς όμως να αποκαλύπτει την ύπαρξη ενός υποτιθέμενου director’s cut. Στην φάση μπαίνουν σιγά σιγά κι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του DCEU, πιέζοντας στην κατεύθυνση της κυκλοφορίας του Snyder Cut. Τελικά, το πράγμα μεγαλώνει τόσο πολύ που η Warner αναγκάζεται να υποκύψει, και στα μέσα του 2020, εν μέσω πανδημίας, ανακοινώνει πως θα κυκλοφορήσει το Snyder Cut στην streaming πλατφόρμα του HBO Max. Έτσι, ο Snyder μπαίνει ξανά στο editing room, μοντάρει εκ νέου, δημιουργεί νέα vfx και ξεκινάει γυρίσματα νέων σκηνών με τους ίδιους πρωταγωνιστές. Το Snyder Cut, λοιπόν, κατασκευάστηκε επί τόπου κι εκ των πραγμάτων, ως αποτέλεσμα της ίδιας της πίεσης των fans. Για την ακρίβεια, κατασκευάστηκε εκ των υστέρων ώστε να ανταποκριθεί στο ίδιο το hype το οποίο προϋπέθετε την ύπαρξή του.

Έχουμε ξαναμιλήσει για το hype ως πολιτιστική/οικονομική δύναμη, για το παιχνίδι των προσδοκιών ανάμεσα σε δημιουργούς και κοινό, για την κουλτούρα του fan service και την μετατροπή του θεατή σε καταναλωτή, για το τοξικό fandom και για την ψευδή ελευθερία επιλογών στη μαζική κουλτούρα. Φυσικά, η βιομηχανία του θεάματος βρίσκεται τρόπους να αναπροσαρμόζεται και να ενσωματώνει τις στάσεις, τις συμπεριφορές και τις επιθυμίες του κοινού προς όφελός της, γνωρίζοντας καλά πως όλα αυτά αποτελούν μια κοινωνική παραγωγική δύναμη που είναι ικανή να μετατρέψει σε μεγα-κέρδος ακόμα και το πιο μικρό πράγμα αν το πακετάρει σωστά ώστε να το πουλήσει σε μια μικρή αλλά κρίσιμη αγορά που το επιθυμεί διακαώς. Βλέπουμε λοιπόν όλο και περισσότερες πλευρές της βιομηχανίας να εστιάζουν σε διαφορετικές αφηγήσεις για διαφορετικά κοινά, αντιμετωπίζοντας τα ως niche αγορές, παράγοντας ακόμα και πράγματα αντίθετα μεταξύ τους ώστε να μαζέψουν τα πάντα μέσα στο ίδιο καλάθι. Κατά συνέπεια, αυτό που μοιάζει με fluidity και diversity στο επίπεδο της δημιουργίας καταλήγει να γίνεται απλά επιχειρηματική ευελιξία και diversity στους όρους παροχής content μέσα από διαφορετικές πλατφόρμες σε διαφορετικές μορφές πελατείας. Πρόκειται εν τέλει για diversity πρωτίστως σε επίπεδο βιομηχανίας και λιγότερο σε επίπεδο δημιουργίας, όπως μας δείχνει κι η εκκίνηση του νέου τηλεοπτικού σύμπαντος της Marvel στο Disney Plus με τα παντελώς διαφορετικά (έως και αντικρουόμενα) WandaVision και The Falcon and the Winter Soldier που υποτίθεται πως συνεχίζουν εξίσου την αφήγηση του MCU. Εξάλλου, η κατεύθυνση των multiverses στην οποία θα πάνε να κινηθούν πλέον τα franchises είναι παραδοσιακά μια ενδιαφέρουσα ιδέα (παλιά όσο κι η χρυσή εποχή των superhero κόμιξ) αλλά είναι επίσης και μια αφηγηματική δικαιολόγηση της απεριόριστης εμπορευματικής επέκτασης της pop κουλτούρας σε κυριολεκτικά όλες τις κατευθύνσεις ταυτόχρονα.

Σε ένα πρώτο επίπεδο, λοιπόν, ο fan νιώθει δικαιωμένος. Επέβαλλε την βούλησή του και νίκησε. Σε ένα δεύτερο επίπεδο όμως, που αποκαλύπτει και την μεγαλύτερη εικόνα, ο fan στην πραγματικότητα χάνει, αφού μετατρέπεται απλά σε πελάτη που καταθέτει παράπονα προς ικανοποίηση αντί να αναπτύσσει κριτήρια επιλογής κι εργαλεία ερμηνείας ή να αναζητά ουσιαστικούς τρόπους να σχετιστεί με το έργο τέχνης. Αυτή είναι η κεντρική αντίφαση κι ο βασικός κίνδυνος της λογικής του fan service. Κι αν το Snyder Cut φαινομενικά αποτελεί μια φωτεινή εξαίρεση όπου το fan αίτημα οδηγεί στην αποκατάσταση του καλλιτεχνικού οράματος, ο κανόνας είναι η εξέλιξη του Game of Thrones και της νέας Star Wars τριλογίας όπου η εμμονική προσπάθεια ικανοποίησης των προσδοκιών του κοινού οδήγησε σε τραγωδίες. Μόνο πόνος υπάρχει λοιπόν εκεί, στην εκμετάλλευση και την εργαλειοποίηση της αγάπης του κοινού και της κουλτούρας των fandoms ώστε να γίνουν πιο επικερδή τα πολιτιστικά προϊόντα (το gaming προσφέρεται για μελέτη πάνω σε αυτό, αλλά είναι μεγάλο ζήτημα). Τι ήταν όμως το συγκεκριμένο πράγμα που ζητούσαν οι fans που ανάγκασαν την Warner να κατασκευάσει ένα Snyder Cut για να τους το πουλήσει; Κατά μία έννοια, κι εδώ μοιραζόμαστε τον προβληματισμό με τα ωραία πράγματα που έγραψε πρόσφατα το Smassing Culture, το Snyder Cut εξέφρασε ένα αίτημα για επιστροφή σε μια προηγούμενη υπόσχεση της pop κουλτούρας για σκοτεινό, ενήλικο, σοβαρό, βαρύ, αρρενωπό superhero σινεμά. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν υπήρξε ποτέ ακριβώς στην πραγματικότητα, αλλά ήταν περισσότερο μια φαντασίωση ενός μέρους του κοινού που εκφράζει την επιθυμία για μια nerd ορθοδοξία με όρους περίφραξης και gatekeeping απέναντι στα “παιδικά” superhero πράγματα, τα “παραμυθάκια” της Marvel κλπ, ενώ στις πιο τοξικές της εκδοχές μπορεί να φτάσει και σε ρατσιστικές/σεξιστικές εξάρσεις (όπως είδαμε στην περίπτωση του Star Wars, πάλι στοχοποιώντας την “αΤζΕνΤα” της Disney).

Σ’ αυτήν την φαντασιωτική εκδοχή superhero σινεμά, υπάρχει βαρύς συμβολισμός στα πάντα. Τα ζόρικα και πολύπλοκα θέματα αντιμετωπίζονται με απλοϊκούς πλην βαρύγδουπους φιλοσοφικούς όρους, κάτι που έπειτα έρχεται σε τρανταχτή αντίθεση με τον συχνότατο παλιμπαιδισμό των διαλόγων. Η υπερβολική σοβαροφάνεια αυτοσαμποτάρεται από τα πρόχειρα κείμενα και τις χοντροκομμένες ιδέες, το σκοτάδι χρησιμοποιείται απλώς σαν μεταφορά για περισσότερο σκοτάδι (βλ. από κάτω το εξαιρετικά πυκνό screenshot του BoJack) και το dark-and-gritty” στυλ φετιχοποιείται χωρίς να δικαιολογείται με κάποιον τρόπο αφηγηματικά. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που ο Snyder βέβαια έχει επιλεγεί ως ο εκλεκτός αυτών των superhero φαντασιώσεων, όντας ο ίδιος η χρυσή τομή ανάμεσα στο απενοχοποιημένο macho θέαμα του Michael Bay και την ναρκισσιστική εγκεφαλικότητα του Nolan. Προσωπικά, δεν έχω πρόβλημα με αυτό. Και, όπως είπα, συχνά το απολαμβάνω κιόλας, χωρίς τύψεις, σαν αυτό που είναι. Σαν ένα chad κινηματογράφο, δομικά αγορίστικο (άσχετα με την έμφυλη σύνθεση του κοινού) και καθηλωμένο στην εφηβεία, σαν ένα παιδί που θέλει να γίνει άντρας μπουκώνοντας στεροειδή για να γίνει σφίχτης – σαν τον Snyder. Το πρόβλημα είναι όταν εκεί μπαίνει ο παράγοντας της φαντασίωσης για ένα υποτιθέμενο βάθος, την ώρα που το ίδιο το έργο δεν καταβάλει ούτε την παραμικρή προσπάθεια να αποδείξει την ύπαρξή του (παρά μόνο να τσεκάρει τα επιφανειακά κουτάκια που σηματοδοτούν ότι κάπου εκεί μέσα υπάρχει πράγματι ένα τέτοιο βάθος). Το ίδιο ακριβώς που έκανε ο Snyder με την μεταφορά του Watchmen του Alan Moore, παρερμηνεύοντάς το σε εγκληματικό βαθμό και μετατρέποντας έτσι το κατεξοχήν αντι-υπερηρωικό έργο σε μια macho υπερηρωική ονείρωξη (σόρι, ακόμα πονάει αυτό).

Snyder Cut, το τελευταίο του ονόματός του

Όλη αυτή η ιστορία, λοιπόν, πήρε τη μορφή ενός αιτήματος για αποκατάσταση του αυθεντικού οράματος του σκηνοθέτη κόντρα στον επιχειρηματικό κυνισμό του στούντιο. Αυτό είναι ένας όμορφος και ρομαντικός τρόπος να το δει κανείς, άσχετα αν στην πράξη η πραγματικότητα είναι κάπως πιο πολύπλοκη, αφού εν τέλει ακόμα κι η ίδια η ύπαρξη του Snyder Cut καταλήγει να επιβεβαιώνει την ικανότητα της βιομηχανίας να ενσωματώνει τα πάντα προς όφελός της. Έτσι κι αλλιώς, η κατασκευή ταινιών τέτοιου μεγέθους περιλαμβάνει περίπλοκες διαδικασίες και μηχανισμούς που μάλλον δεν επιτρέπουν την αθωότητα τέτοιων ρομαντικών απόψεων. Το άμεσο καλλιτεχνικό όραμα και το άμεσο οικονομικό κέρδος είναι μόνο δύο από τους παράγοντες που συναντιούνται και συγκρούονται μέσα σε μια εργοστασιακή παραγωγή όπως αυτή που οδηγεί στην δημιουργία μεγα-ταινιών όπως αυτές. Σε κάθε περίπτωση, το πετσόκομμα του κινηματογραφικού έργου τέχνης είναι μια ιστορία τόσο παλιά όσο και το ίδιο το σινεμά (τα λέγαμε και πριν λίγο καιρό για το Mank του David Fincher, ενώ ήδη έχουμε δει ωραίες αναλύσεις πάνω στο θέμα με αφορμή το Snyder Cut, όπως το video essay ακριβώς από κάτω). Πέρα από ατομικό όραμα που πετσοκόπηκε, όμως, το Justice League ήταν επίσης και μια μηχανή που ξεκουρδίστηκε και βραχυκύκλωσε. Η Warner έπειτα την επανασυναρμολόγησε σε νέα κατεύθυνση (enter αυτοτελείς ιστορίες υπερηρώων) και ταυτόχρονα κατάφερε να παράξει και να πουλήσει το ίδιο της το βραχυκύκλωμα στο κοινό (enter Snyder Cut). Το στούντιο εκμεταλλεύτηκε το hype, έδωσε την δυνατότητα στον Snyder να φτιάξει εκ των υστέρων την εκδοχή του, κι έπειτα την πούλησε σε εκείνους που δημιούργησαν το hype εξαρχής. Το hype λοιπόν, ως fan culture φαινόμενο, δεν είναι απλά μια περίπτωση όπου το κοινό κάνει το μάρκετινγκ για χάρη των στούντιο. Είναι το ίδιο μια κοινωνική παραγωγική δύναμη, δίνοντας διεξόδους στην πολιτιστική βιομηχανία εκεί που εκείνη κολλάει και βραχυκυκλώνει. Η βιομηχανία έπειτα ενσωματώνει την φαινομενική άρνησή της (την κριτική των fans). Αυτή η διαδικασία μοιάζει να ενδυναμώνει τους fans δίνοντάς τους εξουσία, αλλά στην πραγματικότητα καλιμπράρει την ίδια την παραγωγική μηχανή της μαζικής κουλτούρας, η οποία μαθαίνει από τα λάθη της σχεδόν σαν A.I. (και μετά συχνά τα κάνει χειρότερα, ακούς The Rise of Skywalker;), κι οι ίδιοι οι fans μετατρέπονται ακόμα περισσότερο σε πελάτες με ψευδή ελευθερία επιλογών.

Φτάνουμε έτσι, εν τέλει, στο ότι το Snyder Cut κατάφερε να αποτελέσει την τελευταία μεγάλη υπερηρωική ταινία του είδους του, παρόλο που δεν κατάφερε ποτέ να γίνει πραγματικότητα με την παραδοσιακή έννοια του μαζικού κινηματογράφου. Αυτή είναι μια ενδιαφέρουσα αντίφαση, την οποία θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε μέσα από μια φιλοσοφική μεταφορά. Ο Theodor W. Adorno έγραφε πως η φιλοσοφία, που κάποτε φαινόταν ξεπερασμένη, διατηρείται στην ζωή επειδή πέρασε και χάθηκε η στιγμή της πραγματοποίησής της. Έτσι, το μόνο πράγμα που απομένει σαν προοπτική για την φιλοσοφία είναι το να κάνει αμείλικτη κριτική στον εαυτό της. Κατ’ αντιστοιχία, το Snyder Cut διατηρήθηκε πράγματι στην ζωή επειδή πέρασε και χάθηκε η στιγμή της πραγματοποίησή του, δηλαδή η δυνατότητά του να βγει στις αίθουσες και να γίνει μαζικό φαινόμενο. Κι όντως, κατά μία έννοια, το Snyder Cut λειτουργεί σαν μια αμείλικτη, βαρύγδουπη και πομπώδης κριτική στην τωρινή κατάσταση των superhero πραγμάτων που δεν χωράει πια ταινίες όπως το Snyder Cut. Κι η κριτική αυτή, βέβαια, αφορά εκείνο που δείχνει να μη μπορεί πια να γίνει ο σύγχρονος υπερηρωισμός του σινεμά: μια larger-than-life μυθολογία που επαναφέρει την μεγάλη αφήγηση του Ενός, την ώρα που το superhero σινεμά στρέφεται στην κατεύθυνση της πολλαπλότητας και της διαφοράς, τόσο ως επιχειρηματική στρατηγική όσο και ως καλλιτεχνικό περιεχόμενο. Από αυτήν την σκοπιά, το Snyder Cut είναι ένα απόλυτα πετυχημένο εγχείρημα και, αν μη τι άλλο, του αξίζει ρισπέκτ ακόμα κι αν δεν ταιριάζει με τα ιδιαίτερα γούστα του καθενός από εμάς.

Θα οδηγήσει άραγε το Snyder Cut σε ένα κίνημα Release the ___ Cut; Δύσκολο. Δεν εκτιμώ πως θα γίνει κάτι τέτοιο, κι ελπίζω να μην γίνει κιόλας, εδώ που τα λέμε. Θα ήταν ευχή και κατάρα τόσο για τους δημιουργούς όσο και για το κοινό (βέβαια θα μπορούσε να αποτελέσει καλή πρώτη ύλη για ταινίες που μελετούν τα όρια ανάμεσα στο fandom και το cult, όπως τα πολύ ενδιαφέροντα Room 237 και A Glitch in the Matrix). Η Warner πάντως ήδη έχει αρνηθεί πως υπάρχει ενδεχόμενο συνέχειας του SnyderVerse ή κυκλοφορίας ενός Ayer Cut για το Suicide Squad. Από την άλλη, όπως είπαμε, ακόμα κι αν δεν ακολουθήσουν τέτοιες περιπτώσεις, η βιομηχανία της pop κουλτούρας έχει βρει τρόπους να ενσωματώνει τις fan κουλτούρες και την κοινωνική δύναμη του hype χωρίς να χρειάζεται να φτάσει σε βραχυκυκλώματα τύπου Justice League και επανορθώσεις τύπου Snyder Cut. Κι εξάλλου, οι σκηνοθέτες πάντα γούσταραν να τιζάρουν τους fans με director’s cuts και νέες εκδοχές των ταινιών τους, από τον Francis Ford Coppola και τον Ridley Scott μέχρι τον George Lucas και τον Wong Kar-Wai. Θα έπρεπε αυτό να είναι κάτι που το ζητάνε οι fans από τα στούντιο; Αν με ρωτάτε, όχι. Αυτό που θέλουμε είναι η βιομηχανία να αρχίσει να σέβεται περισσότερο τόσο τους δημιουργούς όσο και τους θεατές. Αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί στο βαθμό που το μαζικό σινεμά καταφέρνει να γίνει λιγότερο προϊόν/εμπόρευμα και περισσότερο έργο τέχνης και κοινωνική εμπειρία. Κι αυτό δεν προωθείται με το να παίζουμε το παιχνίδι τους. Το να τους τιμωρήσεις σημαίνει να τους πονέσεις στην τσέπη και στην ιδεολογία (με αποχή από την αίθουσα και κριτική στη δημόσια σφαίρα), όχι να τους ανοίξεις νέους ευφάνταστους δρόμους για να την γεμίσουν. Μπορούμε να απολαύσουμε το Snyder Cut, και καλά κάνουμε, αλλά δεν είναι ο δρόμος για το μέλλον του Hollywood ούτε η απάντηση στην κρίση του υπερηρωισμού (ήδη βρίσκουμε ότι η DC έχει κάνει πολύ καλή δουλειά στην μικρότερη κλίμακα με τα πρόσφατα Doom Patrol και Swamp Thing).

Προς το παρόν, το Snyder Cut στέκει εκεί, μόνο του, ως η τελευταία μεγαλειώδης υπερηρωική ταινία που δεν κατάφερε καν να φτάσει μέχρι τα σινεμά. Δεν αποτελεί course correction. Δεν αλλάζει κανένα πλάνο κανενός στούντιο. Είναι απομεινάρι ενός εναλλακτικού timeline, μιας κατεύθυνσης που ήταν πολύ φιλόδοξη για να ακολουθηθεί. Στέκεται, λοιπόν, σαν επιβλητικό μνημείο σε μια φιλοδοξία που κατέρρευσε και μια μηχανή που βραχυκύκλωσε. Σαν το άγαλμα του Οζυμανδία από το ποίημα του Shelley που αγαπάει τόσο πολύ να χρησιμοποιεί και να παρερμηνεύει το Hollywood. Και βέβαια, πρώτος απ’ όλους, ο ίδιος ο Snyder…

Best of internet