Quantcast

Σινεμά με κάθε τρόπο: Το online Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με τα δικά του λόγια

Μια συζήτηση με τον Ορέστη Ανδρεαδάκη και τον Γιώργο Κρασσακόπουλο για την κινηματογραφική εμπειρία στις πιο αβέβαιες συνθήκες

Μόλις πρόσφατα το λέγαμε, ξανά με την ίδια αφορμή, δηλαδή το φετινό online Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: είναι δύσκολο αυτή τη στιγμή να είσαι αισιόδοξος για το παρόν και το μέλλον του σινεμά ως καλλιτεχνική γλώσσα, ως πολιτιστική βιομηχανία κι ως κοινωνική εμπειρία. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει πως δε μπορείς αυτήν τη στιγμή να το απολαμβάνεις, να το ρουφάς, να το χαίρεσαι. Ούτως ή άλλως, σχεδόν κάθε μας συναίσθημα είναι οριακά σχιζοειδές πλέον, έτσι όπως έχει πάει αυτή η χρονιά. Μ’ αυτήν την έννοια, όσο αμήχανο κι ανοίκειο είναι το να βλέπεις ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ μέσα από μια streaming πλατφόρμα, πόσο μάλλον ένα φεστιβάλ θεμελιωδώς δεμένο με την πόλη του όπως αυτό της Θεσσαλονίκης, άλλο τόσο ενθουσιαστικό είναι να βλέπεις όμορφες ταινίες και να τις μοιράζεσαι άμεσα, επί τόπου, κατευθείαν με τόσο διαφορετικό κόσμο από τόσα διαφορετικά σημεία της χώρας.

Παραδοσιακά, τέτοια εποχή θα ξεκινούσαμε από την Αθήνα για να ανηφορίσουμε 504 χιλιόμετρα βορειότερα για χάρη του φεστιβάλ. Όσοι κι όσες το έχουν επισκεφτεί, γνωρίζουν ότι οι αποθήκες του λιμανιού, η αίθουσα του Ολύμπιον και τα μπαρ του κέντρου ήταν ένα θαυμαστό οικοσύστημα με κέντρο της ζωής του την κινηματογραφική εμπειρία και χίλιες μορφές κοινωνικότητας να ανθίζουν γύρω από αυτήν. Φέτος από την άλλη, ελλείψει αυτής της δυνατότητας, αφού την σχεδόν τελευταία στιγμή επιβεβαιώθηκε το χειρότερο σενάριο απ’ αυτά για τα οποία είχε προετοιμαστεί το φεστιβάλ, αρκούμαστε στην virtual κοινωνικότητα των ψηφιακών μέσων. Τρέχουμε να προλάβουμε τις sold out ψηφιακές προβολές (πρώτα απ’ όλες οι ελληνικές ταινίες, πράγμα πολύ ευχάριστο φυσικά) κι έπειτα τρέχουμε να μοιραστούμε τη γνώμη μας γι’ αυτό που είδαμε στα  social media.

Είναι μια παράξενη εποχή, αντιφατική κι επιταχυνόμενη. Μετά το αρχικά αναβληθέν κι έπειτα ψηφιακό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης την άνοιξη, το καλοκαίρι βρεθήκαμε στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Σύρου και ο Σεπτέμβριος μας έφερε τις αθηναϊκές Νύχτες Πρεμιέρας. Ευτυχώς, αυτά τα δύο φεστιβάλ, μεταξύ άλλων, κατάφεραν να γίνουν σε φυσικούς χώρους κι εμείς θελήσαμε να αποτυπώσουμε, μέσα από συνεντεύξεις με τις ομάδες τους, το πώς μοιάζει σήμερα η φεστιβαλική εμπειρία. Μ’ αυτήν την έννοια, το φετινό 61ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης παρουσιάζει και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, όντας η πρώτη τόσο μεγάλη πολιτιστική διοργάνωση στην Ελλάδα που μεταφέρεται σε ψηφιακό χώρο. Μ’ αυτήν την έννοια, πρόκειται για ένα ιστορικό φεστιβάλ.

Έτσι, είχαμε αυτές τις μέρες την χαρά να μιλήσουμε με τον Ορέστη Ανδρεαδάκη και τον Γιώργο Κρασσακόπουλο, διευθυντής του φεστιβάλ και επικεφαλής προγράμματος αντίστοιχα, για την φετινή διοργάνωση και τις προκλήσεις γύρω από αυτήν, αλλά και πάνω στις προοπτικές για το μέλλον φυσικά. Αυτή ήταν η συζήτησή μας:

Από τα 3 σενάρια διεξαγωγής του φεστιβάλ επιβεβαιώθηκε το χειρότερο. Όχι μόνο για το φεστιβάλ, φυσικά, αλλά για όλους μας. Ακόμα και πλήρως προετοιμασμένοι όπως ήσασταν, πώς βιώσατε αυτήν την εξέλιξη;

Γιώργος Κρασσακόπουλος: Το ότι ήμασταν έτοιμοι έκανε αναμφίβολα μια διαφορά. Από την αρχή που σχεδιάζαμε το φεστιβάλ, το πρώτο πράγμα που κοιτάγαμε κλείνοντας μια ταινία ήταν να έχουμε διαθέσιμα και τα δικαιώματα για την online προβολή της γιατί φοβόμασταν ότι θα συμβεί αυτό που τελικά συνέβη. Ομολογώ βέβαια ότι εγώ αισιοδοξούσα μέχρι και κοντά στο τέλος ότι θα μπορούσαμε τουλάχιστον να το κάνουμε υβριδικό. Αλλά δυστυχώς η πραγματικότητα μου συνέτριψε κάθε ελπίδα. Δεν είναι αυτό που θέλουμε κι αυτό που οραματιζόμαστε σαν φεστιβάλ. Για εμάς, το να κάνεις προβολές στις αίθουσες και το να είσαι στην Θεσσαλονίκη είναι δύο πράγματα σημαντικά και απαραίτητα. Όταν αποφασίσαμε την μεταφορά online, έπαθα μια μικρή κατάθλιψη. Αλλά αυτές τις μέρες που ξεκίνησαν οι προβολές βλέπω τις θετικές αντιδράσεις του κόσμου στα social media και των δημοσιογράφων με τους οποίους μιλάμε και το ηθικό μου έχει αναπτερωθεί λίγο. Πολύ, βασικά. 

Ορέστης Ανδρεαδάκης: Ακριβώς αυτό. Από την άλλη βέβαια, η έναρξη του φεστιβάλ, όπως περίπου έγινε και με το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ φέτος, συμπίπτει με την έναρξη μιας καινούριας καραντίνας. Οπότε υπάρχουν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, κινηματογραφόφιλοι και φίλοι των τεχνών, που βρίσκονται ήδη κλεισμένοι στο σπίτι τους και το φεστιβάλ είναι μια διέξοδος. Λαμβάνουμε μηνύματα που μας λένε “ευτυχώς που έχουμε κι αυτό”. Ήταν ανάγκη να γίνει online το φεστιβάλ, αλλά απ’ την άλλη είναι και μια μικρή ελπίδα. Είναι ταινίες που τις έχουμε διαλέξει με πολύ κόπο και πιστεύουμε ότι λένε κάτι σημαντικό για τον κόσμο σήμερα.

Φαντάζομαι το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ που επίσης διεξήχθη ψηφιακά ήταν σχολείο, και με όρους τεχνικούς, αλλά και για το τι ρόλο μπορεί να παίξει ένα τέτοιο πολιτιστικό αποκούμπι σε συνθήκες καραντίνας.

Ορέστης: Ναι, εμείς ήμασταν οι πρώτοι στον κόσμο που κάναμε διαδικτυακή την Αγορά, το αναπτυξιακό κομμάτι του φεστιβάλ που δεν είναι ορατό στους θεατές αλλά εκεί γίνεται όλη η προετοιμασία για τις ταινίες του αύριο. Αυτό μας έδωσε μια τρομερή εμπειρία. Θυμάμαι τις πρώτες μέρες που επικοινωνούσαν μαζί μας όλα τα φεστιβάλ του κόσμου και λέγανε “πώς την κάνατε την Αγορά;”. Οπότε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δίναμε τεχνογνωσία σε άλλα φεστιβάλ που ήθελαν να κάνουν διαδικτυακά τις αγορές τους κυρίως. Όταν βγάλαμε το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ στον αέρα ήταν μόλις είχε τελειώσει η καραντίνα. Η εμπειρία ήταν πάρα πολύ καλή. Το είδαν άνθρωποι που δεν είχαν έρθει ποτέ στο φεστιβάλ. 

Γιώργος: Ένα μεγάλο ποσοστό του κοινού του φεστιβάλ τότε ήταν από πόλεις της Ελλάδας εκτός Θεσσαλονίκης, κόσμος που δεν είχε την ευκαιρία να το επισκεφτεί, και μάλιστα είχε ενδιαφέρον ότι διάφοροι έλεγαν “πω πω, έχω να έρθω στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης πόσα χρόνια και τώρα μπορώ και ξαναβλέπω ταινίες”. Μετά την Αγορά που είπε ο Ορέστης, λοιπόν, είχαμε μια μεγάλη σειρά από συναντήσεις με πάρα πολλά φεστιβάλ, οι οποίες κράτησαν εβδομάδες και με τα οποία συνομιλούσαμε για το πού πηγαίνουμε, πώς μπορεί να λειτουργήσει αυτό το πράγμα και πώς μπορούμε να ορίσουμε το νέο τοπίο της online πραγματικότητας. Ήταν ένα μεγάλο σχολείο το φετινό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ και την εμπειρία που αποκομίσαμε την χρησιμοποιούμε τώρα σε αυτό, νομίζω με τον καλύτερο τρόπο.

Δεδομένης της φεστιβαλικής νηνεμίας που έπαιξε φέτος, και με δεδομένη την ακύρωση των Καννών που είναι σταθερή πηγή για τα υπόλοιπα φεστιβάλ, πώς προσεγγίσατε τον προγραμματισμό της φετινής διοργάνωσης όσον αφορά τις ταινίες;

Γιώργος: Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή φοβόμασταν ότι δεν θα έχουμε αρκετές ταινίες, αλλά γρήγορα καταλάβαμε ότι δεν θα συμβεί κάτι τέτοιο. Πέραν του ότι κάποια φεστιβάλ έγιναν κι αυτά online, οι Κάννες ανακοίνωσαν ούτως ή άλλως τις ταινίες τους, και φέτος έχουμε πολλές από τις ταινίες που ήταν να προβληθούν εκεί. Επίσης, κάποια φεστιβάλ έγιναν. Αλλά και πέρα από αυτά, πολλοί δημιουργοί μας κατέθεσαν καινούριες ταινίες και στο πρόγραμμα έχουμε ακόμα και παγκόσμιες ή ευρωπαϊκές πρεμιέρες. Κι είναι συγκινητικό ότι, όταν ανακοινώθηκε ότι το φεστιβάλ θα γίνει online, κάποιοι από αυτούς τους ανθρώπους μας εμπιστεύθηκαν ούτως ή άλλως τις ταινίες τους.

Ορέστης: Το μόνο που μας έλειψε ήταν να πηγαίνουμε σε αυτά τα φεστιβάλ! Γιατί στα φεστιβάλ δεν είναι μόνο ότι βλέπεις ταινίες, αλλά είναι κι όλη η δουλειά που γίνεται εκεί. Μόνο το μισό μέρος ενός φεστιβάλ είναι να δεις ταινίες. Το άλλο μισό είναι συναντήσεις με παραγωγούς, sales agents, άλλες εταιρείες, κέντρα κινηματογράφου απ’ όλον τον κόσμο, συμμετοχή στις αγορές. Οπότε αυτό, ναι, μας έλειψε πάρα πολύ.

Λίγο πιο συγκεκριμένα για το φετινό πρόγραμμα τώρα. Το πρώτο που θέλω να συζητήσουμε είναι το αφιέρωμα στο sci-fi και το cli-fi. Μ’ άρεσε σαν ματιά και ήθελα να μάθω πώς προέκυψε, γιατί μου φάνηκε ότι αποτυπώνει ωραία την κινηματογραφική φαντασία γύρω από την ανθρωπόκαινο και το μέλλον του πλανήτη.

Ορέστης: Όταν ξεκίνησε η καραντίνα, η φράση επιστημονική φαντασία ήταν παντού. Το θυμάστε. Τότε έπαιξε πολύ και το Contagion του Soderbergh που κινητοποίησε πάρα πολύ κόσμο να αναζητήσει το τι έκανε η επιστημονική φαντασία γενικά σε τέτοιες περιπτώσεις, πώς κατέγραψε δυστοπίες, όλα αυτά. Ψάχνοντας, φτάσαμε στη δεκαετία του ‘50, απ’ την περίοδο του ψυχρού πολέμου κι έπειτα δηλαδή, όπου διαπιστώσαμε ότι σχεδόν όλες οι ταινίες επιστημονικής φαντασίας καταγράφουν μ’ έναν τρόπο αλληγορικό όλα τα προβλήματα που είχε τότε ο κόσμος. Και φυσικά τους μεγάλους του φόβους: της πυρηνικής ενέργειας και του πυρηνικού πολέμου, του ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων στους εξοπλισμούς, του ξένου που θα εισβάλλει μέσα στο δικό μας σύστημα, της διάβρωσης όλων των μυστικών υπηρεσιών από κατασκόπους και προδότες, του διαστήματος που θα φέρει στη γη εξωγήινους ιούς, των νέων βιολογικών και χημικών όπλων. Βλέποντας τέτοιες ταινίες, συνειδητοποιήσαμε ότι είναι σχεδόν προφητικές. Γι’ αυτό ονομάσαμε και το αφιέρωμα “Προφητείες από έναν άλλο κόσμο”. Υπάρχουν ταινίες που έχουμε επιλέξει κι οι οποίες είναι σα να μιλούν για το σήμερα. Ζούμε ξανά όλους τους φόβους που έζησε η ανθρωπότητα στον ψυχρό πόλεμο.

Γιώργος: Κι επίσης αυτό που προσπαθήσαμε να κάνουμε ήταν να μη δούμε μόνο την αμερικάνικη ματιά στην επιστημονική φαντασία αλλά να κοιτάξουμε σε ολόκληρο τον κόσμο το πώς οι κινηματογραφιστές αντιμετώπισαν μια σειρά από τέτοιες θεματικές. Και γι’ αυτό άλλωστε το αφιέρωμα καλύπτει μια ευρεία γκάμα κινηματογράφων πέρα από τον αμερικάνικο, από το ανατολικό μπλοκ, από την Ευρώπη, την Ασία. Και ναι, είναι ένα αφιέρωμα που μας αρέσει πολύ, το παραδεχόμαστε. 

Το άλλο κομμάτι του προγράμματος που ήθελα να συζητήσουμε είναι το ελληνικό. Έχω την εντύπωση ότι υπάρχει ένα κεκτημένο hype φέτος. Από τη μία έχει να κάνει με την πολύ καλή πορεία που είχαν τα Μήλα στη Βενετία κι από την άλλη με την πολύ καλή εντύπωση που έκανε φέτος η μικρού μήκους παραγωγή στη Δράμα και τις Νύχτες Πρεμιέρας. Το νιώθετε κι εσείς αυτό το hype; Είναι δικαιολογημένο;

Ορέστης: Σίγουρα, υπάρχει. Αυτό που βλέπουμε εμείς, που είμαστε λίγο παλιότεροι, είναι το εξής. Θυμόμαστε μια εποχή που πηγαίναμε στα ξένα φεστιβάλ και δεν υπήρχε ελληνική παρουσία. Υπήρχε μόνο ο Αγγελόπουλος κάθε 4-5 χρόνια περίπου που έκανε ταινία. Και ελάχιστοι άλλοι σκηνοθέτες στη χάση και στη φέξη. Και ξαφνικά βλέπουμε ότι όλα τα μεγάλα φεστιβάλ έχουν ελληνική συμμετοχή. Αυτό είναι κάτι καταπληκτικό. Εμείς το ζούμε τώρα αυτό το πράγμα. Δεν το είχαμε στα πρώτα χρόνια της καριέρας μας. 

Γιώργος: Και δεν είναι μόνο τα Μήλα βέβαια. Το Digger ήταν στο Βερολίνο. Το Kala Azar ήταν στο Ρότερνταμ. Αλλά έχεις δίκιο ότι είναι μια πολύ ωραία χρονιά για το ελληνικό σινεμά. Για μένα όμως δεν είναι απλώς ένα σημείο στο χρόνο. Έχει να κάνει με την προσπάθεια που γίνεται από τους παραγωγούς, τους δημιουργούς, από όλη την ελληνική κινηματογραφική κοινότητα, ώστε να είναι ενεργή, να είναι ανοιχτή και να κοιτάζει προς τα έξω. Και, ας ευλογήσω και λίγο τα γένια μας, αυτή η νέα εξωστρέφεια που χτίζεται εδώ και πολλά χρόνια έχει σαφώς να κάνει και με το φεστιβάλ. Το γεγονός ότι αποτέλεσε ένα χώρο ζύμωσης για τους Έλληνες δημιουργούς, αλλά και συνάντησης με τους συναδέλφους τους από το εξωτερικό, έπαιξε για μένα έναν καθοριστικό ρόλο στο να ανοίξουν οι ορίζοντες όλων.

Ταυτόχρονα βέβαια μου φαίνεται πως υπάρχει και μια σκοτεινή ειρωνεία σε όλο αυτό, με την έννοια ότι έχουμε μια χρονιά βαθιάς κρίσης για το σινεμά κι έτσι αποτελεί ερώτημα το τι κομμάτι αυτής της κινηματογραφικής κοινότητας θα καταφέρει να επιβιώσει. Αυτό δεν θέτει επί τάπητος και την ζωτική ανάγκη στήριξής της με πιο έντονο τρόπο;

Ορέστης: Εμάς ούτως ή άλλως φέτος ήταν η προτεραιότητά μας αυτό. Και το Μάρτιο στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, και τώρα. Η προτεραιότητα του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι να υποστηρίξουμε την ελληνική κινηματογραφική κοινότητα. Σκηνοθέτες, παραγωγούς, ηθοποιούς, τεχνικούς. Και αιθουσάρχες, διανομείς, όλους. Και γι’ αυτό μέσα στο πρόγραμμα της Αγοράς έχουμε μια σειρά από καινούριες ενέργειες, προγράμματα, βραβεία και χρηματοδοτήσεις που πιστεύουμε ότι, στο μέτρο που μπορούμε, θα βοηθήσουν όλη την κινηματογραφική κοινότητα. Μην ξεχνάμε όμως ότι, ναι, υπήρχαν φέτος μεγάλα προβλήματα (ταινίες που ανέβαλαν γυρίσματα ή γυρίστηκαν με πολύ μεγάλες δυσκολίες), αλλά από το Μάρτιο μέχρι τώρα ήρθαν στην Ελλάδα μερικές κολοσσιαίες παραγωγές, οι οποίες συνεργάστηκαν όλες με Έλληνες παραγωγούς. Όλες αυτές οι τεράστιες ταινίες με τεράστια ονόματα, από τον Ostlund και την Gyllenhaal μέχρι τον Rourke και την Colman, αμέσως μετά την καραντίνα και σε πάρα πολύ δύσκολες συνθήκες, ήρθαν στην Ελλάδα, με Έλληνες συμπαραγωγούς και με ελληνικά συνεργεία. Αυτές οι παραγωγές έφεραν στην Ελλάδα καθαρά κάπου 8-9 εκ. ευρώ σε μια περίοδο που δεν κινούταν η αγορά. Είναι κολοσσιαίο ποσό.

Γιώργος: Από την άλλη, για τις ίδιες τις ελληνικές ταινίες, ναι, το μέλλον είναι αβέβαιο. Δεν γνωρίζουμε πόσο θα κρατήσει αυτή η κατάσταση, πότε θα ανοίξουν τα σινεμά, πώς θα βγουν αυτές οι ταινίες. Οπότε ομολογώ ότι είμαστε όλοι μας σε μια αβεβαιότητα. Ο κλάδος έχει πληγεί ούτως ή άλλως – και οι αιθουσάρχες ακόμα περισσότερο. Οι αίθουσες παραμένουν κλειστές για 3 εβδομάδες, αλλά κι όσο είχαν ανοίξει μετά το καλοκαίρι κόπηκαν ελάχιστα εισιτήρια. Η ελληνική αγορά είχε να δει τόσο χαμηλά εισιτήρια… ποτέ. 

Ορέστης: Για την στήριξη του ελληνικού σινεμά που συζητάμε, κι επειδή συνήθως μιλάμε για τους σκηνοθέτες, θέλουμε να αναδείξουμε και τους τεχνικούς. Γι’ αυτό φέτος σε ένα τμήμα του φεστιβάλ που το λέμε Meet the Future δώσαμε τον πρώτο λόγο στους διευθυντές φωτογραφίας. Έχουμε φτιάξει μαζί τους μια σειρά από εκπληκτικά φιλμάκια που θα βγουν αυτές τις μέρες στο διαδίκτυο. Κι έχουμε ήδη δικτυώσει αυτούς τους ανθρώπους με ξένους παραγωγούς και σκηνοθέτες. Είναι πολύ σημαντικό να το κάνει αυτό ένα φεστιβάλ. Όχι μόνο να παίζει ταινίες, αλλά να δίνει κι ευκαιρίες στην τοπική κινηματογραφική κοινότητα να πάει ένα βήμα πιο πέρα.

Γιώργος: Επίσης στην Αγορά κάνουμε ειδικές δράσεις για τους σκηνοθέτες ταινιών μικρού μήκους που συμμετέχουν στο πρόγραμμα από το φεστιβάλ της Δράμας με συναντήσεις με επαγγελματίες του χώρου. Κι ακόμα δίνουμε screening fees στις ελληνικές ταινίες που προβάλλονται στο πρόγραμμα, καθώς και σε όλες τις ελληνικές εταιρίες διανομής που έχουν ταινίες τους στο πρόγραμμά μας. Είναι κάτι που το κάνουμε ακριβώς γι’ αυτό, στο μέτρο και με τον τρόπο που μπορούμε, για να στηρίξουμε όλους τους τομείς της κινηματογραφικής κοινότητας στην Ελλάδα.

Μου φαίνεται ότι έχουν όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον τα κεντρικά θέματα που επιλέγονται από το φεστιβάλ κάθε χρόνο, και από εικαστική και από διανοητική σκοπιά. Φέτος επιλέξατε ως θέμα την Τυραννία της Οικειότητας του κοινωνιολόγου Richard Sennett. Σίγουρα η οικειότητα είναι buzzword αυτή τη στιγμή, αλλά το βιβλίο αφορά περισσότερο την κρίση της δημόσιας σφαίρας, της δημόσιας κουλτούρας και του δημόσιου χώρου εν γένει. Σήμερα το σινεμά, από κατεξοχήν μητροπολιτική δημόσια εμπειρία, γίνεται όλο και πιο ιδιωτική και οικιακή. Γεφυρώνεται αυτό; Σώζεται η κατάσταση;

Ορέστης: Εμείς θέλουμε να κάνουμε τα πάντα για να σωθεί και να βρούμε τρόπους να φτιάξουμε αυτές τις γέφυρες. Αυτή είναι η δουλειά μας. Δεν ξέρω. Είναι μια ερώτηση που δε μπορώ να την απαντήσω. Αλλά σίγουρα πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να σώσουμε το σινεμά και να φτιάξουμε αυτές τις γέφυρες. 

Γιώργος: Κι η αλήθεια είναι ότι φέτος είχαμε σχεδιάσει μια σειρά από δράσεις που θα λάμβαναν χώρα στο δημόσιο χώρο, οι οποίες δυστυχώς λόγω του lockdown ακυρώθηκαν, αλλά και μια σειρά από δράσεις που θα συνέβαιναν σε πολλές πόλεις της Ελλάδας – στα Γιάννενα, στο Ηράκλειο, στην Αθήνα. Όλα αυτά δε θα γίνουν προφανώς. Από την άλλη, ο δημόσιος χώρος μεταφέρεται λίγο στην αρένα των social media. Δηλαδή υπάρχει μια διάδραση. Δεν ξέρω κατά πόσο είναι ιδανική ή αυτή που θα θέλαμε να είναι. Αλλά, όπως είπε κι ο Ορέστης, η ελπίδα μας είναι ότι θα επανέλθουμε δριμύτεροι. Θα γυρίσουμε και πάλι εκεί που πιστεύουμε ότι είναι ο φυσικός χώρος του φεστιβάλ: οι αίθουσες.

Έχει ενδιαφέρον αυτό με τις άλλες πόλεις, μιας και ήταν επίσης μέσα στα σενάριάς σας. Εγώ ήλπιζα να δοκιμαστεί, δεδομένου ότι το μοντέλο συγκεντροποίησης ενός φεστιβάλ στο χώρο και στο χρόνο δεν ενδείκνυται υγειονομικά. Αυτή η διάχυση, από την άλλη, θα είχε σίγουρα ενδιαφέρον για το πώς μπορεί να μοιάζει η φεστιβαλική εμπειρία στο μέλλον.

Ορέστης: Είναι κάτι που το έκαναν και το κάνουν πολλά άλλα φεστιβάλ. Το έκαναν οι Κάννες που παίζουν σε διάφορες πόλεις της Γαλλίας, το έκανε το Κάρλοβι Βάρι, το έκανε το Λοκάρνο. Ναι, ο κόσμος δύσκολα ταξιδεύει σε αυτές τις συνθήκες. Τη μια μέρα ενδέχεται να μπορείς να το κάνεις και την άλλη όχι, οπότε ήταν κι αυτό μια ιδέα που είχαμε. Να παίξουμε σε Γιάννενα, Αθήνα και Ηράκλειο, και να φέρουμε το φεστιβάλ κοντά σε ανθρώπους που δε μπορούν να ταξιδέψουν. Την πραγματική εμπειρία του φεστιβάλ, όχι μόνο την ιντερνετική. Βέβαια, οι πόλεις αυτές άρχισαν να κλείνουν η μία μετά την άλλη. Και μετά όλη η Ελλάδα. Οπότε δυστυχώς ακυρώθηκε το πρότζεκτ αυτήν την φορά. Αλλά είναι κάτι που το έχουμε στο μυαλό μας. Δεν το αποσύρουμε από το τραπέζι. Θα το ξαναμελετήσουμε. 

Γιώργος: Νομίζουμε ότι είναι κάτι που αξίζει τον κόπο. Όπως μου έλεγε κάποιος, “θα γίνει δηλαδή Φεστιβάλ Ελλάδος αλλά με έδρα τη Θεσσαλονίκη”; Του λέω “δεν ακούγεται άσχημο, γιατί όχι;”. 

Ορέστης: Στα πλαίσια του συνθήματός μας που λέει “σινεμά με κάθε τρόπο”, είχαμε πει ότι αυτές τις εκδηλώσεις θα τις ονομάζαμε “Θεσσαλονίκη με κάθε τρόπο”. 

Best of internet