Quantcast

Το Birds of Prey δεν είναι σίγουρο αν θέλει να γίνει το αντι-Joker ή το αντι-Deadpool

Αλλά τουλάχιστον ήταν τίγκα διασκεδαστικό

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

10 Φεβρουαρίου 2020

Πίστευα ότι το Birds of Prey θα είναι γαμώ τις ταινίες – και θα εξηγήσω γιατί. Πρώτον, είμαι γενικά αισιόδοξος για το μέλλον της κινηματογραφικής DC. Μετά από μια σειρά ταινιών που απέτυχαν τόσο στις κριτικές όσο και στο box office (με εξαιρέσεις βέβαια, όπως τα Wonder Woman και Aquaman), η DC άρχισε να πιστολιάζει πρότζεκτ, ηθοποιοί άρχισαν να αποχωρούν και τελικά εγκαταλείφθηκε κι η ίδια η ιδέα του κοινού κινηματογραφικού σύμπαντος. Πράγμα καλό, αν μας ρωτάτε, αφού στη συνέχεια ξεκίνησε μια στροφή προς αυτοτελή πρότζεκτ στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη. Και πράγματι, το πράγμα πήγε καλά. Το Joker πετσόκοψε τα πάντα. Το επόμενο Batman έχει μαζέψει το καλύτερο καστ εκεί έξω. Το Flash αρχίζει να ψήνεται. Το επόμενο Wonder Woman είναι κοντά. Το Swamp Thing ήταν πανέμορφο και κρίμα που κόπηκε, ενώ το Doom Patrol έκανε μια από τις καλύτερες superhero σεζόν ever. Γενικά, ναι, πάει καλά και μακάρι να πάει καλύτερα.

Εκτός αυτού, με ιντρίγκαρε πολύ η ιδέα τη εγκατάλειψης του στερεοτυπικά κλισεδιάρικου υπερηρωικού κόσμου του Suicide Squad για χάρη μιας νέας αισθητικής, πιο φαντασμαγορικής, πιο καλειδοσκοπικής, πιο ψυχεδελικής. Ούτως ή άλλως, το ρεαλιστικό dark & gritty ύφος που εισήγαγε στο superhero κινηματογραφικό ιδίωμα ο Christopher Nolan με την Batman τριλογία του λειτούργησε ικανοποιητικά για τον Σκοτεινό Ιππότη, αλλά ξέρουμε πολύ καλά ότι αυτό στυλ παρήγαγε μακροπρόθεσμα πολλές παραπάνω μετριοκακές κόπιες απ’ όσες μπορούμε να καταναλώσουμε. Επιπλέον, η Cathy Yan έμοιαζε όντως η κατάλληλη σκηνοθέτιδα για μια τέτοια solo ταινία Harley Quinn. Η πρώτη ταινία της, Dead Pigs, ήταν μια ικανοποιητικότατη μαύρη κωμωδία που κατάφερνε να συνδυάζει πανέμορφα την fabulous οπτική ταυτότητα με τον ικανοποιητικό χειρισμό των χαρακτήρων και της αφήγησης, χωρίς να χάνει από τα μάτια της τις κοινωνικο-πολιτικές προεκτάσεις της ιστορίας. Φυσικά, η δημιουργική ελευθερία σε ένα μεγάλο κι ακριβό superhero πρότζεκτ είναι πάντα ζόρικο πράγμα. Είχαμε βέβαια μια εμπιστοσύνη στην Margot Robbie και ως ηθοποιό (τρομερά χαρισματική) και ως παραγωγό (δεδομένης της δουλειάς που έκανε στο I, Tonya), οπότε ποντάραμε σε μια καλή ισορροπία. Υπήρχε, όμως, ένας αστερίσκος που δεν ξεπερνιέται εύκολα. Είναι το σενάριο – αλλά θα επανέλθουμε παρακάτω σε αυτό.

Προσπερνώντας το γεγονός ότι ο πλήρης τίτλος της ταινίας είναι Birds of Prey (and the Fantabulous Emancipation of One Harley Quinn) κι άρα μας κέρδισε κατευθείαν λόγω της σάτιρας στο Birdman (μια ταινία που αντιπαθούμε τραγικά σόρι νοτ σόρι κλπ), οι παραπάνω προσδοκίες από την ταινία ανταποκρίνονται λίγο-πολύ στις προκλήσεις που έχει μπροστά του το σύγχρονο superhero σινεμά. Ουσιαστικά, μιλάμε για μια κρίση υπερπληθυσμού και προσανατολισμού που εντάθηκε μέσα στο 2019. Αφού το Endgame έφερε το τέλος του Marvel Cinematic Universe κι έδειξε την δύναμη και το όριο ενός ενιαίου κινηματογραφικού σύμπαντος και το Joker άνοιξε τον δρόμο για την βιωσιμότητα των πιο κυριλέ/auteur υπερηρωικών ταινιών, το ερώτημα που θέταμε 3 χρόνια πριν με αφορμή το Logan έχει νέα ορμή πλέον: «Καθώς οι υπερ-ηρωικές ταινίες αποτελούν σύγχρονα σύμπαντα λαϊκής μυθολογίας με παγκόσμια απήχηση σε έναν όλο και πιο περίπλοκο κόσμο, δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να απαντήσουν σε δύο βασικά ερωτήματα: πού απευθύνονται και τι θέλουν να πουν». Με πιο απλά λόγια, πώς θα καταφέρουν να έχουν μια αισθητική και αφηγηματική αυτοτέλεια, διατηρώντας παράλληλα μια ισορροπία ανάμεσα στο διασκεδαστικό και ουσιαστικό μαζικό σινεμά.

Αν, λοιπόν, δούμε το Birds of Prey που κυκλοφόρησε την περασμένη βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες ως μια απόπειρα για ουσιαστική διαπραγμάτευση μια αυτοτελώς γυναικείας υπερηρωικής μυθολογίας, τότε το πράγμα ζορίζει αρκετά. Ο pop φεμινισμός του ξεκινάει από την πολύ ενδιαφέρουσα αφετηρία της εγκατάλειψης του Joker ως τοξικού γκόμενου, αλλά αντί για ένα καλογραμμένο ταξίδι προς την μεταφορική και κυριολεκτική ανεξαρτησία έχουμε μάλλον απλά ένα πλαστικό σχήμα “όμορφες-γυναίκες-δέρνουν-κακούς-τύπους”. Αυτό από μόνο του είναι μια χαρά βέβαια, αλλά η αλήθεια είναι πως στην συγκεκριμένη περίπτωση μυρίζει περισσότερο στουντιακό/executive πατρονάρισμα του κοινού εκ μέρους μιας δομικά συντηρητικής χολιγουντιανής δομής παρά με αληθινή καλλιτεχνική αυτονομία εκ μέρος των γυναικών δημιουργών. Με άλλα λόγια, η Harley Quinn της Margot Robbie λειτουργεί κομπλέ ως pop ξυλοφορτώτρια, αλλά αποτυγχάνει ως πολύπλοκη αντι-ηρωίδα του στυλ Fleabag, Jessica Jones ή Killing Eve (για να αναφέρουμε τρία υπέροχα πρόσφατα τηλεοπτικά παραδείγματα). Σ’ αυτό, βέβαια, δεν βοήθησε καθόλου και το αρκετά σχηματικό σενάριο της Christina Hodson, σεναριογράφου επίσης της τελευταίας Transformer ταινίας (…).

Επομένως, το Birds of Prey δυσκολεύεται να ικανοποιήσει ως post-Joker γυναικείο αντι-ηρωικό φιλμ, αλλά τα πηγαίνει πολύ καλά σε ένα άλλο πεδίο. Δεδομένης της πολύ καλής δουλειάς στην σκηνοθεσία, τον έξυπνο ρυθμό στο μοντάζ και την χαρισματικότητα των βασικών πρωταγωνιστριών, η ταινία λειτουργεί πολύ καλύτερα ως σπιρτόζικο και κωμικό action με φαντεζί, πολύχρωμα, ευφάνταστα aesthetics. Με άλλα λόγια, ναι, μάλλον τελικά πήγε περισσότερο προς το αντι-Deadpool παρά προς το αντι-Joker. Έχοντας μια πολύ ενδιαφέρουσα οπτική ταυτότητα και ένα πετυχημένα αλλοπρόσαλλο soundtrack, το Birds of Prey μοιάζει να επικοινωνεί με το διάχυτο κύμα pop weirdness που αγκαλιάζει γυναικεία punk icons όπως η Nina Hagen, πτυχές της σύγχρονης μαύρης έκφρασης όπως οι δουλειές του Childish Gambino στο σινεμά και την τηλεόραση ή το Sorry to Bother You και νέα pop φαινόμενα όπως η μετα-ειρωνική Billie Eilish και οι πολύχρωμοι soundcloud rappers. Στις καλύτερες και πιο διασκεδαστικές στιγμές του, το Birds of Prey απομακρύνεται από την μόδα των φορμουλαϊκών all-female remakes και reboots του Hollywood και θυμίζει την μεγάλη παράδοση των λατρεμένων girl gang ταινιών που ξεκινάει από το exploitation του Faster, Pussycat! Kill! Kill! και του Switchblade Sisters, περνάει από αλητείες σαν το Jubilee και το Warriors, φτάνει στα teen films σαν το Foxes και το Clueless και οδηγεί στον σπουδαίο δρόμο του Girlhood ή του Spring Breakers.

Εν ολίγοις, ναι, περάσαμε καλά βλέποντας την πρώτη solo περιπέτεια της Harley Quinn, έχοντας παραιτηθεί ελαφρώς από τις προσδοκίες του προλόγου αλλά διασκεδάζοντας τα μάλα με τον ρυθμό της αφήγησης, την χορογραφία του ξύλου, την καθαρότητα της δράσης, την φαντασμαγορία της αισθητικής. Προχωράμε.

Best of internet