Quantcast

Το «Portrait of a Lady on Fire» είναι η μόνη ταινία που έχει πραγματικά σημασία αυτή τη στιγμή

Γιατί περιέχει όλους τους λόγους για τους οποίους αξίζει να πηγαίνει κανείς σινεμά

Κάποια πράγματα λειτουργούν περίεργα, με απροσδόκητο, ανεξέλεγκτο τρόπο. Κάποιες φορές η δύναμη του συνειρμού είναι τόσο μεγάλη που έπειτα επισκιάζει όλες τις ορθολογικές συνδέσεις που πρόκειται να ακολουθήσουν. Έτσι κι αλλιώς η ελευθερία του συνειρμού είναι μια ελευθερία που άλλοτε φέρνει άγρια χαρά κι άλλοτε φέρνει απερίγραπτη λύπη. Πώς να συγκριθεί με αυτό η κυριολεξία; Πίσω στο Μάιο της φετινής χρονιάς, καθώς χάζευα την λίστα με τις ταινίες που θα διαγωνίζονταν για τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών, το μάτι μου έπεσε πάνω σε έναν τίτλο: Portrait of a Lady on Fire. Δεν θυμόμουν να έχω διαβάσει κάτι για αυτήν την ταινία, δεν είδα καν ποιο ήταν το όνομα του σκηνοθέτη, δεν είχα κανένα στοιχείο για την ταυτότητα του φιλμ. Ο τίτλος, όμως, έχει πάντα σημασία – όπως όταν πρώτα βρίσκεις το όνομα της μπάντας σου και μετά σκέφτεσαι τι μουσική θα παίζετε.

Αυτός ο τίτλος, λοιπόν, πυροδότησε μια σειρά από συνειρμούς, πλούσιους σε αναφορές, εικόνες και συναισθήματα. Αρχικά, σκέφτηκα το Portrait of the Artist as a Young Man του James Joyce, ένα μυθιστόρημα κομβικό για την διαμόρφωση της αυτο-εικόνας του άνδρα καλλιτέχνη του μοντερνισμού. Παρόλα αυτά, η παρουσία του Lady στον τίτλο με οδήγησε σε μια απόκλιση από την ανδρική καλλιτεχνική νόρμα. Σκέφτηκα ότι η παραλλαγή Portrait of the Artist as a Young Woman έχει χρησιμοποιηθεί εντός του πεδίου της λογοτεχνικής κριτικής προκειμένου να υπογραμμίσει τον αποκλεισμό της γυναικείας έκφρασης από τον καλλιτεχνικό κανόνα. Θυμήθηκα ένα άρθρο που είχα διαβάσει για την Virginia Woolf, το οποίο είχε αυτόν τον τίτλο. Η ίδια η Woolf, λίγα χρόνια μετά το προαναφερθέν έργο του Joyce, έγραψε ένα σημαντικό φεμινιστικό κείμενο πάνω σ’ αυτόν τον αποκλεισμό. Εκεί, έδειξε με μεγάλη καθαρότητα και γενναιότητα την ανάγκη για μια αυτοτέλεια της γυναικείας έκφρασης και ερωτισμού. Από την Woolf, ξαναγύρισα στην ζωγραφική. Θα ήταν κυριολεκτικό αυτό το πορτραίτο; Μ’ αρέσει πολύ όταν έρχονται κοντά το σινεμά κι η ζωγραφική. Θα φλεγόταν πράγματι αυτή η γυναίκα; Θυμήθηκα τον βασιλιά-φωτιά που κατάπιε τον εύφλεκτο Marinus στο Feurio! των Einsturzende Neubauten. Θυμήθηκα μια εικόνα (αυτήν εδώ από κάτω) που σύγκρινε έναν πίνακα του Gustave Moreau για την Λαίδη Μακβέθ από το 1851 με την εμβληματική σκηνή από την Carrie του Brian De Palma του 1976. Θυμήθηκα την σκηνή με το Καίγομαι, Καίγομαι από το Ρεμπέτικο του Κώστα Φέρρη και πριν καλά-καλά το καταλάβω μου είχε κολλήσει το γαμήδι το Πιάνω Φωτιά των Μπλε. Καλά πήγε αυτό.

Ευτυχώς, η ταινία που βγήκε την περασμένη βδομάδα στις ελληνικές αίθουσες ήταν κάτι λιγότερο παρανοϊκό απ’ αυτό, αλλά εκείνοι οι συνειρμοί διαμόρφωσαν σε έναν βαθμό από μόνοι τους τις προσδοκίες και την σχέση μου με την ταινία. Το Portrait έφυγε από τις Κάννες με δύο βραβεία: τον Queer Χρυσό Φοίνικα και το Βραβείο Σεναρίου. Όταν λίγους μήνες αργότερα την βλέπαμε σε μια sold out προβολή των φετινών Νυχτών Πρεμιέρας, καταλαβαίναμε πολύ καλά το γιατί. Γιατί η Celine Sciamma, δημιουργός ενός σινεμά αφοσιωμένου στην ευαίσθητη και γενναία κινηματογραφική επεξεργασία της ταυτότητας φύλου και της γυναικείας υποκειμενικότητας, είχε φτιάξει μια ιστορία προορισμένη να γίνει αιώνια. Βρισκόμαστε στη Βρετάνη, στα τέλη του 18ου αιώνα. Η νεαρή αριστοκράτισσα Ελοΐζ πρόκειται να παντρευτεί κάποιον κληρονόμο κάποια περιουσίας κάπου μακριά. Η Μαριάν, μια νεαρή ζωγράφος, θα αναλάβει να ζωγραφίσει το πορτρέτο της ώστε αυτό να σταλεί στον μελλοντικό γαμπρό, όπως συνηθιζόταν να συμβαίνει τότε. Η Ελοΐζ όμως δεν θέλει αυτόν τον γάμο. Αρνείται να ποζάρει. Η Μαριάν προσπαθεί να την ζωγραφίσει από μνήμης, πράγμα αδύνατον. Έτσι, ξεκινάει μια συναρπαστική διαλεκτική εγγύτητας και απομάκρυνσης. Η Ελοΐζ αντιστέκεται στο ανδρικό βλέμμα που ζητάει το πορτρέτο της. Την ίδια ώρα θέλει να παραδοθεί στο γυναικείο βλέμμα της Μαριάν. Αν δεχτεί να γίνει το μοντέλο της, θα παραδοθεί στο προδιαγεγραμμένο μέλλον της ετεροκανονικότητας. Αν αρνηθεί, θα στερηθεί το παρόν του ερωτικού καλέσματος, τον κόσμο των δυνατοτήτων που υπόσχεται η στιγμή. Πραγματικά, πώς είναι δυνατόν να μην σε συναρπάσει αυτή η ταινία;

Η ίδια η ιδέα του πορτρέτου χρησιμοποιείται με συναρπαστικό τρόπο κατά την διάρκεια της ταινίας. Είναι ένα πεδίο διαπραγμάτευσης που συναντιούνται με συγκρουσιακό τρόπο οι επιθυμίες, οι ταυτότητες κι οι ρόλοι των δύο γυναικών. Είναι μια διαδικασία αλλά κι ένας στόχος, κάτι προς ολοκλήρωση, κάτι προς κατάκτηση. Είναι επίσης μια καταραμένη κλεψύδρα, ένα ρολόι που μετράει αντίστροφα. Το πορτρέτο είναι ο χρόνος που έχουν μαζί, κι αυτός ο χρόνος είναι ταυτόχρονα η ασθένεια κι η θεραπεία. Ούτως ή άλλως, το πορτρέτο ενός αγαπημένου προσώπου (είτε μιλάμε για φωτογραφία είτε μιλάμε για ζωγραφική) έχει πάντα ένα λατρευτικό στοιχείο. Και πάντα είναι καταραμένο γιατί πάντα, πάντα προκαταβάλει την απουσία αυτού του αγαπημένου προσώπου. Αυτό το ήξερε πάρα πολύ καλά ο συγγραφέας Walter Benjamin όταν έγραφε ότι η λατρεία της ενθύμησης των αγαπημένων προσώπων προσφέρει ένα τελευταίο καταφύγιο για την λατρευτική αξία της εικόνας. Κι η ασύγκριτη ομορφιά αυτής της εικόνας δεν πηγάζει από πουθενά αλλού πέρα από την μελαγχολία του χωρισμού, ακόμα κι αν αυτός δεν έχει φτάσει ακόμα. Αν το πορτρέτο της Ελοΐζ από την Μαριάν ολοκληρωθεί, λοιπόν, τότε δεν θα είναι παρά ένα ίχνος, ένα καταραμένο απόθεμα της ιστορίας τους. Έτσι κι αλλιώς, το ολοκληρωμένο έργο δεν είναι παρά η νεκρική μάσκα της σύλληψης. Εκείνο που έχει σημασία είναι η ιστορία, η σχέση.

Ανάθεμα κι αν υπάρχει μια χούφτα δημιουργών που να έχουν καταφέρει να φτιάξουν έναν κινηματογράφο της γυναικείας σχεσιακότητας τόσο βαθύ και ουσιαστικό όσο αυτός της Sciamma. Από το ντεμπούτο της το 2007 μέχρι σήμερα, η Sciamma ανοίγει όλο και περισσότερο το scope της γραφής και της εικόνας της ώστε να αγκαλιάζει με μικρά αλλά σίγουρα βήματα ένα μεγαλύτερο μέρος του φάσματος της γυναικείας υποκειμενικότητας. Το Water Lillies έπιασε την queer εκδοχή της κοριτσίστικης εφηβείας. Το Tomboy αποσταθεροποίησε την ίδια την ταυτότητα φύλου προτείνοντας έναν σχεσιακό δρόμο για την διαλεκτική ανάμεσα σε cis και trans. Το Girlhood αναζητά το σημείο έκρηξης/συνάντησης των καταπιέσεων που αφορούν το φύλο, την εθνικότητα και την κοινωνική τάξη στη ζωή ενός μαύρου κοριτσιού από τα παρισινά προάστια. Ουσιαστικά, το Portrait είναι η πρώτη «ενήλικη» ταινία της Sciamma. Κι επιστρέφοντας πίσω στις απαρχές της μοντέρνας εποχής, η Sciamma σχεδόν επιχειρεί ένα project που συνομιλεί με εκείνο της Virginia Woolf στο έργο που αναφέραμε προηγουμένως: την αφήγηση μιας προϊστορίας της γυναικείας αυτονομίας, την ανακατασκευή ενός παρελθόντος κλεμμένου και αποσιωπημένου στην τέχνη και την ζωή. Πρόκειται για μια αυτοτέλεια της γυναικείας απόλαυσης κι έκφρασης που το σινεμά την φοβήθηκε ήδη από τις απαρχές του. Όμως εδώ το γυναικείο βλέμμα δεν είναι απλώς μια αντεστραμμένη εκδοχή του ανδρικού βλέμματος, δηλαδή της οπτικής γωνίας της συντριπτικής πλειοψηφίας της μεγάλης δυτικής τέχνης. Αντίθετα, εδώ η Sciamma προτείνει έναν μη-κυριαρχικό τρόπο να κοιτάς, ένα βλέμμα που δεν εξουσιάζει το αντικείμενό, αλλά το απελευθερώνει καθώς αλληλο-αγκαλιάζονται σε μια νέα σχέση ισότητας, αγάπης, τρυφερότητας, κατανόησης. Είναι φεμινιστικό σινεμά, φυσικά, και καταφέρνει να φτάσει στο ανθρώπινο βάθος των πραγμάτων που θέλησε να πλησιάσει το The Favourite κρατώντας σφιχτά τον κυνισμό του, χωρίς να τα καταφέρει.

Απ’ αυτήν την σκοπιά, ο έρωτας που αναπαριστά το Portrait είναι ένας έρωτας αρχετυπικός αλλά και ουτοπικός, υπερβατικός. Μέσα από το παιχνίδι σαγήνης και διαπραγμάτευσης των όρων παράδοσης στην επιθυμία, οι δύο ηρωίδες χτίζουν σκηνή-σκηνή μια διαλεκτική θωράκισης και διάρρηξης του εαυτού. Η ελευθερία ξεκινάει από την επιβεβαίωση του εαυτού αλλά δεν ολοκληρώνεται παρά μόνο με το ξεστράτισμα από αυτόν. Όχι για να δημιουργηθεί ξανά ένας νέος συνεκτικός εαυτός από την αρχή, αλλά για να αρχίσει μια διαρροή από τον εαυτό που θα καίει σαν λάβα το έδαφος της ταυτότητας ανοίγοντας νέους δρόμους πειραματισμού. Όπως και στο Call Me By Your Name, την έτερη μείζονα queer ταινία της εποχής μας, η ομοερωτική σχέση έχει ουτοπικό χαρακτήρα. Τα αγαπημένα πρόσωπα ανταλλάσσουν ονόματα και βοηθιούνται, εμπνέονται, πολλαπλασιάζονται. Ο λεσβιακός έρωτας του Portrait έχει κάτι βαθιά και δομικά δυνητικό, ανταλλάζει το είναι με ένα θα-μπορούσε-να-είναι, προτείνει ένα στοίχειωμα της κανονικότητας από εκείνο που θα μπορούσε να υπάρξει, ένα this could be us but u playin’ αλλά με τρόπο που ξεπερνάει την ατομική περίπτωση κι ανοίγεται στην οντολογία του έρωτα. Τις προάλλες, μια φίλη μου που της άρεσε πολύ η ταινία ανέβασε στο Facebook μια ατάκα της Virginia Woolf (ναι, ξανά) που ήταν σαν να συνδέει αυτόν τον ουτοπικό ερωτισμό με την ίδια την γυναικεία επιθυμία: «Ως γυναίκα, δεν έχω πατρίδα. Ως γυναίκα, δεν θέλω πατρίδα».

Καθώς τελειώνω το κείμενο γι’ αυτήν την ταινία, σκέφτομαι ότι είμαι ανεπαρκής. Η ταινία ξεπερνάει την εμπειρία μου, κατά πολύ. Από την άλλη, όμως, γιατί ένιωσα να με αγκαλιάζει τόσο πολύ; Χαζεύω στο Letterboxd τι έχουν γράψει οι άνθρωποι για το Portrait. Μια γυναίκα γράφει: «Αυτή η ταινία μπήκε μέσα στο σπίτι μου, πλήρωσε τους λογαριασμούς μου, με γρονθοκόπησε στο πρόσωπο, καθάρισε το δέρμα μου, με έφτυσε, μου φίλησε το μέτωπο και με πυροβόλησε εξ επαφής. Δεν θα επεκταθώ περισσότερο». Λοιπόν, τέλος, αυτό πρέπει να κάνει το σινεμά. Είναι μια γυναίκα που φλέγεται. Δεν φταίει εκείνη, εκείνη απλά ήταν εύφλεκτη. Φωτιά, περπάτησε μαζί της.

Best of internet