Quantcast

20 χρόνια μετά το Fight Club, επιστρέφουμε στην ταινία που σφράγισε όσο καμία άλλη το τέλος της χιλιετίας

Διαβάζοντάς την ξανά μέσα από τα φετινά λόγια του δημιουργού της, David Fincher

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

11 Σεπτεμβρίου 2019

Το 1999 ήταν μεγάλη υπόθεση. Ήταν μεγάλη υπόθεση, πρώτα απ’ όλα, γιατί σημάδευε το τέλος του αιώνα, το τέλος της χιλιετίας. Η αύρα του τέλους βρισκόταν διάχυτη μέσα στην πολιτισμική ατμόσφαιρα της εποχής, κι αν είστε πάνω από 30 ετών τότε μάλλον το θυμάστε κιόλας. Δεν μιλάμε μόνο για το πανικό του Y2K και την γενική εσχατολογική εσάνς του millennium. Αυτό για το οποίο μιλάμε, κυρίως, είναι το συγκεκριμένο αποτύπωμα που κουβαλούσαν τα σημαντικότερα πολιτισμικά προϊόντα κι έργα τέχνης της μαζικής κουλτούρας εκείνης της χρονιάς: ότι ο ο κόσμος όπως τον ξέραμε φτάνει στο τέλος του. Μπορεί να μην καταστρέφεται ο ίδιος (ακόμα), αλλά κλυδωνίζονται βαθιά οι βεβαιότητες κι οι σταθερές του.

Εκείνη την χρονιά, λοιπόν, η οθόνη (μικρή και μεγάλη) κόντεψε να εκραγεί από τα σημάδια του τέλους. Έπειτα από μια δεκαετία που ο μεταμοντέρνος κυνισμός και ειρωνεία άρχισαν να κυριαρχούν στην pop κουλτούρα, το 1999 έφερε μια μεγάλη φουρνιά ταινιών και σειρών που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, λιγότερο ή περισσότερο επεξεργασμένα, επιχείρησαν να αναμετρηθούν πιο ευθέως με τα ζητήματα που έφερνε η εποχή: η αβεβαιότητα για το μέλλον, το αδιέξοδο της Generation X, η είσοδος της τεχνολογίας σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής, ο καπιταλιστικός ρεαλισμός που καθιστά ανύπαρκτη εκ προοιμίου κάθε εναλλακτική, το καταναλωτικό όνειρο, η κρίση της παραδοσιακής αρρενωπότητας και της οικογένειας, η ανάκαμψη της νοσταλγίας για ένα φαντασιωτικό παρελθόν, η ανάδειξη της ασταθούς φύσης της πραγματικότητας, η συνειδητοποίηση πως το κανένα μέλλον είναι το νέο μέλλον.

Τέτοια πράγματα ήταν που είδαμε στο The Sixth Sense, στο Being John Malkovich, στο Magnolia, στο American Beauty, στο Eyes Wide Shut, στο The Matrix, στο Office Space, στο The Thirteenth Floor, στο Boys Don’t Cry. Και, πάνω απ’ όλα αυτά, στο Fight Club. Ναι, καμία ταινία δεν συνόψισε σε τέτοιο βαθμό την συζήτηση αυτή όσο το Fight Club του David Fincher, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Chuck Palahniuk από το 1996. Αν η ταινία αποτελούσε όντως μια αμφίσημη σάτιρα για την αρρενωπότητα, την (πολιτική και μη) βία, την ψυχοθεραπεία, τον καταναλωτισμό, την φαντασίωση της μοναδικότητας, τον νιχιλισμό, την κυριαρχία του στυλ, την διάχυση της εξουσίας στις κοινωνικές σχέσεις και τον πρωτο-φασισμό, τότε αυτό το κατάφερε με μεγαλύτερη ένταση από οποιαδήποτε άλλη. Όχι απαραίτητα με τον καλύτερο, πιο σαφή, πιο ευκρινή, πιο επεξεργασμένο τρόπο. Αλλά σίγουρα με τον πιο συναρπαστικό.

Κατά μία έννοια, το Fight Club βρίσκεται ξανά στην επικαιρότητα. Όχι μόνο με τον τυπικό τρόπο της συμπλήρωσης 20 χρόνων από την κυκλοφορία του (για την ακρίβεια, μια μέρα σαν χτες έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας), αλλά και λόγω του ίδιου του του περιεχομένου. Για να είμαστε πιο ακριβείς, περισσότερο λόγω του τρόπου με τον οποίο έδωσε μια συναρπαστική οπτική γλώσσα στο βασανιστικό και συχνά ολισθηρό ερώτημα: ποια είναι η θέση σου σε έναν κόσμο που αλλάζει; Σε έναν βίαιο κόσμο που σε κάνει να νιώθεις αδύναμος, περιττός, ευνουχισμένος, υποτιμημένος; Τι κάνεις με αυτήν την οργή; Πού στρέφεις αυτήν την βία; Σήμερα, 20 χρόνια μετά, το επερχόμενο Joker περιμένει στη γωνία για να γίνει το επόμενο Fight Club, επιχειρώντας να επεξεργαστεί παρόμοια ερωτήματα. Καθόλου τυχαία, κι οι δύο ταινίες έχουν ή διεκδικούν ως επί το πλείστον αντρικό κοινό γιατί πατάνε αμφότερες στο έδαφος της αντρικής φαντασίωσης δύναμης και αίσθησης αδυναμίας, ερχόμενες αντιμέτωπες με την αποσταθεροποίηση της παραδοσιακής ανδρικής ταυτότητας. Κι αν γνωρίζουμε κάτι επί του θέματος, αυτό είναι το εξής: όσο πιο εύθραυστη είναι η αρρενωπότητα, τόσο πιο επικίνδυνη μπορεί να γίνει.

Πίσω στα 90s, o Fincher είχε πιάσει ήδη αυτό το πνεύμα της εποχής και το πώς μπορεί να αποκτήσει mainstream κινηματογραφική μορφή. Ο ίδιος έλεγε από τότε πως το Fight Club είναι μια coming-of-age ταινία για 30ρηδες, για άντρες που μεγάλωσαν κι ενηλικιώθηκαν εναρμονιζόμενοι με μια συγκεκριμένη κοινωνική ταυτότητα κι υπακούοντας σε μια σειρά από συγκεκριμένες κοινωνικές προσδοκίες, μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσουν μετά ότι όλα αυτά δεν ήταν αρκετά. Ότι δεν τους ικανοποιούν, δεν τους ανταμείβουν, δεν τους γεμίζουν. Χρειάζονται κάτι άλλο, κάτι να τους θεραπεύσει, να τους κάνει να νιώσουν ισχυροί, να νιώσουν ότι ελέγχουν τη μοίρα τους και τη ζωή τους. Φέτος, δύο δεκαετίες μετά, ο Fincher έχει να πει ακόμα περισσότερα. Μιλώντας στον Brian Raftery για το βιβλίο του, How 1999 Blew Up the Screen, o σκηνοθέτης αναφέρεται εκτενώς στις ιστορικές και κινηματογραφικές συνθήκες μέσα στις οποίες φτιάχτηκε το Fight Club. Νωρίτερα μέσα στη χρονιά το The Ringer έδωσε στη δημοσιότητα ένα ιδιαιτέρως ζουμερό απόσπασμα από το βιβλίο, κι εκεί διαβάσαμε μερικά πολύ ενδιαφέροντα πράγματα.

Διαβάζοντας το βιβλίο του Palahniuk, ο Fincher παραδέχεται πως το είδε σαν ένα μεγαλειώδες σύνθημα συσπείρωσης, ξεσηκωμού. Λέει ότι το Fight Club αφορούσε ένα συγκεκριμένο είδος οργής που δημιουργούσε ένα συγκεκριμένο είδος δυσφορίας. Με αυτήν την οπτική, ο σκηνοθέτης πήγε στην Fox και τους παρουσίασε δύο επιλογές για το πώς μπορεί να γίνει ταινία το βιβλίο: είτε ως ένα low-budget cult φιλμ είτε ως μια μεγάλη ταινία με μεγάλους stars. Με κάποιον παράξενο τρόπο, κατάφερε να τους πείσει για το δεύτερο. Παρόλο που ο ίδιος αναγνώριζε την πραγματική οργή που περιείχε το βιβλίο, ήταν παράλληλα σαφής ως προς το ότι η ματιά του Fight Club είναι πρωτίστως σατιρική. Σατιρική προς την ίδια την οργή την οποία αναπαριστά. Τα πράγματα, βέβαια, δεν είναι τόσο απλά. Και το γεγονός ότι τόσος πολύς κόσμος είδε την ταινία λίγο-πολύ κυριολεκτικά, όχι ως καλοδουλεμένη σάτιρα αλλά ως μια οργισμένη κραυγή της καταπιεσμένης αρρενωπότητας, σχετίζεται με την ίδια την οπτική γλώσσα του Fight Club. Με το ότι, σε τελική ανάλυση, αυτό στο οποίο σου εφιστά την προσοχή είναι το πόσο γαμημένα κουλ είναι ο Tyler Durden. Και πόσο γαμημένα κουλ είναι αυτή η φασιστική φαντασίωση. Αυτό το είδος  δυσαρμονίας ανάμεσα στο κείμενο και το framing είναι που στρώνει το έδαφος για μια «παρεξήγηση» που μετατρέπει ομαλά κι εύκολα πολλά στοιχεία του Fight Club σε σύμβολα που θεωρητικά πάνε κόντρα στο «μήνυμά» του.

O Fincher ήθελε σαφέστατα αυτήν την αμφισημία. Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτός που δεν την ήθελε με τίποτα ήταν ο Edward Norton. Συγκεκριμένα, λέει ότι οι δυο τους τσακώνονταν συχνά μιας και ο Norton ήθελε να καταστεί πιο σαφές από το ύφος της ταινίας ότι πρόκειται για σάτιρα, για κωμωδία, για καταδίκη όσων παρουσιάζονται. Από την άλλη, ο Fincher, ήθελε να αφήνει κι ένα παράθυρο ανοιχτό προς την αντίθετη ερμηνεία. Όπως λέει κι ο ίδιος: «Ήθελα ο κόσμος να αναρωτιέται αν η ταινία τα υποστηρίζει όλα αυτά ή όχι». Είναι ένα δύσκολο ζήτημα, γιατί, ΟΚ, κανείς δεν θέλει μια στεγνά διδακτικίστικη ταινία. Ταυτόχρονα, όμως, το να ποντάρεις στην αμφισημία θέλει μεγάλες ικανότητες και σπουδαία προσοχή στην γραφή και την κινηματογράφηση ώστε να μην μετατραπεί το έργο σε κάτι (θεωρητικά πάντα) αντίθετό του. Σε κάθε περίπτωση, εκείνοι που δεν κατάφεραν να πιάσουν την αμφισημία του Fight Club ήταν σίγουρα οι άνθρωποι του στούντιο που ήταν υπεύθυνοι για να το προμοτάρουν. Ο Fincher λέει πως σε κάποια φάση ένα στέλεχος της Fox του είπε το εξής υπέροχο: «Οι άντρες δεν θέλουν να δουν τον Brad Pitt γυμνό. Τους κάνει να νιώθουν άσχημα για τον εαυτό τους. Κι οι γυναίκες δεν θέλουν να τον δουν ματωμένο. Πραγματικά, δεν έχω ιδέα για ποιον έφτιαξες αυτήν την ταινία». Όντως, οι άνθρωποι δεν είχαν καταλάβει τίποτα.

Κατά μία έννοια, δεν ήταν οι μόνοι εκείνη τη στιγμή. Η ταινία απέτυχε παταγωδώς στο box office. Η Fox είχε ξοδέψει 65 εκ. δολάρια για το Fight Club και τα εισιτήρια εκείνη την εποχή της έφεραν πίσω μόλις 37 εκ. δολάρια. Φυσικά, σύντομα αποδείχτηκε πως το Fight Club ήταν προορισμένο να γίνει ένα ορόσημο. Δεν ήταν καν μπροστά από την εποχή του. Ήταν τόσο μέσα, βαθιά μέσα στην εποχή του που σε πρώτη φάση κατάφερε να περάσει σχεδόν απαρατήρητο. Μέσα στην επόμενη δεκαετία, είχε πουλήσει 6 εκ. DVDs κι έφτασε να φέρει έσοδα 55 εκ. δολάρια μόνο από home video πωλήσεις. Το νερό είχε μπει στο αυλάκι. Το Fight Club είχε περάσει μέσα στο DNA του νέου αιώνα. Άρχισε να γίνεται μια ιδιότυπη τελετή μύησης στο ίδιο το σινεμά. Ένα σταθερό σημείο αναφοράς, αξεπέραστο ακόμα για τις νέες γενιές θεατών. Από κάποιες πλευρές, είναι ένα χημικό και τοξικό προϊόν που χρειάζεται προσοχή στον χειρισμό του. Από κάποιες άλλες, παραμένει μια από τις πιο έντονες κινηματογραφικές εμπειρίες στην πρόσφατη ιστορία του σινεμά. Σε κάθε περίπτωση, ο πρώτος κανόνας παραμένει ίδιος: δεν σταματάς ποτέ να μιλάς για το Fight Club. Το ερώτημα, βέβαια, είναι το πώς μιλάς για το Fight Club.

Best of internet