Quantcast

Το «The Sisters Brothers» είναι η western μαύρη κωμωδία που μας χρώσταγαν οι αδερφοί Coen

Τελικά μας την έδωσε ο Jacques Audiard κι έχει μαζεμένους Joaquin Phoenix, John C. Reilly, Riz Ahmed και Jake Gyllenhaal

«Ξέρω τι κάνει ο χρυσός στις ψυχές των ανθρώπων». Αυτά είναι τα λόγια που λέει ο Howard, o γερασμένος χρυσοθήρας στο The Treasure of the Sierra Madre που έγραψε o μυστηριώδης αναρχικός μυθιστοριογράφος B. Traven το 1927 και μετέφερε αριστουργηματικά στην οθόνη ο John Huston το 1948. Προφανώς, η κινηματογραφική και πολιτική δύναμη αυτής της μισο-western περιπέτειας παραμένει αισθητή, ακόμα κι αν έχει διαθλαστεί περνώντας μέσα από μυριάδες άλλα πράγματα εδώ και τόσες δεκαετίες. Είναι από εκείνα τα έργα που θα στοιχειώνουν για πάντα το παρόν του σινεμά, είτε αυτό το συνειδητοποιεί είτε όχι. Κάποιες φορές, βέβαια, θα ξεπετάγεται κι ένα νέο κινηματογραφικό έργο που θα κάνει ρητή αυτήν την υπόρρητη παρουσία, πιάνοντας το νήμα της ταινίας που αναπαράστησε την διαβρωτική, αλλοτριωτική δύναμη της επιθυμίας για οικονομική εξουσία όπως καμία άλλη. Αυτήν την φορά, λοιπόν, η Sierra Madre αναπνέει μέσα από το The Sisters Brothers του Jacques Audiard, το οποίο κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες στις αίθουσες.

Φυσικά, όπως καθίσταται υπερ-σαφές ήδη από την σημειολογία του promo υλικού της ταινίας, το The Sisters Brothers είναι ένα western. Η αλήθεια είναι πως πιθανότατα κανένα άλλο κινηματογραφικό genre δεν έχει ανακηρυχθεί νεκρό τόσες πολλές φορές όσο το western, πριν τελικά επιστρέψει πίσω αναζωογονημένο και κινούμενο με νέα ορμή και νοηματοδότηση. Από τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα μέχρι και το peak του είδους στα 50s, το western ήταν ταυτόσημο με το αμερικάνικο σινεμά. Έπειτα, και μετά την έλευση του New Hollywood από τη δεκαετία του ’60 κι έπειτα, το western βρίσκεται μάλλον σε μια διαδικασία συνεχούς επανανακάλυψης και επανιστορικοποίησης, σε μια διαδικασίας διαρκούς διαπραγμάτευσης της σχέσης με το αμερικάνικο παρελθόν και την αμερικάνικη ταυτότητα. Μετά την κλασική εποχή του western, βέβαια, σημεία-σταθμοί σ’ αυτήν την διαδικασία ήταν το ριζοσπαστικό ρεβιζιονιστικό (ή και ψυχεδελικό) western των 60s και 70s, η pop αναγέννηση της americana μυθολογίας μέσα (και) από τα μεγάλα epic westerns, η κοινωνιολογική ματιά των σύγχρονων neo-western από τα 90s και μετά, αλλά κι ένα πλήθος meta ή πιο ελεύθερων προσεγγίσεων που έχουμε δει τα τελευταία 10-15 χρόνια.

Όλα αυτά, μοιραία, κουβαλάνε ένα μυθικό βάρος στην οθόνη. Κυρίαρχη θέση σ’ αυτήν τη μυθολογία της Παλιάς Δύσης έχει, φυσικά, η έννοια του frontier, του κινούμενου συνόρου που διαμόρφωνε συνεχώς εκ νέου την επικράτεια της μοντέρνας αμερικάνικης πολιτείας από τον 17ο αιώνα κι έπειτα – γεμίζοντας βέβαια τις σελίδες τις ιστορίας με γράμματα φωτιάς και αίματος. Πολύ συχνά, η Παλιά Δύση έχει αναπαρασταθεί ως μια ζούγκλα χωρίς νόμο, μια παγίδα θανάτου, αλλά ταυτόχρονα κι ως μια εποχή αγνότητας, όπου η αγνότητα σήμαινε δύναμη – δύναμη αδιαμεσολάβητη από το νόμο και τους θεσμούς, αναγνωρίζοντας μόνο το ατομικό συμφέρον και κώδικα. Μέσα σ’ αυτήν την φαντασιωτική κατασκευή του παρελθόντος που έχει επιβιώσει στην μαζική συνείδηση, υπάρχει και κάτι που πάντα μου φαινόταν συναρπαστικό όταν έβρισκε τρόπο να εισχωρήσει στην western φιλμογραφία: το western ως ιστορικό μεταίχμιο. Είναι αυτό το πράγμα που έχουμε δει στα western που επιχειρούν να επεξεργαστούν την ανάδυση των θεσμών δικαιοσύνης μέσα στο frontier περιβάλλον, από το κλασικό Ox-Bow Incident του William Wellman και το ακόμα πιο κλασικό High Noon του Fred Zinnemann μέχρι το τηλεοπτικό Deadwood. Είναι, επίσης, κι αυτό το πράγμα που έχουμε δει στα western που τοποθετούν τον εαυτό τους ανάμεσα στον θάνατο του παλιού κόσμου και τη γέννηση του καινούριου, αναζητώντας στον θάνατο της παραδοσιακής frontier μυθολογίας την απαρχή της μοντέρνας καπιταλιστικής κοινωνίας, όπως κάνουν τα Wild Bunch του Sam Peckinpah και McCabe & Mrs Miller του Robert Altman.

Σε μια τέτοια, μεταιχμιακή κατάσταση μοιάζει να βρίσκεται και το Sisters Brothers. Η πρώτη αμερικάνικη ταινία του Audiard, στα 65 χρόνια κι έπειτα από κάμποσες δεκαετίες συνεχούς παρουσίας στο γαλλικό σινεμά (με αποκορύφωμα βέβαια την μεγάλη επιτυχία του A Prophet το 2009), αφηγείται την ιστορία των αδερφών Sisters, όπως την κατέγραψε μυθιστορηματικά ο Patrick deWitt στο βιβλίο όπου βασίζεται το Sisters Brothers. Οι Eli και Charlie Sisters, λοιπόν, είναι δύο φημισμένοι δολοφόνοι στο Όρεγκον του 1850, οι οποίοι έχουν αναλάβει να σκοτώσουν έναν παράξενο χρυσοθήρα για λογαριασμό του μυστηριώδους εργοδότη τους. Φυσικά, γρήγορα γίνεται σαφές πως η ταινία δεν πρόκειται να επιστήσει στην προσοχή μας στα στεγνά γεγονότα της περιπέτειας αυτών των ανδρών, αλλά σκοπεύει μάλλον να δημιουργήσει έναν βαριά φορτισμένο ιστορικό και συναισθηματικό κόσμο γύρω τους. Ο κόσμος αυτός είναι σημαδεμένος από τον πυρετό του χρυσού, από την ορθολογική παραφροσύνη των τυχοδιωκτών πιονιέρων, από την σκοτεινή οικογενειακή ιστορία των δύο αδερφών, από την ευγενή επιθυμία του ουτοπικού σοσιαλισμού και των φαλανστηρίων, από την ορμή του νέου κόσμου που σιγά σιγά πλησιάζει για να διαλύσει τις βεβαιότητες των ανθρώπων αυτών.

Η ίδια η ιστορική ματαιότητα των πράξεων, των σχέσεων, των συναισθημάτων και των παθών των ηρώων του Sisters Brothers είναι που δίνει στην ταινία τον σκοτεινό, κωμικό χαρακτήρα της. Όπως λέει ο καταδιωκόμενος σοσιαλιστής αλχημιστής της ταινίας, Hermann Kermit Warm: όλοι μας θα αλλάξουμε, δεν έχουμε επιλογή. Με ένα διακριτικό κινηματογραφικά τρόπο, παρακολουθούμε μια αργή διαδικασία διάλυσης, αποσύνθεσης, εξανεμισμού του παλιού κόσμου – χωρίς όμως ακόμα να έχει φτάσει ο καινούριος. Σ’ αυτό το μεταίχμιο βρίσκεται η οριακή κατάσταση μέσα στην οποία τοποθετείται η ιστορία των αδερφών Sisters, καθώς τους παρακολουθούμε να θέλουν σιγά σιγά να αποτινάξουν όλο και περισσότερο το ασήκωτο βάρος του παλιού κόσμου από πάνω τους, θυμίζοντας σχεδόν την θρυλική φράση του Marx και του Engels: «Καθετί στέρεο εξανεμίζεται, καθετί ιερό βεβηλώνεται και στο τέλος οι άνθρωποι αναγκάζονται ν’ αντικρίσουν με νηφάλιο μάτι τη θέση τους στη ζωή και τις αμοιβαίες σχέσεις τους».

Όλο αυτό το πλούσιο θεματικό υπόστρωμα δεν δίνεται φάτσα-φόρα στην ταινία. Έτσι κι αλλιώς, το Sisters Brothers δεν ενδιαφέρεται να κραυγάσει το οτιδήποτε στον θεατή του – πόσο μάλλον να του κάνει μάθημα. Αντίθετα, το ιστορικο-πολιτικό σύμπαν της ταινίας μάλλον ενσωματώνεται ως φευγαλέα αλλά μόνιμη αίσθηση τόσο στην σκοτεινή κωμωδία του Sisters Brothers όσο και στις συγκρατημένα εξαιρετικές ερμηνείες των τεσσάρων πρωταγωνιστών της – κι ειδικά στην καταπιεσμένη επιθυμία φυγής του Eli Sisters και την μελαγχολική ουτοπική σκέψη του Hermann Kermit Warm, παιγμένοι αμφότεροι φοβερά από τον John C. Reilly και τον Riz Ahmed αντίστοιχα. Και βέβαια, όταν ο καθένας τους συνοδεύεται από έναν Joaquin Phoenix κι από έναν Jake Gyllenhaal, τότε καταλαβαίνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα από τα καλύτερα ανδρικά καστ που έχουμε δει αυτήν την δεκαετία στη μεγάλη οθόνη. Απ’ αυτήν την σκοπιά, το γεγονός ότι το Sisters Brothers κατάφερε να υφάνει τόσο διακριτικά τον θεματικό του πλούτο μέσα στον τόνο και τις ερμηνείες του, το φέρνει – για μένα τουλάχιστον – σε έντονη αντίθεση με το πρόσφατο The Ballad of Buster Scruggs των αδερφών Coen, επίσης western μαύρη κωμωδία, το οποίο εγκλωβίστηκε στα gimmicks και την ασφάλεια του κλασικού ύφους τους αλλά και στο κλασικό stunt casting στο οποίο αρέσκονται να επιδίδονται με τους αγαπημένους τους ηθοποιούς.

Σε τελική ανάλυση, καθώς το Sisters Brothers ακροβατεί θεματικά ανάμεσα στον παλιό και το νέο κόσμο και συναισθηματικά ανάμεσα στον φόβο του πατέρα και την αγκαλιά της μητέρας, γίνεται μια ταινία που αποπνέει μια ζεστή, απελευθερωτική, ανακουφιστική αίσθηση – αντίστοιχη σχεδόν της αλλόκοτης, αποστασιοποιημένης γαλήνης με την οποία πλοηγούνται στην σκληρότητα οι αδερφοί Sisters. Μ’ όλη την βία και το αίμα του, την απληστία του και τα ιστορικά του αδιέξοδα, το Sisters Brothers παίρνει την δύναμή του από μια πηγή κρυμμένη αλλά βαθιά, από μια αντίφαση ριζωμένη στην ανθρώπινη εμπειρία: να μην έχεις γνωρίσει ποτέ άλλη ζωή από αυτήν που έχεις ζήσει, αλλά ταυτόχρονα να επιθυμείς να ζήσεις μια άλλη, ταυτόχρονα εντελώς καινούρια αλλά κι ανακουφιστικά οικεία.

Best of internet