Quantcast

The Night Eats the World: Δεν θα σταματήσουν ποτέ να βγαίνουν καλές ταινίες με ζόμπι

Και το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Dominique Rocher είναι άλλη μια απόδειξη

Αλέξανδρος Παπαγεωργίου

15 Ιανουαρίου 2019

Μόλις πριν από λίγες μέρες, γράφαμε πως η κινηματογραφική γλώσσα του τρόμου έχει έρθει ξανά στο προσκήνιο με μεγάλη ένταση κατά την τελευταία δεκαετία. Κάτι τέτοιο από μόνο του αποτελεί μια ευχάριστη και ευπρόσδεκτη εξέλιξη, φυσικά, αφού η νέα χρυσή εποχή του horror σινεμά μας έχει δώσει κάμποσα πανέμορφα πράγματα στην μεγάλη οθόνη τα τελευταία χρόνια. Βέβαια, δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η σχέση μεταξύ ποσότητας και ποιότητας έχει βελτιωθεί σε σχέση με τα ζόρικα horror χρόνια των 90s και των 00s όπου βασίλεψαν κατά κύριο λόγο τα φτηνά jumpscares και τα ατελείωτα franchises. Είναι, επίσης, κι ότι η σύγχρονη horror γλώσσα του σινεμά, στις καλές στιγμές της, μοιάζει εξαιρετικά πρόθυμη να επεξεργαστεί ουσιαστικά την σχέση του κινηματογραφικού τρόμου με την εποχή του από πολιτισμική και πολιτική σκοπιά – όπως έκανε δηλαδή παραδοσιακά το είδος στις σπουδαιότερες φάσεις του, είτε μέσα από arthouse ύφος που άνοιγε νέους αισθητικούς δρόμους, είτε μέσα από μαζικο-λαϊκές δημιουργίες που κατάφερναν να αγγίξουν εις βάθος το ασυνείδητο των θεατών τους, είτε μέσα από ειρωνικές και campy αναπαραστάσεις που αποσταθεροποιούσαν την κυρίαρχη αισθητική και ηθική.

Γενικά, λοιπόν, ναι, τα πράγματα στον horror κινηματογράφο πάνε καλά – και τα τελευταία χρόνια υπήρξαν γενναιόδωρα απ’ αυτήν την σκοπιά. Κι επιπλέον, αυτή η αναζωογόνηση σε δημιουργικό επίπεδο, καθώς έχει μεταφραστεί επίσης σε αυξημένα βραβεία και εισιτήρια, μας έχει δώσει την χαρά να δούμε στην μεγάλη οθόνη ταινίες του είδους που υπό άλλες συνθήκες πιθανόν να μην βλέπαμε καν στις ελληνικές αίθουσες. Το 2017 ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν το Raw. Το 2018 ένα τέτοιο παράδειγμα ήταν το Mandy. Φέτος, στο βραχύβιο ακόμα 2019, έχουμε ήδη την κυκλοφορία του The Night Eats the World, της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του Dominique Rocher που βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Pit Agarmen και κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες στις κινηματογραφικές αίθουσες. Και ναι, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα πριν από μερικά χρόνια να μην έφτανε ποτέ στα ελληνικά σινεμά μια ταινία σαν το The Night Eats the World.

Υπάρχει η πιθανότητα, πάντα, το παιχνίδι των προσδοκιών να προδώσει κάποιον που θα επιχειρήσει να δει το The Night Eats the World περιμένοντας μια κάπως παραδοσιακή ταινία τρόμου με ζόμπι. Ναι, έχουμε έναν επιζήσαντα μια βιβλικής καταστροφής να αναγκάζεται να έρθει αντιμέτωπος με μια στρατιά ζωντανών νεκρών έπειτα από την κατάρρευση του ανθρώπινου πολιτισμού, όπως και σε αρκετές ακόμα ταινίες του είδους, αλλά δεν έχουμε ακριβώς μια ταινία τρόμου – ή, για να είμαστε ακριβείς, δεν έχουμε μια ταινία που προσπαθεί να μας τρομάξει. Ο κεντρικός (και σχεδόν μοναδικός) χαρακτήρας της ταινίας είναι ο Sam (δηλαδή ο Anders Danielsen Lie του φετινού 22 July του Paul Greengrass), ο οποίος ξυπνάει ένα πρωί στο Παρίσι έπειτα από ένα έξαλλο πάρτι κι ανακαλύπτει ότι όλοι υπόλοιποι άνθρωποι έχουν μετατραπεί μυστηριωδώς σε ζόμπι. Καθώς αυτά τα ζόμπι, λοιπόν, καταλαμβάνουν τους παριζιάνικους δρόμους, ο Sam κλειδαμπαρώνεται μέσα σε ένα κτίριο κι επιχειρεί να επιβιώσει αμυντικά, οργανώνοντας την επιβίωσή του σε κατάσταση πολιορκίας – με την εξαίρεση ενός μάλλον φιλήσυχου ζόμπι (του εξαιρετικού Denis Lavant που αγαπήσαμε στις ταινίες του Leos Carax) που ενίοτε του κρατάει παράξενη συντροφιά πίσω από τα κάγκελα της εξώπορτας.

Το The Night Eats the World, λοιπόν, είναι μια ταινία με ζόμπι κι είναι μια ταινία τρόμου, αλλά δεν είναι σίγουρα μια ταινία ζόμπι ή τρόμου με την παραδοσιακή έννοια. Έχει gore. Έχει αίμα. Έχει δράση. Από την άλλη, όμως, ο ρυθμός της είναι περισσότερο ο αργός κι απαιτητικός ρυθμός ενός κινηματογραφικού διαλογισμού πάνω στην δυνατότητα επιβίωσης μέσα σε ακραίες συνθήκες μοναξιάς, φόβου και κινδύνου, παρά ο ρυθμός της επιβίωσης ως αφηγηματικής ορμής που βρίσκει μπροστά της εμπόδια επί εμποδίων προς ξεπέρασμα με κλιμακούμενο τρόπο. Ο Sam, καθώς ξυπνάει μετά το πάρτι σε ένα στοιχειωμένο Παρίσι όπου σχεδόν όλοι οι άνθρωποι έχουν μετατραπεί σε νεκροζώντανους, δεν αντιμετωπίζει μόνο την πρόκληση της επιβίωσης μ’ ένα γκάνι ή μια καραμπίνα στο χέρι. Δίπλα σ’ αυτό, και πρωτίστως, έρχεται αντιμέτωπος με την εξερεύνηση του εαυτού και της ανθρωπιάς του στην μετα-αποκαλυπτική έρημο του πραγματικού. Και δεν είναι καθόλου έτοιμος γι’ αυτό, όπως δεν θα ήταν και κανείς μας άλλωστε.

Φυσικά, οι αισθητικές και πολιτικές συνδηλώσεις της πόλης-ζόμπι είναι τεράστιες. Η αναπαράσταση των ζόμπι στο σινεμά με όρους λιγότερο ή περισσότερο συγκαλυμμένης αλληγορίας έχει τεράστια, συνεχή ιστορία πίσω της, αλλά έχει κι ένα σημείο τομής. Μέχρι τα τέλη των 60s, χοντρικά, τα ζόμπι αναπαρίστανται στον κινηματογράφο είτε ως λευκή πρόσληψη των θρησκευτικών παραδόσεων της Καραϊβικής (όπως στις κλασικές ταινίες τρόμου White Zombie και I Walked with a Zombie του 1932 και 1943 αντίστοιχα), είτε ως στοιχεία ενός μοχθηρού σχεδίου επιστημονικής φαντασίας (όπως στα 50s b-movies τύπου Creature with the Atom Brain και Plan 9 from Outer Space). Υπήρχε, βέβαια, κι η λογοτεχνική παράδοση του I Am Legend δια χειρός Richard Matheson, αλλά το 1968 με το Night of the Living Dead εμφανίζεται το σημείο μηδέν της ρήξης του George A. Romero με την μέχρι τότε horror παράδοση. Όπως γράφαμε και στο αφιέρωμά μας στον τεράστιο δημιουργό: “Οι ζωντανοί νεκροί της ταινίας του δεν έχουν σχέδιο, δεν έχουν κίνητρο, δεν έχουν αφέντη. Δεν προμηνύεται η αποκάλυψη, βρισκόμαστε ήδη εντός της από το πρώτο δευτερόλεπτο. Δεν ερμηνεύεται η καταστροφή, απλά βιώνεται”. Κι αυτό, πριν καν φτάσουμε να συζητάμε για το πεδίο της αλληγορίας, έχει ήδη μια εκκωφαντική κυριολεξία. Οι νεκροί κυνηγάνε τους ζωντανούς – πράγμα σημαντικό, βαρύ, ουσιαστικό από μόνο του.

Αυτή η εικονογραφία των νεκροζώντανων πέρασε, σαφέστατα, μεγάλες δόξες στις δεκαετίες που ακολούθησαν – με αδιαμφισβήτητα highlights τα sequels του ίδιου του Romero, τα Evil Dead του Sam Raimi, το Braindead του Peter Jackson, το The Fog του John Carpenter, cult αριστουργήματα σαν το Messiah of Evil ή τις ταινίες του Jesus Franco και του Lucio Fulci, απρόσμενες 80s επιτυχίες σαν το Re-Animator και το The Return of the Living Dead. Μέσα από αναπαραστάσεις σαν κι αυτές, εδραιώθηκε κατά έναν τρόπο στην κινηματογραφική γλώσσα ότι η ζόμπι αισθητική αποτελεί ένα ντε φάκτο σημείο συνάντησης τόσο της σκληρής, χοντροκομμένης, αιματηρής, campy σάτιρας όσο και της κοινωνικής κριτικής απέναντι στις κυρίαρχες καταναλωτικές ιδέες και την κυρίαρχη μικροαστική ηθικής της καπιταλιστικής κοινωνίας (μέσα από μυαλά που χύνονται και τρώγονται, πάντα). Αυτά τα στοιχεία κουβαλάνε, με μια έννοια, κι οι ταινίες που σηματοδότησαν την pop αναγέννηση των ζόμπι στις αρχές τις χιλιετίας, δηλαδή το 28 Days Later του Danny Boyle και το Shaun of the Dead του Edgar Wright, ακόμα κι αν η πολιτική με την στενή έννοια μοιάζει να περιορίζεται στο subtext τους. Ήδη, όμως, η τελευταία διετία μας έχει χαρίσει τρεις εκπληκτικές ζόμπι ταινίες που ξαναφέρνουν στο προσκήνιο του horror τους νεκροζώντανους με χιούμορ, πειραματισμό και πολιτική ένταση: το βρετανικό The Girl with All the Gifts, το κορεάτικο Train to Busan, το ιαπωνικό One Cut of the Dead.

Το Night Eats the World, λοιπόν, παρόλο που μοιάζει από κάποιες πλευρές να απομακρύνεται αρκετά από την ζόμπι ταινιογραφία σε επίπεδο αισθητικής και ρυθμού, καταφέρνει να επικοινωνήσει θεματικά με εκείνες τις πλευρές της που προμοτάρουν εξίσου το ριζοσπαστικό και το γκροτέσκο στοιχείο της οπτικής γλώσσας των κινηματογραγικών ζόμπι. Βρισκόμαστε στην Γαλλία του 2018. Οι νεκροζώντανοι παίρνουν το πάνω χέρι, κι η αντιστοιχία με την μεγάλη άνοδο της δεξιάς και της ακροδεξιάς σε καθεστώς τρομο-υστερίας είναι αδύνατον να περάσει απαρατήρητη. Παρόλα αυτά, ο Rocher δεν εφιστά πιεστικά ή διδακτικά την προσοχή μας σ’ αυτό. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας παρακολουθεί απελπισμένος μια πόλη να πέφτει στα χέρια των ζόμπι. Ο ίδιος δεν μοιάζει να βρίσκεται σε κατάσταση πανικού, αλλά σε κατάσταση εξαίρεσης από την ζωή, αφού η ζωή πια έχει αντικατασταθεί από τον θάνατο. Ο θάνατος έχει γίνει κανονικότητα, οι άνθρωποι τον έχουν συνηθίσει, τα ζόμπι είναι λειτουργικά. Η ζωή, εχμ, συνεχίζεται.

Απ’ αυτήν την σκοπιά, η λιτή και λιγομίλητη ταινία του Rocher μοιάζει ζοφερή και βαθιά απαισιόδοξη, αλλά δεν είναι ακριβώς έτσι. Υπάρχει ένα κινηματογραφικό αντίδοτο που έρχεται από δύο διακριτές πηγές, οι οποίες συναντιούνται όλο και περισσότερο καθώς προχωρούν τα 90 λεπτά του Night Eats the World. Η κινηματογραφική γλώσσα της ταινίας δεν είναι φρενήρης και πανικόβλητη. Είναι ψύχραιμη, ευαίσθητη και ζεστή. Προσεγγίζει τα πρόσωπα, τα σώματα, τις φωνές και τα ίχνη των νεκρών με μεγάλο σεβασμό και αγάπη – ακόμα κι αν γνωρίζει καλά πως σύντομα θα γίνουν η πρώτη ύλη του εφιάλτη. Από την άλλη πλευρά, ο Sam δεν επιβιώνει απλώς. Κάνει κι άλλα δύο πράγματα, μεταξύ άλλων. Αφενός πενθεί, κι αφετέρου παίζει. Θέλει να φροντίσει τους νεκρούς, γιατί ξέρει ότι κινδυνεύουν ακόμα. Θέλει να παίξει μουσική, και βρίσκει στο μουσικό παιχνίδι των αντικειμένων μια punk εκφραστικότητα της απεγνωσμένης οργής του. Κι υπάρχει μια υπόσχεση στην κορυφή του κτιρίου, μια υπόσχεση ουρανού και ελευθερίας που εκτείνεται σ’ ολόκληρο το Παρίσι και τις ταράτσες του – τις ίδιες ταράτσες του Παρισιού που ύμνησε ο Rene Clair στο δικό του σκοτεινό τραγικωμικό προλεταριακό μιούζικαλ σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα. Σ’ αυτό εδώ το δράμα δωματίου με ζόμπι έξω από την πόρτα, οι επιζήσαντες θέλουν να ζωντανέψουν τη ζωή, αλλά το μυαλό και το σώμα δυσκολεύονται να αντέξουν. Χρειάζονται, εν τέλει, ένα άλμα πίστης προς την ανθρωπότητα την ίδια.

Best of internet