Quantcast

5 πράγματα που έκανε σωστά το νέο Halloween, για να γίνει το μόνο αξιοπρεπές horror reboot της δεκαετίας

Χωρίς να είναι καν τρομερή ταινία το ίδιο

Θα ξεκινήσουμε, κλασικά, με μερικούς αφορισμούς – όπως αρεσκόμαστε συχνά στο να κάνουμε εδώ γύρω. Πρώτον, το original Halloween του 1978 είναι αυταπόδεικτα μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου στην ιστορία του σινεμά – κι ο John Carpenter, φυσικά, ένας από τους αγαπημένους μας σκηνοθέτες. Δεύτερον, το franchise του Halloween από εκεί κι έπειτα, αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από μπαρούφες (κάποιες τις απολαμβάνουμε κιόλας, κακά τα ψέματα), μετρώντας ούτε ένα, ούτε δύο, ούτε τρία αλλά εννιά (9) ολόκληρα sequels από το 1981 μέχρι το 2009. Τρίτον, τα χολιγουντιανά reboots αποτελούνται κατά το 90% (περίπου) των περιπτώσεων από σκουπίδια, ενώ στα horror reboots αυτό το ποσοστό αυξάνεται κατά 5% (περίπου, ξανά).

Ας γίνουμε λίγο πιο συγκεκριμένοι, λοιπόν, όσον αφορά τα παραπάνω. Ναι, το Halloween του Carpenter ήταν μια εξαιρετική ταινία, φτιαγμένη με πολύ μικρό budget, βασισμένη σε ένα πολύ απλό premise, προτείνοντας έναν καινοτόμο πλην προσβάσιμο δρόμο για τον horror κινηματογράφο – έναν που να συνδυάζει την slasher παράδοση των 60s (από τις επιρροές του Peeping Tom και του Psycho μέχρι τα ιταλικά giallo) με την χειροποίητη αισθητική του μερακλίδικου αιματηρού τρόμου. Φυσικά, η ταινία εγκαινίασε ή επέκτεινε μια σειρά από horror tropes που εξαντλήθηκαν γρήγορα από τις κινηματογραφικές καταχρήσεις των 80s και 90s, αλλά δεν φταίει η ίδια γι’ αυτό, έτσι δεν είναι;

Παράλληλα, είναι αυταπόδεικτο πως υπάρχει ένα πρόβλημα με την τάση του Hollywood να τρώει τις σάρκες του και μετά (αφού τις βγάλει) να τις ξαναπακετάρει ώστε να τις πουλήσει σε μαζικό ακροατήριο. Ναι, όλο αυτό έχει μέσα έναν επιχειρηματικό κυνισμό, μια εκμετάλλευση της νοσταλγίας, μια κραυγαλέα απουσία νέων ιδεών (ή απουσία εμπιστοσύνης σ’ αυτές) – γενικά μια σειρά πραγμάτων απ’ τα οποία αποδεδειγμένα υποφέρει η pop κουλτούρα των τελευταίων δεκαετιών. Όχι πως δεν υπάρχουν εξαιρέσεις και τίμια χολιγουντιανά reboots. Υπάρχουν, αλλά είναι λίγα – κι έτσι κάνουν ακόμα πιο εμφανές το πρόβλημα. Για παράδειγμα, υπήρξαν πράγματι υπέροχα reboots τα τελευταία χρόνια, με καλύτερό φυσικά το Mad Max: Fury Road, αλλά και την πρόσφατη τριλογία του Planet of the Apes.

Αν πάμε στο πεδίο του τρόμου, μάλιστα, τότε τα πράγματα είναι μάλλον καταθλιπτικά. Ενώ από την μία ο πρωτότυπος, ανεξάρτητος ή arthouse τρόμος περνάει τις καλύτερες μέρες του (σε ταμεία και κριτικές), αυτό δεν έχει εμποδίσει ούτε στο ελάχιστο τα μεγάλα studios απ’ το να επανεκκινούν κλασικά ή λιγότερο κλασικά horror franchises με αξιοσημείωτα θλιβερά αποτελέσματα. Ξεκινάμε να τα μετράμε, και σταματήστε μας όταν αρχίσετε να ανακατεύεστε. Τα τελευταία 10-15 χρόνια είχαμε δύο Texas Chainsaw Massacre, είχαμε δύο ακόμα Halloween, είχαμε καινούριο Nightmare on Elm Street, είχαμε ένα Predators κι ένα The Predator φέτος, είχαμε ένα Friday the 13th, είχαμε και Wicker Man, είχαμε και Carrie, είχαμε και House of Wax, είχαμε πράματα και θάματα γενικά. Φυσικά, σχεδόν όλα είναι από κακά έως μέτρια – κι αν αρχίσεις να χαζεύεις και πόσα reboots ή remakes έχουν ανακοινωθεί ή ακουστεί, τότε το πράγμα γίνεται ακόμα πιο ζαλιστικό.

Και τώρα, που ο λαός είδε το νέο remake του Halloween, το οποίο κυκλοφόρησε αυτή τη βδομάδα στις ντόπιες κινηματογραφικές αίθουσες, αποδεικνύεται πως έχουμε στα χέρια μας άλλη μία εξαίρεση – έχοντας ήδη αποσπάσει θετικότατες κριτικές αλλά και κοντά 100 εκατομμύρια δολάρια μέσα στο πρώτο σαββατοκύριακο προβολής. Υπήρχαν, φυσικά, κάποια στοιχεία που μας είχαν υποψιάσει πως, αν μη τι άλλο, θα είχαμε μια αξιοπρεπή προσέγγιση στο franchise. Πρώτο στοιχείο ήταν το γεγονός ότι σκηνοθεσία και σενάριο αναλάμβανε ο David Gordon Green, ο οποίος, ΟΚ, μπορεί να μην είναι κανένας τρομερός δημιουργός, αλλά το μέχρι τώρα έργο του (αλλά κι οι συνεντεύξεις του) απέπνεαν ένα μεράκι που προετοίμαζε για μια τίμια προσέγγιση – μαζί με την παρουσία του εξίσου μερακλή Danny McBride στο σενάριο και την παραγωγή. Δεύτερο στοιχείο ήταν η εμπλοκή της Blumhouse στην παραγωγή της ταινίας, η οποία έχει παίξει μεγάλο ρόλο στην πρόσφατη horror αναγέννηση, όντας μεταξύ άλλων και υπεύθυνη για τα περσινά Get Out και Split. Και τρίτο στοιχείο ήταν η επιστροφή τόσο της Jamie Lee Curtis στον πρωταγωνιστικό ρόλο με τρόπο που έμοιαζε ουσιαστικός, όσο και, φυσικά, του John Carpenter που ανέλαβε το soundtrack κι εκτέλεσε παράλληλα χρέη executive producer και creative consultant.

Εγγυώνται, βέβαια, όλα αυτά από μόνα τους μια καλή ταινία; Όχι, δεν φτάνουν. Υπήρξαν αυτά τα χρόνια και κάποια reboots που προσπάθησαν να βάλουν επί τάπητος ένα εντελώς διαφορετικό όραμα για το original έργο, όπως ήταν το Blade Runner 2049 του Denis Villeneuve ή το επερχόμενο Suspiria του Luca Guadagnino. Μειοψηφικά μεν, αλλά υπήρξαν – κι είτε άρεσαν είτε όχι, πρόκειται για εκείνες τις περιπτώσεις όπου το reboot ή το remake συναντιέται με το ειλικρινές όραμα ενός ή περισσότερων δημιουργών για την ταινία. Το νέο Halloween, δυστυχώς, δεν είναι μια τέτοια περίπτωση. Αυτό που καταφέρνει είναι ένα minimum – σημαντικότατο, αλλά minimum. Μεταχειρίζεται με σεβασμό και αγάπη τις ιδέες του Carpenter και της Debra Hill, όπως και τους χαρακτήρες της Laurie Strode και του Michael Myers. Αποφεύγει παντελώς να πειραματιστεί αισθητικά ή αφηγηματικά, προτιμώντας τις πιο safe επιλογές που παραπέμπουν στα τότε καινοτόμα στοιχεία του 1978. Δεν καταφέρνει να γίνει τρομακτικό, αλλά θυμίζει ένα στυλ ταινιών τρόμου που, πράγματι, ήταν αληθινά τρομακτικές.

Όχι, δεν είναι σε καμία περίπτωση μια κακή ή μέτρια ταινία. Είναι μια αξιοπρεπής ταινία που κουβαλάει τα βαρίδια του σύγχρονου mainstream κινηματογραφικού περιβάλλοντος στο Hollywood, αλλά τουλάχιστον γνωρίζει πώς να τα χειριστεί αποτελεσματικά ώστε να αποτελέσει μια απολαυστική κινηματογραφική εμπειρία. Και για να το καταφέρει αυτό, έπρεπε να πατήσει μερικά κουμπιά που, όσο εύκολα μοιάζουν στο χαρτί, άλλο τόσο δύσκολα μοιάζουν στην πράξη για το σινεμά των franchises. Αυτά είναι, λοιπόν, με λίγα και απλά λόγια, 5 πράγματα που έκανε σωστά το νέο Halloween προκειμένου να αποτελέσει ένα από τα ελάχιστα (αν όχι το μοναδικό) τίμιο horror reboot της τρέχουσας δεκαετίας.

Διέγραψε τα προηγούμενα sequels

Ναι, και πολύ καλά έκανε. Δεν είχαν να προσφέρουν τίποτα αισθητικά ή αφηγηματικά, οπότε η απόφαση για retconning ήταν απολύτως σωστή και δικαιολογημένη.

Δεν προσπάθησε να καλύψει τρύπες

Δηλαδή απέφυγε ίσως την μεγαλύτερη κατάρα των spinoffs και των sequels, γνωρίζοντας καλά πως το να αρχίζει να ξεζουμίσει το backstory καταλήγει σε φτήνια και απάντηση ερωτήσεων που κανείς δεν θέλησε ποτέ να ρωτήσει.

Κράτησε το μυστήριο ατόφιο

Διατηρώντας την μίνιμαλ προσέγγιση του Carpenter, το νέο Halloween πέτυχε το στοιχειώδες: κατανόησε ότι όσο λιγότερα γνωρίζεις για τον τρόμο μπροστά σου, τόσο πιο αποτελεσματικός είναι. Όσο πιο ανεξήγητη είναι η πηγή και η κατεύθυνση του κακού, τόσο μεγαλύτερο είναι και το αίσθημα της ευαλωτότητας.

Χρησιμοποίησε σωστά τους χαρακτήρες

Τοποθετώντας την ιστορία 40 χρόνια μετά την αρχική ταινία, η ταινία χειρίστηκε έξυπνα τους χαρακτήρες του Myers και της Strode – ως δύο εκδοχές της καθήλωσης στο παρελθόν με διαφορετικές πηγές, διαφορετικά κίνητρα αλλά κοινή μοιραία κατεύθυνση.

Σεβάστηκε την αισθητική του πρωτότυπου

Υπάρχει μια γραμμή (άλλοτε λιγότερο ή περισσότερο λεπτή) μεταξύ του fan service που είναι σχεδόν χειριστικό προς τον θεατή που αγαπάει το franchise και της ειλικρινούς απότισης φόρου τιμής στο πρωτότυπο με σύγχρονα μέσα. Το νέο Halloween πατάει και στις δύο αυτές βάρκες, και εν τέλει εκεί είναι που δυσκολεύεται κάπως να μεταμορφωθεί μια συνεκτική, αυτοτελή, ολοκληρωμένη horror κινηματογραφική πρόταση.

Από την άλλη, όταν νιώθεις ότι, αν μη τι άλλο, δημιουργήθηκε με αληθινή φροντίδα και με αναγνώριση του γεγονότος ότι το σινεμά μας χρώσταγε ένα αξιοπρεπές Halloween sequel. Ε, τώρα μας το έδωσε.

Best of internet