Quantcast

Ο χρυσός αιώνας του Isaac Asimov, του ανθρώπου-θεμέλιου της επιστημονικής φαντασίας

Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννησή του, επιστρέφουμε στην κληρονομιά του μεγάλου sci-fi daddy

Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, η εταιρία παραγωγής New Line Cinema ετοίμαζε μια κινηματογραφική παραγωγή της τριλογίας Foundation του Isaac Asimov, ενός από τα απολύτως εμβληματικά έργα της επιστημονικής φαντασίας του 20ού αιώνα. Παρόλα αυτά, η διαδικασία του development της τριλογίας είχε καταστροφική πορεία, με αποτέλεσμα το στούντιο να χάσει 1,5 εκ. δολάρια πριν καν ξεκινήσει η διαδικασία της παραγωγής. Αυτή η αποτυχία οδήγησε τη New Line να αναλάβει την παραγωγή μιας άλλης κινηματογραφικής τριλογίας. Του Lord of the Rings. Και το σινεμά του 21ου αιώνα άλλαξε για πάντα.

Με έναν παράδοξο τρόπο, ο J.R.R. Tolkien έπαιρνε τότε την εκδίκησή του από τον Isaac Asimov. Τι είδους εκδίκηση; Ας ταξιδέψουμε ακόμα πιο πίσω για λίγο. Το 1966 λοιπόν, στο Παγκόσμιο Συνέδριο Επιστημονικής Φαντασίας, το μεγάλο ειδικό βραβείο Hugo για την καλύτερη λογοτεχνική σειρά όλων των εποχών πήγε στο Foundation. Για την ιστορία, οι υπόλοιπες υποψηφιότητες περιελάμβαναν τριλογίες των Edgar Rice Burroughs, Robert A. Heinlein και J.R.R. Tolkien, μεταξύ άλλων. Ο ίδιος ο Asimov εξεπλάγη όσο κι οι υπόλοιποι παρευρισκόμενοι όταν ανακοινώθηκε η νίκη του. Ούτως ή άλλως, δεν είχε κανένα πρόβλημα να το παραδεχτεί ανοιχτά αργότερα: «Σκεφτόμουν ότι μόνο και μόνο η υποψηφιότητα θα μου έδινε αρκετή δόξα, αφού ήμουν σίγουρος ότι το βραβείο θα το κέρδιζε ο Tolkien».

Τόσο θεμελιώδης (ωπ) είναι λοιπόν ο Isaac Asimov και τόσο εμβληματικό το έργο του. Η αφορμή για να το θυμηθούμε αυτό είναι το γεγονός ότι έπεσε στα χέρια μας το επετειακό Centenary Box του myboxes.gr για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του συγγραφέα. Οι αιτίες, όμως, είναι αρκετά βαθύτερες. Δεν αφορούν μόνο την προσωπική μου αγάπη για την λογοτεχνία και τον κινηματογράφο της επιστημονικής φαντασίας. Αφορούν επίσης την ντε φάκτο επικαιρότητα του να διερευνήσουμε εκ νέου τον ιστορικό και καλλιτεχνικό πλούτο αυτής της παράδοσης, τώρα που ο sci-fi κινηματογράφος κι η sci-fi τηλεόραση αποτελούν πλέον μια από τις βασικές κινητήριους δυνάμεις της ίδιας της βιομηχανίας του θεάματος. Και θα εξηγήσουμε τι εννοούμε με αυτό.

Με διάφορες αφορμές στο παρελθόν (και πιο πρόσφατα συζητώντας για το Devs), έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα στην ανατίμηση της μυθοπλασίας του φανταστικού στη μικρή και τη μεγάλη οθόνη λόγω της όλο και μεγαλύτερης επιτυχίας των προϊόντων της. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, βλέπουμε μια διαρκώς εντεινόμενη άνθιση των genres που παραδοσιακά είτε λογίζονταν ως β’ διαλογής είτε απευθύνονταν σε ένα μικρότερο πλην αφοσιωμένο ακροατήριο. Μπορεί η horror, fantasy και sci-fi λογοτεχνία και κινηματογράφος να μετρούν έναν αιώνα παρουσίας στην δυτική μαζική κουλτούρα (περνώντας φυσικά από χίλια κύματα), αλλά πολλές εκδοχές τους, εκτός κάποιων εμβληματικών franchise-εξαιρέσεων, δεν αποτελούσαν και το πιο ευπώλητο προϊόν μαζικής πολιτισμικής κατανάλωσης.

Συνολικά, λοιπόν, είχαμε μια μεγάλη ανατίμηση της geek κουλτούρας εντός της βιομηχανίας του θεάματος, κάτι που έπειτα έφερε όλο και περισσότερα λεφτά σε sci-fi, fantasy και horror παραγωγές – ειδικά στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα μετά τις επιτυχίες του The Matrix, του Lord of the Rings, της Batman τριλογίας του Christopher Nolan και των πρώτων σύγχρονων ταινιών της Marvel. Συζητώντας για την αντίφαση που βρίσκεται στην καρδιά της σύγχρονης pop επιστημονικής φαντασίας, καταλήγαμε στο εξής: «Όλα αυτά έχουν συμβάλλει με τον τρόπο τους σε μια κεντρική αντίφαση που βρίσκεται στην καρδιά του σύγχρονου sci-fi: από τη μία προσπαθεί να τιμήσει τις μελλοντολογικές και ριζοσπαστικές ρίζες του είδους, από την άλλη καταλήγει όλο και συχνότερα στη συντήρηση και την κοινοτοπία». Καθώς η συλλογική φαντασία της εποχής μας ζορίζεται να παράξει νέες, πρωτότυπες μορφές επιστημονικής φαντασίας, επιστρέφουμε όλο και περισσότερο στα κλασικά και τους κλασικούς.

Δε χρειάζεται να ζοριστούμε και πολύ για να το διαπιστώσουμε εμπειρικά αυτό. Αρκεί να ρίξουμε μια ματιά στις μεγάλες τηλεοπτικές και κινηματογραφικές sci-fi παραγωγές που ετοιμάζονται αυτό το διάστημα. Πολλές απ’ αυτές βασίζονται σε κλασικότατα sci-fi λογοτεχνικά έργα που φαίνεται να βρίσκουν τον δρόμο προς την οθόνη αρκετά χρόνια μετά την πρώτη εμφάνισή τους. Ο Denis Villeneuve ετοιμάζει νέο Dune. Την ίδια ώρα, βρίσκονται στα σκαριά οι μεταφορές του Ringworld του Larry Niven, του Consider Phlebas του Iain M. Banks και του Snow Crash του Neal Stephenson, μεταξύ άλλων. Και βέβαια, δεν θα μπορούσε επ’ ουδενί να λείπει το Foundation από το κάδρο, αφού μετά την αποτυχία της New Line για κινηματογραφική μεταφορά και του ΗΒΟ για τηλεοπτική, τα δικαιώματα των βιβλίων αγοράστηκαν τελικά το 2018 από την Apple κι έτσι ξεκίνησε εκ νέου η προετοιμασία για μια σειρά Foundation με σεναριογράφο και παραγωγό τον David S. Goyer που έχει υπογράψει τα σενάρια ταινιών σαν τα BladeDark City και Batman Begins.

Αν θέλω να μιλήσω πιο προσωπικά, θα πρέπει να παραδεχτώ πως άργησα να ανακαλύψω την λογοτεχνία του Asimov. Ο λόγος είναι ότι, παρότι αγαπώ την επιστημονική φαντασία εμμονικά απ’ όταν ήμουν παιδί ακόμα, η αναγνωστική πορεία που ακολούθησα ήταν κάπως ανάποδη. Η αλήθεια είναι πως από νωρίς με τράβηξαν πολύ τα sci-fi ρεύματα των 60s, 70s και 80s, δηλαδή αυτά αποτελούν την αιρετική, new wave και cyberpunk πτέρυγα της επιστημονικής φαντασίας. Για πάρα πολλά χρόνια ήμουν αφοσιωμένος στην ριζοσπαστική, πειραματική και ρηξικέλευθη προσέγγιση συγγραφέων σαν τους Philip K. Dick, Ursula Le GuinJ. G. Ballard, Kurt Vonnegut, Norman Spinrad, William Gibson κλπ, σνομπάροντας σε έναν βαθμό τους συγγραφείς της κλασικής, χρυσής εποχής του sci-fi που έδειχναν περισσότερο προτίμηση στην απλοϊκή αφήγηση, το πολύπλοκο world-building, την εξειδικευμένη επιστημονική γλώσσα και τον συχνά αφελή τεχνολογικό φετιχισμό του αισιόδοξου φουτουριστικού ουτοπισμού.

Πράγματι, έπρεπε να περάσει καιρός για να αρχίσω να εκτιμώ πραγματικά τις αρετές αυτού του είδους το “hard sci-fi” που στιγμάτισε τον μεταπολεμικό κόσμο. O ίδιος ο Asimov έγινε συνώνυμος με αυτήν την κλασική εποχή της επιστημονικής φαντασίας, και το περιβάλλον μέσα απ’ το οποίο ξεπήδησε έχει να μας πει πολλά για την κατάσταση του sci-fi πριν και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, από τη μία πλευρά είχαμε την pulp επιστημονική φαντασία των φτηνών ιστοριών κι από την άλλη την πειραματική γραφή των μοντερνιστών και δυστοπικών συγγραφέων, από τον Karel Capek και τον Andrei Platonov μέχρι τον Yevgeny Zamyatin και τον Aldous Huxley. Κατά την δεκαετία του ’30, όμως, αρχίζει να αναπτύσσεται ένα ρεύμα επιστημονικής φαντασίας που αρχίζει να συνενώνει όλο και περισσότερο τη μαζική διασκέδαση με την λογοτεχνική φιλοδοξία. Ο άνθρωπος-κλειδί αυτής της εξέλιξης ήταν βέβαια ο John W. Campbell, εκδότης του ιστορικού περιοδικού Astounding Science Fiction και μέντορας-καθοδηγητής των εξελίξεων στο είδος από τα τέλη του ’30 μέχρι τα 60s που κατέστη πλέον ξεπερασμένος (λογοτεχνικά αλλά και πολιτικά).

Ο ίδιος ο Asimov, όντας λογοτεχνικό παιδί του Campbell, μίλαγε κι έγραφε πολύ συχνά γι’ αυτόν ως την πραγματική κατευθυντήριο δύναμη του μοντέρνου sci-fi στις ΗΠΑ. Έτσι κι αλλιώς, όποιος έχει διαβάσει τα βιβλία του Asimov γνωρίζει πως ο φουλ προσωπικός τόνος των προλόγων του έδινε πάντα και μια βιωματική-ιστορική προοπτική που έβαζε σε context το έργο του με τον πιο άμεσο και κατανοητό τρόπο. Μαζί με τους άλλους δύο των Big Three της επιστημονικής φαντασίας της εποχής, δηλαδή τους Robert A. Heinlein και Arthur C. Clarke, όλοι τους μαθητευόμενοι κοντά στον Campbell, ο Asimov επηρέασε όσο λίγοι την κοινωνική αντίληψη του μεταπολεμικού κόσμου για την μυθοπλασία του φανταστικού. Οι προοδευτικές πολιτικές απόψεις του, η αισιόδοξη οπτική του για μια πραγματική κοινωνικοποιημένη επιστήμη και τεχνολογία, η έφεσή του για ιστορίες που χτίζουν πολύπλοκα κοινωνικά συστήματα αντί για καταιγιστική δράση – όλα αυτά έθεσαν τις βάσεις για ένα μεταπολεμικό sci-fi που αποτελούσε escapism από τον εφιάλτη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου χωρίς όμως να χάνει από τα μάτια του τις ηθικές και κοινωνικές προϋποθέσεις κάθε επιθυμίας φυγής και υπέρβασης. Με άλλα λόγια, ο Asimov επέδειξε μια αξιοζήλευτη ισορροπία ανάμεσα σε μια μαζικο-λαϊκή λογοτεχνία κι ένα φιλόδοξο συγγραφικό-επιστημονικό πνεύμα.

Τα έργα του Asimov είναι βέβαια αξεπέραστα, με πρώτα απ’ όλα την σειρά του Foundation και των Robot, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι είναι αξεπέραστος κι ο ίδιος. Αν θέλεις να κατανοήσεις ένα κοινωνικό ή καλλιτεχνικό φαινόμενο, τότε σίγουρα δε μπορείς να το κάνεις αγιογραφώντας τους ανθρώπους που το παρήγαγαν. Μ’ αυτό δεν αναφερόμαστε μόνο στο γεγονός ότι ο Asimov είχε επίσης σκοτεινές πλευρές, σταθερό γνώρισμα των μεγάλων ανδρών που συχνά αποσιωπάται. Εννοούμε επίσης ότι η επιστημονική φαντασία (θα έπρεπε να) είναι το κατεξοχήν genre μυθοπλασίας που ζει κι αναπνέει μέσα από την αμφισβήτηση και υπέρβαση των ορίων, μέσα από την καλλιέργεια της ριζοσπαστικής φαντασίας, μέσα από την επινόηση νέων τρόπων να υπάρχουμε και να σχετιζόμαστε, μέσα από την οικοδόμηση ή την αποδόμηση απείρων διαφορετικών εκδοχών για το τι σημαίνει μέλλον. Αν έχουμε ένα καθήκον απέναντι στα είδωλά μας, είναι να διατηρούμε ζωντανή την δυνατότητα να γκρεμίζουμε είδωλα. Κι αν έχουμε ένα χρέος απέναντι στον Isaac Asimov, είναι να συνεχίσουμε να τον διαβάζουμε για να συνεχίσουμε να προσπαθούμε να τον ξεπεράσουμε. Όχι απαραίτητα λογοτεχνικά ή συγγραφικά. Να τον ξεπεράσουμε με μια συγκεκριμένη έννοια: να καταφέρουμε να φανταστούμε πιο απίστευτα πράγματα.

Οι φωτογραφίες προέρχονται από το Isaac Asimov Centenary Box του myboxes.gr που περιλαμβάνει την τριλογία “Θεμέλιο”, το βιβλίο “Εγώ, το ρομπότ”, δέκα τεύχη του περιοδικού Asimov’s Science Fiction, ένα συλλεκτικό T-Shirt και μια κούπα με τους 3 νόμους της ρομποτικής.

Best of internet