Πριν ακόμα κυκλοφορήσει η πρώτη solo ταινία της Wonder Woman στις κινηματογραφικές αίθουσες, το όλο project είχε μια ιδιαίτερη σημασία για διάφορους λόγους. Το σινεμά είναι μια αδιαμφισβήτητα μαζική κοινωνική εμπειρία κι οι superhero ταινίες, ως σύγχρονα σύμπαντα λαϊκής μυθολογίας και μεγαμηχανές παραγωγής κερδών, βρίσκονται στο προσκήνιο της σύγχρονης λαϊκής κουλτούρας. Μ’ αυτήν την έννοια, η Wonder Woman έχει κάποιες σημαντικές ιδιαιτερότητες. Πρώτον, είναι η πρώτη solo ταινία υπερηρωίδας στην franchise εποχή των αλληλένδετων cinematic universes, τα οποία κατα τ’ άλλα κυριαρχούνται από ανδρικούς πρωταγωνιστικούς ρόλους. Δεύτερον, αποτελεί την πρώτη superhero ταινία που σκηνοθετείται από γυναίκα, δίνοντας έτσι στην Patty Jenkins (Monster) μια πρωτιά που είχε ήδη αργήσει πολύ. Τρίτον, πρόκειται για την πρώτη solo περιπέτεια της Wonder Woman, εν έτει 2017, παρ’ όλο που μιλάμε για έναν από τους εμβληματικότερους και παλαιότερους superheroes της χρυσής εποχής των αμερικάνικων κόμιξ. Ναι, όλα αυτά έχουν μια ιδιαίτερη σημασία, γιατί οι ταινίες δεν παράγονται μέσα σε ιστορικό κενό. Δεν είναι μόνο ότι τα ζητήματα που ανοίγει ο φεμινισμός γύρω από τις έμφυλες διακρίσεις διεκδικούν όλο και περισσότερη ορατότητα στον δημόσιο χώρο, αλλά είναι επίσης κάτι που αφορά και συγκεκριμένα την κουλτούρα των υπερηρωικών κόμιξ. Η κινηματογραφική, και όχι μόνο, αγορά αυτής της κουλτούρας όσο πάει και διευρύνεται, και σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί πια μια αυστηρά περιφρουρούμενη αγορίστικη nerd φαντασίωση που βλέπει την γυναικεία παρουσία είτε σαν εξωτερική απειλή είτε σαν σεξουαλικοποιημένη διακόσμηση. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο κυκλοφορεί η πρώτη ταινία της Wonder Woman, το παρελθόν της οποίας είναι γεμάτο από τέτοιες ρήξεις, κι η ύπαρξή της είναι ένα σημαντικό βήμα προς τα μπρος. Η ταινία, βέβαια, δεν στέκεται μόνη της, αλλά αποτελεί τμήμα του DC Extended Universe που ξεκίνησε με το Man of Steel και συνεχίστηκε με τα Batman V Superman και Sucide Squad, τρεις ταινίες που δέχτηκαν ιδιαιτέρως αρνητικές κριτικές και δεν έφεραν τα αναμενόμενα υπερκέρδη στο box office. Απ’ αυτήν την σκοπιά, η Wonder Woman αποτελεί μια πολυπόθητη ανάσα για το DCEU, αφού η κριτική την έχει υποδεχθεί από αρκετά έως πολύ θετικά, ενώ αναμένεται να ξεπεράσει και τα κέρδη των προηγούμενων ταινιών. Είναι σαφές ότι το παρελθόν του DCEU λειτούργησε ως βάρος για την παραγωγή της Wonder Woman, αφού η ταινία προσπαθεί πάσει θυσία να απομακρυνθεί από τα στοιχεία για τα οποία δέχτηκαν σκληρή κριτική οι προηγούμενες. Αυτό οδηγεί την Jenkins στο να επιλέξει μια πιο ανάλαφρη, ζωντανή και ενίοτε χιουμοριστική προσέγγιση έναντι της βαρύγδουπης και υπερστυλιζαρισμένης κενότητας του Zack Snyder, ο οποίος βέβαια βάζει κι εδώ το χέρι του στην παραγωγή και το σενάριο. Η Wonder Woman είναι ένα κλασικό superhero origin story, απ’ αυτά που έχουμε δει πλέον δεκάδες φορές, και δεν συνδέεται παρά μόνο περιφερειακά με την κεντρική αφήγηση του DCEU, χρησιμοποιώντας τετριμμένα της αναπόληση της Diana (Gal Gadot) για το μακρινό παρελθόν της. Παρ’ όλο που βλέπεται ευχάριστα, δυστυχώς η ταινία από εκεί και πέρα δεν καταφέρνει να σταθεί αντάξια των προσδοκιών. Το πρώτο μέρος της διαδραματίζεται στην Themiscyra, το κρυμμένο νησί των πολεμιστριών Αμαζόνων που δημιουργήθηκαν απ’ τους Ολύμπιους θεούς για να προστατεύσουν την ανθρωπότητα. Ενώ αυτό από μόνο του δίνει την ευκαιρία για εξερεύνηση ενός τόπου με διαφορετική κοινωνική οργάνωση και πολιτισμό (και μάλλον μια περιπέτεια εκεί θα είχε περισσότερο ενδιαφέρον από αυτήν που ακολουθεί), η Jenkins το μεταχειρίζεται σαν μια συρραφή από κοινοτοπίες ταινιών της Disney, με μια ατίθαση πριγκίπισσα που έχει αντιμαχόμενες γονεϊκές φιγούρες κι ένα μυστικό σχετικά με την καταγωγή της που πρόκειται να καθορίσει τη μοίρα της. Όλο αυτό δυστυχώς δεν δείχνει παρά ελάχιστη σκηνοθετική και σεναριακή φαντασία, και χρησιμοποιείται μάλλον βιαστικά για να μας εισάγει στο τοπίο του Α’ ΠΠ μέσα από την τυχαία είσοδο του βρετανού κατασκόπου Steve Trevor (Chris Pine) στο νησί. Από εκεί κι έπειτα, αρχίζει να αναπτύσσεται μια δυναμική μεταξύ των δύο πρωταγωνιστικών χαρακτήρων που θυμίζει περισσότερο τα χαρακτηριστικά των κλασσικών screwball κωμωδιών παρά την ιστορία μια ημίθεης Αμαζόνας ηπερηρωίδας. Η Diana μεταφέρεται στο Λονδίνο όπου κινείται σαν ψάρι έξω από το νερό, πραγματοποιώντας κωμικές γκάφες, και μαθαίνει τον σύγχρονο κόσμο μέσα από την καθοδήγηση του Trevor, ο οποίος προσπαθεί να την ενσωματώσει στην αγγλική κοινωνία και πολεμική μηχανή. Η δυναμική αυτή συνδέεται σιγά-σιγά και με την κυρίως πλοκή της ταινίας, καθώς η Wonder Woman αρχίζει να μοιάζει με ένα πανίσχυρο αλλά αφελές παιδί που αδυνατεί να κατανοήσει τον κόσμο στον οποίο βρίσκεται. Όντας πλέον στο πεδίο της μάχης, η ταινία φλερτάρει με μια σεναριακή υπέρβαση για τα παραδοσιακά superhero δεδομένα. Καθώς τοποθετεί την δράση στον Α’ ΠΠ, χρησιμοποιεί ένα μοτίβο που έχει εμφανιστεί επίσης και σε άλλες κινηματογραφικές μεταφορές ηπερηρωικών ιστοριών, κατά το οποίο πίσω από τις πραγματικές ιστορικές και πολιτικές συγκρούσεις υπάρχει μια κρυμμένη φανταστική απειλή με την μορφή supervillain. Ενώ λοιπόν στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας υπάρχει μια αμφισημία αν πίσω από τις γερμανικές δυνάμεις βρίσκεται ο θεός Άρης ή αν ο πόλεμος κι η καταστροφή είναι καθαρά ανθρώπινο έργο με ανθρώπινες ευθύνες και συνέπειες, η συνέχεια τα φέρνει όλα τούμπα και καταλήγει σε μια προβλέψιμη και χιλιοπαιγμένη τελική μάχη γεμάτη CGI εκρήξεις και τετριμμένα κλισέ ταινιών δράσης (με αμέτρητα slow motion και παγώματα στον αέρα), χωρίς ίχνος σκηνοθετικής φαντασίας και συναισθηματικής επένδυσης, πόσω μάλλον σεναριακού βάθους. Παρ’ όλο που η Wonder Woman έχει μια αντικειμενική σημασία ως γυναικεία superhero αναπαράσταση και μια σειρά από ευκαιρίες για να υπερβεί τα όρια του είδους της (κάτι που ήδη συμβαίνει σε αρκετές superhero ταινίες), το DCEU επιλέγει έναν ασφαλή δρόμο προκειμένου να χτίσει ένα βιώσιμο franchise. H ταινία μοιάζει βασισμένη στη συνταγή των πιο επιφανειακών από τις μέχρι τώρα κριτικές του DCEU: να είναι λίγο πιο ανάλαφρο, όχι τόσο σκοτεινό και βαρύγδουπο, να έχει περισσότερο χιούμορ – κι η πρώτη απόπειρα προς αυτήν την κατεύθυνση με το Sucide Squad ήταν πλήρως αποτυχημένη. Το πρόβλημα, βέβαια, δεν είναι το μεγαλεπίβολο μυθικό και θεϊκό στοιχείο των ηρώων της DC (αντιθέτως, θα λέγαμε), αλλά η συγκεκριμένη φτηνή και πρόχειρη προσέγγιση που εγκαινίασε και συνεχίζει η αισθητική του Zack Snyder στις πρώτες ταινίες του κινηματογραφικού σύμπαντος. Προσπαθώντας εν μέρει να απομακρυνθεί από αυτό, η Wonder Woman καταλήγει εν τέλει ένα κάπως συντηρητικό και κοινότοπο origin story που θυμίζει περισσότερο τις κλασικές και πιο αφελείς 70s και 80s μεσσιανικές περιπέτειες του Superman, ενώ μάλλον προσπαθεί πιο πολύ να μοιάσει στο σύγχρονο σύμπαν της Marvel παρά να σταθεί στο ύψος του πλούσιου παρελθόντος της υπερηρωίδας και των τωρινών προκλήσεων των superhero ταινιών.