Ζούμε σε κοινωνία όπου, εν έτει 2019, το Χρυσό Λιοντάρι του Φεστιβάλ Βενετίας, του παλαιότερου κινηματογραφικού φεστιβάλ του κόσμου, πήγε σε μια υπερηρωική ταινία που σκηνοθέτησε ο δημιουργός της Hangover τριλογίας. Συχνά το ξεχνάμε, γιατί στο μεταξύ κόντεψε να καταρρεύσει ο ανθρώπινος πολιτισμός την αμέσως επόμενη χρονιά, αλλά αυτό το συμβάν, η βράβευση του Joker στη Μπιενάλε, παραμένει ένα από τα πιο αξιοπερίεργα στην ιστορία του κινηματογραφικού μέσου. Και μετά, περίπου όλοι έχασαν το μυαλό τους. Η δημόσια συζήτηση για την ταινία του Todd Phillips μετατράπηκε σε ένα απέραντο ναρκοπέδιο τοξικότητας και παραφροσύνης – όχι μόνο στην ψηφιακή σφαίρα, όπου ενδημούν αυτά τα φαινόμενα άλλωστε, αλλά και στον “πραγματικό” (sic) κόσμο, από τους φόβους για incel τρομοκρατικό χτύπημα στις ΗΠΑ μέχρι τα ντου μπάτσων για να πιάσουν ανήλικα που είχαν μπει να δουν Joker στην Αθήνα. Όχι και οι πιο ψύχραιμες αντιδράσεις, αν θέλετε. Στο μεταξύ, συνέβησαν πολλά – αλλά ας εστιάσουμε κυρίως στο τι συνέβη στο ιστορικό στούντιο της Warner από το 2019 μέχρι την πρεμιέρα του Joker: Folie à Deux που μόλις είδαμε στην Βενετία (στο εξής Joker 2, αφενός γιατί κριντζάρω κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον υπερ-δήθεν τίτλο κι αφετέρου γιατί βαριέμαι να κάνω συνέχεια copy-paste το γαλλικό à). Εν συντομία, συνέβησαν όλα λάθος, με πρώτο και καλύτερο το DC Extended Universe που κατέρρευσε μεγαλοπρεπώς μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν. Εκτός αυτού, όμως, η Warner έφαγε τα μούτρα της και σε μια σειρά ακόμα από περιπτώσεις. Το Tenet δεν κατάφερε να ξαναφέρει τον κόσμο πίσω στις αίθουσες μετά την πρώτη φάση της πανδημίας, το Space Jam reboot πήγε άπατο, το Godzilla vs. Kong δεν κατάφερε να χτίσει το τεράστιο franchise που ήλπιζαν, το The Matrix Resurrections ήταν απογοητευτικό, το Fantastic Beasts προσέκρουσε στην υπόθεση Johnny Depp vs. Amber Heard και το Furiosa δεν κατάφερε καν να βγάλει τα λεφτά του. Ουσιαστικά, στο blockbuster μέτωπο, οι μόνες ταινίες που έδωσαν την παρτίδα της Warner ήταν το Dune και το Barbie. Α, και το Joker φυσικά, με τη διαφορά ότι το Joker ήταν η λιγότερο safe επιλογή απ’ όλες. Για την ακρίβεια, μόνο ως πράξη ημι-αδιαφορίας ή ημι-απόγνωσης μπορεί να ερμηνευτεί το ότι όσο κατέρρεε το DCEU είπαν να φτιάξουν μια superhero ταινία με μηδενική δράση ως σκορσεζικό νεοϋορκέζικο δράμα που αποτίει φόρο τιμής στα κινηματογραφικά 70s. Κι όμως, αυτά τα πενιχρά 55 εκ. δολάρια που έδωσαν για το μπάτζετ του Joker όχι απλά τους πήγαν ταμείο (1 δις δολάρια στο box office), αλλά μετέτρεψαν την ταινία σε μείζον πολιτισμικό σημείο αναφοράς, σε αληθινό μεγα-event της παγκόσμιας μαζικής κουλτούρας. Το Joker ήταν μια ταινία που, με τον τρόπο της, απαντούσε σε όλα σχεδόν τα προβλήματα της κρίσης υπερσυσσώρευσης του superhero σινεμά που ήδη είχε αρχίσει να γίνεται αισθητή το 2019: έδινε έμφαση στην ιστορία και τους χαρακτήρες αντί για το franchise-building, υιοθετούσε ένα διακριτό genre που έδινε μοναδικό ύφος, εξασφάλιζε μια κινηματογραφική αυτοτέλεια καθώς ήταν μια ταινία με αρχή, μέση και τέλος που δεν προϋπέθετε ότι έπρεπε να δεις άλλα 342 πράγματα για να την απολαύσεις. Και κάπως έτσι, η Warner και ο Phillips βρέθηκαν στα χέρια τους με έναν θησαυρό – αλλά και μία βόμβα. Για να μπορέσουν να αρμέξουν την επιτυχία του Joker, θα έπρεπε να παραβούν τους παραπάνω κανόνες. Θα έπρεπε να φτιάξουν sequels. Να δημιουργήσουν franchise. Να χτίσουν hype. Να φέρουν stars. Να τοποθετήσουν την ταινία στην Batman μυθολογία. Να πάρουν δηλαδή το ισχυρότερο στοιχείο του Joker (ό,τι γνώμη κι αν έχει κανείς για την ταινία), το ότι μόνο συμπτωματικά αποτελούσε μια superhero ταινία (αφού επρόκειτο για μια ιστορία κι έναν χαρακτήρα που θα στεκόταν ακόμα και με το σκέτο όνομα Arthur Fleck), και να το αφοπλίσουν. Να κάνουν δηλαδή την ταινία κατ’ ουσίαν *υπερηρωική*. Αυτό είναι ουσιαστικά το Joker 2: μια επαν-υπερηρωωποίηση του Joker μέσα από την εναρμόνισή του με την βαθύτερη παραγωγική και καταναλωτική λογική του franchise-building που χαρακτηρίζει την σύγχρονη εποχή του είδους. Κι αφού μπαίνει στο παιχνίδι του παραδοσιακού υπερηρωικού οικοδομήματος (και πώς θα μπορούσε να μην άλλωστε, μετά από τέτοια επιτυχία), αναγκαστικά θα πρέπει “να παίξει με τις προσδοκίες.” Το “παιχνίδι με τις προσδοκίες“: να ποιο είναι το προπατορικό αμάρτημα του υπερηρωικού σινεμά. Όλα έχουν γίνει και ξαναγίνει τόσες πολλές φορές, προσφέροντας διαρκώς μικρές παραλλαγές της ίδιας φόρμουλας πακετάροντάς τες με την εμπορική λάμψη του καινούριου, που τα στούντιο έχουν καταλήξει να παίζουν ένα γελοίο και εξαντλητικό κρυφτούλι τόσο με το κοινό όσο και με το ίδιο το source material. Η υπερ-προσπάθεια των στούντιο να “ανατρέψουν” τις προσδοκίες του κοινού έχει μετατρέψει την ίδια την “ανατρεπτικότητα” σε ένα κομφορμιστικό βιομηχανικό μοντέλο διαστροφής των εννοιών όπου το πιο “απρόβλεπτο” καταλήγει να είναι το πιο υπολογισμένο, τυποποιημένο και προβλέψιμο (το Deadpool & Wolverine, με τον ασταμάτητο meta εξυπνακισμό του, παρότι διασκεδαστικό, είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα της κυνικής επίγνωσης αυτής της διαστροφής εκ μέρους των στούντιο). Υπάρχει κάποια διέξοδος από αυτό το παιχνίδι; Υπάρχει κάποια πραγματικά απρόβλεπτη και απροσδόκητη χειρονομία που έχει απομείνει στην φαρέτρα των χολιγουντιανών στούντιο; Δεν είμαι σίγουρος, αλλά, αν υπάρχει, τότε μάλλον μόλις την έκανε ο Todd Phillips στο Joker 2. Δεν θα μπούμε σε spoilers προφανώς, σε έναν μήνα άλλωστε η ταινία κυκλοφορεί κανονικά στα σινεμά οπότε θα έχουμε την δυνατότητα να κουβεντιάσουμε για την πλοκή αναλυτικά τότε, αλλά θα αρκεστούμε να πούμε ότι ο Phillips έκανε δύο κινήσεις-ματ που όχι μόνο ανατρέπουν αλλά ίσως εξουδετερώνουν εντελώς τις προσδοκίες του κοινού για ένα Joker sequel. Ίσως μάλιστα σε βαθμό αυτο-καταστροφικό, σχεδόν σαν αντίδοτο στην επαν-υπερηρωωποίηση, σαν ο Phillips να φύτευσε μέσα στο franchise έναν ιό που είναι ικανός να το καταστρέψει, (αυτο)σαμποτάροντας την πιθανή επιτυχία του. Είναι δύο οι τρόποι με τους οποίους το κάνει αυτό – ένας θεματικός και ένας αισθητικός. Ως προς την θεματική επεξεργασία της ταινίας, η ταινία μοιάζει να προσπαθεί να μετανοήσει για την ίδια την μυθολογία που έχτισε και για την οποία κατηγορήθηκε: την αισθητικοποίηση της βίας, την εργαλειοποίηση της ψυχικής ασθένειας, το φλερτ με τον pop μηδενισμό. Το Joker 2 μοιάζει με ένα μπλοκμπαστερικό sequel που θέλει να ξεφορτωθεί το ίδιο του το fanbase και να εξαγνιστεί στην κολυμπήθρα της υπεύθυνης αναπαράστασης και επεξεργασίας. Χωρίς να θέλω να προδώσω την πλοκή, ένα πολύ μεγάλο μέρος της ταινίας ασχολείται με την θεοποίηση του Joker (ως μυθοπλαστικό αντι-ήρωα του φιλμ και, σε ένα δεύτερο συμβολικό επίπεδο, ως το ίδιο το φιλμ στον πραγματικό κόσμο). Είναι άραγε πιθανό οι ίδιοι οι incels που μυθοποίησαν υπέρ του δέοντος την πρώτη ταινία να είναι αυτοί που θα κραυγάσουν για woke ξεπούλημα της δεύτερης; Καθόλου απίθανο θα πω, καθόλου απίθανο. Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο αυτοσαμποτάρεται είναι αισθητικός, και πιο συγκεκριμένα ειδολογικός. ‘Οπως είπαμε και πριν, η τοποθέτηση μιας υπερηρωικής ταινίας εντός ενός ειδικού κινηματογραφικού genre υπήρξε συχνά εγγύηση καλλιτεχνικής επιτυχίας. Κλασικό παράδειγμα είναι το The Dark Knight που πήρε τη μορφή ενός neo-noir α λα Michael Mann, ή το Captain America: The Winter Soldier που αποτελούσε κατ’ ουσίαν ένα κατασκοπικό thriller. Αντίστοιχα, το Joker επιχείρησε έναν (υπερβολικά προφανή είναι η αλήθεια) φόρο τιμής στο αμερικάνικο New Hollywood της δεκαετίας του ’70, και ειδικότερα φυσικά τις ταινίες του Martin Scorsese όπως το Taxi Driver, το Raging Bull και το The King of Comedy. Τι κάνει λοιπόν ο Todd Phillips, αυτός ο θεότρελος μπάσταρδος, στο Joker 2; Παίρνει το καταραμένο ρομάντζο του Joker και της Harley Quinn, υποσχόμενος μια ιστορία εγκληματικών εραστών on the run α λα Natural Born Killers, και αντ’ αυτού παραδίδει ένα δικαστικό δράμα και ένα παλιομοδίτικο μιούζικαλ, 2+1, σα να έχεις βάλει στο μπλέντερ το Anatomy of a Murder και το La La Land για την γενιά των toxic situationships και των delulu “I can fix her/him” φαντασιώσεων, με την Lady Gaga και τον Joaquin Phoenix να καταλαμβάνουν το brat και το demure άκρο του meme φάσματος αντίστοιχα. Το Joker 2 θα φάει εγγυημένα πολύ κράξιμο για τον μιούζικαλ χαρακτήρα του, και θα είναι κρίμα. Όχι γιατί χρησιμοποιεί με ενδιαφέροντα τρόπο την μιούζικαλ παράδοση, κάθε άλλο (μέτρια το κάνει), αλλά επειδή μεγάλο μέρος του κοινού στο οποίο απευθύνθηκε τόσο με την πρώτη ταινία όσο και με την δεύτερη (χωρίς να ακριβώς σίγουρο πού απευθύνεται πλέον βέβαια) έχει μια βαθιά αισθητική αλλεργία προς το ίδιο το είδος. Καλώς ή κακώς (κακώς, αν με ρωτάτε), η υποτίμηση του μιούζικαλ ως “νεκρό genre” παραμένει αρκετά επίμονη μεταξύ των θεατών, παρότι περιστασιακά έρχονται στην επιφάνεια πετυχημένες απόπειρες αναβίωσης και ο πειραματισμός με την μουσική αφήγηση έρχεται όλο και περισσότερο από την περιφέρεια πίσω στο κέντρο της κινηματογραφική έκφρασης. Όχι λοιπόν, το πρόβλημα με το Joker 2 δεν είναι ότι είναι μιούζικαλ. Είναι ότι δεν είναι *καλό* μιούζικαλ, όπως δεν είναι και τόσο καλό δικαστικό δράμα όσο θα ήθελε, όπως επίσης και η κριτική του προς την μεσσιανικού τύπου μυθολογικοποίηση ηρώων δεν είναι ούτε όσο βαθιά ούτε όσο πειστική νομίζει ο Phillips. Το αστείο, με την σκοτεινή και νοσηρή έννοια, και όταν μιλάμε για μια ταινία Joker αυτά τα αστεία είναι πολύτιμα, είναι ότι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα αυτή η ταινία να απογοητεύσει τους πάντες. Να μην αρέσει σε κανέναν. Ούτε σε αυτούς που τους άρεσε το πρώτο Joker, ούτε σε αυτούς που το αντιπάθησαν. Ό,τι προσδοκία κι αν έχεις από το Joker 2, το πιθανότερο είναι ότι θα απογοητευτείς. Αλλά, και το τονίζω αυτό, αν το Joker 2 είναι μια αποτυχία, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι μια *ενδιαφέρουσα* αποτυχία. Και μια ενδιαφέρουσα αποτυχία είναι πάντα προτιμότερη από μια πετυχημένη μετριότητα. Ο Phillips πήρε ένα μεγάλο ρίσκο, ίσως το μόνο ρίσκο που θα μπορούσε να σκοτώσει 100% το franchise, κι ίσως να είναι καλύτερα έτσι. Κι αν αποδειχθεί όντως έτσι, τότε ο Phillips θα είναι ο μεγαλύτερος Joker. Δεν έχω ιδέα τι επιφυλάσσει το μέλλον (και η Warner) για αυτόν τον χαρακτήρα. Έχω κάποιες σκέψεις, αλλά δεν είναι της παρούσης. Ακόμα κι αν δεν το ξαναδούμε ποτέ, όμως, τουλάχιστον θα έχουμε για πάντα τα memes. Θα έχουμε για πάντα τα memes…