Κάθε άνθρωπος έχει τα μικρά φετίχ και τις μικρές εμμονές του. Όπως οπουδήποτε αλλού στη ζωή, έτσι και στο σινεμά, αναζητούμε συχνά εκείνα τα στοιχεία, ορατά ή και σχεδόν αόρατα, που δίνουν στην απόλαυση το απαραίτητο τσικ παραπάνω ώστε να την κάνουν πιο ζουμερή. Εγώ, σαν θεατής μιλώντας πάντα, ένα από τα αγαπημένα μικρά φετίχ που έχω είναι να βλέπω καλλιτέχνες να βρίσκονται στο δημιουργικό peak τους κατά την ηλικία που μπαίνουν στα γηρατειά. Υπάρχουν τόσα πολλά ageist στερεότυπα και παρεξηγήσεις για το γήρας που τις περισσότερες φορές, ειδικά μέσα στην σύγχρονη δυτική καπιταλιστική κουλτούρα που λατρεύει τοτεμικά την νεότητα, τείνουμε να φανταζόμαστε το γήρας σαν μια ηλικία κατά την οποία η καλλιτεχνική δημιουργία -όπως και κάθε τι άλλο- παίρνει την κάτω βόλτα. Αφού δεν είσαι πια παραγωγικός, είναι δυνατόν να είσαι δημιουργικός; Αυτές είναι οι ερωτήσεις που απασχολούν την κοινωνία της παραγωγικότητας, της επίδοσης και της ταχύτητας. Μου φαίνεται, λοιπόν, πολύ όμορφο να βλέπω καλλιτέχνες να σπάνε αυτά τα στερεότυπα στην πράξη και να αποδεικνύουν τον απρόβλεπτο, arbitrary, μη-γραμμικό κι εν τέλει μη-εξηγήσιμο ορθολογικά χαρακτήρα της δημιουργίας. Έτσι, χάρηκα που οι δύο πρώτες ταινίες που είδα στο Φεστιβάλ Βενετίας, back-to-back χτες το πρωί, προέρχονταν από δύο σκηνοθέτες που θεωρώ ότι περνάνε μια νέα δημιουργική άνοιξη στην 7η δεκαετία της ζωής τους: τον Pedro Almodovar και τον Paul Schrader, οι οποίοι παρουσιάσανε το Parallel Mothers και το The Card Counter αντίστοιχα, διαγωνιζόμενοι αμφότεροι για το φετινό Χρυσό Λιοντάρι της Biennale (όντας μάλλον τα δύο ονόματα με το μεγαλύτερο βάρος και ιστορία μέσα στο διαγωνιστικό τμήμα του 780υ φεστιβάλ). Δεν θα κάνουμε εδώ εκτενή ανάλυση για τις δύο ταινίες. Κάτι τέτοιο άλλωστε δεν θα είχα νόημα ακόμα, αφού τις περιμένουμε στα σινεμά και τις δύο αργότερα μέσα στο φθινόπωρο. Θα πούμε όμως κάποια λίγα πράγματα, κυρίως για το πώς τις βλέπουμε να σχετίζονται συνολικά με το έργο των δημιουργών τους. Ξεκινώντας με τον Almodovar, πρέπει να πω ότι στα χρόνια που διαμόρφωνα το κινηματογραφικό μου γούστο (εκεί πέριξ της εφηβείας, όπως όλοι) δεν συμπαθούσα και τρομερά τον κινηματογράφο του. Δεν με τράβαγε αρκετά σε προσωπικό επίπεδο. Είχα απολαύσει κάποιες ταινίες του κι είχα δει τα Bad Education και Volver στο σινεμά όταν ήμουν έφηβος, αλλά ποτέ δεν τον έβαλα στην φανταστική λίστα με τους σκηνοθέτες που μου αρέσουν πραγματικά. Κατά μία έννοια, είναι παράξενο που προσκολλιόμαστε στο γούστο που διαμορφώνουμε σε μια ευαίσθητη ηλικία, δημιουργώντας έτσι πολύ στατικές αντιλήψεις για το τι μας αρέσει και τι όχι, ενώ η ίδια τέχνη είναι εξ ορισμού ένα πεδίο άπειρων ανοιχτών δυνατοτήτων. Σε κάθε περίπτωση, τα τελευταία χρόνια, κι ειδικά μετά το Pain and Glory του 2019 που μου άρεσε πολύ, άρχισα να επιστρέφω και να επανεκτιμώ τον Almodovar, αγαπώντας τον πλέον πολύ περισσότερο και έχοντας την αίσθηση ότι η τελευταία του ταινία εγκαινίασε για αυτόν μια νέα φάση δημιουργικής αναζωογόνησης. Έπεσα μέσα, γιατί το Parallel Mothers θεωρώ ότι πράγματι τον βρίσκει εξαιρετικά δημιουργικό και περιπετειώδη, παραμένοντας μέσα στα πλαίσια του κινηματογραφικού του ύφους και του σημειολογικού του κόσμου, αλλά παίρνοντας επίσης μια σειρά από νέα ρίσκα σε θεματικό, δραματουργικό και πολιτικό επίπεδο. Φυσικά, υπάρχουν εδώ τρεις αλμοδοβαρικές σταθερές. Πρώτον, το τεράστιο χρέος του προς το μελόδραμα που δίνει στο σινεμά του αυτήν την φανταστική σαπουνοπερική telenovelική υφή. Δεύτερον, η μεγάλη ικανότητα της γραφής του να ανοίγεται στον άλλο, να γίνεται ο άλλος, κι ειδικότερα (φυσικά) να εξερευνά τους γυναικείους χαρακτήρες του με εξαιρετικό βάθος και κατανόηση. Πόσο σπάνιο πράγμα για άνδρες δημιουργούς, κι ειδικά σήμερα που οι περισσότεροι γράφουν γυναίκες περισσότερο με έγνοια να τικάρουν τα σωστά κουτάκια παρά να τους δώσουν αληθινή κινηματογραφική ζωή. Και τρίτον, προφανώς τα γνώριμα πρόσωπα του Almodovar: η Julieta Serrano, η Rossy de Palma και βεβαίως η Penelope Cruz – όλες τους φανταστικές στην ταινία. Χωρίς να μπούμε σε συζήτηση για την πλοκή της ταινίας, κι αποφεύγοντας έτσι τα spoilers, έχει αξία να σημειώσουμε πως ο Almodovar παρουσιάζει μια αρκετά εκλεπτυσμένη επεξεργασία των θεμάτων του στο Parallel Mothers. Η βάση του είναι η μητρότητα βέβαια, κι ο ίδιος άλλωστε ειδικεύεται στις κινηματογραφικές μανούλες, αλλά αποφασίζει επίσης να πάει το θέμα σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο, χρησιμοποιώντας μια σειρά από διαφορετικά εργαλεία για να επεξεργαστεί το κανονικό και το αντικανονικό family-making, την γυναικεία αυτονομία και αλληλεγγύη, την σχέση ανάμεσα στην ατομική και την συλλογική ψυχή, την επιμονή της ιστορικής μνήμης και την ανάγκη διάσωσής της (μιλώντας εδώ για τον Ισπανικό Εμφύλιο). Το Parallel Mothers εξετάζει έμφυλα και εμφύλια πάθη, λοιπόν, αλλά όχι με την αποστασιοποιημένη ματιά που βλέπουμε συχνά στο ιστορικό-πολιτικό σινεμά. Αντιθέτως, επιλέγοντας να χρησιμοποιήσει τα εργαλεία της ανθρωπολογίας τόσο μεθοδολογικά όσο και δραματουργικά, ο Almodovar εστιάζει στους ανθρώπινους δεσμούς με τρόπο βιωμένο και βιωματικό, πριμοδοτώντας την συνεργασία και την κατανόηση σε μια σειρά από αλληλοδιαπλεκόμενα επίπεδα, μέχρι το παρελθόν να δικαιωθεί, οι νεκροί να αναπαυθούν κι οι ζωντανοί να μπορέσουν να ζήσουν πραγματικά. Το παρατεταμένο χειροκρότημα στο τέλος της προβολής ήταν απόλυτα δικαιολογημένο. Κι αν η προβληματική της λύτρωσης μοιάζει εντελώς εκκοσμικευμένη και ιστορικοποιημένη στον Almodovar, υπάρχουν σκηνοθέτες που συνεχίζουν να επιμένουν στο θεολογικό βάρος του ανθρώπινους δράματος. Αμέσως μετά, λοιπόν, είδα το The Card Counter του Paul Schrader, έναν σκηνοθέτη με τον οποίο είχα πολύ διαφορετική σχέση στο παρελθόν σε σύγκριση με τον Almodovar, μιας και πρόκειται για έναν από τους πιο αγαπημένους μου κινηματογραφικούς δημιουργούς ever. Ο ίδιος είναι βέβαια περισσότερο γνωστός για τις συνεργασίες του με τον Martin Scorsese ως σεναριογράφος (από το Taxi Driver και το Raging Bull μέχρι το The Last Temptation of Christ και το -δυστυχώς υποτιμημένο- Bringing Out the Dead), αλλά αποτελεί επίσης εδώ και περίπου τέσσερις δεκαετίες έναν από τους αφοσιωμένους δημιουργούς του σκληρού, κοφτερού, σκοτεινού, υπερβατικού αμερικάνικου σινεμά. Και μας έχει δώσει ταινιάρες σαν το Blue Collar, το Hardcore, το Mishima, το Light Sleeper, το Affliction και το Auto Focus, μεταξύ άλλων. Βέβαια, για πάνω από μια δεκαετία, από τα μέσα των 00s και μετά, ο Schrader θεωρούταν λίγο-πολύ ξοφλημένος δημιουργικά, φτιάχνοντας ταινίες που πάτωναν σε εισιτήρια και κριτικές. Έτσι, όταν το 2017 κυκλοφόρησε το First Reformed που λατρεύτηκε σε φεστιβάλ και τιμήθηκε σε βραβεία, ο κόσμος του σινεμά χαιρέτισε την επιστροφή του Schrader τόσο στις καλές ταινίες όσο και στην σκοτεινή θεολογική προβληματική του τραύματος και της σωτηρίας (όχι πως έλειψε ποτέ από το έργο του, αλλά τέλος πάντων, εδώ συνδέθηκε πιο στενά με το ζήτημα της πίστης και της απώλειάς της, πράγματα που γνωρίζει καλά ο ίδιος όντας μύστης του θρησκευτικού σινεμά). Όπως και να ‘χει, αυτό σήμαινε πως για πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια τα βλέμματα θα ήταν στραμμένα στην επόμενη ταινία του Schrader, κι εκείνος ήταν αποφασισμένος να δώσει πίσω εκείνο που ξέρει να κάνει (και κυρίως να γράφει) πολύ καλά: μια ιστορία εμμονικής, τραυματισμένης και αυτοκαταστρεφόμενης αρρενωπότητας που αναζητά την κατανόηση, την αγάπη και την λύτρωση στις πιο σκοτεινές γωνιές της αμερικάνικης κοινωνίας και εμπειρίας. Υπάρχει κάτι πολύ ικανοποιητικό στον αντι-cool τρόπο με τον οποίο βυθίζεται ο Schrader τον κόσμο των καζίνο, των τυχερών παιχνιδιών και του celebrity poker. Κι ενώ δεν ξεφεύγει από τις αντι-ηρωικές σταθερές του ανδρικού τραύματος και του PTSD (μην ξεχνάμε ότι στις αρχές της καριέρας του έγραψε κι ένα Rolling Thunder), καταφέρνει να κάνει σημαντικές και σαφείς νύξεις τόσο στην σαπίλα της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής, με την μορφή των βασανιστηρίων, όσο και στον τρόπο που η ίδια αυτή η πολιτική είναι συμβατή και αλληλοτροφοδοτείται από την σαδιστική ψυχική δομή των ανθρώπων που την υλοποιούν. Ο Schrader όμως δεν αρκείται στο να στήσει ένα φεστιβάλ σαδιστικής ανδρικής σκληρότητας, όπως έκανε πρόσφατα το The Lighthouse, αλλά επιθυμεί -σαν θεολόγος που είναι- να δείξει έναν δρόμο που περνάει μέσα από την σκληρότητα και το βασανιστήριο και πηγαίνει προς την τρυφερότητα και την αγάπη. Αυτό από μόνο του είναι αρκετά σημαντικό ώστε να με κάνει να συγχωρώ μερικές αισθητικές επιλογές που δεν του βγήκαν, όπως το voiceover, κάποιες ερμηνείες, η μουσική σε σημεία και, κυρίως, το πόσο ατσαλάκωτος και clean-cut είναι ο Oscar Isaac για έναν τέτοιο ρόλο. Κατά μία έννοια, όπως και το Parallel Mothers έτσι και το The Card Counter αναζητά τις συνδέσεις ανάμεσα στο μικρο-ιστορικό και το μακρο-ιστορικό επίπεδο, επιστρέφοντας στις προβληματικές της μνήμης και του τραύματος ώστε να αναζητήσουν την δυνατότητα της λύτρωσης ως αυτοκαθορισμού των ηρώων τους. Κι αν ο Almodovar απαντάει σε αυτό με μια πολιτικά ριζοσπαστική αισιοδοξία, ο Schrader στρέφεται στο θεολογικό και ψυχαναλυτικό επίπεδο και υπενθυμίζει το οντολογικό μαρτύριο που κουρνιάζει στην ανθρώπινη εμπειρία. Ωραία είναι να βλέπεις μεγάλους -σε ηλικία- σκηνοθέτες να κάνουν μεγάλες -σε πάθος- ταινίες. Ωραία είναι να βλέπεις σινεμά σε σκοτεινή αίθουσα μαζί με πολλούς ανθρώπους. Μου είχε λείψει.