Αν υπήρχε κάποιος ικανός να το κάνει, αυτός ήταν ο Denis Villeneuve. Όλοι το ξέρουν αυτό. Πραγματικά, ποιος άλλος θα μπορούσε να χειριστεί ένα γιγάντιο στουντιακό sci-fi έπος τέτοιας κλίμακας, διατηρώντας ταυτόχρονα προσωπικό κινηματογραφικό χαρακτήρα; Οι David Lynch και Alejandro Jodorowsky, προερχόμενοι από εντελώς διαφορετικές πάστες σινεμά, απέτυχαν αμφότεροι, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους. Και, σε κάθε περίπτωση, το αποτέλεσμα που θα έδιναν, ακόμα κι αν κατάφερναν να φέρουν σε πέρας την αποστολή με τους δικούς τους όρους, δεν θα ήταν -ευτυχώς- αυτό που θέλει το κοινό (ή η αγορά, για να γίνουμε πιο κυνικοί, αλλά και πιο ακριβείς) από μια μεταφορά του Dune εν έτει 2021. Στα 80s και τα 90s αυτός που θα μπορούσε να το κάνει θα ήταν ο James Cameron, o κατεξοχήν μπλοκμπαστερικός auteur του post-New Hollywood αμερικάνικου σινεμά. Κάποιοι θα φαντασιώνονταν έναν Christopher Nolan, εγώ αντιθέτως θα ήλπιζα σε έναν Paul Verhoeven της χρυσής εποχής, έτσι για την καύλα. Αλλά, πραγματικά, υπήρχε άλλος υποψήφιος σήμερα πέρα από τον Villeneuve; Όπως πιθανότατα έχετε καταλάβει, είδαμε το Dune. Βρισκόμαστε στη Βενετία και χτες η ταινία έκανε την πολυαναμενόμενη παγκόσμια πρεμιέρα της περίπου ενάμιση μήνα πριν κυκλοφορήσει ταυτόχρονα σε κινηματογραφικές αίθουσες και ψηφιακό streaming, απόρροια της αμφιλεγόμενης συνολικής πολιτικής της Warner για το 2021, η οποία έφερε στην επιφάνεια την κρίση του παραδοσιακού μοντέλου παραγωγής/διανομής με μια αποφασιστική κίνηση αλλαγής παραδείγματος και δημιουργίας προηγούμενου: η αποκλειστικότητα της αίθουσας είναι η εξαίρεση, όχι ο κανόνας. Η προβολή του Dune εδώ στη Βενετία, λοιπόν, ήταν μια εξαίρεση, ένα μοναδικό συμβάν, ένα μεμονωμένο περιστατικό στην πορεία που θα χαράξει η ταινία από εδώ και πέρα, αφού η επιλογή ανάμεσα στο σπίτι και το σινεμά θα πέσει στην ατομική πλάτη του καταναλωτή που θα σταθμίσει το κόστος και το όφελος (οικονομικό και ψυχολογικό) της κάθε εκδοχής. Αυτό που λείπει δεν είναι η αποκλειστικότητα του σινεμά απλά με όρους βιομηχανικούς, οικονομικούς, λογιστικούς. Λείπει η πρόσδεση του κινηματογραφικού έργου πρωτίστως με μια συλλογική, κοινωνική και ενσώματη εμπειρία. Αυτή η πρόσδεση, φυσικά, δεν ήταν ποτέ αποκλειστική και μονοσήμαντη. Αλλά η απροϋπόθετη προτεραιότητα της αίθουσας δείχνει να αποτελεί πλέον, τουλάχιστον για ένα μέρος της βιομηχανίας της μαζικής κουλτούρας, υπόλειμμα μιας παλιάς κανονικότητας που βρίσκεται πλέον υπό διαπραγμάτευση. Εστιάζω, όμως, στο Dune γιατί, ακόμα κι αν τα blockbusters επιστρέψουν θριαμβευτικά στη μεγάλη οθόνη (όπως αναμένεται να γίνει με το No Time to Die σύντομα, ίδωμεν), ένα μέρος του παραδοσιακού κύκλου έχει διαταραχθεί. Και το Dune είναι η πρώτη larger-than-life (πραγματικά larger-than-life όμως, όχι ντεμέκ) χολιγουντιανή ταινία που δεν απολαμβάνει το προνόμιο να αποτελέσει μέρος αυτού του κύκλου. Παρά τις προσπάθειες του ίδιου του Villeneuve να εξασφαλίσει αποκλειστική κινηματογραφική διανομή, έχοντας προηγουμένως ασκήσει σκληρή δημόσια κριτική στην Warner, το μόνο που επιτεύχθηκε ήταν η φεστιβαλική πρεμιέρα της ταινίας στην Biennale. Όπως και το 2019 που βρισκόμασταν εδώ και βλέπαμε το Joker, λοιπόν, γίναμε μάρτυρες μιας κρίσιμης μεταβατικής στιγμής για την σχέση ανάμεσα στη βιομηχανία του σινεμά και την λαϊκή κουλτούρα. Κι αν η πρεμιέρα του Joker είχε μια ένταση, ένα εξιτάρισμα και μια αγωνία για το τι δυνατότητες θα ανοίξουν στο μαζικό σινεμά και πώς θα συναντηθεί η ταινία με την υπάρχουσα κοινωνικο-ιστορική κίνηση, η πρεμιέρα του Dune είχε μάλλον αμηχανία, σφίξιμο και αβεβαιότητα, κάτι που αποτυπώθηκε και στα λιγοστά και σποραδικά χειροκροτήματα που ακούστηκαν όταν έπεσαν οι τίτλοι τέλους – πράγμα που, υπό το φως όσων είπαμε παραπάνω, ίσως να μην έχει να κάνει μόνο ή πρωτίστως με την ποιότητα της ταινίας. Τι άλλο να συμβεί άλλωστε όταν μια ταινία σαν το Dune κουβαλάει τόσα πολλά μπαγκάζια πάνω της, από τις προσδοκίες των fans του Frank Herbert μέχρι το βάρος της απόδειξης πως αξίζει να έχει sequel, κι από εκεί μέχρι τον ρόλο που ενδέχεται να παίξει στην χάραξη κινηματογραφικής πολιτικής εκ μέρους των στούντιο, αλλά και την διαμόρφωση της κινηματογραφικής συμπεριφοράς εκ μέρους του κοινού (δύο πράγματα που αυτή τη στιγμή συγκλίνουν στην αντίφαση αίθουσα-πλατφόρμα). Το hype, μερικές φορές, είναι ύπουλο και δίκοπο πράγμα. Είδαμε το Dune, λοιπόν, κι επιστρέφω στον Villeneuve και την ταινία. Το κείμενο αυτό δεν πρόκειται να μπει σε εκτενή ανάλυση του ίδιου του έργου. Νιώθω πως είναι νωρίς για αυτό. Θέλω να κάτσει καλύτερα μέσα μου, να το δω άλλη μια φορά, να το έχει δει κι ο κόσμος, να μπορέσουμε να συμμετάσχουμε από κοινού σε μια δημόσια σφαίρα συλλογικής συζήτησης. Κι άλλωστε, υπάρχουν πολλά να πεις για το Dune-βιβλίο και την Dune-ταινία. Χρειάζεται χώρος, χρόνος και σκέψη. Προς το παρόν, όμως, νομίζω πως μπορώ να μοιραστώ μερικές πρώτες σκέψεις και εντυπώσεις, παντελώς spoiler-free αφού δεν θα πούμε κάτι για την πλοκή, και στην κατεύθυνση μιας πρώιμης αποτίμησης αυτού που προσπάθησε να κάνει ο Villeneuve κι η Warner (σε σύμπνοια ή σε σύγκρουση, αυτό μένει να φανεί). Πράγματι, ο Villeneuve ήταν ο κατάλληλος. Ειδικά στο πεδίο του sci-fi, έχει αποδείξει τη δυνατότητα του να χειρίζεται αποτελεσματικά πράγματα διαφορετικά όπως η εσωτερικότητα του Enemy, η εγκεφαλικότητα του Arrival κι η ποιητικότητα του Blade Runner 2049 – και ταυτόχρονα να διατηρεί έναν προσωπικό κινηματογραφικό πυρήνα απ’ τον οποίο αντλούν δραματική κι αισθητική δύναμη όλες αυτές οι εκδοχές. Παρόλα αυτά, δεν ανήκα στους τρομερά αισιόδοξους όσον αφορά την μεταφορά του Dune. Πίστευα πως ο Villeneuve θα πιάσει την βάση, έτσι αξιόπιστος και φερέγγυος που είναι, αλλά προτιμούσα να είμαι συγκρατημένος. Κι ενώ προσπαθώ γενικά να αποφεύγω trailers ταινιών, πόσο μάλλον όταν είναι εξολοκλήρου στουντιακά προϊόντα όπως συμβαίνει στην περίπτωση των επίδοξων blockbusters, το υλικό που είχε κυκλοφορήσει από το Dune μου άφησε μια μάλλον χλιαρή αίσθηση ικανοποίησης με μια εσάνς διεκπαιρεωτικότητας που παρέπεμπε στο κλασικό μοντέλο big-studio-does-best-selling-scifi-adaptation. Τελικά, το Dune μου άρεσε. Πολύ. Και χάρηκα με αυτό. Αν προσπαθούσα να βρω έναν παράγοντα που να δείχνει αν πρόκειται για πετυχημένη ή αποτυχημένη μεταφορά, θα έλεγα πως το κλειδί της επιτυχίας για μένα είναι το εξής: ο Villeneuve κάνει την φάση του. Τι εννοώ με αυτό; Εννοώ ότι, ακόμα κι αν δεν πρόκειται για μια προσωπική ιστορία (κι εξάλλου το σενάριο κάνει μπαμ ότι γράφτηκε από υψηλή στουντιακή επιτροπή που περιλάμβανε τον οσκαρικό Eric Roth), η κινηματογραφική γλώσσα του Dune έχει πράγματι προσωπικό στίγμα. Ο Villeneuve παίρνει τον χρόνο του, βάζει την σφραγίδα του, δεν βιάζεται, πριμοδοτεί την ροή της ενότητας εικόνα-ήχου-συναισθήματος έναντι της διαδοχής των γεγονότων και της προώθησης της πλοκής. Ξέρει, φυσικά, πως είναι διαφορετικό πράγμα η γραφή και διαφορετικό πράγμα η εικόνα. Προσοχή: όχι απλά η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος, αλλά η ίδια η εσωτερική λογική των μέσων. Γι’ αυτό ακριβώς και δεν έχει ποτέ πραγματικό νόημα να αντιπαραβάλλεις μια ταινία σε ένα βιβλίο με όρους πιστότητας ή ακρίβειας. Μπορεί να έχει πλάκα σαν συζήτηση μεταξύ νέρντουλων (κι εγώ πάντα το απολαμβάνω), αλλά η ιστορία μας δείχνει ότι μια καλή κινηματογραφική μεταφορά λογοτεχνικού έργου πρέπει οπωσδήποτε σε έναν βαθμό να προδώσει το ίδιο το έργο, να διαπράξει μια ελεύθερη καλλιτεχνική βλασφημία ώστε να παράξει κάτι παραπάνω από το άθροισμα των υλικών του. Γι’ αυτό, ας πούμε, είναι καλή μια μεταφορά σαν το Blade Runner του Ridley Scott, ή σαν το τηλεοπτικό Watchmen του Damon Lindelof: γιατί αναγνωρίζουν την δημιουργική ευθύνη που προκύπτει από την συνειδητοποίηση ότι άλλο μέσο σημαίνει άλλη γλώσσα, κι άρα σημαίνει άλλοι κανόνες. Αν με ρωτάτε, θα ήθελα τον Villeneuve πιο βλάσφημο κι ελεύθερο απέναντι στον Herbert. Πιστεύω ότι είναι κάτι που το αξίζουν κι οι δύο, ακριβώς επειδή είναι καλλιτέχνες με αξία. Ακόμα όμως κι αν περιορίζεται από το σενάριο, που είναι ικανοποιητικά λιτό στην δομή του αλλά και αλλήθωρο όσον αφορά μια σειρά από λανθάνουσες δυνατότητες του πρωτότυπου που αφήνει αναξιοποίητες, ο Villeneuve επιλέγει μια κινηματογραφική γλώσσα που δείχνει προς έναν συγκεκριμένο δρόμο sci-fi μεγαλείου. Κι αυτή η γλώσσα είναι η γλώσσα της κλίμακας, της μαγείας, του wonderment, της αισθητηριακής εμπειρίας (αν ο Stanley Kubrick φαντασιωνόταν έναν sci-fi Sergei Eisenstein κι ο George Lucas φαντασιωνόταν έναν sci-fi Akira Kurosawa, τότε ο Villeneuve την βρίσκει με sci-fi David Lean). Μπορεί οι αισθητικές αναφορές του βιλνεβικού Dune να μην είναι αυτές που προτιμώ προσωπικά, με όλη την πορτοκαλογκρι χρωματική μονοτονία, την μιλιταριστική/φασίζουσα αισθητική και τις αυστηρές γωνίες του “σοβαρού sci-fi” εκεί που θα μπορούσε να υπάρχει πολύχρωμο ψυχεδελικό καλειδοσκοπικό γαλαξιακό χάος (αχ Jodorowsky γαμώτο), αλλά βρήκα πολύ όμορφο τον τρόπο που η ταινία προδίδει το ρεύμα του “σκεπτόμενου/εγκεφαλικού sci-fi/blockbuster” των Μεγάλων Ιδεών και του Υψηλού Διαλόγου (δηλαδή συνήθως αμπελοφιλοσοφία και exposition, σόρι κιόλας) για χάρη μιας μαξιμαλιστικής ποιητικής ορμής που αναζητά το δέος του επιβλητικού και του υπερβατικού ακριβώς στα σημεία που δεν “πάνε μπροστά την ταινία” αλλά στοχεύουν κατευθείαν στις αισθήσεις και το ασυνείδητο του θεατή. Στο blockbuster sci-fi μου, άλλωστε προτιμώ το ψευδο-spiritual από το ψευδο-intellectual. Δεν ξέρω, βέβαια, πώς θα φανούν όλα αυτά στον κόσμο που θα δει την ταινία. Με αυτό εννοώ πως, αν μη τι άλλο, ο Villeneuve δεν προσπάθησε να την κάνει μασημένη τροφή. Μ’ αυτήν την έννοια, σε αρκετούς ανθρώπους θα φανεί δύσκολη, αργή, απαιτητική, με λιγότερη δράση και ένταση απ’ όση υπόσχονται τα trailers. Κι ενώ το sequel είναι κλειδωμένο ακόμα κι αν δεν έχει ανακοινωθεί (η ταινία άλλωστε παρουσιάστηκε με τον υπότιτλο Part One στη Βενετία) και ο Villeneuve δηλώνει ανοιχτά την επιθυμία του να μετατρέψει το κινηματογραφικό Dune σε τριλογία που κλείνει με το Dune Messiah, σίγουρα δεν μοιάζει να μεταχειρίζεται το πρωτότυπο υλικό και την μεγάλη αναγνωρισιμότητά του απλώς σαν ένα brand, ένα intellectual property, μια πρώτη ύλη για franchise-building. Αν μη τι άλλο, την ίδια τίμια στάση κράτησε κι απέναντι στο Blade Runner – κι εκεί το πλήρωσε ακριβά στο box-office (κατ’ εμέ η ταινία απέτυχε στον στόχο της, αλλά για άλλους λόγους). Τώρα, με την ίδια τη Warner σχεδόν να σαμποτάρει την πιθανή εμπορική επιτυχία του Dune και το ίδιο το έργο να μην κάνει ιδιαίτερες εκπτώσεις για χάρη της μαζικής απήχησης, αμφιβάλλω για την βιωσιμότητα του όλου πρότζεκτ. Όχι απλά για την βιωσιμότητα του βιλνεβικού Dune, αλλά γενικότερα για την βιωσιμότητα του larger-than-life χολιγουντιανού σινεμά που φέρει προσωπική σφραγίδα και διεκδικεί καλλιτεχνική αυτονομία (η εμπορική αποτυχία του Tenet κι η μετέπειτα σύγκρουση Nolan-Warner είναι μια ακόμα περίπτωση που ενισχύει αυτήν την αμφιβολία, την οποία συνόψισε σε κινηματογραφικό επίπεδο ο David Fincher, άλλος ένας τέτοιου είδους δημιουργός, με το Mank). Υπάρχουν ακόμα πολλά πράγματα να ειπωθούν για το Dune. Ας πούμε, για να κάνω ένα γρήγορο πέρασμα από αυτά που προβληματίζουν περισσότερο τον δημόσιο διάλογο γύρω από το hype της ταινίας, ο Timothee Chalamet μου φάνηκε αληθινά εξαιρετικός, δίνοντας στον Paul Atreides εκείνη την αγορίστικη εξερευνητική ευγενή ποιότητα που αποτέλεσε prototype για ήρωες σαν τον Luke Skywalker και τον Harry Potter (εξάλλου ο Villeneuve κάνει την προφανή επιλογή να πλοηγηθεί στον κόσμο του Dune μέσα από τα μάτια του Chalamet, και του βγαίνει ξεκάθαρα). Παρένθεση: είναι εντυπωσιακό πόσα πράγματα που εισήγαγε το Dune στην μυθοπλασία του φανταστικού μοιάζουν κοινοτοπίες και κλισέ πλέον, αλλά έχει σημασία να θυμάσαι ποιος το έκανε πρώτος. Και το υπόλοιπο καστ βέβαια είναι παραπάνω από ικανοποιητικό, με την Zendaya να ενσαρκώνει μια φανταστικά μυστηριώδη παρουσία της ερήμου. Είναι σαφές άλλωστε πως η Warner δεν σκόπευε να αφήσει το θέμα του star power στην τύχη, σε βαθμό που η ταινία καταλήγει σχεδόν μπουκωμένη από την παρέλαση a-list ηθοποιών (απαραίτητο shout-out εδώ στον υπεράνω lists David Dastmalchian <3). Και μπορεί να λείπει ο συνήθης ύποπτος Roger Deakins από την φωτογραφία (είναι εδώ βέβαια ο επίσης σταθερά βιλνεβικός μοντέρ Joe Walker), αλλά τον ρόλο τον επιτελεί ωραιότατα ο Greig Fraser που έχει φωτογραφήσει επίσης αγαπημένες ταινίες της περασμένης δεκαετίας σαν το Killing Them Softly και το Foxcatcher. Κι ο Hans Zimmer, τέλος, ο οποίος εδώ και χρόνια κινείται για μένα όλο και περισσότερο ανάμεσα στο άνισο και το διεκπεραιωτικό, παραδίδει μάλλον το καλύτερο του score από την εποχή του Interstellar (παρόλο που κάνει κατάχρηση του *soundtrack goes brrrrrr* και του *ancient psalm intensifies*). Κι υπάρχουν φυσικά και βαθύτερα πράγματα να ειπωθούν: να μιλήσουμε για την κουλτούρα του fan service και πώς την επιβεβαιώνει ή την σαμποτάρει το Dune, για το πώς η επιστημονική φαντασία από genre προορισμένο να απελευθερώσει την φαντασία μετατρέπεται σε genre που την περιορίζει, για την αποικιοκρατία και τις μεσσιανικές αφηγήσεις του Ενός στην εποχή της Πολλαπλότητας, για το μπόλιασμα του αρχετυπικού monomyth με πολυμυθικά στοιχεία (σπουδαία συνεισφορά του Herbert στο sci-fi του νέου κύματος των 60s), για την διαλεκτική δύσης και ανατολής όπως ξετυλίγεται στην ταινία και το βιβλίο (αγκάθι αλλά και πηγή δύναμή τους), για την αφήγηση του Dune ως μια αφήγηση για την διαρκή κρίση των αυτοκρατοριών (την ώρα που στο Αφγανιστάν καταρρέει η πιο πρόσφατη που είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα), για τις προβληματικές της διακυβέρνησης και της πλανητικότητας την ώρα που οι οικονομίες της εξόρυξης έχουν οδηγήσει σε βαθιά κλιματική/οικολογική κρίση, για την διαδικασία ερημοποίησης που αποικίζει όλο μεγαλύτερο μέρος του φυσικού και του ανθρώπινου τοπίου. Ίσως να μην τα συζητήσουμε όλα αυτά, ίσως ακόμα και να είναι too much να επιχειρούμε να ανοίξουμε την συζήτηση γύρω τους με αφορμή ένα χολιγουντιανό sci-fi blockbuster. Σε κάθε περίπτωση, το σημαντικό είναι ότι σε λίγο καιρό θα συζητάμε ξανά για το Dune, μαζί, βγαίνοντας από την σκοτεινή αίθουσα, τον χώρο όπου τα ψέματα είναι πιο αληθινά από την ζωή, παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, προσπαθώντας να συνειδητοποιήσουμε τι είδαμε και τι σήμαινε για εμάς. Γι’ αυτό αξίζει να πηγαίνεις σινεμά.