O Roman Polanski είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Όχι, αυτό που λέμε δεν αφορά την αξία του ως σκηνοθέτη, η οποία για πολλές δεκαετίες ήταν τεράστια. Η ιδιαιτερότητα του Polanski, επίσης, δεν έγκειται στο ότι αποτελεί εξαίρεση. Είναι κι αυτός ένας μεγάλος, σημαντικός, άνδρας δημιουργός που, μεταξύ άλλων, έχει εκμεταλλευτεί την θέση και την εξουσία του προκειμένου να παραβιάσει τα όρια της σεξουαλικής συναίνεσης. Δυστυχώς, όπως είπαμε, αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση. Αν υπάρχει μια ιδιαιτερότητα, όμως, αυτή αφορά πιθανώς το πόσες δεκαετίες τώρα ο Polanski έχει αποφύγει ουσιαστικά τις πραγματικές συνέπειες των πράξεών του, με τις ευλογίες ενός τεράστιου μέρους της βιομηχανίας του θεάματος. Ο Polanski παραμένει ατιμώρητος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, εδώ και σαράντα χρόνια. Ως γνωστόν, το 1977 συνελήφθη και του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για την νάρκωση και τον βιασμό ενός 13χρονου κοριτσιού, ενώ ο ίδιος δήλωσε ένοχος για αποπλάνηση ανηλίκου προκειμένου να αποφύγει την δίκη και την επιβολή μεγαλύτερης ποινής. Μαθαίνοντας όμως ότι το αμερικάνικο δικαστήριο δεν θα δεχόταν τον διακανονισμό, διέφυγε στην Γαλλία παραμένοντας φυγάς από την δικαιοσύνη από τότε μέχρι και σήμερα. Έκτοτε, έχουν έρθει στην επιφάνεια κι άλλες καταγγελίες εναντίον του για σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκων, αλλά ο ίδιος παραμένει ελεύθερος στην Γαλλία, ταξιδεύοντας ενίοτε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και συνεχίζοντας να κινηματογραφεί με την στήριξη μείζονων παραγωγών και διανομέων, με την συμμετοχή μεγάλων ηθοποιών και με την υποστήριξη πολλών ισχυρών ανθρώπων της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Η περίπτωση Polanski, λοιπόν, είναι κάπως διαφορετική από τις περιπτώσεις που ήρθαν στην επιφάνεια με το κύμα του MeToo κατά το 2017 κι έπειτα. Εδώ δεν είχαμε μια χρόνια και βαθιά αποσιώπηση και συγκάλυψη των πράξεων ενός ισχυρού άνδρα. Αυτό που είχαμε είναι μια περίτρανη απόδειξη των βαθύτερων εξουσιαστικών δομών και της βαθιάς έμφυλης ανισότητας που υπάρχει στην βιομηχανία της κουλτούρας ακόμα και σε περιπτώσεις που οι υποθέσεις φτάνουν στην δικαιοσύνη σαν αυτό που είναι: εγκλήματα κατά γυναικών. Η περίπτωση Polanski δείχνει ακριβώς το μέγεθος και το βάθος των θεσμών και των σχέσεων με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπο το ρεύμα γυναικών που μοιράστηκαν μαζικά τις εμπειρίες τους τα τελευταία δύο χρόνια. Κι αν το Hollywood επικύρωσε ότι γι’ αυτό ο Polanski βρίσκεται σε δυσμένεια, διαγράφοντάς τον ως μέλος από την Ακαδημία, δεν το έκανε παρά μόνο το 2018, 41 χρόνια μετά την παραδοχή της ενοχής του κι έπειτα από την πίεση του MeToo. Και τώρα, στην πρώτη του ταινία έπειτα από αυτές τις τελευταίες εξελίξεις που αναφέραμε προηγουμένως, ο 86χρονος πια Polanski κάνει την πρώτη του ταινία στο σημερινό πολιτικό-πολιτισμικό κλίμα. Κι αυτή η ταινία, αν έχετε το θεό σας, είναι μια ιστορική καταγραφή της Υπόθεσης Ντρέιφους. Συγκεκριμένα, το An Office and a Spy βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Robert Harris (με τον ίδιο να υπογράφει το σενάριο μαζί με τον σκηνοθέτη) που αφηγείται με μυθοπλαστικό τρόπο τις προσπάθειες του Γάλλου στρατιωτικού Ζορζ Πικάρ να αποδείξει την αθωότητα του καταδικασμένου Άλφρεντ Ντρέιφους, του Γαλλο-Εβραίου αξιωματικού που κατηγορήθηκε για προδοσία κι έτσι έπεσε θύμα της πιο διάσημης δικαστικής περίπτωσης αντι-σημιτισμού στην σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία. Στα γαλλικά, ο τίτλος της ταινίας είναι J’ Accuse, Κατηγορώ δηλαδή, ώστε να συμπίπτει με τον τίτλο της ανοιχτής επιστολής του Emile Zola προς υποστήριξη του Ντρέιφους από το 1898. Φυσικά, δεν χρειάζεται να ταλαιπωρήσει κανείς ιδιαίτερα το μυαλό του για να σκεφτεί ότι το context και το subtext της ταινίας βρίσκονται σε οργιαστική σχέση μεταξύ τους. Από την μία πλευρά, ο αντι-σημιτισμός της ιστορίας βρίσκει το αντίστοιχό της στην προσωπική εμπειρία του Polanski ως Εβραίου στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέχρι το 1945, το 90% του εβραϊκού πληθυσμού της Πολωνίας (περίπου 3 εκ. άνθρωποι) είχε εξολοθρευτεί από τους ναζί, ενώ ο ίδιος ο Polanski βρισκόταν σαν παιδί στο γκέτο της Κρακοβίας την ώρα που οι γονείς του ήταν κλεισμένοι σε ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Από την άλλη πλευρά, αν η ταινία επιχειρεί να κάνει μια ιστορική σύνδεση, αυτή δεν είναι με εκείνη την ιστορική, συλλογική και προσωπική εμπειρία. Αντίθετα, το An Officer and a Spy θέλει να καταστήσει σαφές, χωρίς να ντρέπεται, ότι χρησιμοποιεί την Υπόθεση Ντρέιφους ως αναλογία για το κυνηγητό που έχει δεχθεί ο ίδιος ο Polanski από το 1977 μέχρι σήμερα, ρίχνοντας την ευθύνη γι’ αυτό στο νέο κυνήγι μαγισσών (sic) ή τον νέο μακαρθισμό (sic) που έχει φέρει μαζί της η δικτατορία της πολιτικής ορθότητας (sic). Αυτά δεν τα λέμε εμείς. Αυτά τα λέει ο ίδιος ο Polanski, με διαφορετική διατύπωση αλλά με την ίδια ουσία. Συγκεκριμένα, το επίσημο δελτίο για τους δημοσιογράφους εδώ στο Φεστιβάλ Βενετίας περιλαμβάνει μια συνέντευξη του Polanski όπου μιλάει για την δίωξή του από τα media και την κοινή γνώμη από τα 70s μέχρι σήμερα. Ο ίδιος παρέμεινε στην Γαλλία και δεν ήρθε στην πρεμιέρα της ταινίας, αλλά ο ντόρος συνεχίστηκε και χωρίς αυτόν, με το φεστιβάλ να συμπεριλαμβάνει το An Officer and a Spy στα 21 φιλμ που διεκδικούν το Χρυσό Λιοντάρι και με την κριτική επιτροπή σχεδόν να τσακώνεται μεταξύ της για το αν θα πρέπει να αποτελεί αντικείμενο κριτικής το παρελθόν του Polanski ή όχι. Όπως καταλαβαίνετε, το subtext της ταινίας δεν έμεινε και για πολύ καιρό subtext. Έγινε text με τα όλα του. Ούτως ή άλλως, πρόκειται για ένα φιλμ που μετά βίας ασχολείται με το ίδιο του το ιστορικό αντικείμενο. Πρωτίστως, είναι μια ταινία-δήλωση που μοιάζει με υστερική εκδήλωση ενός άνδρα που αφηγείται το πρόσφατο παρελθόν του ως μια φαντασίωση ατελείωτης καταδίωξης ενός αθώου. Κατά τ’ άλλα, το An Officer and a Spy είναι ένα ιστορικό φιλμ επιπέδου τηλεταινίας που δεν ξεπερνάει την ιστορική επεξεργασία επιπέδου Wikipedia ούτε κατά το ελάχιστο. Κυρίως, όμως, είναι μια ταινία που η ποιότητά της δεν δικαιολογεί το να βρίσκεται στο διαγωνιστικό τμήμα της Βενετίας, όντας μια από τις 21 υποψήφιες ταινίες στο δεύτερο μεγαλύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ του πλανήτη. Αν έχει κάτι ενδιαφέρον, αυτό είναι η υπογραφή Polanski. Κι ένα μέρος της βιομηχανίας του σινεμά θέλει πάση θυσία να δηλώσει ότι η υπογραφή Polanski ακόμα σημαίνει κάτι, σημαίνει πράγματα, σημαίνει εγγύηση μιας θέσης στην δημοσιότητα και την επιφάνεια, ακόμα κι αν ο ίδιος απουσιάζει σαν φυσικό πρόσωπο. Η συμπερίληψη του An Officer and a Spy στο διαγωνιστικό τμήμα είναι μια δήλωση ανανέωσης της καλλιτεχνικής και πολιτικής ασυλίας προς τον Polanski. Γιατί μπορεί το κλίμα να εμφανίζεται σα να είναι πλέον ενάντια σε τέτοιους ισχυρούς άνδρες, αλλά οι θεσμοί κι η λογική της βιομηχανίας του θεάματος αναπαράγονται και τους στηρίζουν – ακόμα κι αν βρίσκονται σε κρίση. Κι αυτό γιατί αποτελούν παραδοσιακές δομές του καπιταλιστικού-πατριαρχικού πολιτισμού. Δεν είναι απλά hashtags και ατμόσφαιρα στο internet. Έχουν βάθος, ιστορία, συνέχεια. Παράλληλα, φέτος το καλοκαίρι έκλειναν 50 χρόνια από την δολοφονία της Sharon Tate, συζύγου του Polanski, και των καλεσμένων της από τα μέλη της Οικογένειας Manson στο Λος Άντζελες. Έτσι, έτυχε να έχουμε και δύο σημαντικά προϊόντα pop κουλτούρας που αναθέρμαναν την συζήτηση για τον Charles Manson και, κατ’ επέκταση, για την Tate και τον Polanski. Το ένα ήταν το τηλεοπτικό Mindhunter του David Fincher και το άλλο ήταν το Once Upon a Time in Hollywood του Quentin Tarantino. Είχαμε, λοιπόν, μια ανακατασκευή του ιστορικού κλίματος των 70s μέσα στο οποίο ο Polanski έγινε μέσα σε μια δεκαετία σπουδαίος χολιγουντιανός σκηνοθέτης και κατηγορούμενος βιαστής. Αυτή η συγκυρία, αν μη τι άλλο, μας βοηθάει να σκεφτούμε ξανά τον Polanski. Πρώτον, να τον σκεφτούμε ως άνθρωπο που από την παιδική του ηλικία στον Β’ ΠΠ μέχρι τις δολοφονίες του 1969 ζει μια ζωή βουτηγμένη στον πόνο και την τραγωδία, με τρόπο που επικοινωνεί με τα ίδια τα μείζονα γεγονότα του 20ού αιώνα. Δεύτερον, να τον σκεφτούμε πολιτικά και ιστορικά κοιτώντας την μεγάλη εικόνα, σαν βιαστή και φυγά που έχει ακόμη αξιώσεις αθωότητας και ασυλίας, την ώρα που η κριτική στις δομικές διαδικασίες συγκάλυψης, απόκρυψης και αποσιώπησης σεξουαλικών παρενοχλήσεων πασχίζει να ανοίξει κάποιες ρωγμές και να διεκδικήσει κάποιες δομικές αλλαγές. Όλα αυτά, σε τελική ανάλυση, δεν τα λέμε για να υποστηρίξουμε άμεσα ή έμμεσα ότι δεν πρέπει να σου αρέσει πια ο Polanski, να μην απολαμβάνεις πια τις ταινίες του ή το έργο ενός τέτοιου δημιουργού εν γένει. Ο Polanski έχει κάνει ταινίες εκπληκτικές που έχουν και δική τους ζωή εκτός από αυτήν του δημιουργού τους. Είναι επίσης και σ’ έναν βαθμό συλλογικά και συνεργατικά έργα τέχνης, όπως και το σύνολο της κινηματογραφικής παραγωγής ακόμα κι αν εμφανίζεται σαν αποτέλεσμα μιας ατομικής ιδιοφυΐας. Παράλληλα, κάποιες από αυτές τις ταινίες, όπως το Repulsion ή το Rosemary’s Baby, αποτελούν επίσης φεμινιστικά σύμβολα για το σινεμά του ’60 – και πολύ καλά κάνουν. Το θέμα μας δεν είναι η ενοχή κι η αστυνόμευση του γούστου. Το επίδικο εδώ είναι η κριτική. Η δημόσια κριτική που οδηγεί σε κοινωνικές αλλαγές. Κι αυτή η κριτική απαιτεί να ξεπεράσουμε το ναρκοπέδιο της συζήτησης για τον διαχωρισμό του καλλιτέχνη και του έργου, η οποία υπονομεύεται διαρκώς από την απουσία συζήτησης για τον καλλιτέχνη και τον άνθρωπο – για τον διαχωρισμό της ταυτότητας του καλλιτέχνη από το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και θεσμών καταπίεσης κι εξουσίας, τον διαχωρισμό του δηλαδή από την κοινωνία και την ιστορία. Από το 1977 μέχρι το 2017 κι από το 2017 μέχρι σήμερα, το σύμπλεγμα που συνθέτουν όλα τα παραπάνω ξεπερνάει τον Polanski, όπως ξεπερνάει και κάθε άλλη ατομική τέτοια ατομική περίπτωση. Κάτω από κάθε τέτοια υπόθεση, αποκαλύπτεται ένα σύνολο σχέσεων και θεσμών που έχει σαν βασικό μέλημα να αναπαράγει την παράδοση, να μεγιστοποιεί το κέρδος, να διαφυλάσσει την σιωπή. Δεν γίνεται, όμως, να αγνοηθεί η σιωπή. Κι αν ένα μέρος της βιομηχανίας που συντάσσεται με τα συμφέροντα των ισχυρών ανδρών της θέλει να εγγυηθεί την απουσία συζήτησης και κριτικής, ο λόγος είναι πολύ απλός. Αυτή η σιωπή είναι προς όφελός τους – συμβολικά και υλικά, πολιτικά και οικονομικά.