Λοιπόν, δύο πράγματα μου έχουν λείψει πολύ τα τελευταία χρόνια στην τηλεόραση και το σινεμά. Στο τηλεοπτικό πεδίο, μου έχει λείψει ένα πραγματικά αστείο sitcom, ένα καθαρόαιμο εικοσάλεπτο sitcom που να με κάνει να γελάω στ’ αλήθεια. Στο πεδίο του σινεμά, από την άλλη, μου έχει λείψει η horror κωμωδία – όχι μια meta ή ειρωνική ματιά στον τρόμο, αλλά μια κωμωδία που να χρησιμοποιεί όπως πρέπει το horror premise της. Το τηλεοπτικό What We Do in the Shadows ήρθε τον Μάρτιο, έφυγε χτες και στο μεταξύ κατάφερε με τον τρόπο του να μας τα δώσει και τα δύο. Κι επειδή αυτό δεν είναι καθόλου μικρό επίτευγμα, ας πιάσουμε τα πράγματα με τη σειρά. Η αλήθεια είναι πως όσοι μεγαλώσαμε στα 90s και ενηλικιωθήκαμε στα 00s μπουκώσαμε μέχρι τα αυτιά με κλασικά, παραδοσιακά αμερικάνικα sitcoms. Δεν χρειάζεται να αρχίσουμε την καταλογογράφηση, όλοι κι όλες ξέρετε για ποια sitcoms μιλάμε: αυτά που έπαιζε η τηλεόραση, αυτά που μας έμαθαν το γέλιο-κονσέρβα, αυτά τα οποία μας σύστησαν όσο ελάχιστα άλλα πράγματα στην αμερικάνικη pop κουλτούρα, αυτά τα οποία θα έχουμε για πάντα στην καρδιά μας κι ενίοτε θα ξαναεπισκεπτόμαστε νοσταλγικά εκείνα τα μοναχικά βράδια προκειμένου να νιώσουμε λίγη ζεστασιά και οικειότητα σ’ αυτόν τον παγωμένο κόσμο. Και καθώς από τα μέσα των 00s κι έπειτα είχαμε μια μεγάλη άνοδο της meta πλευράς των sitcoms που επικοινωνούσε ειρωνικά μ’ αυτήν την παράδοση, η τελευταία δεκαετία μας έχει φέρει πάρα πολλά dramedies, πάρα πολλές σειρές με έντονη την προσωπική σφραγίδα των δημιουργών τους και την αμφισβήτηση της παραδοσιακής τηλεοπτικής διάκρισης ανάμεσα σε κωμωδία και δράμα – με μερικά υπέροχα παραδείγματα των τελευταίων χρόνων να αποτελούν τα Atlanta, Fleabag, Barry και Russian Doll, μεταξύ πολλών άλλων. Αυτό που δεν μας έχει προσφέρει τόσο γαλαντόμα όμως η τρέχουσα δεκαετία είναι λίγη πραγματικά αστεία κι έξυπνη τηλεοπτική κωμωδία. Με λίγα λόγια, θέλαμε μια αναγέννηση του sitcom με έμφαση στο αληθινό γέλιο, η οποία να μην μοιάζει με νοσταλγικό πισωγύρισμα σε μια προηγούμενη, αφελή εκδοχή της. Κάτι να καλύψει το κενό του Community και του Parks and Recreation τέλος πάντων και να στέκεται στο επίπεδο τους. Όχι να είναι ευχάριστο ή χαριτωμένο ή καλή παρέα για να φας. Να είναι αστείο. Παράλληλα, κι εδώ θα κάνουμε μια horror παρένθεση, νιώθω ότι έχει λείψει η μεγάλη κι υπέροχη παράδοση της κωμωδίας τρόμου από την σύγχρονη (κι εξαίρετη κατά τ’ άλλα) χρυσή εποχή που διανύει ο horror κινηματογράφος. Και μπορεί ένα σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης horror φιλμογραφίας να έχει μέσα στο dna του την ειρωνεία και το παιχνίδι με τις σταθερές του είδους, αλλά η αλήθεια είναι ότι η απελευθερωτική σαχλαμάρα του συνδυασμού γέλιου και τρόμου είναι κάτι που μπορεί να συγκριθεί με λίγα μόνο πράγματα σε επίπεδο αγνής κινηματογραφικής απόλαυσης. Κι όταν το κινηματογραφικό What We Do in the Shadows των Taika Waititi και Jemaine Clement έσκασε μύτη το 2014, είδαμε την πιο έξυπνη κι όμορφη εκδοχή της κωμωδίας τρόμου από τα 80s των σπουδαίων Sam Raimi και Peter Jackson αλλά και των υπέροχων pop horror comedies όπως το Gremlins και το Monster Squad – και σίγουρα την καλύτερη βαμπιροκωμωδία από το λατρεμένα campy The Lost Boys του Joel Schumacher κι έπειτα. Κι αν μιλάμε για τον 21ο αιώνα, τότε οι πραγματικά καλές horror κωμωδίες που ξεπερνάνε το επίπεδο της (καλοδεχούμενης βέβαια) απλής τρασίλας, τότε μάλλον περιοριζόμαστε σε μια χούφτα ταινίες σαν το Shaun of the Dead, το Zombieland, το Rare Exports, το Slither, το One Cut of the Dead, το Baghead και το The Love Witch. [%contentAd%] Για να μην τα πολυλογούμε, το What We Do in the Shadows (στο εξής WWDITS γιατί παρά-είναι μεγάλο το άτιμο) έγινε μια από τις καλύτερες κινηματογραφικές κωμωδίες της δεκαετίες, μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου της δεκαετίας και, γιατί όχι, μια από τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας εν γένει. Κι όπως γράφαμε με αφορμή το περσινό τηλεοπτικό spin-off του Wellington Paranormal (που πέρασε κακώς αλλά αναμενόμενα απαρατήρητο), η συνάντηση των Waititi και Clement σ’ αυτό το αφηγηματικό σύμπαν ήταν μια υπέροχη συμπαιγνία παραγόντων, μια συνεργασία δύο πολύ ταλαντούχων ανθρώπων. Πριν το WWDTS, ο Waititi ήταν ένας σκηνοθέτης και κωμικός από τη Νέα Ζηλανδία που είχε γυρίσει δύο παράξενες ταινίες: την ρομαντική κωμωδία Eagle vs Shark και το coming-of-age δράμα (περίπου) Boy. O Clement, από την άλλη, ήταν ένας εξίσου Νεοζηλανδός κωμικός και μουσικός που αποτελούσε το ένα δεύτερο των υπέροχων Flight of the Conchords, οι οποίοι έγιναν κάπως γνωστοί (ενώ άξιζαν πολύ περισσότερο) μέσα από την ομώνυμη κωμική σειρά τους στις ΗΠΑ που προβλήθηκε στα τέλη των 00s από το HBO. Φυσικά, έκτοτε ο Waititi έχει απογειωθεί: αφού έφτιαξε άλλη μια εκπληκτική ταινία στη χώρα του, το Hunt for the Wilderpeople, μετά ανέλαβε το Thor: Ragnarok με εξαιρετικά αποτελέσματα, ενώ τώρα ετοιμάζει τη σκοτεινή κωμωδία Jojo Rabbit για τη μεγάλη οθόνη. Κατά μία έννοια, το WWDITS είχε ήδη εντελώς τηλεοπτικό ύφος σαν ταινία (με την καλή έννοια πάντα), κι εν μέρει αυτή ήταν μια από τις πηγές της επιτυχίας του: ότι κατάφερε να αξιοποιήσει το πλούσιο κωμικό τηλεοπτικό στυλ των τελευταίων χρόνων σε ένα κινηματογραφικό φορμάτ. Το premise των βαμπίρ-συγκατοίκων είναι φουλ βγαλμένο από sitcom, ενώ το mockumentary (παρόλο που έχει τεράστια κινηματογραφική ιστορία) γνώρισε τεράστια δόξα ως εργαλείο αφήγησης και στυλ κωμωδίας μέσα από τηλεοπτικές κωμωδίες σαν το The Office, το οποίο με τη σειρά του οδήγησε στην μεγάλη επιτυχία σειρών σαν το Parks and Recreation και το Modern Family. Αν το δούμε έτσι, λοιπόν, με τον πολυαναμενόμενο ερχομό της φετινής spin-off τηλεοπτικής σειράς το WWDITS γυρνούσε κατά έναν τρόπο στο σπίτι του, στον φυσικό του χώρο: την τηλεοπτική κωμωδία. Και το τηλεοπτικό WWDITS, σε αντίθεση με κάμποσα tv spin-offs ταινιών που μυρίζουν προχειρότητα από χιλιόμετρα, είχε από πίσω του μια σειρά από εξαιρετικούς συντελεστές. Πέρα από τους ίδιους τους Clement και Waititi, η σειρά είχε στο σενάριο και την σκηνοθεσία ανθρώπους σαν τον Paul Simms του Atlanta, την σταθερή συνεργάτιδα του ντουέτου Jackie Van Beek, τον Jason Woliner του Eagleheart, την Stefani Robinson του Atlanta και του Man Seeking Woman, και τον Iain Morris του Inbetweeners. Και βέβαια, βρήκε τρία εξαιρετικά βαμπίρ-συγκατοίκους στο πρωταγωνιστρικό τρίο των Matt Berry, Natasia Demetriou και Kayvan Novak. Στα δέκα επεισόδια που μας κράτησε συντροφιά, η σειρά πάτησε όλα τα σωστά κωμικά κουμπιά. Είχε τρομερές ερμηνείες με εκπληκτικό ύφος και timing, ισχυρές δόσεις ανορθόδοξου πλην προσιτού χιούμορ, σκοτεινή και βλοσυρή ατμόσφαιρα όχι με τον χιλιοπαιγμένο πια grim και «σοβαρό» τηλεοπτικό τόνο αλλά με έναν αρχέγονο κι ιερό τρόπο, κωμικές εκρήξεις γραμμένες και γυρισμένες με πανέξυπνο τρόπο (καλύπτοντας όλο το φάσμα ανάμεσα στην υπερβολή και το deadpan), μεγάλες ενέσεις δυσαρμονίας ανάμεσα στην μορφή και το περιεχόμενο που πάντα αποτελούν πηγή κωμικού πλούτου. Όλα αυτά έκαναν το WWDITS ένα sitcom ταυτόχρονα οικείο και αλλόκοτο, προσιτό και ανοίκειο, θυμίζοντας κάτι από αυτόν τον αντιφατικό συνδυασμό που θαυμάσαμε σε αληθινά καινοτόμες κωμικές σειρές σαν το Arrested Development, το Spaced και το Garth Marenghi’s Darkplace στο όχι-και-τόσο-μακρινό παρελθόν. [%contentAd2%] Κοντά σ’ όλα τα υπόλοιπα, ήταν ιδιαιτέρως απολαυστικό και το επίπεδο λεπτοδουλειάς που είχε η σειρά, από τα υπέροχα κοστούμια και το set design μέχρι το ευρηματικό μοντάζ εικόνας/ήχου, την εκπληκτική μουσική επένδυση και την κωμική παρεμβολή πινάκων ζωγραφικής στην αφήγηση με τρόπο που θύμιζε Classical Art Memes. Για να φέρουμε κι ένα άλλο παράδειγμα, στο φινάλε της πρώτης σεζόν βλέπουμε ένα κομμάτι της ιστορίας να παρουσιάζεται μέσα από κάμερες ασφαλείας και Instagram stories περαστικών, με τρόπο που δείχνει ότι το WWDITS δεν είχε σκοπό να αφήσει καμιά ευκαιρία για έξυπνη κωμωδία να πάει χαμένη. Είναι αυτή η ασταμάτητη χρήση όλων σχεδόν των οπτικών, ηχητικών και κειμενικών μέσων για χάρη της καλής κωμωδίας που καθιστά το WWDITS ένα από τα πιο high-effort sitcoms των τελευταίων χρόνων, χωρίς να δίνει ποτέ την αίσθηση του ζορισμένου ή του τραβηγμένου απ’ τα μαλλιά. Αυτή η χαλαρή ροή της σειράς πηγάζει και με υπέροχα φυσικό τρόπο από την αλληλεπίδραση μεταξύ των πρωταγωνιστών, οι οποίοι συνδυάζουν στο έπακρον μια τρομερή κωμική χημεία με ένα ξεκαρδιστικά στημένο awkwardness, βγαλμένο από τις καλύτερες στιγμές του mockumentary ύφους. Και βέβαια, ας εξομολογηθώ εδώ ότι θα μπορούσα να δω με θρησκευτική ευλάβεια οτιδήποτε έχει μέσα τον Matt Berry. Δεν εννοώ μόνο τους αριστουργηματικούς ρόλους του σε πράματα σαν το The IT Crowd, το Garth Marenghi’s Darkplace και το The Mighty Boosh. Εννοώ να βλέπω απλά τον ίδιο. Βασικά, αν τον είχα απλά να κάθεται απέναντί μου όλη μέρα χωρίς να κάνει τίποτα, θα ήμουν ευτυχισμένος. Αληθινά ευτυχισμένος. Εν τέλει, καθώς ο πρώτος κύκλος έφτανε σιγά-σιγά στο τέλος του με τα τελευταία τέσσερα επεισόδια να είναι εξαιρετικά (ειδικά η δίκη των βαμπίρ είναι ένα από τα καλύτερα πράγματα που έχουν γίνει τελευταία στην τηλεόραση, δεν σποϊλάρω παραπάνω, απλά δείτε το), φτιάχνοντας ένα απίστευτο σερί απογείωσης γέλιου και ουσίας, το WWDITS μου ξύπνησε μια αίσθηση που είχα καιρό να νιώσω. Πριν το κάψιμο με σειρές γίνει η ζωή μας (ή/και η δουλειά μας), τότε στις απαρχές του γρήγορου ελληνικού ίντερνετ στα μέσα των 00s, όταν ακόμα δεν υπήρχε το Netflix κι οι άλλες streaming πλατφόρμες, ανακαλύπταμε έναν νέο κόσμο κατεβάζοντας σειρές που είχαν τελειώσει, αλλά και άλλες που παίζονταν εκείνη τη στιγμή, παρακολουθώντας την εξέλιξή τους βδομάδα-βδομάδα, επεισόδιο-επεισόδιο, με μια εσάνς υποκουλτούρας και αληθινής συντροφιάς. Κατεβάζαμε το νέο επεισόδιο του IT Crowd, του αμερικάνικου Office, του Peep Show, του 30 Rock, του Green Wing ή του My Name Is Earl – κι όταν τέλειωνε μια σεζόν ήταν στενάχωρο να αφήνεις αυτές τις σειρές που σε έκαναν να γελάς και που τις είχες ανακαλύψει εσύ κι οι φίλοι σου στον μαγικό κόσμο του ίντερνετ αντί να στις πλασάρει με κακούς υπότιτλους η ελληνική τηλεόραση. Ε, αυτήν την αίσθηση μου ξανάφερε το τηλεοπτικό What We Do in the Shadows. Είναι μια αυθεντικά έξυπνη και αστεία κωμωδία εικοσάλεπτων επεισοδίων για την οποία ήθελα να πρήξω τους φίλους μου. Αυτό είναι το νόημα, πάντα τέτοια να ‘χουμε.