Φέτος, στις 15 Σεπτεμβρίου, ο Harry Dean Stanton έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών. Δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει καμία αμφιβολία για την αξία της υποκριτικής του τέχνης. Η σπουδαία πορεία του στην μεγάλη οθόνη ξεκίνησε το 1956 με έναν uncredited μικρό ρόλο στο The Wrong Man του Alfred Hitchcock και φτάνει φέτος στην ολοκλήρωσή της με μια από τις τελευταίες του κινηματογραφικές εμφανίσεις στο Lucky του John Carroll Lynch, το οποίο κυκλοφορεί αυτήν τη βδομάδα στις αίθουσες. Στις ενδιάμεσες έξι δεκαετίες, ο Stanton εμφανίστηκε σε αμέτρητες ταινίες που σημάδεψαν ανεξίτηλα το αμερικάνικο σινεμά, από το Cool Hand Luke, το Godfather Part II και το Alien, μέχρι το Two-Lane Blacktop, το Escape From New York και το Repo Man. Όντας συχνός συνεργάτης και αγαπημένη επιλογή σκηνοθετών όπως οι David Lynch, Sam Peckinpah, John Milius και Monte Hellman για τους δεύτερους ρόλους των ταινιών τους, η σχεδόν μυθική πορεία του ανάγκασε τον ιστορικό κριτικό Rogert Ebert να διατυπώσει κάποτε τον κανόνα πως “καμία ταινία που έχει είτε τον Harry Dean Stanton είτε τον M. Emmet Walsh σε δεύτερο ρόλο δε μπορεί να είναι κακή”. Φυσικά, ο εκφραστικός και συναισθηματικός πλούτος του Stanton ήρθε πλήρως στην επιφάνεια με την συγκλονιστική ερμηνεία του στον πρώτο ρόλο του Paris, Texas το 1984, με τον σκηνοθέτη Wim Wenders και τον σεναριογράφο Sam Shepard να προσφέρουν στον Stanton τον ρόλο “που πάντα ήθελε να παίξει”, σύμφωνα με τον ίδιο, έπειτα από 100 κινηματογραφικές εμφανίσεις. [%contentAd%] Ο Harry Dean Stanton δεν ήταν απλά ένας πολύ καλός ηθοποιός. Ήταν ένας εξαιρετικός θησαυρός του παγκόσμιου σινεμά – και το παγκόσμιο σινεμά του χρώσταγε μια ταινία σαν το φετινό Lucky, δηλαδή μια ταινία δική του από την αρχή μέχρι το τέλος. Ναι, ο τοπογραφικός χάρτης του προσώπου του κι η σκοτεινή ευγένεια των ματιών του είναι παράλληλα ο καμβάς και το χρώμα που γεμίζει τον πίνακα του Lucky. Εδώ, ο Stanton υποδύεται ένα μοναχικό ηλικιωμένο σε μια μικρή πόλη της αμερικάνικης ενδοχώρας, κι εμείς τον παρακολουθούμε να επιτελεί την αιώνια ρουτίνα του με τις μικρές και μεγάλες ρωγμές της, οι οποίες τον φέρνουν λιγότερο ή περισσότερο αντιμέτωπο με την θνητότητα και το επικείμενο τέλος του. Είναι σκληρό, κι είναι μαζί και τρομακτικά γενναίο. Η σταθερότητα και η ευθραυστότητα με την οποία προσεγγίζει τον ρόλο και το σενάριο ο Stanton δεν δείχνουν μόνο τον υποκριτικό του πλούτο, αλλά κυρίως το ψυχικό και ηθικό σθένος εκείνου που δέχεται να αντιμετωπίσει την θνητότητα με ευθύτητα και ευαισθησία, τόσο ως άνθρωπος όσο και ως καλλιτέχνης. Το περιβάλλον του Lucky είναι η επαρχιακή αμερικάνικη ενδοχώρα, με όλον της τον αφηγηματικό και σημειολογικό πλούτο. Σ’ ένα επιφανειακό επίπεδο, δεν συμβαίνουν και πολλά πράγματα κατά τη διάρκειά της ταινίας. Το σενάριο είναι εξαιρετικά λιτό και οι στιγμές εμφανούς έντασης ελάχιστες. Ο John Carroll Lynch (γνωστός και αγαπημένος μεταξύ άλλων για τον ρόλο του στο Fargo των αδερφών Cohen) σκηνοθετεί με απλότητα, αφήνοντας τον ίδιο τον Stanton να οδηγήσει την ταινία στον προορισμό της. Δίπλα του, εμφανίζονται μια σειρά από αγαπημένα πρόσωπα της μεγάλης και της μικρής οθόνης, από τον David Lynch και τον Ed Begley Jr., μέχρι τον Tom Skerritt και την Beth Grant, δίνοντας στο Lucky μια έντονη αίσθηση οικειότητας και ζεστασιάς. Κατά έναν τρόπο, η ταινία φέρνει στο επίκεντρο τους σιωπηλούς και επίμονους εργάτες τόσο του αμερικάνικου σινεμά όσο και της αμερικάνικης κοινωνίας, προσφέροντάς τους 90 λεπτά αυθεντικά ανθρώπινου κινηματογράφου. [%contentAd2%] Κάτω από την απλότητα της ταινίας κινούνται αργά μα διαρκώς οι τεκτονικές πλάκες του συναισθήματος και της πνευματικότητας. Καθώς ο Lucky αντιμετωπίζει το γήρας και την θνητότητα, ο John Carroll Lynch κατασκευάζει μια ρεαλιστική και χαμηλότονη ελεγεία για την καθημερινότητα, αναζητώντας την υπέρβαση στις μικρές και ανεπαίσθητες χειρονομίες της ανθρώπινης επαφής. Αυτή είναι η διακριτική ποίηση του Stanton, κι αναπνέει μέσα από την ταλαιπωρημένη φωνή του, το εύθραυστο σώμα του και το ρηγματώδες του πρόσωπο. Όταν η ταινία επενδύει στο χιούμορ, μετατρέπεται σε ειλικρινή κωμωδία. Όταν επενδύει στο δράμα, το κάνει με τον πιο ειλικρινή και ευαίσθητο τρόπο. Αυτή η ειλικρίνεια είναι το αίμα που κυλάει στις φλέβες του Lucky. Η ταινία δεν αναζητά την τραγική κορύφωση. Ο Howard (David Lynch) ψάχνει την χελώνα του κι ο Lucky ποτίζει τον κάκτο του. O Johnny Cash τραγουδάει το I See A Darkness του Will Oldham και ο Harry Dean Stanton αναπνέει το Volver, Volver του Vicente Fernández. Πρόκειται για σινεμά θεραπευτικό – για κινηματογράφο που έρχεται σαν αντίδοτο στον κυνισμό, σαν αντίδοτο στον θάνατο.