Υπάρχει μια διάσημη ατάκα για τις εποχές μεγάλων αναταράξεων, αναστατώσεων και αναδιαρθρώσεων που λέει ότι: “ο παλιός κόσμος πεθαίνει, ο καινούριος πασχίζει να γεννηθεί, τώρα είναι η εποχή των τεράτων“. Είναι μια ατάκα τόσο κοινότοπη πλέον μεταξύ αυτών που θέλουν να δηλώσουν με στόμφο ότι γύρω μας και μέσα μας συμβαίνει ένα ιστορικό μπιλμπάο που η ίδια της η χρήση έχει καταντήσει να είναι (συχνά ακούσιο) meme. Βέβαια, είναι μια ατάκα που δεν έγραψε ποτέ με αυτόν τον τρόπο ο άνθρωπος στον οποίο αποδίδεται η πατρότητά της, δηλαδή ο κομμουνιστής πολιτικός και φιλόσοφος Antonio Gramsci. Εκείνος, στα Τετράδια της Φυλακής που έγραψε την περίοδο ανάμεσα στον Α’ και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έλεγε κάτι αρκετά πιο ξενέρωτο ως προς την φρασεολογία: “Η κρίση έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι το παλιό πεθαίνει και το καινούριο δε μπορεί να γεννηθεί. Στο ενδιάμεσο, εμφανίζεται μια μεγάλη ποικιλία από νοσηρά φαινόμενα”. Κατά γενική ομολογία, αυτή η παραποίηση (ή δημιουργική βελτίωση, αν θέλετε) της ατάκας του Gramsci αποδίδεται στον Slavoj Zizek, τον pop φιλόσοφο που αν μη τι άλλο κατανοεί βαθύτατα την δύναμη των memes και την ικανότητά τους να κουβαλάνε πλήθος νοημάτων μέσα σε μικρές ποσότητες συμβόλων και εικόνων. Η ατάκα αυτή λοιπόν, παραποιημένη πλέον, έγινε εξαιρετικά διαδεδομένη πίσω στο 2010 όταν ο Zizek έκλεισε με αυτήν ένα διάσημο άρθρο του για την παγκόσμια οικονομική κρίση χρέους (παίρνοντας ως αφορμή την Ελλάδα φυσικά) κι έκτοτε έχει αναπαραχθεί πάρα πολλές φορές, σχεδόν σαν copypasta, μεταξύ αρθρογράφων, δημοσιολόγων, ομιλητών ή ψαγμένων προφίλ στα social media. Εμείς από την άλλη, θα μιλήσουμε για το Godzilla vs. Kong, τη νέα τερατοταινία του κινηματογραφικού MonsterVerse που κυκλοφόρησε τις προηγούμενες μέρες στην streaming πλατφόρμα της Warner, δηλαδή το HBO Max, αλλά και σε όσες αίθουσες είναι αυτή τη στιγμή ανοιχτές σε όλον τον πλανήτη. Παρόλα αυτά, υπάρχει εδώ μια ενδιαφέρουσα αναλογία ανάμεσα στην ατάκα του Gramsci-μέσω-Zizek και την ίδια την κυκλοφορία του Godzilla vs. Kong ως το μεγαλύτερο κινηματογραφικό γεγονός που έχει συμβεί από την αρχή της πανδημίας του covid μέχρι σήμερα (μιλάμε για την μεγαλύτερη επιτυχία του τελευταίου ενός χρόνου άλλωστε). Αν ξεψαχνίσουμε λίγο αυτήν την αναλογία, τότε θα δούμε όντως ότι η κινηματογραφική βιομηχανία βρίσκεται σε μια ενδιάμεση κατάσταση όπου “εμφανίζεται μια μεγάλη ποικιλία από νοσηρά φαινόμενα”. Το παλιό, δηλαδή το παραδοσιακό σύστημα παραγωγής και διανομής ταινιών, δεν έχει πεθάνει. Το καινούριο, δηλαδή η πλήρης μετάβαση σε ένα ψηφιακό μοντέλο streaming και εξατομικευμένης ψυχαγωγίας, δεν έχει γεννηθεί. Βρισκόμαστε λοιπόν πράγματι σε μια περίοδο αντιφατική και συγκρουσιακή, για την οποία η πανδημία λειτούργησε σε ένα πρώτο επίπεδο ως παύση και σε ένα δεύτερο ως επιτάχυνση των τάσεων που ήδη προϋπήρχαν εντός της pop κουλτούρας. Κι αφού βρισκόμαστε σε μια “εποχή των τεράτων”, δεν έπρεπε να μας εντυπωσιάζει καθόλου που ένα από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά events του τελευταίου 12μηνου είναι μια ταινία τεράτων που στην Ασία την είδανε μαζικά στη μεγάλη οθόνη, στην Ευρώπη την περιμένουν το καλοκαίρι και στην Αμερική την κατανάλωσαν μέσω streaming (κι εμείς την κατεβάζαμε από torrents για να γράψουμε αυτό το άρθρο). Για να είμαι ειλικρινής, το Godzilla vs. Kong ήταν μια από τις ταινίες που περίμενα με μεγαλύτερη ανυπομονησία μέσα στο 2021. Οι λόγοι είναι διάφοροι. Για παράδειγμα, είμαι παραδοσιακά μεγάλος fan των τερατοταινιών, είτε στην kaiju είτε στην χολιγουντιανή εκδοχή τους. Απλά θέλω να βλέπω τεράστια πράγματα να παίζουν φάπες μεταξύ τους. Επίσης, το MonsterVerse της Legendary, στο οποίο ανήκει κι η ταινία, έχει δώσει μέχρι στιγμής καλά δείγματα. Το Godzilla του 2014 και το Kong: Skull Island του 2017 ήταν αμφότερα αξιοπρεπή. Κι ενώ το Godzilla: King of the Monsters του 2019 ήταν κάπως απογοητευτικό, προσωπικά είχα ελπίδες ότι το Godzilla vs. Kong θα ήταν καλό. Τρίτον, έχω μεγάλη αδυναμία στο μεγαλειώδες, καλοφτιαγμένο, επικό, κρετινίστικο Hollywood. Θεωρώ πως είναι πολύ δύσκολο να φτιάξεις μια ανοησία μεγάλης κλίμακας που να ήταν απολύτως απολαυστική και γι’ αυτό θα πρέπει να τις εκτιμούμε όταν μας τις δίνει η κινηματογραφική βιομηχανία. Και τέλος, απλά πεθαίνω με όλα τα memes της φάσης LIZARD VS MONKE, γελάω σχεδόν με όλα, λιώνω που οι υπερασπιστικές γραμμές είναι HE BE NUCLEAR AND THICC εναντίον HE HAVE BIG HEART, και δηλώνω για άλλη μια φορά αθεράπευτος χούλιγκαν της γιγάντιας σαύρας. Για όλους αυτούς τους λόγους, το Godzilla vs. Kong ήταν μια ταινία που στ’ αλήθεια ήθελα πάρα πολύ να ήταν καλή. Όπως ένιωθαν κάποιοι για το Snyder Cut του Justice League, έτσι ένιωθα κι εγώ για το Godzilla vs. Kong. Και τελικά το είδα. Και τελικά γάμησε. Πολύ. Τι σημαίνει όμως “γάμησε;” πέρα από καγκούρικη δήλωση αγορίστικης απόλαυσης; Σημαίνει διάφορα πράγματα σε διάφορα επίπεδα, οπότε ας τα πιάσουμε με την σειρά. Όπως είπαμε και πριν, το να φτιάξεις καλό χολιγουντιανό νταβαντούρι δεν είναι καθόλου εύκολο και απλό πράγμα. Το μεγαλειώδες braindead σινεμά ικανοποιεί μια επιθυμία μας να δούμε πράγματα απίστευτα, να μας επιβεβαιώσει την πεποίθηση ότι μέσα στην κοινοτοπία του κόσμου μπορούμε να νιώσουμε αυτήν την μοναδική αίσθηση του wonderment, την αναστολή της δυσπιστίας, το αίσθημα ότι μέσα σ’ αυτήν την οθόνη συμβαίνει κάτι εξωπραγματικό – ακόμα κι αν το καταναλώνουμε, σε τελική ανάλυση, ως ένα προϊόν ανάμεσα στα υπόλοιπα. Το Godzilla vs. King, λοιπόν, είναι ένα blockbuster προϊόν που είναι εξαιρετικά καλοφτιαγμένο. Τα πλάσματα είναι εντυπωσιακά, τα visuals είναι απολαυστικά κι ενίοτε αρκετά πρωτότυπα σε αντίθεση με ένα μεγάλο μέρος του σύγχρονου sci-fi που πνίγεται στην αισθητική μουντάδα/κοινοτοπία (οι σκηνές του εξωτικού Hollow Earth και του neon Χονγκ Κονγκ είναι απλά φαντασμαγορικές), το CGI χρησιμοποιείται σωστά και ευφάνταστα, η δράση είναι ευκρινώς χορογραφημένη και μονταρισμένη ώστε να παρακολουθείς τόσο τις κινήσεις όσο και τα συναισθήματα των τεράτων (χωρίς λόγια πάντα, μόνο με μουγκρητά). Ταυτόχρονα, η ταινία παίρνει την σωστή απόφαση να χρησιμοποιήσει ελάχιστα το “ανθρώπινο δράμα” (σταθερό αδύναμο στοιχείο τέτοιων ταινιών), ίσα ίσα ώστε να προωθεί την δράση και να δημιουργεί ένα minimum αφηγηματικό πλαίσιο για τον χορό των τεράτων. Την ίδια ώρα, πέρα από το δέος του θεάματος που θα λειτουργούσε μόνο αν ήμασταν στην σκοτεινή αίθουσα, ο σκηνοθέτης Adam Wingard αποδεικνύει πως μπορείς κάλλιστα να αξιοποιήσεις τον μη-λεκτικό συναισθηματικό πλούτο ενός τέρατος και μπορεί κάλλιστα το αποτέλεσμα να βγει πλουσιότερο σε σύγκριση με έναν ντεμεκ “ανθρώπινο” χαρακτήρα για τον οποίο όμως δεν νοιάζεται απολύτως κανένας. Κατ’ επέκταση, όταν έρχεται η προβλέψιμη “ανατροπή” της ταινίας, καταλήγει να γίνεται σχετικά ευπρόσδεκτη κι εν τέλει απολαυστική, ακριβώς επειδή μέχρι εκείνη τη στιγμή η ταινία τα έχει πάει καλά στο πεδίο της braindead δράσης και του στοιχειώδους συναισθήματος. Με άλλα λόγια, το φινάλε της ταινίας αποδεικνύει πως ακόμα κι οι κοινοτοπίες μπορούν να δουλέψουν ικανοποιητικά αν πλαισιωθούν από την κατάλληλη κινηματογραφική γλώσσα που θα τις μετατρέψει από σε κλισέ σε αρχέτυπα (το αριστουργηματικό Mad Max: Fury Road είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα για αυτό). Χωρίς να προχωρήσουμε σε κάποιο πολύ ευθύ spoiler, θα πούμε ότι η εξέλιξη της αφήγησης του Godzilla vs. Kong πέτυχε ακριβώς εκεί που απέτυχε η αντίστοιχη του Batman v. Superman: Dawn of Justice (όπου είχαμε ξανά μια σύγκρουση ανάμεσα σε θεό και βασιλιά, κατά μία έννοια). Ό,τι δεν μας έδωσε το BvS σε σαφήνεια κινήτρων και οπτικής γωνίας για τους χαρακτήρες, ώστε οι πράξεις τους έπειτα να μοιάζουν φυσικές (δηλαδή να έχουν εσωτερική λογική και δραματική συνοχή), μας το έδωσε το GvK – και μάλιστα, το ξανατονίζουμε, χωρίς λόγια αλλά με μουγκρητά. Ίσως γι’ αυτό πόνεσαν κάποιοι, ποιος ξέρει; Μερικές φορές, πάντως, ένα “ανεγκέφαλο” blockbuster μπορεί να καταλήξει να σε ικανοποιεί και να αγγίζει βαθύτερα από ένα “εγκεφαλικό” blockbuster. Μ’ αυτήν την έννοια, το Godzilla vs. Kong διόρθωσε κι ένα βασικό λάθος του King of the Monsters, το οποίο προσπάθησε να γίνει “σοβαρό” blockbuster, επενδύοντας στο ψευδοδράμα και την ψευδοφιλοσοφία αντί να βουτήξει στην δράση και το συναίσθημα. Στη νέα ταινία, βέβαια, το ανθρώπινο στοιχείο κατέχει μια αντιφατική θέση. Σε ένα επίπεδο, οι άνθρωποι λειτουργούν ως απλοί κινητήρες της στοιχειώδους πλοκής κι ως συχνά (κι ενίοτε αρκετά πετυχημένα) comic reliefs. Υπάρχουν εδώ βέβαια κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία, όπως για παράδειγμα η δικαίωση του παρανοϊκού αντικαπιταλισμού του χαρακτήρα του Brian Tyree Henry (o Paper Boi του Atlanta <3), ο οποίος καθόλου τυχαία έχει το όνομα Bernie στην ταινία, κλείνοντας το μάτι στην απήχηση του Sanders ως πολιτική πρόταση αλλά και ως πολιτικό meme. Εξάλλου, η όλη φάση του παρανοϊκού συλλογισμού, των συνωμοσιολογικών podcasts και της σημειολογίας της κούφιας γης ψεκάζει το Godzilla vs. Kong με μια όμορφη σχιζοειδή pulp νότα από εκεί που δεν το περιμένεις. Ταυτόχρονα, βέβαια, η ταινία υποφέρει κι από μερικά παραδοσιακά προβλήματα των μεγάλων blockbusters τεράτων και καταστροφής. Η λειτουργία του Kong και του Godzilla με όρους “ευγενούς αγρίου” από τη μία και “πυρηνικής απειλής” από την άλλη συνεχίζει να βασίζεται σε δύο μεταφορές που μοιάζουν πλέον όλο και πιο κουρασμένες, ζητώντας διακαώς μια απλή αλλά έξυπνη ανανέωση, ένα κάποιο twist ρε παιδί μου. Παράλληλα, η ταινία ενδίδει κι αυτή στον ιδιαίτερο μισανθρωπισμό των χολιγουντιανών blockbusters όπου ο μαζικός ανθρώπινος θάνατος δεν είναι τίποτα περισσότερο από θεαματική παράπλευρη απώλεια, κάτι που δεν θα ήταν τόσο τρομερό πρόβλημα αν τουλάχιστον δεν συνδυαζόταν με συντηρητικές ιδέες επιπέδου we-are-the-virus που λένε χοντροκομμένα ότι “άνθρωπος κακό” / “φύση καλό” (κάτι που κορυφώνεται εν τέλει στην τελική μάχη τεράτων vs μηχανών). Πρόκειται για ένα είδος pop νιχιλισμού που εμφανίζεται πολύ συχνά στο μαζικολαϊκό Hollywood και στο οποίο έχουμε αναφερθεί τόσο με συγκεκριμένες αφορμές όσο και σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Αν θέλαμε να αναπτύξουμε περισσότερο τα ζητήματα που αφορούν την καταστροφή και τα τέρατα μέσα στην κινηματογραφική μυθοπλασία ώστε να δούμε γιατί απολαμβάνουμε το ίδιο το θέαμα της καταστροφής μας και γιατί νιώθουμε έλξη προς το τερατώδες, θα έπρεπε να κάνουμε αυτό το κείμενο αρκετά μεγαλύτερο. Θα αυτοσυγκρατηθούμε, όμως, και δεν θα το κάνουμε εδώ. Θα κλείσουμε λοιπόν σιγά σιγά με έναν άλλο τρόπο. Λίγους μήνες νωρίτερα, το φθινόπωρο του 2020, συζητάγαμε για το Bill and Ted Face the Music και προσπαθούμε να σκεφτούμε πάνω στο ποιο είναι ακριβώς το περιεχόμενο του κινηματογραφικού wholesomeness. Εκεί, καταλήγαμε στο εξής: “Το wholesome είναι, σε τελική ανάλυση, αμετάφραστο. Κανείς μας δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι ακριβώς σημαίνει. Ξέρουμε όμως πώς μοιάζει.” Το πώς μοιάζει δεν είναι απαραίτητα μια οπτική πληροφορία ή ταυτότητα, ούτε ένα συγκεκριμένο στυλ. Είναι περισσότερο ένα συν-αίσθημα, ένα affect, μια διάδραση με το περιβάλλον που δημιουργεί γύρω μας ένα κινηματογραφικό έργο. Η ικανοποίηση που προσφέρει το wholesomeness είναι στενά δεμένη μια τάση της σύγχρονης pop κουλτούρας για απλότητα και ειλικρίνεια, για μια επιφανειακότητα που αποκτά βάθος ακριβώς επειδή έχει συναίσθηση του εαυτού της με τρόπο καλοήθη κι όχι κυνικό. Νομίζω πως η σύγχρονη ανάγκη μας για escapism μέσω της μαζικής κουλτούρας περνάει πλέον αναγκαστικά μέσα από το κυνήγι του wholesomeness – εν μέρει ακριβώς επειδή ζούμε σε μια παράξενη, πολύπλοκη και τοξική εποχή τεράτων σαν κι αυτή που περιγράψαμε στην αρχή του άρθρου. Κι αν στο επίπεδο του micro-escapism της μυθοπλασίας της καθημερινότητας κάτι τέτοιο το προσφέρουν σειρές όπως αυτές του Michael Schur, τότε στο επίπεδο του mega-escapism το κοντινότερο παράδειγμα που έχουμε είναι πράγματα σαν το Fury Road, το John Wick ή το Godzilla vs. Kong. Όντας ένα πανάκριβο και φαντασμαγορικό b-movie που αναβιώνει με σύγχρονο ικανοποιητικό τρόπο την σπουδαία παράδοση του τερατώδους Hollywood του ’30 και των kaiju ταινιών Toho του ’50, το Godzilla vs. Kong αποτελεί μια πρόταση για wholesome escapism σε ένα στάδιο προ-γλωσσικό και τερατώδες. Κι αυτό το wholesome escapism είναι κάτι που, κατά τη γνώμη μου, έχει την δυνατότητα να συμφιλιώσει το απόλυτο βάθος με την απόλυτη επιφάνεια. Μπορείς, για παράδειγμα, να αναρωτιέσαι για το σαιξπηρικό παράδοξο της σχέσης ανάμεσα σε άνθρωπο και τέρας μέσα από τον διάλογο που λέει «κανένα κτήνος δεν είναι τόσο άγριο που να μη νιώθει μια στάλα οίκτο» και απαντάει «εγώ δεν νιώθω καθόλου άρα δεν είμαι κτήνος», όπως μας δίδαξε το φινάλε του Runaway Train, και ταυτόχρονα να παραδίνεσαι όλο χαρά στον προ-ανθρώπινο κρετινισμό που μας δίδαξε το Arrested Development: