Το όνομα είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Πριν από 4 σχεδόν αιώνες, ο Σαίξπηρ αναρωτιόταν τι υπάρχει σ’ ένα όνομα, τι κατοικεί εντός του, πού βρίσκεται η ουσία του. Ένα τριαντάφυλλο θα μύριζε με τον ίδιο τρόπο αν λεγόταν κάπως αλλιώς; Οι εραστές θα αγαπιόνταν οποτεδήποτε, οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε όνομα; Μια κινηματογραφική απάντηση δίνει ο Αλέν Ρενέ στο Χιροσίμα Αγάπη μου μετά από 360 χρόνια. Το όνομα δεν σημαίνει τίποτα, εκτός απ’ όταν σημαίνει τα πάντα. Δηλαδή, όταν γίνεται ένα με την Ιστορία, όταν η μνήμη είναι βάρος συλλογικό και ασήκωτο. Όταν οι εραστές χάνουν τα δικά τους ονόματα και παίρνουν αυτά των πόλεών τους, όταν παίρνουν δηλαδή το όνομα του εφιάλτη απ’ τον οποίο κανείς δεν μπορεί να ξυπνήσει. Το Call Me By Your Name έχει το θάρρος να αναμετρηθεί με τέτοιους είδους ερωτήματα. Η απάντησή του είναι η πιο απλή κι η πιο τολμηρή. Το όνομα είναι η σχέση. Είναι ο τρόπος που σχετίζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους. Οι εραστές ανταλλάσσουν ονόματα και βοηθιούνται, εμπνέονται, πολλαπλασιάζονται. Ας το πιάσουμε από την αρχή για να μην ξεφύγουμε, κι υποσχόμαστε να επανέλθουμε εν τέλει στο ζήτημα του ονόματος. Το Call Me By Your Name είναι μία ταινία. ΟΚ, το ξέρουμε αυτό. Είναι μια ταινία του Luca Guadagnino, η τρίτη του στην τριλογία της επιθυμίας μετά τα I Am Love και A Bigger Slash. Είναι επίσης γραμμένη από τον σπουδαίο James Ivory, ο οποίος σαν σκηνοθέτης μας έχει χαρίσει πληθωρικά δράματα σαν το A Room with a View και το Remains of the Day – κι εδώ διασκευάζει στα 89 του χρόνια το ομώνυμο μυθιστόρημα του Andre Aciman. Κι είναι ακόμα μια ταινία που είχαμε την χαρά να δούμε το φθινόπωρο στις Νύχτες Πρεμιέρας κι η οποία κυκλοφορεί επιτέλους αυτήν την βδομάδα στις κινηματογραφικές αίθουσες. Βρισκόμαστε λοιπόν “κάπου στην Βόρεια Ιταλία”, όπως μας πληροφορεί με υπέροχα θολό τρόπο το Call Me By Your Name. Ο χρόνος είναι πιο σαφής: 1983. Στο κέντρο της ταινίας βρίσκεται ο Elio (Timothee Chalamet), ένας ιταλο-αμερικάνος έφηβος που ζει στην ιταλική εξοχή με τους γονείς του. Είναι γοητευτικός, εσωστρεφής, αγαπάει την μουσική και τα βιβλία του, και φλερτάρει με μια σαγηνευτικά διακριτική ικανότητα. Ο πατέρας του (Michael Stuhlbarg) είναι καθηγητής αρχαιολογίας και καλεί τον τελειόφοιτο φοιτητή του Oliver (Armie Hammer) στην Ιταλία για να τον βοηθήσει κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Η σχέση μεταξύ τους γίνεται γρήγορα το αφηγηματικό και θεματικό κέντρο της ταινίας, και παρακολουθούμε μια υπέροχη ερωτική ιστορία λουσμένη από το μεσογειακό καλοκαιρινό φως. Ο έρωτας μεταξύ του Elio και του Oliver περνάει μέσα από κάθε στιγμή του καλοκαιριού τους και μοιάζει σαν να συμβαίνει σε πραγματικό χρόνο, λέξη με την λέξη, χειρονομία με την χειρονομία. Ο ήλιος τους φωτίζει από όλες τις πλευρές. Κατά μία έννοια, δεν μοιάζει με τον κινηματογραφικό έρωτα όπως τον βλέπουμε συνήθως. Η φυσικότητά του, οι τεχνικές σαγήνης και οι εκρήξεις συναισθήματος έχουν μια ταυτόχρονα ρεαλιστική και ουτοπική χροιά. Πολύ συχνά είναι awkard, αλλά μετά ακολουθούν εξάρσεις σεξουαλικότητας, πριν οδηγηθούν πάλι σε μαγκώματα. Όλα αυτά δεν μας τα λέει ο expository διάλογος, τα βλέπουμε να έχουν σάρκινη σάρκα και αιμάτινο αίμα. Ο Guadagnino αποφεύγει να προβληματικοποιήσει υπερβολικά την gay σεξουαλικότητα, όπως κάνει συχνά ο κινηματογράφος. Οι ήρωές μας την εξερευνούν με τρόπο ειλικρινή και αντιφατικό, όχι σαν ένα βαρίδιο ή μια ατέλειωτη ταλαιπωρία απ’ την οποία δεν υπάρχει διαφυγή, αποφεύγοντας έτσι εκείνον τον ιδιαίτερο τύπο κινηματογραφικής περιθωριοποίησης όταν η gay σεξουαλικότητα στο σινεμά μοιάζει να αποτελεί ένα genre από μόνη της, σαν να μην έχει καλλιτεχνική αυτοτέλεια παρά μόνο αν ενταχθεί στην ιστορία των κινηματογραφικών ταμπού. Παράλληλα, η γοητεία της αισθητικής γλώσσας του Call Me By Your Name την καθιστά ένα μικρό θαύμα. Το ηλιόλουστο περιβάλλον κινηματογραφείται με μια αισθαντικότητα που προκαλεί σχεδόν ονειρικό ερεθισμό, αφού στην διεύθυνση φωτογραφίας βρίσκεται ο Sayombhu Mukdeeprom που πριν μερικά χρόνια μας είχε κάνει να χαζέψουμε με το Uncle Boonmee Who Can Recall His Past Lives – κι ο οποίος για καλή μας τύχη θα ξανασυνεργαστεί με τον Guadagnino στο φετινό remake του Suspiria. Μερικές φορές το ύφος της ταινίας μοιάζει με μια ονειρική ουτοπική εκδοχή του Death in Venice του Luchino Visconti, η οποία έχει εμποτιστεί με το είδος ποιητικού ρεαλισμού που άνθιζε στο γαλλικό σινεμά του ‘30, ενώ ο λυρισμός του soundtrack του Sufjan Stevens μπλέκεται τέλεια με τον Satie, τον Bach και τον Ravel. Παρόλο που ο τόπος και ο χρόνος καθορίζουν την αισθητική της ταινίας, η προσέγγισή της μοιάζει περισσότερο υπερ-ιστορική. Το Call Me By Your Name είναι άρρηκτα δεμένο με την Ιταλία, αλλά δεν θα λέγαμε ότι είναι ακριβώς μια ιταλική ταινία – δεν προσπαθεί να μας πείσει για την ιταλικότητά της. Αντίστοιχα, μας δίνει μερικές στιγμές υπέροχης 80s αισθητικής (όπως ο καταπληκτικός awkward χορός του Armie Hammer υπό τους ήχους του Love My Way των Psychedelic Furs, δηλαδή πλέον η πιο μαγευτική σκηνή στην ιστορία του σινεμά), αλλά δεν μπαίνει ούτε ελάχιστα στον πειρασμό να μας πουλήσει πρόχειρη 80s νοσταλγία. Αυτή η υπερ-ιστορικότητα τονίζεται ακόμα περισσότερο από το θολό φάντασμα της αρχαιότητας που πλανάται πάνω από την πλοκή της ταινίας και τα σώματα των πρωταγωνιστών. Καθώς η αρχαιολογία βρίσκεται στο background της ιστορίας και μας θυμίζει που-και-που την παρουσία της, ξαφνικά οι Elio και Oliver αρχίζουν να αποκτούν μια κλασική παρουσία σαν ευγενικά και ηδονιστικά αγάλματα. Το Call Me By Your Name έχει έρωτα, αλλά αυτό δεν είναι και καμιά τρομερή πρωτοτυπία. Πιο σημαντικό είναι το γεγονός ότι έχει ερωτισμό, και στοχεύει στο να τον φέρει με κάθε τρόπο στην επιφάνεια και να τον ξεδιπλώσει μπροστά μας. Αυτός ο ερωτισμός κάνει υπερβατική την σχέση των ηρώων, κάνει αιώνιο το σύντομο, αναγκάζει τα ονόματα να αλλάξουν θέσεις μεταξύ τους. Ο Elio κι Oliver έφτιαξαν μια ερωτική σχέση μεταξύ τους, αλλά ήταν ήδη ολόκληρο πλήθος. Δεν προσπάθησαν να φτάσουν “στο σημείο όπου κανένας δεν λέει πια εγώ, αλλά εκεί που δεν έχει πλέον καμία σημασία να πεις ή να μην πεις εγώ”. Ο καθένας τους γνωρίζει τον εαυτό του και τον επεκτείνει στον άλλο.