Οι Κάννες αγαπάνε το σκάνδαλο, αγαπάνε την πρόκληση, αγαπάνε την αμφισημία. Γνωστά πράγματα, καταγεγραμμένα εδώ και πολλές δεκαετίες. Η φετινή διοργάνωση δεν αποτέλεσε εξαίρεση: μεταξύ άλλων, φωτοσοπάρανε την Κλαούντια Καρντινάλε για την αφίσα του φεστιβάλ και τσακωθήκανε για την σχέση τηλεόρασης, online streaming και κινηματογράφου. Όχι άσχημα. Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες εξελίξεις των φετινών Καννών, όμως, ήταν και η απονομή του Χρυσού Φοίνικα στο Τετράγωνο του Ρούμπεν Έστλουντ, το οποίο έρχεται αυτήν την βδομάδα στις αίθουσες. Τι είδε σ’ αυτήν την ταινία ο πρόεδρος της επιτροπής, Πέδρο Αλμοδοβάρ; Μια κριτική στην “δικτατορία της πολιτικής ορθότητας”. ΟΚ, τα πράγματα θα βαθύνουν απότομα, όπως είναι φυσικά αναμενόμενο. Πριν φτάσουμε εκεί όμως, ας θυμίσουμε ότι ο Έστλουντ κάθε άλλο παρά ξένος είναι προς τις βραβεύσεις των ευρωπαϊκών κινηματογραφικών φεστιβάλ. Έχοντας ήδη τιμηθεί σε αρκετές σκανδιναβικές διοργανώσεις, οι προηγούμενες ταινίες του έλαβαν επίσης βραβεία στη Μόσχα (για το The Guitar Mongoloid), το Βερολίνο (για το μικρού μήκους Incident by a Bank) και ξανά στις Κάννες (για την Ανωτέρα Βία). Αυτή η τελευταία δε, όντας μια από τις πράγματι καλύτερες ταινίες της τρέχουσας δεκαετίας, προσέφερε στον Έστλουντ μια μεγαλύτερη γέφυρα μεταξύ των περιορισμένων φεστιβαλικών κύκλων και του (σχετικά) ευρύτερου κινηματογραφόφιλου κοινού. Εν ολίγοις, όντας πλέον ανάμεσα στις διεθνώς αναγνωρίσιμες κινηματογραφικές φωνές του Σουηδικού και ευρύτερα Ευρωπαϊκού σινεμά, ο Έστλουντ είχε μπροστά του ένα κρίσιμο βήμα: το βήμα μέσα σε ένα Τετράγωνο. Τι είναι, λοιπόν, αυτό το Τετράγωνο; Κατά βάση, πρόκειται για μια δραματική σάτιρα κοινωνικής παρατήρησης. Το οπτικό και θεματικό πεδίο της ταινίας είναι ταυτόχρονα αρκετά περιοριστικό και εξαιρετικά ευρύ: ασχολείται με τον κόσμο της σύγχρονης τέχνης στην πολιτισμένη δυτική κοινωνία και τον τρόπο που η καλλιτεχνική δραστηριότητα αλληλεπιδρά με την καθημερινή συμπεριφορά, τις κοινωνικές ανισότητες και την σύγχρονη επικοινωνία. Υιοθετώντας μια αποστασιοποιημένη θέση ως σεναριογράφος και σκηνοθέτης που παρατηρεί και χορογραφεί την ανθρώπινη δραστηριότητα, ο Έστλουντ επιχειρεί να εγείρει προβληματισμούς γύρω από την υποκρισία της κοινωνικής ευαισθησίας, την σύγκρουση μεταξύ ορμών και κανόνων, τις προκλήσεις της εμπιστοσύνης και της φροντίδας, τις διαιώνιση της ανισότητας και την έλλειψη επικοινωνίας. Αν όλα αυτά φαντάζουν γενικόλογα, αυτό συμβαίνει επειδή πράγματι είναι. Ο Έστλουντ χτίζει ένα τέτοιο εννοιακό περιβάλλον και τοποθετεί στο κέντρο του τον Christian (Claes Bang), έναν καταξιωμένο επιμελητή μουσείου σύγχρονης τέχνης, ο οποίος ετοιμάζει την επόμενή του έκθεση. Ο τίτλος αυτής είναι The Square (roll credits!) και βασίζεται σε μια εγκατάσταση που αποτελείται από ένα τετράγωνο 4 επί 4 χαραγμένο στο έδαφος, το οποίο φιλοδοξεί να είναι ένα “καταφύγιο εμπιστοσύνης και συμπόνιας, μέσα στο οποίο όλοι έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις”. Από εκεί κι έπειτα, παρακολουθούμε μια σειρά από περιστατικά που σχετίζονται λιγότερο ή περισσότερο άμεσα με την έκθεση και αποτελούν την αφετηρία επεξεργασίας των ζητημάτων που θέλει να πιάσει ο Έστλουντ. Κατά έναν τρόπο, πρόκειται για μια αρκετά conceptual ταινία. Η προτεραιότητα ανήκει στις ιδέες, τις έννοιες και την επεξεργασίας τους, κι όχι τόσο στην συγκεκριμένη αισθητική του μέσου ή την προσωπική κινηματογραφική γλώσσα του Έστλουντ. Όχι ότι δεν υπάρχουν εμφανείς δίαυλοι καλλιτεχνικής επικοινωνίας με την κινηματογραφικοί παράδοση, όπως με τον κυνικό ρεαλισμό του Μίκαελ Χάνεκε ή την γκροτέσκα κωμικότητα του Ρόι Άντερσον. Η φιλοδοξία του The Square όμως – κι είναι αρκετά μεγάλη – κατοικεί στον τρόπο που καταπιάνεται με τις έννοιες, τον τρόπο που χρησιμοποιεί την παρατήρηση ώστε να αφαιρέσει γενικές ιδέες μέσα από την ανθρώπινη πρακτική. Είναι μήπως περισσότερο μια διανοητική άσκηση παρά μία ολοκληρωμένη κινηματογραφική εμπειρία; Ίσως. Η ανθρώπινη πρακτική που μας παρουσιάζει μοιάζει ήδη αυστηρά οριοθετημένη από τις ίδιες τις έννοιες που ενδιαφέρουν τον δημιουργό – καθιστώντας το Τετράγωνο ένα κλειστό κύκλωμα που ξεκινάει από την επεξεργασία και κατά τόπους φλερτάρει ελαφρώς με την δήλωση. Μοιάζει να στοχεύει στην συγκεκριμένη κριτική, αλλά μάλλον καταλήγει στην αφηρημένη σύγχυση. Προφανώς, το σινεμά δεν είναι απλώς ένα εργαλείο παρατήρησης και κριτικής. Αλλιώς δεν θα είχε καμιά ουσιαστική διαφορά από ένα κείμενο. Η σύγχυση του Έστλουντ μέσα στις έννοιες θα συγχωρούταν πιο εύκολα αν η παρατήρησή του ήταν πιο ανθρώπινη και η κριτική του πιο παθιασμένη, χειμαρρώδης, κινηματογραφικά ευφάνταστη. Όταν κάνει φόκους στα στενά ζητήματα του καλλιτεχνικού κόσμου, η κριτική του μοιάζει χιλιοπαιγμένη. Όταν πιάνει τα περιβάλλοντα θέματα, η κριτική του μοιάζει άμορφη. Χοντρικά, μου θυμίζει περισσότερο μια ακαδημαϊκού τύπου κριτική σε ένα ακαδημαϊκού τύπου αντικείμενο. Η κοινωνική παρατηρητικότητά του Έστλουντ είναι γνωστή και τεκμηριωμένη, αλλά εδώ φαντάζει κοινωνιολογίστικη – συνορεύει πιο πολύ με την καταλογογράφηση παρά με την επεξεργασία. Σε μια σκηνή όπου οι υπεύθυνοι του μουσείου διερευνούν τις διαφημιστικές επιλογές της έκθεσης, οι δύο καρικατουρίστικοι νεαροί μαρκετίστες θέλουν να κάνουν viral το Τετράγωνο και ρωτάνε ευθέως: “Γιατί μας ενδιαφέρει;”. Αυτή είναι όντως μια καλή ερώτηση – και το ότι ο Έστλουντ την βάζει ειρωνικά στα χείλη των εκπροσώπων του viral marketing είναι μια αστοχία που βρίσκεται ίσως στα θεμέλια του The Square. Αν υποστηρίζαμε ότι ο Έστλουντ δεν είναι οξυδερκής, θα λέγαμε ψέματα. Όπως και στις άλλες ταινίες του, έτσι κι εδώ καταφέρνει να εντοπίσει μια σωρεία κοινωνικών σχέσεων, δυναμικών και μικρο-εξουσιών, αλλά μοιάζει σαν να μην ξέρει τι να τις κάνει, πώς να τις μεταχειριστεί, πώς να τις υπερβεί κινηματογραφικά. Εν τέλει, απλά τις πετάει ατάκτως στο έδαφος και περιμένει να σχηματίσουν ένα συνεκτικό παζλ από μόνες τους. Μπορεί κάποιοι να βρουν κωμικά ριζοσπαστικό το αίσθημα αμηχανίας και awkwardness που μοιάζει να θέλει να προκαλέσει η ταινία, αλλά για εμένα λειτούργησε περισσότερο σαν απόπειρα απόσπασης της προσοχής από την ψυχρότητα και την μιζέρια που απέπνεε το Τετράγωνο. Η εγκεφαλική προσέγγιση που διαλέγει ο Έστλουντ έχει μια άλφα λεπτότητα, αλλά δεν καταφέρνει να αποκτήσει ακρίβεια. Μια κριτική επεξεργασία που δεν είναι ακριβής, δύσκολα θα γίνει αιχμηρή. Όταν η υποκρισία του φιλελεύθερου καθωσπρεπισμού αντιπαραβάλλεται με τα πλάνα αστέγων στους σουηδικούς δρόμους, τότε ο ανώδυνος συναισθηματισμός παίρνει το πάνω χέρι – και το γεγονός ότι ο Έστλουντ αργότερα παραπέμπει ειρωνικά και αυτο-αναφορικά σ’ αυτόν τον συναισθηματισμό ούτε βελτιώνει τα πράγματα ούτε επιλύει την αντίφαση. Αντίστοιχα, δεν βοηθάει καθόλου ότι το “εκλεπτυσμένο” χιούμορ της ταινίας περιλαμβάνει, για παράδειγμα, ασιάτες τουρίστες που χάνονται στην πόλη, έναν τύπο με σύνδρομο Τουρέτ που φωνάζει σε μια καλλιτεχνική εκδήλωση και μια τύπισσα που αναπαρίσταται ως ημίτρελη μετά από έναν one-night stand. Παρ’ όλα αυτά, το The Square δεν είναι μια ταινία για την “πολιτική ορθότητα” και θα ήταν άδικο να την εντάξουμε σ’ αυτήν την αφήγηση απλώς επειδή καταπιάνεται, μεταξύ άλλων, και με ζητήματα γύρω από την λογοκρισία και την ιντερνετική κοινωνική κατακραυγή. Το ότι ο Αλμοδοβάρ διάβασε μ’ αυτόν τον τρόπο το The Square, μάλλον μας λέει περισσότερα πράγματα για τον Αλμοδοβάρ παρά για το The Square. Αν έχει ένα θεματικό κέντρο, η ταινία αφορά περισσότερο τα συνειδησιακά βάρη και τις ενοχές των κοινωνικών και πολιτιστικών ελίτ. Και μόνο που το έγραψα, βαρέθηκα, συγχωρέστε με. Κατά μία έννοια, είναι σαν η αφέλεια της αστικής ευαισθησίας να δέχεται κριτική από την σκοπιά της ειρωνικής και αυτο-αναφορικής αστικής ευαισθησίας. Ως case study, ο Έστλουντ διαλέγει το κύκλωμα της σύγχρονης τέχνης, έναν ομολογουμένως εύκολο στόχο, και η απόπειρα κριτικής του καταλήγει μάλλον λίγο τεμπέλικη στο περιεχόμενό της. Βέβαια, είναι καλός σκηνοθέτης κι αυτό το ξέρουμε ήδη: η ταινία περιλαμβάνει μερικά πολύ όμορφα πλάνα, η έμφαση στην λεπτομέρεια και την χορογραφία ανθρώπων-αντικειμένων είναι προσεκτική, η σύνθεση των κάδρων είναι εξαιρετικά συνεκτική. Επίσης, η Elisabeth Moss και ο Dominic West αποτελούν αν μη τι άλλο πολύ ευχάριστες νότες στα διαστήματα που χρησιμοποιούνται. Εν τέλει, όμως, το The Square καταλήγει σε έναν ιδιότυπο διδακτισμό. Εφιστά την προσοχή μας στα ζητήματα της εμπιστοσύνης, των κοινωνικών και προσωπικών ορίων, της επικοινωνίας – αλλά δεν καταφέρνει ούτε να αρθρώσει μια θέση ούτε να συγκροτήσει συνεκτικά το πεδίο του προβληματισμού. Στοχεύει στην επισήμανση μιας κουλτούρας θεωρητικολογίας και ρηχότητας, ξύλινης ακαδημαϊκής γλώσσας, απουσίας συναισθηματικής επένδυσης, επικοινωνιακής αλλοτρίωσης – αλλά δεν πηγαίνει ούτε ένα βήμα προς την υπέρβασή τους. Είναι ένας διδακτισμός χωρίς περιεχόμενο, ένας διδακτισμός που ξεγλιστράει και προσποιείται ότι αρνείται τον εαυτό του – ένας διδακτισμός της φόρμας, σαν ένα μανιφέστο που έχει σαν μοναδικό του περιεχόμενο το σήκωμα των ώμων. Καθώς οι ανθρώπινοι χαρακτήρες αναπαριστούν αφηρημένες ιδέες, τελικά δεν καταφέρνουν να σχετιστούν μεταξύ τους ούτε ως άνθρωποι ούτε ως ιδέες. Κάπως έτσι, με μπόλικες συμβολικές ντρίπλες και εννοιακές μανούβρες, περνάνε σχεδόν 2μιση κινηματογραφικές ώρες. Δυστυχώς, σε αντίθεση με την Ανωτέρα Βία που περιείχε μια πολύ πιο αιχμηρή και συγκεκριμένη ματιά – έναν τόπο εκρηκτικής συνάντησης βαθύτερων ψυχικών, κοινωνικών και φυσικών δυνάμεων – ο Έστλουντ στο Τετράγωνο μοιάζει να υιοθετεί μια δομικά ειρωνική στάση, αποφεύγοντας να επενδύσει συναισθηματικά και καλλιτεχνικά σε οτιδήποτε. Αν στόχευε στην διανοητική πρόκληση, τότε δυστυχώς δεν μπορώ να πω ότι εντόπισα κάτι παραπάνω από κοινοτοπία και, στην χειρότερη περίπτωση, μιζέρια. Δεν καταφέρνει ούτε να ενισχύσει αμφιβολίες, ούτε να κλονίσει βεβαιότητες. Κάτι τέτοιο θα απαιτούσε πιο ακριβή και πρωτότυπα αναλυτικά και αισθητικά εργαλεία. Σε τελική ανάλυση, μοιάζει με ένα γενικόλογα και ειρωνικά καταγγελτικό κοινωνικό πείραμα που, αντί να αποτελεί βίντεο 10 λεπτών, κατέληξε ταινία 2μιση ωρών. Το The Square είναι φιλόδοξο, αλλά διαπράττει ίσως το μεγαλύτερο κινηματογραφικό αμάρτημα: γίνεται βαρετό. https://www.youtube.com/watch?v=zKDPrpJEGBY