Απ’ όλους τους δημιουργούς που συνδέθηκαν βαθιά με την λεγόμενη χρυσή εποχή της αμερικάνικης τηλεόρασης στις αρχές των 00s, εκείνος που κατείχε την πιο μοναδική και ταυτόχρονα αντιφατική θέση ήταν ο David Simon. Από τη μία, ήταν αληθινός πρωτομάστορας της φιλόδοξης και πολύπλευρης τηλεοπτικής αφήγησης. Από την άλλη, ήταν κι ένα παράξενο ζώο εντός του αναδυόμενου νέου τηλεοπτικού περιβάλλοντος του HBO, των κυριλέ σειρών και των μοντέρνων τηλεοπτικών auteurs. Και μ’ αυτήν την ιδιαιτερότητα δεν εννοούμε μόνο ότι σειρές σαν το The Wire εκτιμήθηκαν περισσότερο στα επόμενα χρόνια, σε αντίθεση με το The Sopranos ή το Six Feet Under που την ίδια περίοδο έχαιραν μαζικής απήχησης και mainstream επιτυχίας. Προφανώς, οι σειρές του Simon είχαν επίσης την προσεγμένη παραγωγή και τον prestigious τόνο (πράγματα συνώνυμα έπειτα με το HBO), αλλά ταυτόχρονα το κέντρο βάρους τους βρισκόταν στο εξαιρετικό γράψιμο από μια οπτική γωνία βαθύτατης κοινωνικής σκέψης. Από το The Corner μέχρι το Treme, οι σειρές του Simon συνδύασαν το ανθρώπινο δράμα με κοινωνιολογική ακρίβεια που θα ζήλευαν εξίσου περίτεχνοι γραφιάδες και καταξιωμένοι ερευνητές. Στη συνέχεια, κι ειδικά καθώς μπήκαμε στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα, η κυριλέ τηλεόραση της εποχής μας πριμοδότησε κυρίως την σκοτεινή ατμόσφαιρα και το βλοσυρό ύφος, προσφέροντας εμβληματικές τηλεοπτικές ιστορίες αντι-ηρωισμού αλλά φροντίζοντας όλο και λιγότερο αυτήν την πλευρά της κοινωνικής τηλεοπτικής σκέψης που υπηρέτησε ο Simon. Για να το πούμε με πιο χοντροκομμένο τρόπο, είδαμε πολλούς συνεχιστές του The Sopranos αλλά ελάχιστους συνεχιστές του The Wire – πράγμα που θα ήταν εξάλλου πολύ πιο απαιτητικό και σίγουρα λιγότερο ευπώλητο. Κι η αλήθεια είναι πως ο ίδιος δεν έκανε ουσιαστικά καμία μεγάλη τηλεοπτική επιτυχία μετά το The Wire, παρόλο που δεν έχει σταματήσει να φτιάχνει σειρές έκτοτε. Κατά μία έννοια, η επιρροή του είναι βαθιά μέσα στο DNA της σύγχρονης χρυσής εποχής της αμερικάνικης τηλεόρασης, αλλά με έναν διαθλασμένο τρόπο. Το The Wire είναι πλέον ογκόλιθος της pop κουλτούρας, αλλά δεν δημιούργησε το τηλεοπτικό ρεύμα που θα άξιζε να δημιουργήσει. Ουσιαστικά, οι μόνες σειρές που συνεχίζουν πραγματικά αυτόν τον βαθιά ανθρώπινο και πολύπλευρο κοινωνικό ρεαλισμό είναι οι σειρές του ίδιου του Simon – και κάποιες εξαιρέσεις σαν το Top Boy, το The Chi και το David Makes Man. Ο ίδιος ο Simon, λοιπόν, αναπτύσσει και καλλιεργεί συνεχώς την τέχνη του όλα αυτά τα χρόνια που έχουν περάσει από το τέλος του The Wire το 2008. Και μπορεί να μην έχει φτιάξει κάποια σειρά τόσο καλή όσο εκείνη, αλλά συνεχίζει να κάνει τηλεόραση σε πάρα πολύ υψηλό επίπεδο, ασταμάτητα. Ευτυχώς, το HBO συνεχίζει να του δείχνει ακόμα εμπιστοσύνη παρά την έλλειψη τηλεθέασης και virality. Τα τελευταία χρόνια, αφού έφτιαξε δύο ακόμα εμβληματικές σειρές πάνω στις κακοτοπιές της σύγχρονης αμερικάνικης κοινωνίας (με το Generation Kill και το Treme), στράφηκε σε μια ιστορική τηλεοπτική αφήγηση, αναζητώντας μια επιστροφή στις ρίζες του μοντέρνου αμερικάνικου προβλήματος. Έτσι, το Show Me A Hero εστίασε στα 80s εξερευνώντας την σχέση ανάμεσα στην κοινότητα, την πόλη και την πολιτική. Έπειτα, στο The Deuce γύρισε στα 70s κι έστρεψε το βλέμμα του στο σύμπλεγμα επιθυμίας, σεξουαλικότητας και οικονομίας. Και τώρα, μόλις λίγους μήνες μετά την ολοκλήρωση του τελευταίου, έγραψε μαζί με τον σταθερό συνεργάτη του, Ed Burns, τη μίνι-σειρά The Plot Against America, εξερευνώντας την διαλεκτική ταυτότητας και ετερότητας στην Αμερική του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ναι, τα χρόνια περνάνε αλλά η φιλοδοξία του Simon δε μειώνεται ούτε στο ελάχιστον. Ουσιαστικά, εδώ και 20 χρόνια φτιάχνει την δική του τηλεοπτική εκδοχή του Μεγάλου Αμερικάνικου Μυθιστορήματος, δηλαδή μιας ιστορικής καλλιτεχνικής έκφρασης που ταυτόχρονα θα αντανακλά και θα υπερβαίνει την μοναδικά αμερικάνικη κατάσταση των πραγμάτων. Πραγματικά, κανένας άλλος δεν έχει συλλάβει τις κοινωνικο-ιστορικές δυνάμεις που κινούν την αμερικάνικη κοινωνία με τον τρόπο που το έχει κάνει ο David Simon στις σειρές του. Και, μάλιστα, χωρίς να κάνει καμία έκπτωση ούτε κοινωνιολογικά ούτε δραματουργικά. Εδώ, στο The Plot Against America που ολοκλήρωσε τα 6 του επεισόδια πριν από λίγες μέρες, ο Simon κι ο Burns αφηγούνται μια εναλλακτική (αλλά κι επίπονα πραγματική) ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου όπου η Αμερική στρέφεται προς τον φασισμό. Οδηγός μας σε αυτήν την πορεία είναι μια εβραϊκή εργατική κοινότητα στο Νιου Τζέρσι που προσπαθεί να ελέγξει τη μοίρα της καθώς ο κόσμος αλλάζει δραματικά. Η σειρά στήνεται αρχικά ως ιστορικό-οικογενειακό δράμα, αλλά ο Simon επιχειρεί να κατανοήσει το πώς συγκροτείται κι ο οργανώνεται ο πρωτο-φασισμός σε μοριακό επίπεδο, σε επίπεδο μοριακών κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών. Μέσα από το δράμα των χαρακτήρων, βλέπουμε μια λεπτεπίλεπτη διαπλοκή φόβου, μίσους, παράδοσης, συμφέροντος κι επιθυμίας. Όπως πάντα, η γραφή του δε συγκρίνεται με καμία άλλη όσον αφορά την ευστοχία, την ακρίβεια και την αποτελεσματικότητα. Φυσικά, η ίδια η λογοτεχνική βάση στην οποία πατάει η σειρά είναι κι αυτή σπουδαία. Το The Plot Against America αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του σπουδαίου Philip Roth από το 2004. Βέβαια, το να μεταφέρεις ένα βιβλίο τέτοιου είδους και βάθους σε οπτικό μέσο δεν είναι καθόλου απλή υπόθεση, όπως συζητάγαμε πρόσφατα και με αφορμή τη μεταφορά του Catch-22. Εδώ, από την άλλη, η εναλλακτική ιστορία του Roth όπου ο Ρούζβελτ χάνει τις εκλογές του 1940 από τον ακροδεξιό, λαϊκιστή, celebrity αεροπόρο Λίντμπεργκ κουμπώνει τέλεια με την προβληματική του David Simon, παρόλο που πρώτη φορά τον βλέπουμε να απομακρύνεται τόσο πολύ από τον αδιαπραγμάτευτο ρεαλισμό. Ούτως ή άλλως, αυτό το ρεύμα μεταμοντέρνας ιστοριογραφικής λογοτεχνίας έχει μεγάλη παράδοση στην Αμερική από τα 60s κι έπειτα, τόσο που μπορούμε να μιλήσουμε ακόμα και για μια σχολή λογοτεχνικής σκέψης που κατάφερε να πιάσει τον ιστορικό πυρήνα της αμερικάνικης ζωής καλύτερα κι από την επίσημη ιστοριογραφία. Τέτοιες περιπτώσεις ήταν μεγάλοι συγγραφείς σαν τον John Barth, τον Thomas Pynchon, τον Don DeLillo, τον Kurt Vonnegut και τον E.L. Doctorow, οι οποίοι εξερεύνησαν την αμερικάνικη ιστορία από την αποχή της Ανεξαρτησίας μέχρι το Βιετνάμ ώστε να φτιάξουν παράλληλες πραγματικότητες που κάπως κατάφερναν να είναι πιο κοντά στην αλήθεια από τις «κανονικές». Και πριν το The Plot Against America είδαμε κι άλλες σειρές που επιχείρησαν κάτι παρόμοιο, όπως το The Man in the High Castle και το Watchmen. O Philip Roth από την άλλη (και μαζί του κι ο Simon), όντας κομμάτι της ίδιας λογοτεχνικής γενιάς, στρέφει το δικό του εναλλακτικό ιστορικό βλέμμα στην φτωχή εβραϊκή εργατική τάξη της Αμερικής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Κι αυτή η έμφαση έχει, φυσικά, τεράστια σημασία. Όπως λέγαμε με αφορμή το 1917, συζητώντας για τις αναπαραστάσεις των δύο παγκοσμίων πολέμων, ο Β’ ΠΠ πάντα ταίριαζε γάντι στις mainstream αφηγήσεις της οθόνης. Όσο να πεις, το γεγονός της ύπαρξης ενός ξεκάθαρου εχθρού (οι γαμημένοι οι ναζί) κι η επιβίωση της μυθολογία των «σωτήριων ΗΠΑ» που έσωσαν των πλανήτη προσφέρονταν τα μάλα για το ξεπέταγμα του ενός «έπους» μετά το άλλο. Το The Plot Against America, όμως, έχει διαφορετική άποψη. Ο Roth κι ο Simon αναδιατάσσουν γραμμές και στρατόπεδα προκειμένου να αναδείξουν την εσωτερική αντίθεση, να πουν ότι η σύγκρουση βρίσκεται εδώ, ότι ο εχθρός κατασκευάζεται πάντα πρωτίστως εσωτερικά. Κόντρα στην αμερικάνικη ιδεολογία του Land of the Free και την αυτοεικόνα του Απελευθερωτή, ο Simon έτσι κι αλλιώς διαχρονικά αναζητά στις σειρές του τις διεργασίες με τις οποίες συγκροτείται ο εσωτερικός εχθρός και διεξάγεται ο εσωτερικός πόλεμος. Κι εδώ, στην γραφή του Roth, βρίσκει έναν πάρα πολύ δυνατό λογοτεχνικό σύμμαχο. Η ματιά της σειράς, λοιπόν, είναι εξόχως πολιτική – κι η πολιτική σκέψη του The Plot Against America λειτουργεί σε διάφορα επίπεδα. Πρώτον, υπάρχει το αρχικό επίπεδο της αλληγορίας που αφορά την Αμερική του Trump, παρόλο που το βιβλίο γράφτηκε 12 χρόνια πριν την εκλογή του. Όπως και σήμερα, στο 1940 της σειράς έχουμε έναν pop star πρόεδρο που ταυτίζει την πολιτική και την δημοσιότητα, προμοτάρει έναν ψεύτικο φιλειρηνικό λόγο, δημιουργεί μια μαζική επιθυμία φυγής πολιτών (προς τον Καναδά πάντα), στήνει κέντρα κράτησης ανεπιθύμητων, προωθεί μια γραμμή εθνικού απομονωτισμού και λευκής πατριωτικής συσπείρωσης. Σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, η σειρά αναζητά τις ρίζες του βαθέως αμερικάνικου συντηρητισμού που φωτίζουν τη σύγχρονη μεταμοντέρνα δεξιά. Πιο συγκεκριμένα, αυτό το σύμπλεγμα παράδοσης και ταυτότητας μαζί με μια μοντέρνα αυταρχική διακυβέρνηση κι ένα έντονα θεαματικό πολιτισμικό στίγμα. Κι ως γνωστόν, μιλάμε για ένα κοινωνικό-πολιτικό ακροδεξιό ρεύμα που ανεβαίνει όλο και περισσότερο στις παραδοσιακές και τις alt μορφές της. Και σ’ ένα τρίτο επίπεδο, το The Plot Against America επιχειρεί μια εναλλακτική ιστορική αναθεώρηση της ίδιας της αμερικάνικης ιδεολογίας της ισότητας και των ευκαιριών, εισάγοντας το στοιχείο της αντίθεσης και της σύγκρουσης εκεί που η mainstream αφήγηση έβλεπε ενότητα και συσπείρωση. Συνολικά, η μεγάλη εικόνα που αποκαλύπτεται είναι αυτή ενός αμερικάνικου φασισμού χωρίς σβάστικα, μελετώντας τον τρόπο που εκφασίζεται αθόρυβα μια κοινωνία. Πολύ σημαντικό, όμως, είναι το γεγονός ότι αυτή η ιστορία μας δίνεται μέσα από τα μάτια των αδικημένων της ιστορίας, μέσα από την υπεράσπιση των θυμάτων, μέσα από την αφήγηση του δράματός του. Όπως γράφαμε συζητώντας για την αντίστοιχη αντι-ιστορική σκέψη του Chernobyl: το επίδικο ενός τέτοιου ιστορικού έργου δεν είναι απλώς η ενθύμηση, η ανακατασκευή της μνήμης του παρελθόντος. Το επίδικο είναι μάλλον περισσότερο η απόδοση δικαιοσύνης για το παρελθόν, η υπέρβαση της ιστορικής αδικίας, η δικαίωση των αδικημένων. Κατ’ επέκταση, η επεξεργασία της αμερικανο-εβραϊκής ταυτότητας είναι κεντρική στην σειρά, όπως ήταν διαχρονικά και στο λογοτεχνικό έργο του Roth. Από την άλλη, ο Simon καταπιάνεται για πρώτη φορά με την δική του αμερικανο-εβραϊκή ταυτότητα, ομολογώντας κι ο ίδιος πως δεν του είχε δημιουργηθεί αυτή η ανάγκη μέχρι τώρα. Επιλέγοντας να το κάνει μέσω του συγκεκριμένου ιστορικού έργου του Roth, ο Simon συνδέεται έτσι με ένα ρεύμα αμερικανο-εβραίων δημιουργών που διερεύνησαν την συλλογική τους ταυτότητα μέσα από αφηγήσεις της εβραϊκής κοινοτικής ζωής στις ΗΠΑ, από τον Henry Roth και τον Saul Bellow μέχρι τον Art Spiegelman και τον Paul Auster. Κάτι τηλεοπτικά αναζωογονητικό, σίγουρα, μετά το pop-κυνικό φιάσκο του Hunters. Παράλληλα, ο Simon επιχειρεί να φέρει στην επιφάνεια και την συχνά αποσιωπημένη ιστορία του αμερικάνικου αντισημιτισμού. Παρά την ποικιλοτρόπως τεκμηριωμένη ύπαρξη μαζικού αντισημιτικού αισθήματος στην αμερικανική δημόσια ζωή της εποχής, από τον Henry Ford μέχρι την Ku Klux Klan, οι αφηγήσεις που το αναδεικνύουν ήταν και είναι λιγοστές (με ταινίες σαν το Crossfire του Edward Dmytryk να λάμπουν ως εξαιρέσεις). Πιάνοντας αυτά τα δύο νήματα, το The Plot Against America επεξεργάζεται την σχέση ανάμεσα στην ταυτότητα και την ιστορία, την ταυτότητα και τη μοίρα – τοποθετώντας έτσι τον Simon σε μια σπουδαία παράδοση καλλιτεχνικής έκφρασης γύρω από το τι σημαίνει να είσαι φτωχός Αμερικάνος και Εβραίος στον ταραγμένο 20ό αιώνα. Η σειρά, βέβαια, δεν είναι τέλεια. Για την ακρίβεια, παρά τις σπουδαίες αρετές της, έχει ένα βασικό πρόβλημα. Ο Simon είναι εξαιρετικός στο να χειρίζεται το δράμα των χαρακτήρων (το text της σειράς) και το ιστορικό περιβάλλον τους (το context της σειράς), αλλά η αλήθεια είναι πως το The Plot Against America πάσχει στον τρόπο που συνδέεται με το σήμερα, στον τρόπο που εφιστά την προσοχή στις αναλογίες με την σύγχρονη Αμερική (δηλαδή στο subtext της σειράς). Ο λόγος που χρησιμοποιήσαμε την λέξη “πετσοκόβει” στον τίτλο δεν ήταν τυχαίος, ούτε εξυπηρετεί απλά μια καλτ αναφορά στη γνωστή ατάκα. Όσον αφορά το subtext, η σειρά πετσοκόβει χοντροκομμένα εκεί που θα έπρεπε να ανατέμνει διακριτικά. Εφιστώντας συνεχώς την προσοχή στην ομοιότητα με την Αμερική του Trump, το subtext επιβάλλεται άγαρμπα πάνω στο text και το context, φτωχαίνοντας εν τέλει τόσο το χθες όσο και το σήμερα. Έτσι, ενώ το βιβλίο του Roth παραμένει άχρονα καίριο, η σειρά φαντάζει επιφανειακά επίκαιρη – με αυτήν την άνοστη και χλιαρή εσάνς που έχει συνήθως η λέξη “επίκαιρος” όταν αναφέρεται σε ένα έργο τέχνης. Κι αυτό είναι το καλό σενάριο, γιατί αν τραβήξουμε τους συνειρμούς που δημιουργεί η σειρά στις ακραίες τους συνέπειες, τότε το αποτέλεσμα ενδέχεται να καταλήξει να σχετικοποιεί και να μειώνει την ιστορική σημασία της εμπειρία του Β’ ΠΠ και του φασισμού συγκρίνοντάς την άγαρμπα με τον Trump. Πρόκειται πράγματι για μια σημαντική αδυναμία, αλλά το συνολικό οικοδόμημα του The Plot Against America είναι τόσο καλοφτιαγμένο που δεν κλονίζεται εύκολα. Πάνω απ’ όλα, μιλάμε για μια σειρά που είναι αληθινά άρτια τεχνικά και καλλιτεχνικά. Τα πάντα δουλεύουν ρολόι, οι εξαιρετικές ερμηνείες (με αποκορύφωμα τους ανθρώπους-σύμβολα John Turturro και Winona Ryder), η σκηνοθεσία των Minkie Spiro και Thomas Schlamme, ο φωτισμός, η σκηνογραφία, τα κουστούμια, η μουσική – γενικά εικόνα και ήχος μπόμπα, στην εντέλεια. Και σε ένα βαθύτερο αφηγηματικό επίπεδο, ο Simon δείχνει για άλλη μια φορά πώς γίνεται να φτιάξεις σωστά μια σκοτεινή, ζοφερή σειρά χωρίς να κάνεις καμία απολύτως έκπτωση στο ανθρώπινο περιεχόμενο. Την ίδια ώρα, όλο και μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης τηλεοπτικής παραγωγής παραδίνεται σε μια “dark-and-serious” μανιέρα που χρησιμοποιεί τον ανθρώπινο πόνο ως στοιχείου του στυλ, ως διάκοσμο της ατμόσφαιρας, καταλήγοντας εν τέλει στο να βλέπουμε το δράμα των χαρακτήρων κυνικά ή πορνογραφικά. Αντίθετα, ο ζόφος του The Plot Against America απαιτεί δέσμευση, προσήλωση και υπομονή – και μετά τις επιβραβεύει με ένα εκπληκτικό φινάλε. Η σειρά είναι bleak, αλλά με ουσιαστικό ανθρώπινο δράμα σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο. Βασικά, τι να λέμε, κανένας δεν κάνει τηλεόραση σαν τον David Simon.