Αν θέλουμε να είμαστε ιστορικά ακριβείς, τότε θα πρέπει να πούμε ότι ο Μεσαίωνας είναι μια παρεξηγημένη εποχή και μια ταλαιπωρημένη έννοια. Βασικά, δεν υπάρχει ιστορική περίοδος που να έχει βγάλει χειρότερο όνομα κατόπιν εορτής (κι οι γιορτές ήταν πολύ σημαντικό πράγμα στο Μεσαίωνα). Πάντα μου προκαλούσε μια μικρή ενόχληση η χρήση του όρου «Μεσαίωνας» ως εύκολη και γρήγορη μεταφορά για την κοινωνική δυστυχία, εξαθλίωση ή αποσύνθεση – δηλαδή ο περιορισμός μιας πολύπλοκης κι αντιφατικής χιλιετίας τεράστιου ιστορικού πλούτου σε μια casually φευγαλέα ρητορική μεταφορά για την οπισθοδρόμηση. Ένα πρόβλημα με αυτό το σχήμα λόγου είναι ας πούμε ότι βασίζεται εν πολλοίς σε μια σειρά από ιστορικά στερεότυπα και παρεξηγήσεις ή ότι προϋποθέτει άρρητα μια γραμμική αντίληψη του ιστορικού χρόνου που πηγαίνει έτσι γενικά κι αφηρημένα από τη συντήρηση προς την πρόοδο. Ένα άλλο γενικότερο πρόβλημα όταν αξιολογούμε ασυνείδητα προηγούμενες ιστορικές περιόδους μέσα από μια μεταφορική χρήση της γλώσσας είναι ότι εφαρμόζουμε αναδρομικά σύγχρονες πολιτικές ιδέες και ηθικές αξίες σε εποχές όπου δεν θα έβγαζαν καν νόημα. Το bottom line είναι ότι ο Μεσαίωνας έχει αποκτήσει κακό όνομα ως η κατεξοχήν σκοτεινή εποχή της ανθρώπινης ιστορίας, κι αυτό που συνήθως παραβλέπεται είναι ένα πολύ μεγάλο σύνολο από κοινωνικές αντιθέσεις και προοδευτικές συγκρούσεις που επίσης πηγάζουν από την ίδια περίοδο. Κι εκτός αυτού, υπάρχουν και χειρότερα από το Μεσαίωνα… Ας πούμε, η αλήθεια είναι ότι έχω πάρει αρκετά βαριά αυτό που έχει συμβεί με το The Last Duel το τελευταίο διάστημα στη διεθνή και την εγχώρια κινηματογραφική αγορά. Μπορεί η νέα ταινία του Ridley Scott να είναι ένα από τα πιο διασκεδαστικά και ουσιαστικά (πλην εντελώς απλά στην σύλληψη και την υλοποίησή τους) μαζικολαϊκά χολιγουντιανά φιλμ των τελευταίων χρόνων, αλλά η κυκλοφορία του The Last Duel στις αίθουσες ήταν μια αποτυχία μεγατόνων που αν μη τι άλλο δηλώνει μπόλικα πράγματα για το παρόν και το μέλλον της κινηματογραφικής βιομηχανίας – ειδικά όσον αφορά τις ανησυχητικές τάσεις που διαφαίνονται τα τελευταία χρόνια στο πεδίο της διανομής και της σχέσης ανάμεσα στην physical και την digital κυκλοφορία μιας ταινίας. Ας τα πιάσουμε από την αρχή όμως, για να καταλάβουμε πόσο σκατά τα πήγε και πόσο μέσα μπήκε το The Last Duel. Στο μεγαλύτερο μέρος της παγκόσμιας αγοράς, η ταινία κυκλοφόρησε 14-15 Οκτωβρίου, δηλαδή πριν από σχεδόν δύο βδομάδες. Μέχρι στιγμής, έχει μαζέψει 17,7 εκ. δολάρια έναντι ενός μπάτζετ πάνω από 100 εκ. δολάρια (που γενικά οι πραγματικοί προϋπολογισμοί είναι πάνω πάνω από ό,τι βλέπετε στο wiki ή στο box office mojo, αφού περιλαμβάνουν και έξοδα που δεν καταγράφονται επίσημα), ενώ πρόκειται για το χειρότερο άνοιγμα ταινίας που έχει κάνει ο Scott σε όλη την καριέρα του – κι αυτό είναι έξτρα θλιβερό αν σκεφτούμε πόσο καλή είναι αυτή η ταινία αλλά και τι φόλες έχει φτιάξει κατά καιρούς ο κατά τ’ άλλα σπουδαίος σκηνοθέτης. Στην ελληνική αγορά τα πράγματα είναι ακόμα πιο θλιβερά. Το πρώτο τετραήμερο η ταινία άνοιξε σε 58 αίθουσες κι έκανε 5.079 εισιτήρια. Την δεύτερη βδομάδα οι αίθουσες κατακρημνίστηκαν στις 12 (!) και τα εισιτήρια μόλις 919. Ούτε χίλιοι άνθρωποι σε όλη την Ελλάδα δεν πήγανε να δουν τη νέα ταινία του Scott με τον Adam Driver, τον Matt Damon, τη Jodie Comer και τον Ben Affleck στη δεύτερη βδομάδα της στις αίθουσες. Αυτή τη στιγμή που μιλάμε στην Αττική το παίζουν μόλις 6 αίθουσες, ούτε μία εκ των οποίων δεν βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. Κι από αύριο που έρχονται οι νέες κυκλοφορίες τα πράγματα ενδέχεται να χειροτερεύσουν ακόμα περισσότερο. Γιατί τόσο μεγάλη αποτυχία; Διάφοροι αναλυτές από το Hollywood λένε ότι απευθύνεται σε μεσήλικο κοινό που δεν έχει επιστρέψει ακόμα πλήρως στις αίθουσες στην post-covid εποχή, αλλά δεν θα έλεγα ότι με πείθει σαν βασική αιτία αποτυχίας. Και ο James Bond δηλαδή που θερίζει την ίδια περίοδο, τι, μόνο Gen-Z κοινό έχει; Επίσης μπορεί το μεσαιωνικό ιστορικό έπος σαν ύφος να είναι πράγματι πιο boomerίστικο, αλλά τόσο το καστ όσο και το θέμα της ταινίας είναι εξαιρετικά relevant πολιτισμικά και πολιτικά, καθώς συνομιλεί έντονα με το σύγχρονο κλίμα της pop κουλτούρας όσον αφορά τους φεμινιστικούς λόγους γύρω από την έμφυλη καταπίεση, την σεξουαλική παρενόχληση και την πατριαρχική εξουσία. Μια αιτία για την αποτυχία είναι σίγουρα ότι το πεδίο δυσκολεύει όλο και περισσότερο για ταινίες που δεν βασίζονται σε ήδη γνωστά properties με τα οποία έχει εξοικείωση ο κόσμος. Το 2000 ο Scott μπορούσε να θερίσει με ένα Gladiator. Τώρα είναι δύσκολο να το κάνει με ένα The Last Duel. Τα έχουμε πει χίλιες φορές, ζόρικα τα πράγματα πλέον για ταινίες μεσαίου ή μεσαιομεγάλου μπάτζετ που δεν ανήκουν ή δεν προσφέρονται για franchises. Πρόκειται για άλλη μια ανησυχητική ένδειξη για το μέλλον του σινεμά όπου οι βιωσιμότητα των “μεσαίου μεγέθους” ταινιών μειώνεται κατά πολύ και τείνουν να μεταφέρονται κυρίως στις streaming πλατφόρμες. Σε ένα άλλο επίπεδο, φταίει το κάκιστο μάρκετινγκ της ταινίας διεθνώς, το οποίο δίνει την εντύπωση μιας generic μεσαιωνικής περιπέτειας αντί για το υπερ-fun MeToo δράμα Rashomonικής δομής που είναι στ’ αλήθεια. Δηλαδή σε κάθε κουβέντα για την ταινία χρειάζεται να πείσεις τον άλλο ότι δεν είναι μια από τα ίδια και ότι αξίζει να το δει στο σινεμά. Είπαμε, το word of mouth και το hype πάντα υποβοηθάει την στρατηγική των διανομέων (κι ενίοτε κατευθύνεται έμμισθα από αυτούς), αλλά εδώ αυτή η τελευταία είναι εντελώς απούσα. Όχι μόνο δεν επικοινώνησαν όπως έπρεπε την ταινία, αλλά με το που είδαν τα θλιβερά εισιτήρια, αντί να αλλάξουν αμέσως ρότα μπας και το σώσουν μέσα από το (πολύ) καλό word of mouth που έχτιζε από όσον κόσμο το είδε (και το οποίο θα έχτιζε σιγά σιγά ένα hype αν η διανομή έδειχνε μια στοιχειώδη εμπιστοσύνη στην ταινία), αποφάσισαν να το αποσύρουν σχεδόν εντελώς από τις αίθουσες. Πρόκειται για μια φαινομενικά λανθασμένη και ανορθολογική στρατηγική, η οποία λειτουργεί ως τεχνητή υποτίμηση της αξίας του κινηματογραφικού προϊόντος, κάτι που εκ των πραγμάτων σπρώχνει κόσμο στο streaming. Μ’ αυτήν την έννοια, υπάρχει κι ένα βαθύτερο ζήτημα εδώ όμως που αφορά βαθύτερες διεργασίες εντός της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Δεν είναι απλά ότι ο τάδε ή ο δείνα διανομέας αποφάσισε να γράψει το Last Duel στο ριπαπά του και να μην το προωθήσει όπως θα έπρεπε ώστε να τραβήξει κόσμο στις αίθουσες. Το The Last Duel μια ταινία που βρέθηκε by the way στο καλάθι της Disney μετά από την εξαγορά της Fox, κι η Αυτοκρατορία του Μικιμάου δεν είχε κρύψει καθόλου ότι αδιαφορεί για την τεράστια κινηματογραφική παράδοση του ιστορικού στούντιο κι επίσης αδιαφορεί για όσους σύγχρονους τίτλους δε μπορεί να εκμεταλλευτεί ως τμήματα μεγάλων και πετυχημένων (ή δυνητικά πετυχημένων) franchises. Μιλάμε για μια επιχειρηματική τακτική που περιλαμβάνει διάφορα πράγματα, από το θάψιμο των κλασικών ταινιών Fox που έχουν περάσει στην ιδιοκτησία της Disney μέχρι την υποτίμηση των ταινιών που είχε βάλει μπροστά ήδη η Fox και οι οποίες κατέληξαν στη Disney από σπόντα. Μια τέτοια περίπτωση είναι το The Last Duel, κι ίσως αυτό να εξηγεί κατά ένα μέρος το πόσο λάθος έχει προωθηθεί και πόσο λίγο μοιάζει να ενδιαφέρει τους αρμόδιους η τύχη της ταινίας. Έτσι κι αλλιώς, με βάση τα όσα έχουμε κατανοήσει σχετικά με το deal Disney-Fox όσον αφορά τις physical και digital κυκλοφορίες, το πράγμα μάλλον θα ακολουθήσει την πολιτική του παραθύρου 45 ημερών που τείνει να γίνει post-covid κανόνας. Έτσι, θα δούμε το The Last Duel να κυκλοφορεί ψηφιακά προς τα τέλη Νοέμβρη, ενώ το ίδιο θα γίνει και με άλλες ταινίες της Disney που θα ακολουθήσουν το ίδιο μοντέλο, όπως το The Eternals και το West Side Story. Το φιλμ του Scott πάντως μάλλον θα βγει στο HBO Max, γιατί η Warner είχε ήδη συμφωνία με την Fox που παρέμεινε σε ισχύ ακόμα και μετά την εξαγορά από τη Disney. Παρεμπιπτόντως, μια ακόμα ταινία Fox-Disney που στην ελληνική αγορά κινδυνεύει να χαθεί λίγο μεταξύ συρμού και αποβάθρας είναι το The French Dispatch του Wes Anderson (με τη σφραγίδα της θυγατρικής Fox Searchlight που παραδοσιακά ειδικευόταν στο πιο arthouse/φεστιβαλικό σινεμά) που στις ΗΠΑ έκανε πρεμιέρα την περασμένη βδομάδα ενώ στην Ελλάδα μάλλον πάει για 2 Δεκεμβρίου ενώ της πολιτικής Disney που περιγράψαμε παραπάνω δεν αποκλείεται καθόλου να είναι διαθέσιμο online γύρω στις 6-7 Δεκεμβρίου. Καλά θα πάει κι αυτό δηλαδή. Επιστρέφοντας στο The Last Duel, είναι κρίμα. Είναι κρίμα γιατί πρόκειται για μια εξαιρετικά διασκεδαστική ταινία. Ούτως ή άλλως, αυτό είναι το πεδίο στο οποίο διαπρέπει ο μέγας διασκεδαστής Ridley Scott: το μαζικολαϊκό σινεμά που δεν φοβάται καθόλου να γίνει υπερβολικό και pulp προκειμένου να ενισχύσει την κινηματογραφική εμπειρία. Ήταν κάτι που σκεφτόμουν ξανά πριν από περίπου έναν χρόνο, όταν είδα το Gladiator για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια. Είχα μια ανάμνηση από τον προέφηβο εαυτό μου που το είχε δει στο σινεμά η οποία έλεγε ότι η ταινία ήταν ένα υπερ-σοβαροφανές και υπερ-prestigious δείγμα αυτού που θα αποκαλούσαμε Κυριλέ Σινεμά Εποχής. Αντιθέτως, αυτό που συνάντησα στην πρόσφατη θέαση ήταν ένα απενοχοποιημένο homage στο pulp fun των ιταλικών sword-and-sandal ταινιών των 50s και των 60s με τα οποία μεγάλωσε ο μικρός Scott στην μεταπολεμική Αμερική. Εντυπωσιάστηκα λοιπόν με το πόσο σοβαρά παίρνει τον εαυτό του: ούτε πάρα πολύ, ούτε υπερβολικά λίγο. Ακριβώς στη μέση. Και κατά μία έννοια αυτή είναι η πεμπτουσία του κλασικού scottικού ύφους. Κι αυτό ακριβώς είναι που καθιστά γοητευτικές τις ιστορικές ταινίες του Scott που πέτυχαν διάνα το στόχο τους, όπως το The Duellists του 1977 (με το οποίο επικοινωνεί προφανώς περισσότερο το The Last Duel) και το Kingdom of Heaven (που έδειξε την πραγματική αξία του στο director’s cut). Μ’ αυτόν ακριβώς τον τόνο, ούτε πολύ σοβαρά ούτε πολύ ασόβαρα, ήλπιζα να μεταχειριστεί ο Scott και την ιστορία των δύο ιπποτών από τη μεσαιωνική Γαλλία καταμεσής του εκατονταετούς πολέμου που αρχίζει να ξετυλίγεται όταν η σύζυγος του δεύτερου καταγγέλλει τον βιασμό της από τον πρώτο. Ο τρόπος που ο Scott μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το ομώνυμο βιβλίο του Eric Jager, παρότι σίγουρα δικαιολογεί την περιγραφή “μεσαιωνικό MeToo” γύρω από την οποία έχει χτίσει το hype του, ελάχιστα θυμίζει τον τρόπο που το σύγχρονο χολιγουντιανό woke σινεμά επιχειρεί να σχετιστεί με το πολιτικό και πολιτισμικό zeitgeist. Μιλάμε άλλωστε για έναν 83χρονο σκηνοθέτη παλαιάς κοπής, ο οποίος τοποθετείται πολιτικά με σαφήνεια πάνω στο θέμα του αλλά αδιαφορεί για τις λεπτές αποχρώσεις, τις αόρατες παγίδες και τους λεπτεπίλεπτους χειρισμούς. Το The Last Duel είναι μια ταινία με έναν κάποιο φεμινιστικό πυρήνα, αλλά χωρίς κανένα στοιχείο της σύγχρονης φεμινιστικής ιδιόγλωσσας της pop κουλτούρας. Είναι κάτι παλιακό, στακάτο και μπαμπαδίστικο. Είναι μονοδιάστατο και δεν προβληματίζεται καθόλου γι’ αυτό. Δεν ενδιαφέρεται για το δεύτερο και τρίτο επίπεδο, έχει μια no-bullshit προσέγγιση που σου λέει ότι αυτά καλό είναι να μην γίνονται. Όπως λέγαμε και μ’ έναν φίλο και συνάδελφο σχολιάζοντας αυτή ακριβώς την πτυχή της ταινίας, είναι dadcore. Αυτή ακριβώς η απενοχοποιημένη μονοσημία του The Last Duel είναι που το κάνει, κατά μία έννοια, τόσο μα τόσο διασκεδαστικό σαν ταινία. Η υπερβολική σαφήνεια και συμμετρία στη δομή α λα Rashomon μοιάζει παντελώς απλοϊκή, στα όρια του να παραπέμπει εξίσου στο ακαδημαϊκό και στο κιτς, αλλά καταλήγει να είναι τόσο αποτελεσματική ακριβώς επιλέγει να παραμείνει στην επιφάνεια. Ή, μάλλον, επειδή βλέπει την επιφάνεια σαν ένα επίπεδο που είναι πλήρως αποκαλυπτικό για την ουσία των πραγμάτων. Για τον Scott, το βάθος βρίσκεται ακριβώς εκεί, στην επιφάνεια, στο τελετουργικό ξεδίπλωμα των λόγων αλήθειας, στην ίδια την θεατρικότητα που έχει η εξουσία και η δικαιοσύνη, στον τρόπο που συγκροτούνται μέσα από τις επαναληπτικές επιτελέσεις των χειρονομιών. Κι ο ίδιος ο Akira Kurosawa, μέσα από το Rashomon, μας θυμίζει πως αναλύοντας ξανά και ξανά την ίδια πράξη οι άνθρωποι αποκαλύπτουν λιγότερο αυτήν και περισσότερο τον εαυτό τους. Πρόκειται για το βάρος της ομολογίας για το οποίο μιλάει ο φιλόσοφος Michel Foucault, βλέποντας σε αυτήν μια αυτο-αληθουργία, δηλαδή μια πράξη παραγωγής και εκδήλωσης της αλήθειας που περιστρέφεται γύρω από το εγώ και τον εαυτό, αναγνωρίζοντας ότι, πράγματι, αυτό συνέβη, και δεν μπορούμε να μην υποταχθούμε στον νόμο αυτού που συνέβη. Αν εντοπίζουμε εμείς αυτές τις ιδέες στην ταινία όμως, κι ακόμα κι αν ο δημιουργός είχε παρεμφερή πράγματα στο μυαλό του, αυτό δεν θα έπρεπε να μας οδηγήσει στο να υποθέσουμε ότι η κινητήριος αφηγηματική δύναμη της ταινίας είναι η επεξεργασία αυτών των ιδεών. Ο Scott, όπως είπαμε, είναι ένας auteur της επιφάνειας. Ενδιαφέρεται για τα γεγονότα, για την τελετουργία και για την θεατρικότητα των συμβάντων. Κι αυτό εν πολλοίς βασίζεται πάνω στις ερμηνείες των ηθοποιών: στην μεθυστική παλαιότητα του Driver, στην αυστηρή ακαμψία του Damon, στην υπόγεια μαχητικότητα της Comer και στην douchebag ανεμελιά του Affleck (η παρομοίωση της οποίας με τον Βασιλιά Ιωάννη του Ρομπέν των Δασών της Disney είναι ένα από τα πράγματα που μου έφτιαξαν το 2021, θενξ ίντερνετ). Σε έναν βαθμό, από τις ίδιες κινηματογραφικές αρετές είναι που πηγάζουν και τα ελαττώματα της ταινίας. Η έμφαση στην επιφάνεια κάνει συχνά την ταινία να μοιάζει διεκπεραιωτική, βιαστική να πάει από το ένα plot point στο επόμενο, ψιλοαδιάφορη προς την εσωτερική λογική των σκηνών, εστιασμένη στη μετάδοση της πληροφορίας, γεγονοτολογική στο μοντάζ. Κι αν οι ιδέες εν τέλει καταλήγουν να ευνοούνται από το να μένουν στην επιφάνεια, όπως είπαμε παραπάνω, από την άλλη το συναίσθημα έχει ελάχιστο χώρο να αναπνεύσει, κι έτσι το δραματικό βάρος, η ένταση και το πάθος γίνονται πράγματα που η ταινία επικαλείται σαν κατασκευές προκειμένου να προωθήσει την ιστορία αλλά δυσκολεύεται να τα παράξει ως ιδιαίτερη ατμόσφαιρα μέσα στην οποία αποκτούν νόημα τα γεγονότα. Παρόλα αυτά, έχει ένα ενδιαφέρον να αντιπαραβάλουμε το πώς προσεγγίζει την ιπποτική ηθική και μυθολογία το The Last Duel στον τρόπο που το έκανε πρόσφατα το The Green Knight του David Lowery. Εκεί που το δεύτερο κατέληξε να θολώνει και να μπουρδουκλώνει τις ιδέες μέσα από την ορμητική αλλά και συγχυσμένη έμφαση στην ποιητική της εικόνας, το πρώτο ανέδειξε με αποφασιστικά και αφοπλιστικά απλό τρόπο την κρίση των κυρίαρχων αρρενωπών αφηγήσεων και την αποσταθεροποίηση του ανδρικού point of view ως default της ανθρώπινης κατάστασης. Κι εδώ, όπως και στο The Green Knight, το καθήκον, η επιθυμία, το συναίσθημα, η λογική, η τιμή κι η αλήθεια βρίσκονται στο επίκεντρο της ταινίας, αλλά το The Last Duel παρά την φαινομενική αφέλειά του αποδεικνύεται εξυπνότερο, αφού καταφέρνει να φέρει στην επιφάνεια της ταινίας την αλλαγή παραδείγματος μέσα από την αποκάλυψη του κυρίαρχου λόγου ως μια αφήγηση που παραπαίει ακόμα κι αν προσποιείται την μέγιστη σταθερότητα και σιγουριά (ή, μάλλον, ακριβώς επειδή το κάνει). Έτσι, επιτυγχάνει να χτίσει μια αντι-ηγεμονική αφήγηση μέσα από την αντιπαραβολή των οπτικών γωνιών των τριών ηρώων, όπου τα πράγματα που στο παρελθόν θεωρούνταν ελάσσονα, ασήμαντα και αόρατα έρχονται να αποκτήσουν την πραγματική τους αξία. Μ’ αυτόν τον τρόπο, για να επιστρέψουμε στην αρχή του κειμένου, αντί να εφαρμόσει απλώς τις σημερινές ιδέες στο μεσαιωνικό ιστορικό περιβάλλον, το The Last Duel αναδεικνύει με τρόπο ευθύ και σαφή (κι ενίοτε σκληρότατο στις αναπαραστάσεις του, όπως πρέπει δηλαδή) τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις που κουρνιάζουν σε κάθε εποχή αν την κοιτάξεις με αρκετά προσεκτική και ανοιχτή ματιά. Μέσα από την θεατρικότητα της αλήθειας και της δικαιοσύνης, η ταινία αποκαλύπτει τους μηχανισμούς που παραμένουν λίγο-πολύ αλώβητοι μέχρι σήμερα όταν έχουμε να κάνουμε με καταγγελίες βιασμών, σύγκρουση λόγων his-against-hers, damage control θυτών, περιβάλλον culture wars, επιτήρηση της γυναικείας εμπειρίας και περίφραξη του γυναικείου λόγου (ειδικά σε αυτό το σημείο, η έμφαση του The Last Duel στον γυναικείο οργασμό ως υπέρτατο ταμπού της πατριαρχικής κοινωνίας που θέλει το θηλυκό σώμα απλώς ως αναπαραγωγική μηχανή και στο κουτσομπολιό σαν κρίσιμο εργαλείο οικοδόμησης των αντι-ηγεμονικών αφηγήσεων είναι εξαιρετικά εύστοχη). Όλα αυτά, φυσικά, περνάνε μέσα από ένα κινηματογραφικό βλέμμα που είναι αναπολογητικά ανδρικό, boomerίστικο, μπαμπαδίστικο. Αν αυτό είναι το όριο της ταινίας που την εμποδίζει να γίνει πραγματικά σπουδαία πέρα από αληθινά διασκεδαστική, ας το δεχτούμε. Ας δεχτούμε ταυτόχρονα, όμως, πως ο Ridley Scott στο The Last Duel είναι η καλύτερη δυνατή εκδοχή του άνδρα boomer μπαμπά μας.