Πράγματι, είναι υπέροχο αυτό που συμβαίνει με την Emma Stone. Στα 35 της χρόνια, η δις οσκαρούχος πλέον ηθοποιός έχει καταφέρει να διαγράψει μια τρομερά ενδιαφέρουσα πορεία στο αμερικάνικο σινεμά. Ξεκινώντας στα τέλη των 00s ως ultimate nerd darling σε teen κωμωδίες της εποχής όπως το Superbad και το Easy A (ή το Zombieland), έκανε έπειτα το πέρασμά της από το υπερηρωικό blockbuster σινεμά με τα δύο The Amazing Spider-Man, για να περάσει έπειτα σε award-baiting prestigious ταινίες που την καθιέρωσαν ως πρωταγωνίστρια σαν το The Help, το Birdman και βεβαίως το La La Land (ενώ στο μεταξύ πρόλαβε για λίγο να γίνει και Woody Allen girl). Και τι κάνει έκτοτε; Πολλά πράγματα, αλλά το πιο συναρπαστικό είναι ότι, έπειτα από την κομβική συνεργασία της με τον Γιώργο Λάνθιμο στο The Favourite του 2018 (την ίδια χρονιά που έπαιξε και στο τηλεοπτικό Maniac), η Stone έχει πραγματοποιήσει μια στροφή προς το αλλόκοτο, το απροσδόκητο και το ανορθόδοξο, εξελισσόμενη σε μία ενδιαφέρουσα weird queen των αμερικάνικων 20s. Κι ενώ ετοιμάζει άλλες δύο ταινίες με τον Λάνθιμο, ταυτόχρονα αναλαμβάνει την παραγωγή ταινιών όπως το σουρεαλιστικό Problemista και το πειραματικό I Saw the TV Glow. Μέσα στο 2023, όμως, η σταδιακή weird στροφή της Emma Stone μας έδωσε δύο αξιοσημείωτα καλλιτεχνικά έργα. Το πρώτο, προφανώς, ήταν το Poor Things. Και το δεύτερο, ακόμα πιο αλλόκοτο, ήταν το The Curse. Στην τηλεοπτική σειρά των Nathan Fielder και Benny Safdie, βλέπουμε το νιόπαντρο πετυχημένο ζευγάρι τηλεπαρουσιαστών και real estate επιχειρηματιών Asher και Whitney Siegel να προσπαθεί να στήσει το νέο του φιλόδοξο πρότζεκτ οικιστικής και οικολογικής ανάπλασης στην πολιτεία του Νέου Μεξικού, το οποίο συνοδέυεται από την συνεχή κινηματογραφική του καταγραφή του ως reality τηλεοπτικό προϊόν. Η μίνι (;) σειρά ξεκίνησε να παίζεται τον περασμένο Νοέμβριο, ολοκληρώνοντας τα 10 επεισόδιά της στα μέσα Ιανουαρίου. Και, παρότι απέσπασε κατά κανόνα αποθεωτικές κριτικές για την πρωτοτυπία του, το The Curse παραμένει ακόμα ένα σχετικά κρυμμένο μυστικό, τουλάχιστον για τα δεδομένα της mainstream αμερικάνικης τηλεόρασης και της απήχησής της σε περιφερειακές αγορές της σφαίρας επιρροής του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού, όπως η Ελλάδα μας. Αν έχετε ακούσει να μιλάνε ή να γράφουν για το The Curse, τότε το πιθανότερο είναι πως έχετε ακούσει να το περιγράφουν ως ΦΟΥΛ ‘ΡΙΕΡΓΟ (συγχωρέστε μας εδώ την επιστημονική ορολογία). Και πράγματι, το The Curse είναι μια πολύ αλλόκοτη σειρά, και μάλιστα με πρωτότυπα αλλόκοτους τρόπους – κάτι που σίγουρα ερμηνεύεται μέσα από τις ατομικές βιογραφίες των δημιουργών της (ιδιαίτερα του Fielder), αλλά εντάσσεται επίσης σε ένα σύγχρονο ρεύμα ανατίμησης του ίδιου του weirdness ως τέτοιου, ως κατεξοχήν καλλιτεχνικού ύφους που είναι σε θέση να συλλάβει την ουσία της σύγχρονης ασταθούς πραγματικότητας. Θα λέγαμε ότι αυτό το νέο weirdness το έχουμε δει πρόσφατα να ανθίζει στην τηλεόραση με διάφορους τρόπους, από τον αφροσουρεαλισμό του Atlanta του Donald Glover (αλλά και το παραγνωρισμένο follow-up Swarm) και του I’m A Virgo του Boots Riley (έπειτα από την κινηματογραφική αρχή με το Sorry to Bother You) μέχρι τις ζαλιστικές λούπες του Russian Doll και του προαναφερθέντος Maniac, κι από την meta τηλεοπτικότητα του Kevin Can F**k Himself (έως και του WandaVision) μέχρι το πιντσονικό Lodge 49 και πράγματα που θρυμματίζουν τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, όπως το Who Is America? του Sacha Baron Coen και οι προηγούμενες σειρές του Fielder σαν το Nathan for You και το The Rehearsal. Κεντρικό σημείο αυτού του νέου weirdness, ενδεικτικού μέχρι ενός βαθμού της προθυμίας της σύγχρονης αμερικάνικης τηλεόρασης να χρηματοδοτήσει πράγματα φιλόδοξα και πρωτότυπα (εφόσον παραμένουν μικρής παραγωγικής κλίμακας φυσικά), είναι η πρόταση του αλλόκοτου ως κατάλληλου εργαλείου για την προσέγγιση μιας κοινωνικής και ψυχικής πραγματικότητας που γίνεται όλο και πιο ακατανόητη και αβέβαιη όσο περνάν τα χρόνια. Και μάλιστα κάποιες από αυτές τις σειρές δεν επιζητούν να αποκαταστήσουν μια κατανοησιμότητα του κόσμου ώστε να κάνουν την ύπαρξή μας σε αυτόν πιο σταθερή και λειτουργική, αλλά μάλλον επιδιώκουν το αντίθετο: να αποσταθεροποιήσουν περισσότερο τον κόσμο και να μας απο-συμφιλιώσουν ακόμα περισσότερο μαζί του. Έχει ενδιαφέρον εδώ να συγκρίνουμε αυτήν την πρόσφατη τηλεοπτική τάση με την προηγούμενη φορά που αναδύθηκε στο αμερικάνικο mainstream ένα παρόμοιο καλλιτεχνικό ρεύμα με έμφαση στο αλλόκοτο. Ήταν τα late 90s και τα 00s, και το ρεύμα ήταν το “εκκεντρικό” σινεμά δημιουργών όπως ο Wes Anderson, ο Charlie Kaufman και ο Spike Jonze. Τότε, ο εκκεντρικός και αλλόκοτος χαρακτήρας των ταινιών τους που στιγμάτισαν την indie/εναλλακτική αισθητική της εποχής εντοπιζόταν κυρίως σε έναν quirky χιπστερισμό, ένα ψυχολογικό παιχνίδι, έναν εσωτερικό διχασμό – σε κάθε περίπτωση, μια ατομική περίπτωση ξεχωριστών προσωπικοτήτων που νιώθουν ότι δεν χωράνε στο “mainstream” (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό). Το ρεύμα αυτό ήταν μάλλον χαρακτηριστικό του άγχους και των αντιφάσεων ενός μορφωμένου, μεσοαστικού, φιλελεύθερου κοινωνικού υποκειμένου που ένιωθε την (νευρωτική) ανάγκη να ξεχωρίσει ατομικά από την “μαζοποιημένη” κοινωνία όπου όλα είναι απρόσωπα, ορθολογικά και τακτοποιημένα. Τώρα, είναι το ίδιο το κοινωνικό περιβάλλον που μοιάζει ανορθολογικό και παράλογο μέσα στην τρομακτική πολυπλοκότητά του, κι αυτό παράγει αλλόκοτα φαινόμενα, ψυχικά μπερδέματα και κάθε είδους γνωστικές ασυμφωνίες που κάνουν τα σύγχρονα υποκείμενα να μην ξέρουν πού πατάνε και πού βρίσκονται. Πολύ συχνά, σειρές σαν τις παραπάνω μας δείχνουν ότι η παλιά, κλασική κοσμοθεώρηση δεν είναι πια επαρκής για να κατανοήσουμε τον κόσμο. Συχνά, επίσης, ως κεντρικός εχθρός αναδεικνύεται η ίδια η liberal/φιλελεύθερη ιδεολογία που προσπαθεί να συμφιλιώσει τα υποκείμενα με την πραγματικότητα. Έτσι, στην θέση μιας liberal αισιοδοξίας ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει ξανά συνεκτικός, κατανοητός και συμπεριληπτικός ή δίκαιος, κάποιες σειρές σαν αυτές που συζητάμε εδώ προτάσσουν έναν ριζικό πεσιμισμό που επιδιώκει να βαθύνει το χάσμα μεταξύ των ανθρώπων και του κόσμου. Αν στο προηγούμενο μοντέλο Υψηλής Αμερικάνικης Τηλεόρασης™, που προσομοίαζε το παράδειγμα του λογοτεχνικού αμερικάνικου έπους (το λεγόμενο Great American Novel), στόχος ήταν η ανάδειξη των ορίων των παραδοσιακών θεσμών εξουσίας/κυριαρχίας, των ισχυρών υποκειμένων που παρήγαγαν και των συντηρητικών ιδεολογιών που τους συνόδευαν (από το The Sopranos και το The Wire μέχρι το House of Cards και το Succession), τώρα μοιάζει συχνά σαν τα σύγχρονα δείγματα τηλεοπτικού weirdness (κι ειδικά οι καλύτεροί εκπρόσωποί του όπως το Atlanta και το The Curse) να μας δείχνουν ότι αυτό που ήρθε να αντικαταστήσει την παλιά τάξη πραγμάτων είναι το ίδιο κάτι ασταθές, ασυνεχές και αντιφατικό. Και γι’ αυτό βλέπουν τον θαυμαστό νέο κόσμο της ασταμάτητης επικοινωνίας, της επιβεβλημένης θετικότητας και της κοινωνικής ευαισθησίας ως έναν κόσμο αν όχι ψεύτικο τότε τουλάχιστον υποκριτικό – και γι’ αυτό άξιο να υποβληθεί σε εξαντλητική κριτική. Το The Curse αναλαμβάνει με θαρραλέο και πρωτότυπο τρόπο αυτό το έργο της κριτικής, κι ο Christopher Nolan (μέγας φαν του The Curse) έχει πολύ δίκιο όταν λέει ότι πρόκειται για μια σειρά που δεν έχει ακριβές προηγούμενο στην τηλεόρασή, παρομοιάζοντάς το με το Twin Peaks, το The Prisoner και το Singing Detective. Ή μάλλον το βασικό προηγούμενο είναι το ίδιο το μέχρι τώρα έργο του Nathan Fielder, το οποίο βρίσκεται κάπου ανάμεσα στην reality τηλεόραση και την ημι-μυθοπλαστική σάτιρα. Οι δύο docu-reality σειρές του Fielder, το Nathan for You και το The Rehearsal έπαιξαν κομβικό ρόλο τα τελευταία χρόνια στην ανάδειξη της αμηχανίας ως κωμικής τέχνης, πιάνοντας το νήμα από την mockumentary παράδοση και διοχετεύοντας το cringe και την αβολοσύνη στις δημιουργίες του σε βαθμό που να περνάει σχεδόν το κατώφλι του horror, αποκτώντας μια σχεδόν Lynch-ιανή υφή όπου το πιο οικείο και καθημερινό πράγμα μπορεί να παράξει το τρομακτικό και το αλλόκοτο ως αίσθηση. Στο The Curse μοιάζει πολύ συχνά να μην συμβαίνει πραγματικά τίποτα, αλλά αυτό το τίποτα καταλήγει να έχει μεγάλο συναισθηματικό και αισθητικό impact ακριβώς *ως τίποτα*. Και σε μια εποχή που το Lynch-ιανό aesthetic κυνηγιέται τόσο με-το-στανιό σε τόσες πτυχές της pop κουλτούρας, το The Curse καταφέρνει να το βγάλει αβίαστα ως αύρα μέσα από την κοινότοπα απειλητική του ατμόσφαιρα. Η κάμερα του Fielder, ο οποίος υπογράφει την σκηνοθεσία των περισσότερων επεισοδίων της σειράς, μοιάζει συνεχώς σα να βλέπει κάτι που δεν θα έπρεπε να βλέπει, σα να τρύπωσε με τρόπο παράνομο και επικίνδυνο, παρόλο που το αντικείμενο του βλέμματός της είναι μάλλον πεζό τις περισσότερες φορές (και σίγουρα καθόλου στυλιζαρισμένο). Η αλήθεια είναι πως τόσο το cringe comedy όσο και το docufiction/mockumentary εγείρουν ηθικο-πολιτικά ερωτήματα, κάτι που δείχνει να απασχολεί για παράδειγμα άλλους εκπροσώπους αυτού του ύφους όπως ο Coen και ο John Wilson (με τον ίδιο τον Fielder ως παραγωγό στο εξαιρετικό How To with John Wilson), αλλά ο Fielder μοιάζει σα να έχει αφήσει την ηθική πίσω του και να κινείται ενστικτωδώς κατευθείαν προς πιο σκοτεινό και το πιο αστείο. Το πιο σκοτεινά αστείο, για την ακρίβεια. Σ’ αυτό συνεισφέρει τρομερά το ίδιο το πρόσωπο του Fielder, ένα ιδιαιτέρως τρομακτικό πρόσωπο με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο αν με ρωτάτε, ειδικά όσο φεύγει από πάνω του η μεφιστοφελική νεανικότητα και αποκαλύπτεται μια πιο ώριμη σκοτεινή πλευρά deadpan απόγνωσης. Ας σημειώσουμε εδώ βέβαια το καταπληκτικό κάστινγκ όλης της πρωταγωνιστικής τριάδας, με την νευρωτικά ανηδονική Emma Stone να συμπληρώνει την υπερ-σεξουαλικότητα του Poor Things, και τον Benny Safdie (έναν εκ των δύο αδερφών που μας χάρισαν τα υπέροχα Good Time και Uncut Gems) να εξελίσσεται σε φανταστικό ηθοποιό όσο περνάνε τα χρόνια (ειδικά σε Licorice Pizza και Oppenheimer), διαθέτοντας μια κρεμανταλάδικη ευγένεια α λα Burt Lancaster και John Hurt. Κυρίως όμως είναι η αμήχανη ματιά του Fielder που καταφέρνει να φωτίσει αυτά τα πρόσωπα με το φως που απαιτεί μια τέτοια σειρά. Η χρήση της αισθητικής γλώσσας της reality τηλεόρασης, με όλη την υπερ-φωτεινή και υπερ-διαφανή λαμπερότητά της, αποκαλύπτει την μηχανολογία μέσα από την οποία κατασκευάζεται η αληθοφάνεια. Καθώς παρακολουθούμε μια ιστορία που ξεδιπλώνεται με διπλό τρόπο, αφενός ως πραγματικότητα και αφετέρου ως reality ανακατασκευή της, βλέπουμε σε πραγματικό χρόνο να αποκαλύπτεται η διαδικασία μέσα από την οποία η αλήθεια γίνεται ψέμα που έπειτα παρουσιάζεται εκ νέου ως αλήθεια μέσα από το storytelling και τα optics. Είναι σα να βλέπουμε μια σειρά-μέσα-σε-σειρά, με πλάνα βαθιάς εστίασης που κρύβουν layers πίσω από layers και σκηνές πίσω από σκηνές, ρευστοποιώντας την διάκριση ανάμεσα σε foreground και background. Αυτό αποδεικνύεται στην πράξη ένας ευφυέστατος μηχανισμός για να τεθούν τα ζητήματα, και κυρίως τα άγχη, μιας αλλόκοτης εποχής σαν αυτήν για την οποία μιλήσαμε στην αρχή: η κυριαρχία των (νέων) media, η εμμονή με την σεξουαλικότητα, οι οικολογικοί φόβοι για το μέλλον της ανθρωπότητας, οι αντιφάσεις του προοδευτισμού, το κυνήγι της μοναδικότητας και της αυθεντικότητας. Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι του The Curse επιτελεί έναν ιδιαίτερο ρόλο στη σειρά. Πρόκειται για δύο real estate developers, οι οποίοι κατασκευάζουν “οικολογικά” σπίτια με στόχο να βοηθήσουν αφενός τον πλανήτη κι αφετέρου την τοπική κοινότητα φτωχών Λατίνων της υποβαθμισμένης Espanola. Το αποτέλεσμα, βέβαια, είναι αμφιβόλου περιβαλλοντικής αποτελεσματικότητας και σίγουρα εξαιρετικά ύποπτο για gentrification της περιοχής και τον εκτοπισμό των λιγότερο προνομιούχων από τους κατοίκους. Οι Whitney και Asher Siegel διχάζονται και βασανίζονται εσωτερικά, γιατί δείχνουν να πιστεύουν (;) στον σκοπό τους και να εμπνέονται όντως από ιδέες οικολογικής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Όταν κατά τη διάρκειας μιας τηλεοπτικής συνέντευξης καλούνται να απαντήσουν στις κριτικές που έχουν δεχθεί για gentrification, απαντούν πως προβληματίζονται βαθύτατα πάνω στο ζήτημα – υπάρχει άραγε αποτελεσματικότερη γραμμή άμυνας και εξουδετέρωσης της κριτικής από την προκαταβολική υποκριτική αναγνώριση του προβλήματος; Παρόλα αυτά, ο ρόλος τους γίνεται όλο και πιο σαφής όσο προχωράει η σειρά: δεν παύουν να είναι δύο κτηματομεσιτικά αρπακτικά με liberal/woke περίβλημα που εκμεταλλεύονται πραγματικά κοινωνικά/οικολογικά προβλήματα ώστε να αυξήσουν τα κέρδη τους και να γίνουν διάσημοι μέσα από την μετατροπή του πρότζεκτ τους σε reality εκπομπή. Δεν μπορούν όμως να το παραδεχτούν αυτό στον εαυτό τους. Πρέπει να προσποιηθούν ότι είναι μέρος της προόδου, ότι κάνουν τον κόσμο καλύτερο, ότι είναι κοινωνικά, οικολογικά και πολιτισμικά ευαίσθητοι. Θέλουν να νιώθουν καλά με τον εαυτό τους. Κι αυτή ακριβώς είναι η τραγωδία τους, αλλά και το αδιέξοδο της liberal κοσμοθεώρησης: οι πρωταγωνιστές του The Curse είναι μέρος του προβλήματος, αλλά νιώθουν μέρος της λύσης. Αυτή η αντίφαση δεν παρουσιάζεται απλώς σαν μια ψυχολογική τραγωδία ανάμεσα σε κίνητρα και πράξεις των χαρακτήρων, αλλά αποκτά έκταση ευρύτερης κοινωνιολογικής κριτικής. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στην ιδεολογία/γλώσσα/αυτοεικόνα και την πραγματική λειτουργία (δηλαδή τις υλικές κοινωνικές σχέσεις) της liberal αστικής τάξης βρίσκεται στο επίκεντρο της κριτικής του The Curse και παρουσιάζεται σαν ένα βραχυκύκλωμα χωρίς τέλος. Οι liberal αστοί σαν το ζεύγος Siegel θα κάνουν τα πάντα για να πείσουν τους εαυτούς τους ότι συνεισφέρουν στο κοινό καλό παρόλο που στην πράξη ακολουθούν το πιο εγωιστικό συμφέρον. Πρόκειται για ένα είδος ιδεολογικής αυτοτύφλωσης και μια ανάγκη αυτοδικαιολόγησης, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό μιας άρχουσας τάξης που θέλει να έχει και βρώμικα χέρια και καθαρή συνείδηση την ίδια στιγμή. Οι συντηρητικοί/δεξιοί καπιταλιστές δεν έχουν τέτοια προβλήματα: δεν διστάζουν να παραδεχτούν ότι μισούνε τους φτωχούς. Οι liberal/προοδευτικοί καπιταλιστές, από την άλλη, θέλουν να παρουσιάσουν αυτό που κάνουν ως κάτι διαφορετικό από αυτό που είναι: όσο πιο αρνητικές συνέπειες έχουν οι πράξεις τους για το κοινωνικό σύνολο, τόσο πιο παθιασμένοι πρέπει να φαίνονται κατά της κοινωνικής ανισότητας. Αυτή είναι η ιδιαίτερη ψυχοπαθολογία που βάζει στο στόχαστρο το The Curse. Αν στο Succession είδαμε μια κριτική της ανήθικης ηδονιστικής δεξιάς άρχουσας τάξης, εδώ βλέπουμε μια κριτική της ψευδο-ηθικής self-righteous ανηδονικής liberal άρχουσας τάξης. Οι δύο σειρές επιτελούν μια παρόμοια λειτουργία, γιατί αμφότερες υψώνουν έναν καθρέφτη απέναντι στο προνομιούχο υποκείμενο που αναπαριστούν ώστε να δείξουν την ψυχοπαθολογία του. Οι προνομιούχοι του The Curse εκπροσωπούν μια νέα άρχουσα τάξη (πιο “δημιουργική” και “ευαίσθητη”), με νέα ψυχοπαθολογία και νέες νευρώσεις. Απ’ ό,τι φαίνεται, αυτή η νέα άρχουσα τάξη θέλει να είναι woke. Πολύ woke. Τα σύγχρονα culture wars που επεκτείνονται σταδιακά από τις ΗΠΑ προς τον υπόλοιπο πλανήτη έχουν φέρει στην επιφάνεια αρκετές pop κριτικές του υποκριτικού performative wokeness από την σκοπιά της δεξιάς, αλλά όχι πολλές από την σκοπιά της αριστεράς, ή τέλος πάντων από την σκοπιά της υπεράσπισης των ίδιων των προοδευτικών ιδεών. Σειρές σαν αυτές που αναφέραμε στην αρχή, όπως το Atlanta, το I’m A Virgo και το Who Is America? δημιουργούν μια τέτοια παράδοση, και σε αυτήν την παράδοση έρχεται να εγγραφεί και το The Curse, προσφέροντας μια κριτική σατιρική χαρτογράφηση της liberal γλώσσας, ιδεολογίας και αυτοεικόνας, όχι μόνο στην εξωτερική της έκφραση (ως κοινωνική πρακτική των μεσαίων και ανώτερων τάξεων) αλλά και στην εσωτερική της σύσταση: σαν το μοχθηρό μείγμα κυνισμού, εγωπάθειας, ενοχικότητας και αναστολής απόλαυσης που είναι στ’ αλήθεια. Σε αντίθεση με πολλά σύγχρονα έργα κάπως λαϊκίστικου pop αντικαπιταλισμού (από το Glass Onion και το The Menu μέχρι το Triangle of Sadness) που αναπαριστούν τις ελίτ με όρους παρωδιακούς και ρηχούς, το The Curse είναι πιο λεπτό και επεξεργασμένο στην κριτική του. Οι ήρωες της σειράς είναι εμμονικοί με τον εαυτό τους, εμμονικοί με την ανταποδοτικότητα και την επίδοση σε κάθε πτυχή της ζωής τους, εμμονικοί με την λευκότητά τους και το ταυτόχρονο σύνδρομο white guilt/white savior που τους καταδιώκει, εμμονικοί με το να (αυτο)εκμεταλλεύονται κάθε βίωμα και συναίσθημα για οικονομικά και συμβολικά κέρδη. H Whitney (κλασικό girlboss) προσπαθεί μανιασμένα να ελέγξει την εικόνα της, ενδεικτικό μιας εποχής εμμονικής με την online και μιντιακή παρουσίαση του εαυτού, όπως φαίνεται σε μια απίστευτα άβολη σκηνή όπου προσπαθεί να ανακατασκευάσει μια αυθόρμητη αστεία στιγμή με ψευδο-αυθόρμητο τρόπο για το Instagram. Ή ο Asher (κλασικό betacuck malewife), αντίστοιχα εμμονικός με το micro-penis του, σε μια εξίσου συγκλονιστικά άβολη στιγμή, τραγουδάει μανιασμένα gangsta rap, με όλη την φαντασίωση δύναμης (και πέους) που περιέχει αυτό, αλλά κομπιάζει και λέει “N-word” στις επίμαχες στιγμές επιστρέφοντας στην ανίσχυρη θέση από την οποία ξεκίνησε. Ακόμα περισσότερο, όμως, η σεξουαλική δυναμική του ζευγαριού είναι που αποκαλύπτει τα περισσότερα για την ψυχοπαθολογία την οποία αναφέραμε προηγουμένως. Το The Curse δείχνει να συνδέει την ανηδονία και την ερωτική ανικανότητα με τον κοινωνικό-ψυχικό κόσμο των ηρώων όπου όλες οι σχέσεις είναι ανταποδοτικές και η οικονομία επιβάλει τους νόμους της παντού: η επιχειρηματική μανία των χαρακτήρων έρχεται να υπερ-αναπληρώσει την απουσία σεξουαλικής ηδονής με άλλες απολαύσεις, οικονομικές και συμβολικές. Ό,τι χάνουν σε έρωτα, επιχειρούν να το αναπληρώσουν σε οικονομικό και συμβολικό στάτους. Είναι αρκετά καταθλιπτικό (και σχεδόν συγκινητικό) να βλέπεις να ξεδιπλώνονται οι δυναμικές των σύγχρονων “πετυχημένων” ζευγαριών για τα οποία το “business” είναι αδιαχώριστο από το “romance” στην εποχή του girlboss φεμινισμού και της κρίσης της παραδοσιακής ηγεμονικής αρρενωπότητας (μια δυναμική που είδαμε επίσης στην σχέση Shiv-Tom στο Succession, αλλά επίσης και στο remake του Scenes from a Marriage ή το Anatomy of a Fall). Σε όλο αυτό το οικονομικό-σεξουαλικό σύμπλεγμα, έχει μεγάλο ενδιαφέρον ο ρόλος που παίζει η οικολογία και το περιβάλλον. Οι ήρωες του The Curse φτιάχνουν “παθητικά σπίτια”, δηλαδή κτίρια μεγάλης ενεργειακής απόδοσης και φιλικά προς το περιβάλλον. Αποδοτικά και φιλικά σχεδόν σε αυτοπαρωδιακό βαθμό, αφού στην πραγματικότητα πρόκειται για αλλόκοτα σπίτια-καθρέφτες που αντανακλούν με warped τρόπο το περιβάλλον και τους ανθρώπους. Αυτή η υποτιθέμενα απόλυτη αποδοτικότητα και διαφάνεια δημιουργεί μια παραμόρφωση, σα να βρίσκεσαι σε ένα hall of mirrors που διαστρέφει τους όρους της πραγματικότητας. Έχουμε έτσι εδώ μια πολύ πετυχημένη χωρική έκφραση των αντιφάσεων και των γνωστικών ασυμφωνιών που περιγράψαμε παραπάνω, όπου τα πράγματα χαρακτηρίζονται από μια υπερ-φωτεινή ψευδο-διαφάνεια που κρύβει το αντίθετό τους. Σε αυτό το πλαίσιο, το καταστροφικό έργο της οικιστικής ανάπλασης που οδηγεί στο gentrification και τον εκτοπισμό πληθυσμών, συνδέεται με το πράσινο ξέπλυμα (το λεγόμενο greenwashing) που επίσης ντύνει την καπιταλιστική εκμετάλλευση με ψευδο-ηθικό liberal περίβλημα. Και στις δύο περιπτώσεις, οι ίδιοι οι φτωχοί που υποτίθεται ότι θα ωφελούνταν από αυτές τις διεργασίες καταλήγουν να γίνονται απλώς ένα ιδεολογικό άλλοθι των κυρίαρχων και ένα εξωτικοποιημένο στοιχείο του διάκοσμου (βέβαια, προς τιμήν του, το The Curse δεν δείχνει τους φτωχούς απλώς ως θύματα ή μάρτυρες, αλλά τους αναπαριστά κι αυτούς ως εγκλωβισμένους στο ίδιο hustling παιχνίδι/εμπόριο αυτοεκμετάλλευσης ταυτοτήτων και βιωμάτων με την liberal άρχουσα τάξη). Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο, βαθύτερο οικολογικό επίπεδο στο The Curse, το οποίο αφορά το ψυχοσεξουαλικό αποτύπωμα των οικολογικών αγωνιών στην ζωή των ηρώων. Η απουσία ηδονής του ζευγαριού Siegel συμπληρώνεται από την προσπάθειά του να κάνει παιδί, αλλά αντιμετωπίζει διάφορα εμπόδια σε αυτό, ένα εκ των οποίων (φανταστικό ή πραγματικό; ερώτημα) είναι και η κατάρα του τίτλου, την οποία ρίχνει στον Asher ένα μικρό κορίτσι από μια οικογένεια που πλήττεται από την οικιστική ανάπλαση της περιοχής. Υπάρχει λοιπόν μια σύνδεση ανάμεσα στη μεγάλη κλίμακα του οικολογικού άγχους της αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους σε έναν πλανήτη που υποφέρει και τη μικρή κλίμακα του προσωπικού άγχους της αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους στα πλαίσια ενός ζευγαριού. Αυτό το άγχος αναπαραγωγής, από το επίπεδο της εγκυμοσύνης μέχρι το επίπεδο του πλανήτη, καθιστά το The Curse μια πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση συγκαλυμμένου οικολογικού τρόμου, μια σειρά ταιριαστή στο κλίμα και στα άγχη της ανθρωπόκαινου εποχής όπου η ανθρώπινη παρουσία στην Γη έχει πάρει πλέον χαρακτήρα γεωλογικού-κλιματικού αποτυπώματος (ίσως όχι και τόσο τυχαία, η μεθεπόμενη ταινία του Λάνθιμου θα είναι επίσης μια οικολογική σάτιρα, προφανώς ξανά με την Emma Stone). Σ’ αυτόν τον οικολογικό τρόμο, η δυσκολία αναπαραγωγής του είδους φαίνεται να συνδέεται με την απουσία ηδονής και ερωτικής επιθυμίας. Ή, μάλλον, ο δεσμός ανάμεσα στην ερωτική απόλαυση και την αναπαραγωγή του είδους δείχνει να εξασθενεί σε μια εποχή απαισιοδοξίας για το μέλλον της ανθρωπότητας στον πλανήτη. Το άγχος εξαφάνισης του ανθρώπινου είδους αποτυπώνεται στην κρίση των σχέσεων εγγύτητας και φροντίδας, και αυτό με τη σειρά του παράγει υποκείμενα με ψυχοπαθολογία και νευρώσεις σαν αυτά που συναντούμε στο The Curse, δηλαδή ανθρώπους που κινούνται στον κόσμο σαν ζόμπι και ικανοποιούν τις ανάγκες τους σαν μηχανές, όσα ψέματα κι αν λένε στον εαυτό τους για την ευαισθησία τους και την μοναδικότητά τους. Ίσως έτσι μόνο μπορούμε να ερμηνεύσουμε το αλλόκοτο φινάλε της σειράς, το οποίο έχει αναμενόμενα διχάσει το κοινό και την κριτική, αλλά κι επίσης έχει δικαίως μπει στο πάνθεον των απροσδόκητων φινάλε της αμερικάνικης τηλεόρασης μαζί με το The Sopranos και το Twin Peaks: The Return. Ενώ στο τέλος του The Curse μοιάζει να επενδύει τόσο πολύ στα αλλόκοτα στοιχεία που διέθετε μέχρι τότε ώστε να φτάσει να αντικαταστήσει εξ ολοκλήρου το νόημα από το μη-νόημα, τελικά το μη-νόημα του φινάλε ίσως να κρύβει την πιο ισχυρή και βίαιη αντίφαση από όλες όσες μας είχε παρουσιάσει η σειρά: τη στιγμή που η γυναίκα είναι έτοιμη επιτέλους να γεννήσει, ο άνδρας εξαφανίζεται ξαφνικά, ανεξήγητα και απροειδοποίητα προς τον ουρανό. Το φινάλε του The Curse είναι μια οικολογική αποκάλυψη που περιέχεται ολόκληρη μέσα στην θλιβερή ζωή ενός ζευγαριού reality stars-κτηματομεσιτών. Το τέλος του ανθρώπου (του άνδρα για την ακρίβεια) έρχεται ακριβώς τη στιγμή που αναγγέλεται η νέα ζωή. Η αναπαραγωγή του είδους συνυπάρχει με την εξαφάνιση του είδους – κι αυτή είναι η αντίφαση με την οποία είμαστε αναγκασμένοι να ζήσουμε. Κι αυτό είναι το φινάλε που της αξίζει.