Στην κοινή, μαζική, εδραιωμένη πολιτισμική συνείδηση τις περισσότερες φορές το ντοκιμαντέρ δεν λογίζεται ακριβώς ως σινεμά. Έστω ότι κάποιος θέλει να μάθει αν ένα συγκεκριμένο φιλμ είναι προϊόν μυθοπλασίας ή τεκμηρίωσης. Η πιο συνηθισμένη διατύπωση του ερωτήματος θα είναι μάλλον αν πρόκειται για “ταινία ή ντοκιμαντέρ“, κατ’ αναλογία με την παλαιοσυντηρητική πατριαρχική διάκριση “παιδί ή κορίτσι”. Η μυθοπλασία μοιάζει με default mode της κινηματογραφικής έκφρασης, ενώ το ντοκιμαντέρ γίνεται αντιληπτό από το μαζικό ακροατήριο ως απόκλιση από τον κανόνα ή ως συγκεκριμένο sub-genre. Για τους περισσότερους ανθρώπους, το ντοκιμαντέρ αποτελεί ένα μάλλον περισσότερο τηλεοπτικό format, αφού η παρακολούθηση (ειδικά στην Ελλάδα) παραδοσιακά ταυτιζόταν με την τηλεοπτική προβολή. Βάσει αυτής της παράδοσης, συχνά το ντοκιμαντέρ, λογιζόμενο ασυνείδητα ως κινηματογραφικά υποδεέστερο, δεν επενδυόταν με καλλιτεχνικές φιλοδοξίες και γινόταν αντιληπτό ως τρόπον τινά εγκυκλοπαιδικό ή εκπαιδευτικό υλικό. Έτσι, συνήθιζες να βλέπεις ντοκιμαντέρ για να μάθεις κάτι. Η αισθητική απόλαυση ήταν μια δευτερεύουσα σκέψη, ή απουσίαζε εντελώς από την εμπειρία της θέασης και την μετέπειτα διανοητική-συναισθηματική επεξεργασία της. Και βέβαια πολύ σπάνια θα πήγαινες στην σκοτεινή αίθουσα για να δεις ένα ντοκιμαντέρ, αφού δύσκολα ένας διανομέας ή ένας αιθουσάρχης θα εμπιστευόταν αρκετά ένα τέτοιο φιλμ για να του δώσει περίοπτη θέση στον προγραμματισμό του. Φυσικά, αν βουτήξουμε βαθύτερα σε αυτά τα ζητήματα, θα δούμε ότι δε μπορεί στην πραγματικότητα να σταθεί καμία οντολογική ή μεθοδολογική διάκριση ανάμεσα σε μυθοπλασία και ντοκιμαντέρ. Από τη στιγμή που η αφήγηση υψώνεται στο επίπεδο της εικόνας, η γλώσσα του μέσου θέτει τους δικούς της κανόνες. Κι ανάμεσα σε αυτούς τους κανόνες ξεχωρίζει εκείνος που λέει ότι η λογική της κινηματογραφικής εικόνας έχει ως στόχο της όχι να αναπαριστά αλλά να κατασκευάζει αλήθειες – άσχετα άμα το κάθε μεμονωμένο φιλμ φέρει την ταμπέλα του fiction ή του non-fiction. Ακόμα πάντως κι αν διατηρήσουμε την διάκριση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ντοκιμαντέρ περνάει μια νέα χρυσή εποχή. Και θα μπορούσαμε επίσης να διακρίνουμε δύο βασικούς πυλώνες γι’ αυτήν την κινηματογραφική ανατίμηση του ντοκιμαντέρ τα τελευταία χρόνια. Πρώτον, η εποχή του streaming κι ιδιαίτερα η κυριαρχία του Netflix δημιούργησε τις συνθήκες για αύξηση της παραγωγής και της κατανάλωσης ντοκιμαντέρ. Κατά μία έννοια, πρόκειται για επιστροφή της παραδοσιακής τηλεοπτικής αντίληψης του ντοκιμαντέρ αλλά με ενισχυμένη κινηματογραφικού τύπου παραγωγή. Δεύτερον, οι κινηματογραφικοί θεσμοί όπως τα φεστιβάλ και τα βραβεία ανοίγονται περισσότερο στην ανάδειξη του ντοκιμαντέρ (καθόλου τυχαία, το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και το Ethnofest αποκτούν όλο και μεγαλύτερο hype). Για παράδειγμα, τα φεστιβάλ βάζουν όλο και περισσότερα ντοκιμαντέρ στα διαγωνιστικά τους τμήματα, χαλαρώνοντας τον διαχωρισμό fiction/non-fiction, και μάλιστα δίνοντας και μεγάλα βραβεία σε τέτοια φιλμ, όπως συνέβη φέτος στην Βενετία με το All the Beauty and the Bloodshed της Laura Poitras. Αντίστοιχα, αν κοιτάξουμε τα Όσκαρ των τελευταίων χρόνων, τότε στην κατηγορία του Καλύτερου Ντοκιμαντέρ θα βρούμε αρκετές ταινίες που είχαν μεγάλη απήχηση, όπως το Free Solo, το My Octopus Teacher ή το For Sama. Εδώ βέβαια εμείς έχουμε σκοπό να εστιάσουμε στο μουσικό ντοκιμαντέρ, μια υποκατηγορία που είναι μάλλον από τις πιο δημοφιλείς στο σινεμά τεκμηρίωσης (μαζί με τα ντοκιμαντέρ “για ζωάκια” και τα κλασικά dadcore ιστορικά-πολεμικά ντοκιμαντέρ). Το μουσικό ντοκιμαντέρ ανταποκρίνεται συνήθως σε μια θεμελιώδη απαίτηση του κοινού από την κινούμενη εικόνα: να τραβήξει την κουρτίνα του θεάματος και να φωτίσει το παρασκήνιο της διασημότητας. Τα πιο πετυχημένα και εμβληματικά μουσικά ντοκιμαντέρ εστιάζουν σε μυθικές προσωπικότητες, και αναζητούν τις ιστορικές και ψυχολογικές συνθήκες που ευνοούν την ανάδυση αυτών των μύθων. Ο μουσικός σταρ είναι το σκεύος στο οποίο διοχετεύονται οι επιθυμίες και οι φαντασιώσεις του κοινού, και το μουσικό ντοκιμαντέρ έρχεται να καλύψει την ηδονοβλεπτική ανάγκη μας να γνωρίσουμε καλύτερα και βαθύτερα τα είδωλά μας. Αν ασχολούμασταν μόνο με τα μουσικά biopics, το πράγμα θα τελείωνε κάπου εδώ. Η ιστορία του μουσικού ντοκιμαντέρ όμως περιέχει μια συνθετότητα και πολλαπλότητα που ξεπερνάει τον εγκυκλοπαιδισμό και την ηδονοβλεπτικότητα. Η ίδια η φόρμα της non-fiction μουσικής ταινίας περιλαμβάνει συνδέεται με τα ρεύματα του cinema verite και του direct cinema που στα 60s αναζήτησαν νέους τρόπους να προσεγγίσουν την σχέση ανάμεσα στην παρατήρηση και την αναπαράσταση, αλλά και να προβληματοποιήσουν τον ρόλο της κάμερας και του βλέμματος στην καταγραφή και την κατασκευή της πραγματικότητας. Όπως ντοκιμαντέρ γενικά σημαίνει κάτι περισσότερο από ομιλούσες κεφαλές και υπερ-επεξηγηματικό voiceover, έτσι και μουσικό ντοκιμαντέρ σημαίνει κάτι περισσότερο από οπτικοποιημένο λήμμα του Wikipedia με την ζωή ενός μουσικού σταρ. Επιπλέον, το γεγονός ότι η παράδοση του μουσικού ντοκιμαντέρ περιλαμβάνει τόσο διαφορετικά πράγματα όσο το concert film, το φιλμικό δοκίμιο και το mockumentary μας δείχνει ότι το μέσο περιλαμβάνει πολλές περισσότερες αισθητικές δυνατότητες πειραματισμού και καινοτομίας απ’ ό,τι φαίνεται με μια επιφανειακή ματιά. Αν γυρίσουμε πίσω στις κινηματογραφικές εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας, τότε θα δούμε ότι η μεγάλη άνθιση του non-fiction μουσικού πορτραίτου ακολουθεί την έκρηξη του μαζικολαϊκού μεγάλης κλίμακας ντοκιμαντέρ “κοινωνικού σχολιασμού” (συνδέοντας την έρευνα με την αποκάλυψη/καταγγελία κατά έναν sensationalist τρόπο) που έφερε η 00s περίοδος George W. Bush στην Αμερική με ενδεικτικότερα πετυχημένα φιλμ το Fahrenheit 9/11 και το Super Size Me. Από εκεί είναι που παίρνει σταδιακά πάσα το Netflix, και μέχρι τα μέσα των 10s έμοιαζε σαν κάθε μουσικός καλλιτέχνης που έζησε ποτέ να έχει πλέον το δικό του μουσικό ντοκιμαντέρ. Από πλευράς παραγωγικής επένδυσης, ένα prestigious και big budget μουσικό πορτραίτο μοιάζει ασφαλής κίνηση αφού στοχεύει κατευθείαν στο να κεφαλαιοποιήσει το προϋπάρχον fanbase των μουσικών. Παρόλα αυτά, αν κοιτάξουμε τα πιο πετυχημένα μουσικά ντοκιμαντέρ των τελευταίων δύο δεκαετιών θα δούμε ότι αυτά που επηρέασαν περισσότερο τις σύγχρονες τάσεις στο είδος είναι δύο ταινίες που χαρακτηρίζονταν από μεγάλη κινηματογραφική φιλοδοξία και κουβαλούσαν έντονη σκηνοθετική υπογραφή. Η πρώτη είναι το Buena Vista Social Club του Wim Wenders από το 1999 όπου έχουμε έναν σπουδαίο σκηνοθέτη να επιχειρεί μια μουσικολογική-αισθητηριακή καταγραφή με έντονο πολιτικό-πολιτισμικό στίγμα, με αποτέλεσμα η ντοκιμαντερίστικη ματιά να επηρεάζει την ίδια την πραγματικότητα που “απλώς” αναπαριστά με το να φέρνει στο προσκήνιο τους ξεχασμένους Κουβανούς μουσικούς που αναζητά ο Ry Cooder στην Αβάνα. Κι η δεύτερη ταινία είναι το Amy του 2015 δια χειρός Asif Kapadia, ήδη έμπειρου στο ντοκιμαντέρ με το υπέροχο Senna, ο οποίος έφτιαξε μια ταινία-υπόδειγμά για το πώς παίρνεις αρχειακό υλικό και μέσα από αυτό κατασκευάζεις μια συνεκτική αφήγηση με συναισθηματικό και δραματουργικό πλούτο. Καθόλου τυχαία, αμφότερες ταινίες ανανέωσαν το ύφος των μουσικών ντοκιμαντέρ, σπρώχνοντας εκ νέου τους δημιουργούς σε πιο φιλόδοξες κατευθύνσεις ως προς τις δυνατότητες του συνδυασμού εικόνας και ήχου (ένας συνδυασμός απ’ τον οποίο περιμένω πολλά γενικότερα όσον αφορά την ανανέωση της κινηματογραφικής γλώσσας). Κι επίσης καθόλου τυχαία αμφότερες ταινίες τα πήγαν περίφημα σε βραβεία και box office (οκ, το ότι κι οι δύο μάζεψαν 23 εκ. δολάρια είναι μάλλον τυχαίο). Η επιστροφή του μουσικού ντοκιμαντέρ έχει ανοίξει δρόμους για μεγαλύτερες και πιο φιλόδοξες κατευθύνσεις. Είτε ταξιδεύουν στα κινηματογραφικά φεστιβάλ ως ταινίες-event είτε προορίζονται για μπιντζάρισμα στις streaming πλατφόρμες, τα μουσικά ντοκιμαντέρ μεγαλώνουν σε κλίμακα. Θέλετε να μετρήσουμε τι έχουμε δει τα τελευταία δύο-τρία χρόνια μόνο; Οκ, κρατηθείτε. Έχουμε δει δημοφιλείς σκηνοθέτες να στρέφονται στο μουσικό non-fiction φιλμ με διάφορους τρόπους, από το The Beatles: Get Back του Peter Jackson και το The Sparks Brothers του Edgar Wright μέχρι το The Velvet Underground του Todd Haynes και το Beastie Boys Story του Spike Jonze. Έχουμε δει επίσης σύγχρονα concert films όπως το American Utopia του David Byrne που σκηνοθέτησε ο Spike Lee, το This Much I Know to Be True με τους Nick Cave/Warren Ellis δια χειρός Andrew Dominik και το Amazing Grace της Aretha Franklin που γύρισε ο Sydney Pollack. Είδαμε φυσικά και πετυχημένες ιστορικές καταγραφές σαν το οσκαρικό Summer of Soul (…Or, When the Revolution Could Not Be Televised) και το τηλεοπτικό 1971: The Year That Music Changed Everything, και πορτραίτα σύγχρονων hip hop μουσικών όπως το Jeen-Yuhs: A Kanye Trilogy, το Look at Me: XXXTentacion και το Travis Scott: Look Mom I Can Fly. Κι ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι ότι είδαμε δημοφιλείς μουσικούς να πειραματίζονται οι ίδιοι με non-fiction οπτικές αφηγήσεις μεγάλης διάρκειας, όπως το Clapping for the Wrong Reasons του Donald Glover/Childish Gambino και το Lemonade της Beyonce, αμφότερα μερικά χρόνια νωρίτερα. Σ’ αυτήν την λίστα ερχόμαστε να προσθέσουμε και το Moonage Daydream του Brett Morgen για τον David Bowie, το οποίο βασίζεται σε πολύ υλικό που δεν είχε κυκλοφορήσει ποτέ ξανά μέχρι τώρα και το οποίο επιχειρεί να χτίσει μια ενιαία οπτικοακουστική εμπειρία χωρίς να βασίζεται στις συμβάσεις του narration και των talking heads. Το Moonage Daydream είναι ένα αρκετά ενδεικτικό παράδειγμα της νέας τάσης για μουσικά ντοκιμαντέρ μεγάλης κλίμακας, η οποία ενισχύθηκε κι από την επιτυχία μουσικών biopics όπως το Bohemian Rhapsody και το Rocket Man τα τελευταία χρόνια. Η ταινία του Morgen έκανε πρεμιέρα στις Κάννες, το μεγαλύτερο κινηματογραφικό φεστιβάλ του πλανήτη, και έπειτα πήρε ευρεία IMAX διανομή στις ΗΠΑ πριν από περίπου ένα μήνα, έχοντας μαζέψει ήδη 11 εκ. δολάρια. Ταυτόχρονα, τα ψηφιακά δικαιώματα διανομής τα έχει αγοράσει το HBO Max, και η ταινία αναμένεται να κυκλοφορήσει στην πλατφόρμα την άνοιξη του 2023. Βλέπουμε λοιπόν ένα “αρχειακού” τύπου μουσικό ντοκιμαντέρ να τυγχάνει μεταχείρισης που θα αναλογούσε σε ένα φιλμ μυθοπλασίας με αξιώσεις επιτυχίας. Στην Ελλάδα η ταινία έκανε πρεμιέρα στις Νύχτες Πρεμιέρας πριν λίγες βδομάδες, αποδεικνύοντας πως μπορεί να λειτουργήσει πετυχημένα ως ειδικό φιλμικό event-εμπειρία αφού έκανε μία και μοναδική sold-out προβολή με 613 θεατές. Αντιθέτως, ως ταινία που κυκλοφορεί κανονικά στο κύκλωμα διανομής, το Moonage Daydream δεν τα πήγε και τόσο εντυπωσιακά, αφού στην πρώτη του βδομάδα στα ελληνικά σινεμά (και μάλιστα σε 28 ολόκληρες αίθουσες!) έκοψε 1.552 εισιτήρια. Τα καταγράφουμε αυτά, γιατί έχουν ενδιαφέρον ως τάσεις και ως επιλογές. Προσωπικά δεν τρελάθηκα με το Moonage Daydream, παρότι διαπιστευμένα τρελαμένος με Bowie, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας εδώ. Το θέμα είναι ότι η ταινία αποτελεί μια πολύ καλή αφορμή για να συζητήσουμε για το μουσικό ντοκιμαντέρ σαν κάτι που μπορεί να ξεπεράσει το επίπεδο της εγκυκλοπαιδικότητας και του fan culture. Έτσι, πέρα από το ότι μας δόθηκε έναυσμα για τις παραπάνω σκέψεις, είπαμε να φτιάξουμε μια λίστα με τα 20 καλύτερα μουσικά ντοκιμαντέρ όλων των εποχών από τα πλούσια 60s μέχρι σήμερα. Δεν επιλέγω απαραίτητα αυτά που αφορούν αγαπημένους μου μουσικούς, ούτε εκείνα που δίνουν την περισσότερη πληροφορία για το θέμα τους. Τα κριτήρια είναι πιο κινηματογραφικά, πιο αισθητικά. Αφορούν εκείνες τις περιπτώσεις που το μουσικό non-fiction φιλμ κατάφερε είτε να συμπυκνώσει με αξιόλογο τρόπο το πνεύμα μιας εποχής ή ενός δημιουργού είτε να προτείνει έναν πρωτότυπο ή ιδιαίτερο τρόμο συνδυασμού της εικόνας και του ήχου μέσα από την κινηματογραφική γλώσσα. Πριν πάμε στην λίστα, λοιπόν, επιτρέψτε μου μερικά honorable mentions με πιο προσωπικά κριτήρια. Ας πούμε, δεν θα μπορούσα να μην λατρέψω ένα ντοκιμαντέρ για τον Scott Walker (όπως το 30 Century Man), για τον Joe Strummer (όπως το The Future Is Unwritten) ή τον Chet Baker (όπως το Let’s Get Lost). Επίσης, ακόμα κι αν το αποτέλεσμα δεν συγκαταλέγεται στις καλύτερες δουλειές των σκηνοθετών, δε μπορώ να μην αναφέρω ταινίες σαν το Year of the Horse του Jim Jarmusch για τον Neil Young ή το Total Balalaika Show του Aki Kaurismaki για τους Leningrad Cowboys. Κι έχω μια ειδική θέση στην καρδιά μου για μουσικά ντοκιμαντέρ που πάνω απ’ όλα συλλαμβάνουν την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα μιας πόλης σε σχέση με έναν ήχο και μια ακουστική εμπειρία, όπως το Crossing the Bridge: The Sound of Istanbul και το B-Movie: Lust & Sound in West-Berlin. Πάμε τώρα στη λίστα, ψύχραιμα και όμορφα. Με ανοιχτά ηχεία. Jazz on a Summer’s Day (Bert Stern & Aram Avakian, 1959) Η ταινία που θεμελίωσε το concert film και το έφερε πιο κοντά στη μορφή που επρόκειτο να εδραιωθεί την επόμενη δεκαετία. Βρισκόμαστε στο Newport Jazz Festival του 1959 και μεταξύ άλλων βλέπουμε Thelonious Monk, Louis Armstrong, Jimmy Giuffre και Sonny Stitt. Η συμβολή της ταινίας είναι μεγάλο στην καλλιέργεια μιας μουσικο-κινηματογραφικής γλώσσας χωρίς καθόλου διάλογο και narration, καθώς η αφήγηση βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην διαλεκτική εικόνας και ήχου, με πολλά πλάνα από το Ρόουντ Άιλαντ να αλληλοδιαπλέκονται με τη συναυλία. Lonely Boy (Roman Kroitor & Wolf Koenig, 1962) Κι εδώ έχουμε το αντίστοιχο φιλμ που θεμελίωσε το μουσικό biopic, επίσης χωρίς voiceover και διαλόγους μεταξύ ομιλούντων κεφαλών, αλλά με τους δημιουργούς να υιοθετούν τις αρχές του cinema verite και να παρατηρούν το φαινόμενο Paul Anka ως “μύγες στον τοίχο”, για να ανακαλέσουμε την πιο διάσημη φράση που συνδέθηκε με την ανάπτυξη αυτου του είδους ντοκιμαντέρ. Μόλις 27 λεπτά, αλλά θαυματουργή ταινία. Don’t Look Back (D. A. Pennebaker, 1967) Εδώ βέβαια έχουμε την πρώτη αληθινά ολοκληρωμένη ταινία που καθόρισε το μουσικό ντοκιμαντέρ ως κινηματογραφική πρακτική με μεγάλες ιστορικές και καλλιτεχνικές αξιώσεις. Ο D.A. Pennebaker, ο οποίος θα μας απασχολήσει ξανά στη λίστα φυσικά, όντας κι ένας από τους πρωτοπόρους του direct cinema, ακολούθησε το tour του Bob Dylan στην Αγγλία το 1965. Κι η σχέση ανάμεσα στη μουσική και στο σινεμά δεν ήταν ποτέ η ίδια, όπως θα δούμε και παρακάτω. Sympathy for the Devil (Jean-Luc Godard, 1968) https://www.youtube.com/watch?v=ISAyqrxTY4w Ίσως δεν θα το έλεγες ακριβώς μουσικό ντοκιμαντέρ, αλλά από την άλλη είναι Jean-Luc Godard, οπότε η αυστορότητα των ορισμών είναι κάτι δομικά αντίθετο με την διαρκή ροή επαναδιαπραγμάτευσης και επανεπινόησης που χαρακτήριζε την κινηματογραφική του ζωή. Στην μετά-Nouvelle Vague περίοδό του, ο Godard ρίχτηκε με τα μούτρα στην σχέση ανάμεσα στο σινεμά και την πολιτική, και το Sympathy for the Devil κατέληξε ένα φιλμ-υπόδειγμα κριτικής συμπύκνωσης του ριζοσπαστικού πνεύματος των 60s, δομημένο γύρω από την ηχογράφηση του ομώνυμου κομματιού των Rolling Stones. Festival (Murray Lerner, 1967) / Monterey Pop (D. A. Pennebaker, 1968) / Woodstock (Michael Wadleigh, 1970) Καθώς μπαίνουμε στην ώριμη 60s φάση του μουσικού ντοκιμαντέρ, έρχονται αυτά τα τρία φεστιβαλικά φιλμ να καθορίσουν το πώς βλέπει και καταγράφει η κινηματογραφική κάμερα τις κοινότητες της αμερικάνικης αντικουλτούρας: από την αμφιλεγόμενη ηλεκτρική εμφάνιση του Dylan στο Newport Folk Festival το 1965 μέχρι την ψυχεδελική καλιφορνέζικη ευφορία του Monterey το 1967 και την larger-than-life υπερβατική εμπειρία του Woodstock το 1969. Μέσα σε λιγότερο από μια πενταετία, παρευλάνει μπροστά στα μάτια μας η δυνατότητα μιας διαφορετική μορφής ζωής. Gimme Shelter (Albert & David Maysles, 1970) / Cocksucker Blues (Robert Frank & Daniel Seymour, 1972) https://www.youtube.com/watch?v=nDrAFyhxppE Θεωρητικά δε μπορεί να λείπει το Gimme Shelter από μια τέτοια λίστα, μιας και οι αδερφοί Maysles συνέβαλαν σχεδόν εξίσου με τον Pennebaker στην ανάπτυξη της “αυθόρμητης” κινηματογραφικής γλώσσας του direct cinema. Βέβαια, εδώ το χρησιμοποιώ σαν αφορμή για να επιστήσω την προσοχή σε ένα άλλο ντοκιμαντέρ εκείνης της εποχής για τους Stones, το Cocksucker Blues του τεράστιου φωτογράφου Robert Frank μαζί με τον Daniel Seymour, το οποίο αποτελεί ένα πολύ συναρπαστικό σκοτεινό πορτραίτο της παρακμής και της φθοράς των 60s και των ριζοσπαστικών υποσχέσεών τους. Pink Floyd: Live at Pompeii (Adrian Maben, 1972) Εντάξει, είναι οι Pink Floyd να παίζουν ζωντανά στην αρχαία Πομπηία το 1971, τι παραπάνω θα μπορούσε να ζητήσει κανείς; Αλλά το ενδιαφέρον του Live at Pompeii, για αυτήν την λίστα τουλάχιστον, είναι καθαρά κινηματογραφικό. Η ταινία αποτελεί μια τομή στο concert film, αφού βλέπουμε μια συναυλία που δεν έχει στηθεί για το κοινό παρά μονάχα για την κάμερα, το μάτι, το βλέμμα. Η ίδια ακριβώς συναυλία σε έναν διαφορετικό χώρο, θα έδινε μια αξιόλογη ταινία; Σίγουρα όχι. Blues Under the Skin (Ροβήρος Μανθούλης, 1973) https://www.youtube.com/watch?v=KyUy3g45yLo Η τοποθέτηση αυτής της υπέροχης ταινίας στην λίστα είναι ένας μικρός φόρος τιμής στον σπουδαίο Ροβήρο Μανθούλη που έφυγε φέτος από τη ζωή, κι οποίος από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 κι έπειτα αφιερώθηκε σε μεγάλο βαθμό στο μουσικό ντοκιμαντέρ. Σπουδαιότερο έργο αυτής της κινηματογραφικής πλευράς του παραμένει το Μπλουζ με Σφιγμένα Δόντια (όπως μεταφράστηκε πετυχημένα στα ελληνικά), με τον ίδιο να διασχίζει τη Βόρεια Αμερική ώστε να μιλήσει με μια ντουζίνα μαύρων blues τραγουδιστών και να καταλάβει γιατί σφίγγουν τα δόντια (βάζοντας και μπόλικη μυθοπλασία στο παιχνίδι). The Last Waltz (Martin Scorsese, 1978) Κατά μία έννοια, ο Martin Scorsese είχε εμφανιστεί ήδη μια φορά στην λίστα, αφού ήταν ανάμεσα στους μοντέρ του προαναφερθέντος Woodstock. Το 1976 όμως αποφάσισε να αφήσει ένα πολύ μεγαλύτερο στίγμα στην σχέση μουσικής και σινεμά, κινηματογραφώντας το αποχαιρετιστήριο live των The Band, στο οποίο είχαν για καλεσμένους περίπου όλους τους συνήθεις υπόπτους των 60s, από τον Dylan και τον Eric Clapton μέχρι την Joni Mitchell, τον Neil Young, τον Ringo Starr και τον Van Morrison. Το φιλμ που κυκλοφόρησε το 1978 δεν είναι μόνο ένα από τα σπουδαιότερα concert films όλων των εποχών, αλλά λειτουργεί και σαν ένας οριστικός αποχαιρετισμός στα 60s και την αντικουλτούρα τους. Ας σημειώσουμε πάντως πως γενικά ο Scorsese έχει ασχοληθεί πολύ με το μουσικό ντοκιμαντέρ, είτε ως σκηνοθέτης των ντυλανικών No Direction Home και Rolling Thunder Revue είτε ως παραγωγός της κτηνώδους σειράς ντοκιμαντέρ The Blues. Ziggy Stardust and the Spiders from Mars (D. A. Pennebaker, 1979) Άλλος ένας από τους κινηματογραφικούς επιλόγους της αντικουλτούρας που είδαν το φως της δημοσιότητας στα 70s. Ξανά Pennebaker στην κάμερα, αλλά μπροστά της βρίσκεται η πιο συναρπαστική προσωπικότητα της λαϊκής μουσικής του 20ού αιώνα. Ο Bowie αποχαιρετά την Ziggy Stardust περσόνα του ένα βράδυ στο Λονδίνο το καλοκαίρι του 1973, κι ευτυχώς υπήρχε εκεί ένας άνθρωπος που ήξερε πολύ καλά πώς και γιατί να το κινηματογραφήσει. The Decline of Western Civilization (Penelope Spheeris, 1981) https://www.youtube.com/watch?v=j0GFOUPsv34 Και κάπου εδώ έχουμε μια αλλαγή παραδείγματος. Μέχρι να τελειώσουν τα 70s, το πρωτοποριακό μουσικό ντοκιμαντέρ χαρακτηριζόταν από την σύνδεση ανάμεσα στον πολιτικό-πολιτισμικό ριζοσπαστισμό της εποχής και τις κινηματογραφικές ιδέες του cinema verite/direct cinema που έχουμε ήδη αναφέρει. Με το τέλος της αθώωτητας, το σκάνδαλο Watergate, την πετρελαϊκή κρίση, την άνοδο του συντηρητισμού και τον ερχομό του ριγκανισμού, η αισιόδοξη αντικουλτούρα έδωσε την θέση της στην σκοτεινή υποκουλτούρα. Ο ήχος δεν ήταν πια ευφορικός και καθησυχαστικός. Ήταν ήχος της αταξίας και της ανασφάλειας. Ήταν η στιγμή του punk, κι η Penelope Spheeris βρισκόταν στο Λος Άντζελες του 1979-1980, ψάχνοντας τα παιδιά της μαύρης τρύπας. Trances (Ahmed El Maânouni, 1981) Ταυτόχρονα, οι μη-δυτικοί ήχοι κι οι μη-δυτικές εικόνες έρχονται έντονα στο προσκήνιο, όχι πια σαν “πνευματική αναζήτηση” των γιγάντιων Άγγλων και Αμερικάνων rock stars, αλλά με μια πιο αυτόχθονη και αυτοεθνογραφική έννοια. Έτσι, οι εθνικές αναπαραστάσεις πρώην αποικιοκρατούμενων λαών αρχίζουν να συγκροτούνται ανεξάρτητα από το δυτικό βλέμμα, ή τουλάχιστον μέσα από μια κριτική σχέση μαζί του. Ένα πολύ καλό παράδειγμα είναι το Trances, στο οποίο, μέσα από την κινηματογράφηση της μουσικής των Nass El Ghiwane, στήνει ένα εντυπωσιακό και πανέμορφο post-colonial πορτραίτο του Μαρόκο κατά την δεκαετία του ’70. Stop Making Sense (Jonathan Demme, 1984) https://www.youtube.com/watch?v=53dikqNZLgA Δεν ξέρω τι να πω γι’ αυτήν την ταινία. Σίγουρα το αγαπημένο μου concert film, κι οι Talking Heads είναι ένα γκρουπ που “σκηνοθετούσε” έτσι κι αλλιώς τον εαυτό του με έναν εξαιρετικά ιδιοφυή τρόπο. Εδώ, παρότι η ταινία μοιάζει αρκετά απλή στην σύλληψη και την εκτέλεση, ο σπουδαίος Jonathan Demme κινηματογραφεί και μοντάρει με τόσο έξυπνο τρόπο που το αποτέλεσμα ξεπερνάει κατά πολύ μια συναυλιακή αναμετάδοση, σε βαθμό που το ίδιο το live να αποκτά δύο ανεξάρτητες ζωές: μία για το ζωντανό κοινό, μία για το μάτι της κάμερας. Κι όμως, η μπάντα είναι μία. Απλά είναι τόσο γαμημένα ιδιοφυής. This Is Spinal Tap (Rob Reiner, 1984) Το Spinal Tap δεν είναι η μόνη ταινία της λίστας που περιέχει μυθοπλασία. Είναι όμως η πιο καθαρά μυθοπλαστική, με την παραδοσιακή έννοια του όρου. Παρόλα αυτά, νιώθω ότι χρειάζεται να μπει στο αφιέρωμα γιατί στόχος του φιλμ ήταν ακριβώς να χρησιμοποιήσει την φόρμα του μουσικού ντοκιμαντέρ για να σατιρίσει τις συμβάσεις του. Το αποτέλεσμα είναι ένα σπουδαίο mockumentary, ακραία αστείο και διασκεδαστικό, αλλά ταυτόχρονα τρομερά έξυπνο και επεξεργασμένο στις ιδέες και τις φιλοδοξίες του. Καθόλου τυχαία, από πίσω βρίσκεται ο comedy genius Christopher Guest, ο οποίος έπειτα συνέχισε να τελειοποιεί το mockumentary ύφος με τα Waiting for Guffman και Best in Show. Αν περνάτε καλά με The Office ή Parks and Recreation, τον χρωστάτε λίγο πολύ σε αυτόν εδώ τον άνθρωπο. Ornette: Made in America (Shirley Clarke, 1985) Πέρα από το “fly on the wall” ντοκιμαντέρ, τα αμερικάνικα 60s περιείχαν επίσης και μια σπουδαία παράδοση πειραματικού σινεμά που έμπλεκε τα όρια μυθοπλασίας, ντοκιμαντέρ, εικαστικών, ελεύθερου συνειρμού, εξομολόγησης. Μιλάμε για δημιουργούς σαν τον Jonas Mekas, τον Kenneth Anger και τον Gregory Markopoulos, μεταξύ πολλών άλλων, κι ανάμεσά τους βρισκόταν κι η Shirley Clarke. Στα 80s λοιπόν η Clarke έφτιαξε ένα experimental ντοκτιμαντέρ για τον τεράστιο τζαζ σαξοφωνίστα Ornette Coleman και προσπάθησε να κάνει κάτι πολύ συγκεκριμένο. Όχι να αφηγηθεί την ζωή του, αλλά να δημιουργήσει το κινηματογραφικό αντίστοιχο της τέχνης του: υπό τους ήχους της περιπετειώδους και απρόβλεπτης free jazz, έφτιαξε ένα αυτοσχεδιαστικό free ντοκιμαντέρ. Ελάχιστες άλλες φορές μουσική και σινεμά συναντήθηκαν με τέτοιο τρόπο. Thirty Two Short Films About Glenn Gould (Francois Girard, 1993) https://www.youtube.com/watch?v=Iv7nPiZHKy4 Κι εδώ έχουμε μια πολύ ενδιαφέρουσα απόπειρα για αντι-συμβατικό συνδυασμό μουσικής και εικόνας. Η ταινία του Francois Girard για τον θρυλικό πιανίστα Glenn Gould υιοθετεί την αποσπασματική μορφή των Παραλλαγών Γκόλντμπεργκ του Μπαχ (ένα από τα έργα με τα οποία συνδέθηκε περισσότερο ο ίδιος ο Gould) και κατασκευάζει ένα θραυσματικό φιλμ ανθολογίας αποτελούμενο από 32 μέρη που συνδυάζουν συνεντεύξεις, αρχειακό υλικό και αναπαραστάσεις στιγμών από τη ζωή του καλλιτέχνη. Εξαιρετικά αναζωογονητική ταινία που αποδεικνύει πως η κινηματογραφική βιογραφία είναι ένα genre με το οποίο μπορείς να κάνεις πολλά περισσότερα πράγματα από ένα τετριμμένο αγιογραφικό biopic. Gesualdo: Death for Five Voices (Werner Herzog, 1995) Θα έπεφτε φωτιά να μας κάψει αν φτιάχναμε λίστα με ντοκιμαντέρ και δεν βάζαμε κάπου μέσα τον Werner Herzog. Η μουσική έπαιζε πάντα σημαντικό ρόλο στο έργο του ανυπέρβλητου σκηνοθέτη – αρκεί να δούμε την σταθερή συνεργασία του με τους Popol Vuh στα 70s ή τις αμέτρητες όπερες που έχει ανεβάσει από τα 80s και μετά. Το 1995 λοιπόν γύρισε ένα ντοκιμαντέρ για τον Carlo Gesualdo, έναν συνθέτη του 16ου αιώνα. Μέχρι εδώ καλά. Εκεί που η ταινία αρχίζει να γίνεται herzogική είναι ότι ο σκηνοθέτης ενδιαφέρεται περισσότερο για την σκοτεινή προσωπικότητα του Gesualdo, κι ειδικά για το υποτιθέμενα καταραμένο κάστρο του και το γεγονός ότι δολοφόνησε την γυναίκα του και τον εραστή της. Herzog, δηλαδή. The Devil and Daniel Johnston (Jeff Feuerzeig, 2005) Χαρακτηριστικό δείγμα των ανησυχιών που χαρακτήριζαν το αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά των 00s, το The Devil and Daniel Johnston εξετάζει την ζωή και την τέχνη του outsider μουσικού Daniel Johnston που υποφέρει από διπολική διαταραχή και, σύμφωνα με τον ίδιο, δαιμονισμό. Η καλτ λατρεία του έργου του Johnston πυροδοτήθηκε από την αγάπη που είχε για εκείνον ο Kurt Cobain, κι έκτοτε η (πολύ ενδιαφέρουσα) μουσική του απέκτησε ένα hipster following. Η ταινία του Jeff Feuerzeig είναι πολύ καλή γιατί αποφεύγει όλες τις κακοτοπιές: δεν έχει φασεϊκη εξωτικοποίηση και δεν έχει υπερ-μελοδραματικό οίκτο. Έχει ειλικρίνεια και ευαισθησία, κι αυτό είναι πολύ σημαντικό για ένα μουσικό ντοκιμαντέρ που αντιμετωπίζει με τρυφερή ανθρωπινότητα το αντικείμενό του σε μια εποχή που τα πάντα μετατρέπονται σε pop σύμβολα προς εκμετάλλευση. Searching for Sugar Man (Malik Bendjelloul, 2012) Πριν από 10 χρόνια, θυμάμαι τους πάντες να συζητούν αυτήν την ταινία. Οκ, όταν λέω “τους πάντες” εννοώ αυτούς που είχαν μια ιδιαίτερη αγάπη για την underground μουσική και το ιδιόμορφο σινεμά. Κατά μία έννοια, το Searching for Sugar Man ήταν ένα ιδιότυπο indie blockbuster που ξέθαψε τον Sixto Rodriguez από την λήθη και την αφάνεια. Παρότι δεν μοιάζει εντυπωσιακό κινηματογραφικά, το φιλμ είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα για την πολυπλοκότητα της σχέσης ανάμεσα στην πραγματικότητα και την αναπαράσταση. Οι δημιουργοί ξεκίνησαν να φτιάχνουν μια ταινία που νόμιζαν ότι ήταν κάτι συγκεκριμένο, αλλά η ίδια η πραγματικότητα τους αποκάλυψε κάτι πιο σύνθετο και πολλαπλό. Αυτή είναι η ιδιαιτερότητα της κινηματογραφικής αλήθειας, είτε μιλάμε για ντοκιμαντέρ είτε όχι. A Poem Is a Naked Person (Les Blank, 2015) Και κλείνουμε αυτό το μεγα-αφιέρωμα με έναν (ακόμα) επίλογο στα 70s, την δεκαετία-ορόσημο του μουσικού ντοκιμαντέρ, ο οποίος όμως δεν είδε το φως της δημοσιότητας παρά μόνο λίγα χρόνια πριν. 40 χρόνια λοιπόν καθυστέρησε η ταινία του Les Blank (ενός ακούραστου κινηματογραφικού εθνογράφου της αμερικάνικης λαϊκής μουσικής) για τον Leon Russell, τον διάσημο εκκεντρικό μουσικό από την Οκλαχόμα. Το αποτέλεσμα είναι συναρπαστικό, όχι όμως σαν κλασικό biopic ή σαν φόρος τιμής σε μια εποχή. Περισσότερο μοιάζει με ένα αλλόκοτο, αστείο και αποκρουστικό φιλμ τρόμου, για μια προσωπικότητα που κατοικεί εκτός τόπου και εκτός χρόνου. Είναι μια κάπως απόκοσμη ταινία, αποκομμένη εκ των πραγμάτων από την εποχή της, που μοιάζει να κινηματογραφεί κάτι που δεν θα έπρεπε καν να ήταν εκεί. Κι όμως, το σινεμά το παροντοποίησε, το έφερε στην επιφάνεια, για τα μάτια μας μόνο.