Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ετούτες τις πρώτες άγιες του νέου έτους, κυκλοφορούν στα ελληνικά σινεμά δύο ταινίες, φίλες και φίλοι. Η μία είναι το Nosferatu του Robert Eggers. Η άλλη είναι το Babygirl της Halina Reijn. Υπάρχουν κι άλλες ταινίες, προφανώς – δεν είναι οι μόνες που παίζουν. Αλλά αυτές οι δύο ταινίες από μόνες τους ευθύνονται για τουλάχιστον το 96,4% (με ψύχραιμους υπολογισμούς) της λιβιδινικής παραγωγής μέσα, έξω και γύρω από τις σκοτεινές αίθουσες. Γιατί, ναι, μιλάμε για ταινίες που εκτοξεύουν το kino horniness σε ασυνήθιστα για την εποχή επίπεδα, συνδεόμενη η καθεμιά με μια διακριτή παράδοση κινηματογραφικού (χολιγουντιανού για την ακρίβεια) ερωτισμού. Το Nosferatu, από τη μία, πιάνει το κόκκινο (κατακόκκινο) νήμα του βαμπιρικού σινεμά γοτθικού ερωτισμού, όπως και οι πάμπολλοι δρακουλιάρικοι προκάτοχοί του, πασπαλίζοντάς το με μια σύγχρονη σεξουαλική ματιά στον 19ο αιώνα που το κάνει να μοιάζει με νεο-παραδοσιακό αντίστοιχο της μεταμοντέρνας ανατρεπτικότητας του περσινού Poor Things. Το Babygirl, από την άλλη, ξεθάβει μια άλλη παράδοση, ξυπνάει ένα άλλο κτήνος, αν θέλετε: αναβιώνει το κλασικό χολιγουντιανό ερωτικό θρίλερ για την εποχή της post-MeToo ποπ κουλτούρας και του girlboss φεμινισμού. Ιστορικά μιλώντας, το Hollywood είχε μια σύνθετη και ταραγμένη σχέση με το σεξ στη μεγάλη οθόνη. Σχηματικά, πολύ σχηματικά βασικά, καθώς δεν έχουμε εδώ τον χώρο και τον χρόνο να καταπιαστούμε αναλυτικά με το θέμα, αυτή η σχέση Hollywood και σεξ μπορεί να χωριστεί σε δύο μεγάλα ιστορικά επεισόδια. Πρώτον, έχουμε τις τρεις και κάτι δεκαετίες που βρισκόταν σε ισχύ ο περίφημος Κώδικας Παραγωγής του Hollywood, ο οποίος επέβαλε ένα καθεστώς απαγόρευσης όσον αφορά την αναπαράσταση της σεξουαλικότητας στο φιλμ, δημιουργώντας έτσι ένα περιβάλλον λογοκρισίας, πουριτανισμού, σεμνοτυφίας – αλλά και ωθώντας τους δημιουργούς σε ευφάνταστες λύσεις και ντρίμπλες ώστε να αποδώσουν με έμμεσους τρόπους τον ερωτισμό επί της οθόνης. Δεύτερον, έχουμε την μετά-το-1968 περίοδο, η οποία ακολούθησε μετά την λεγόμενη σεξουαλική επανάσταση των 60s που έφερε μια μεγάλη ανακατάταξη στο πώς αναπαρίσταται η επιθυμία και η σεξουαλικότητα στη δημόσια σφαίρα, κι η οποία κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 μετέτρεψε το ίδιο το σεξ σε ένα υπερ-πολύτιμο ποπ εμπόρευμα που πουλιέται και αγοράζεται στην πολιτιστική βιομηχανία όπως οτιδήποτε άλλο. Πρόκειται για μια ιστορική διαδικασία που, αλλάζοντας την σχέση των μαζών με την αναπαράσταση της σεξουαλικότητας, άλλαξε ριζικά την λαϊκή κουλτούρα των δυτικών καπιταλιστικών κοινωνιών – και η μεγάλη άνθιση του είδους του ερωτικού θρίλερ στα 80s και τα 90s ήταν το απόλυτο επιστέγασμα αυτής της διαδικασίας. Παρεμπιπτόντως, για μια πολύ ενδιαφέρουσα διαπραγμάτευση της ανόδου του ερωτικού θρίλερ και τι του σήμαινε για τις πολιτικές της σεξουαλικότητας, καθώς επρόκειτο ταυτόχρονα για αποτέλεσμα μιας διαδικασίας σεξουαλικής απελευθέρωσης και ολοκλήρωση μιας διαδικασίας εμπορευματοποίησης και συντηρητικοποίησης που έρχεται μέσα από την ίδια την υπερ-σεξουαλικότητα, παραπέμπουμε σε αυτό εδώ το άρθρο από το Criterion που θέτει το ζήτημα σε σωστές βάσεις. Ούτως ή άλλως, αυτή η αντιφατικότητα δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει, αφού γενικότερα στην αμερικάνικη ποπ κουλτούρα πάντα ενυπύρχε ένας φαινομενικά αλλόκοτος συνδυασμός ανάμεσα στην διαρκή υπόνοια και παραμπομπή στην σφαίρα του σεξουαλικού, η οποία όμως αφενός περιείχει έμπρακτα ελάχιστο πραγματικό ερωτισμό και αφετέρου κατέληγε σε έναν ιδιότυπο διαρκώς ερεθισμένο πουριτανισμό. Κατά την πολιτιστική επανάσταση που έφερε η αντικουλτούρα των 60s, ο ερωτικό στοιχείο συνόρευε συχνά με την αύρα του παρα-κινηματογραφικού, του καλτ, του μεταμεσονύκτιου, του παράνομου. Η διάδοση πειραματικών ταινιών με έντονο (έως και πορνογραφικό) ερωτισμό μέσα από ημι-επίσημα κινηματογραφικά δίκτυα, από τον Alejandro Jodorowsky και τον Dusan Makavejev μέχρι τον Andy Warhol και τον John Waters, άρχισε να αφήνει όλο και πιο έντονα το αποτύπωμά της στην επίσημη κινηματογραφική σφαίρα. Από τη μία, οι ταινίες του New Hollywood στις αρχές των 70s άρχιζαν να γίνονται πιο “ερωτικές”, όπως πχ το Klute και το Play Misty for Me. Από την άλλη, πορνογραφικές ή ημι-πορνογραφικές ταινίες, όπως το Deep Throat ή το Caligula, μετατρέπονταν σε μαζικά καλτ φαινόμενα. Ίσως καμία άλλη ταινία όμως δεν συμπυκνώνει την δύναμη και την μεταδοτικότητα του ερωτικού κινηματογραφικού underground της εποχής όσο το The Rocky Horror Picture Show το 1975 που άνοιξε τον δρόμο για την επένδυση του κινηματογραφικού χώρου (στο πανί αλλά και στην αίθουσα) με μια εσάνς ριζοσπαστικής σεξουαλικής ελευθερίας. Αν τα 70s ήταν η εποχή του αμερικάνικου σινεμά όπου ο κινηματογραφικός ερωτισμός άρχισε από underground να γίνεται mainstream, τότε τα 80s ήταν η εποχή που σεξ εμπορευματοποιήθηκε και βιομηχανοποίηθηκε με χολιγουντιανούς όρους. Επρόκειτο για την εποχή που στις ΗΠΑ του Ρόναλντ Ρίγκαν αρχίζει να κυριαρχεί ο νεοφιλελεύθερος ατομικισμός, με την ιδεολογία της επιτυχίας, του κυνισμού και του ηδονισμού να γίνεται ο νέος κανόνας. Μιλάμε φυσικά για έναν καταναλωτικό και αρρενωπό ηδονισμό, ο οποίος μετατρέπει το σύνολο του κόσμου (και πάνω απ’ όλα το γυναικείο σώμα) σε αντικείμενο προς κατανάλωση από το ανδρικό βλέμμα και την ανδρική επιθυμία. Συνδυάζοντας με έναν ιδιαίτερο τρόπο την κυριλέ chic/soft πορνογραφία του ’70 με τις βασικές αρχές του film noir από το ’40 (και με ολίγη από ειρωνεία και camp στις καλύτερες στιγμές του), το ερωτικό θρίλερ του ’80 κατασκεύαζε έναν σκοτεινό ηδονιστικό κόσμο γεμάτο χρήμα, αμαρτία, παράνομο έρωτα, μοιραίες γυναίκες και δολοφονικές επιθυμίες. Είναι η εποχή που από το Body Heat πηγαίνουμε στο 9 1/2 Weeks και από το Fatal Attraction πηγαίνουμε στο Basic Instinct. Μετά από αυτήν την “χρυσή εποχή” του στα 80s, που μεσουρανούν τα ονόματα του Brian De Palma, του Adrian Lyne και του Paul Verhoeven, το ερωτικό θρίλερ αρχίζει να περνάει σε αχρηστία ή/και να μετασχηματίζεται, να ανανεώνεται, να γίνεται πιο ειρωνικό ή meta, να ανοίγεται σε δρόμους πέραν της ετεροκανονικότητες και βλέμματα πέραν του παραδοσιακού ανδρικού. Τα τελευταία χρόνια δε, στην εποχή της διαρκούς συμβολικής λιβιδινικής φόρτισης της ποπ κουλτούρας και των social media στον καιρό του thirstposting και των dating apps, βλέπουμε μια νέα άνθιση του κάπως πιο explicit ερωτικού περιεχομένου ή της αναφοράς στο παρελθόν του erotic thriller σε σύγχρονα χολιγουντιανά κινηματογραφικά χιτ, αρχής γενομένης από το Gone Girl του David Fincher και φτάνοντας μέχρι τις επιστροφές των Adrian Lyne και Paul Verhoeven με Deep Water και Benedetta αντίστοιχα, τις viral (ημι-ομοερωτικές) επιτυχίες των Saltburn και Challengers, και εσχάτως βεβαίως το Babygirl. Για να είμαι ειλικρινής, θα πω ότι στέκομαι κάπου στη μέση όσον αφορά το Babygirl, αδυνατώντας να καταλάβω τον ενθουσιασμό, αλλά αδυνατώντας να καταλάβω και το hate. Αν με ρωτάτε, θα ρίσκαρα μια εικασία πως το πρώτο προκύπτει από την σύγχυση ανάμεσα στην φλυαρία της διαρκούς υπόνοιας περί ερωτισμού και στον ίδιο τον ερωτισμό, ίδιον μιας εποχής συνηθισμένης στην διαρκής υπερ-διέγερση που δεν φτάνει ποτέ σε πραγματική απόλαυση, ενώ το δεύτερο ίσως προκύπτει από το ότι ακόμα και σήμερα η ευθεία διαπραγμάτευση της γυναικείας σεξουαλικής επιθυμίας συνεχίζει να προκαλεί άγχη και ανασφάλειες στο ανδρικό βλέμμα του θεατή. Σε κάθε περίπτωση, βρήκα συναρπαστικά και ριψοκίνδυνα πρόθυμη την Nicole Kidman να τα δώσει όλα, μάλλον κάπως χλιαρό τον Harris Dickinson για τον ρόλο που κλήθηκε να παίξει, και την σκηνοθετική/θεματολογική ματιά της Reijn να αρκείται στην καλοφτιαγμένη πρόκληση ενώ θα μπορούσε, ίσως, να πάει κι ένα βήμα παρακάτω (όπως έκανε πχ φέτος η Catherine Breillat στο πολύ καλύτερο και ανάλογης θεματολογίας Last Summer). Στο μεταξύ όμως, η κυκλοφορία του Babygirl, και το αρκετά καλό κράτημά του στο box office (32.000 και βάλε στις πρώτες δύο βδομάδες του στην Ελλάδα, καθόλου άσχημα) είναι μια καλή αφορμή για ένα αφιέρωμα στο παρελθόν του είδους. Χωρίς περισσότερα, λοιπόν, πάμε να δούμε τα 20 καλύτερα ερωτικά θρίλερ όλων των εποχών, ψύχραιμα πάντα. 20. The Last Seduction (John Dahl, 1994) Διαμαντάκι των 90s από έναν μερακλή σκηνοθέτη που κάνει δυνατό one-two punch μετά το Red Rock West, και με την Linda Fiorentino σε έναν φονικό φαμ φατάλ ρόλο. 19. In the Cut (Jane Campion, 2003) Φουλ υποτιμημένη ταινία στην εποχή της, δεν εκτιμήθηκε όσο θα έπρεπε για το ανατρεπτικό (γυναικείο) παιχνίδι με τις σταθερές του είδους, αξίζει φουλ να την (ξανα)δείτε. 18. Stranger by the Lake (Alain Guiraudie, 2013) Η μεγάλη επιτυχία της ταινίας στα φεστιβάλ και τις λίστες του 2013 (μαζί με τον Queer Φοίνικα στις Κάννες) έδωσε νέα ώθηση σε μια νέα LGTBQ ματιά πάνω στο ερωτικό θρίλερ. 17. Bound (The Wachowskis, 1996) Μιλώντας για LGTBQ ματιές πάνω στο είδος, το ντεμπούτο των Wachowskis αποτέλεσε ένα καυτό ηδονοβλεπτικό καλτ διαμάντι των 90s, και δικαίως θα πούμε εμείς. 16. Body Heat (Lawrence Kasdan, 1981) Κάποιοι (όπως ο daddy Fredric Jameson) θα πουν ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από νοσταλγική ανακύκλωση των 40s φιλμ νουάρ, αλλά William Hurt λατρεία γαμώτο. 15. Strange Circus (Sion Sono, 2005) Εντάξει, είναι Sion Sono και ιαπωνικός ερωτικός τρόμος, οπότε προσεγγίστε με προσοχή και μόνο αν σας αρέσουν οι μεγάλες ανωμαλίες. Σας προειδοποιήσαμε. 14. The Living End (Gregg Araki, 1992) Έχει περιγραφεί ως μια gay εκδοχή του Thelma and Louise, και δικαίως, όντας πρωτοπόρο ως ριζοσπαστικό queer παιχνίδι με το είδος του ερωτικού θρίλερ. 13. Lust, Caution (Ang Lee, 2007) Πάντα μου φαινόταν ότι υπάρχει ένας ερωτισμός στα κατασκοπικά μυστήρια (τόση εμμονή με το κρυφό άλλωστε), αλλά εδώ ο Ang Lee τα δίνει όλα και παραδίδει μια ταινιάρα. 12. The Hunger (Tony Scott, 1983) Το απόγειο του βαμπιρικού στυλάτου ερωτισμού, η ταινία που θα ήθελε να ήταν το Only Lovers Left Alive, Catherine Deneuve με David Bowie και Susan Sarandon *μαζί*. 11. Showgirls (Paul Verhoeven, 1995) Αν μετρήσουμε τις φορές που παρεξήθηκε και εκτιμήθηκε εκ των υστέρων ο Paul Verhoeven, θα χάσουμε το μέτρημα, οπότε ας πούμε ότι εδώ είναι στο πιο γελοιωδώς μεγαλοφυές του. 10. Trouble Every Day (Claire Denis, 2001) Αν μπορούμε να εμπιστευθούμε ένα σκηνοθέτη για την ακραία και υπαρξιακή ματιά του στον ερωτικό τρόμο, ε, αυτή είναι η Claire Denis. 9. The Handmaiden (Park Chan-wook, 2016) Μακράν η καλύτερη ταινία του είδους που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια, κι ένα συναρπαστικό παιχνίδι με τα όρια της ταυτότητας (εθνικής, ταξικής, σεξουαλικής). 8. The Comfort of Strangers (Paul Schrader, 1990) Θα μπορούσαμε ίσως να βάλουμε στην θέση τους τα πιο καλτ και υποτιμημένα American Gigolo ή Cat People, αλλά εδώ ο Paul Schrader παίζει έμπειρη μπάλα με ένα εξαιρετικό κατ. 7. New Rose Hotel (Abel Ferrara, 1998) Μία από τις μεγάλες μου αδυναμίες κι ένα από τα κατ’ εμέ πιο παρεξηγημένα φιλμ των 90s. Και μόνο η λίστα συντελεστών αξίζει να σας πείσει να το δοκιμάσετε, με ανοιχτό μυαλό πάντα. 6. Dressed to Kill (Brian De Palma, 1980) Ο αδιαμφισβήτητος άρχοντας του είδους, ειδικός στο να εκτιμάει και τις “υψηλές” και τις “χαμηλές” πλευρές του, στην πιο ευλαβική και ταυτόχρονα βλάσφημη χιτσκοκική στιγμή του. 5. Bad Timing (Nicolas Roeg, 1980) Μεγάλος Nicolas Roeg και μεγάλη ταινία, είχα την χαρά να το δω για πρώτη φορά σε μεγάλη οθόνη στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας, και να απολαύσω όλο το διαστροφικό μεγαλείο του. 4. Eyes Wide Shut (Stanley Kubrick, 1999) Σε περίπτωση που αναρωτιόσασταν, πριν το Babygirl, η Nicole Kidman στα 90s είχε παίξει σε δύο αποδομήσεις του είδους. Το To Die For του Gus Van Sant, και αυτό εδώ το αριστούργημα. 3. The Cook, the Thief, His Wife, and Her Lover (Peter Greenaway, 1989) Είναι τρομερό πώς ο Peter Greenaway κατάφερε σε αυτήν την ταινία να συνδυάσει τον πιο άναρχο και απρόβλεπτο ερωτισμό με την πιο φορμαλιστική κινηματογραφική γλώσσα. Ρισπέκτ. 2. Blue Velvet (David Lynch, 1986) Κι όμως, εκεί που όλοι στα 80s ανακύκλωναν τα παλιά noir στερεότυπα, ο David Lynch κατάφερε να δώσει στο είδος τη μορφή ενός βίαιου, ερωτικού, σουρεαλιστικού εφιάλτη. Γιατί Lynch είσαι. 1. Crash (David Cronenberg, 1996) Είναι πολλές οι φορές που ο David Cronenberg έχει τσαλαπατήσει τους κανόνες του genre cinema, για να τους ξαναστήσει από την αρχή με τον δικό του τρόπο. Αξίζει να κάνουμε ένα honorable mention στο Dead Ringers, και έπειτα να αναγνωρίσουμε το αριστουργηματικό Crash σαν αυτό που είναι: την πιο ακραία εκδοχή ενός είδους που αγάπησε το παιχνίδι με τα άκρα.