Αν είχαμε 1 ευρώ για κάθε αρνητικό σχόλιο που διαβάζαμε στο ίντερνετ για το Joker: Folie a Deux και το οποίο περιείχε κάποιου είδους ξενέρωμα για την μιούζικαλ φύση της ταινίας, τώρα θα είχαμε ενδεχομένως αρκετά λεφτά ώστε να σώσουμε έναν κινηματογράφο από λουκέτο στο κέντρο της Αθήνας, μιας και η νέα ταινία του Todd Phillips δεν κατάφερε να βάλει λίγο πλάτη με τα εισιτήριά της ώστε να ανακάμψει κάπως η ελληνική κινηματογραφική αγορά που ψιλο-παραπαίει τον τελευταίο καιρό. Για την ακρίβεια, αν θέλετε να μιλήσουμε με νούμερα, η πρώτη βδομάδα του Joker 2 στο ελληνικό box office έφερε 79,246 από 225 αίθουσες. Αν αυτό σας φαίνεται αξιοπρεπές για άνοιγμα ταινίας στην Ελλάδα, δεν έχετε καθόλου άδικο. Σκεφτείτε όμως επίσης πως πίσω στο 2019, το πρώτο Joker του Phillips, έχοντας στα μπαγκάζια του ένα Χρυσό Λιοντάρι και όλο το hype του κόσμου, άνοιξε με 158.243 εισιτήρια σε 167 αίθουσες. Είναι μεγάλη διαφορά για ένα τόσο πολυ-αναμενόμενο sequel, δεν είναι; Γιατί λοιπόν οι άνθρωποι αρνούνται να δούνε το Joker 2; Ένας λόγος είναι ίσως το ίδιο το franchise fatigue, δηλαδή το γεγονός ότι οι άνθρωποι μοιάζουν αυτήν την στιγμή λιγότερο πρόθυμοι να ακολουθήσουν ένα κινηματογραφικό σύμπαν με την ευκολία που το έκαναν στο απόγειο του Marvel Cinematic Universe και ευρύτερα της blockbuster/franchise κινηματογραφίας. Το Joker του 2019, δε, υποσχόταν κι έναν κάπως διαφορετικό δρόμο, μια διαφορετική προσέγγιση στο υπερηρωικό σινεμά, η οποία θα προσπαθούσε να προσομοιάσει μια πιο “αυθεντική” και “καλλιτεχνική” κινηματογραφία αντί να βασιστεί και να επαναπαυθεί στις ευκολίες, τις κοινοτοπίες, τα μοτίβα και τα στερεότυπα του superhero κινηματογράφου. Το Joker, με τα καλά του και τα κακά του, ήταν ένα αυτάρκες κινηματογραφικό έργο και μια αυτάρκης κινηματογραφική εμπειρία. Το να το μετατρέψεις σε franchise μοιάζει να στερεί την ιδιαιτερότητά που είχε ως ταινία μέσα στο ευρύτερο χολιγουντιανό υπερηρωικό περιβάλλον: από εξαίρεση, έγινε μέρος του κανόνα. Βέβαια όλα αυτά θα ήταν ίσως διαφορετικά αν η ταινία είχε καλό hype και word of mouth από το φετινό Φεστιβάλ Βενετίας. Οι πρώτες εντυπώσεις και κριτικές όμως το χαντάκωσαν αλύπητα, σε βαθμό που το να πας να το δεις στο σινεμά έμοιαζε μια επένδυση χρόνου και χρήματος με ένα κάπως αυξημένο ρίσκο. Αυτήν την στιγμή, μετά από μία βδομάδα στις αίθουσες, το Joker 2 έχει μαζέψει περίπου 120 εκ. δολάρια στο παγκόσμιο box office. Σύμφωνα με εκτιμήσεις επαγγελματιών του κλάδου, με βάση το δημόσια καταγεγραμμένο μπάτζετ της ταινίας (200 εκ. δολάρια) και τα πολλά “κρυφά” κόστη που περιλαμβάνει η προώθηση ενός επίδοξου blockbuster, η ταινία θα πρέπει να φτάσει τα 450 εκ. δολάρια για να βγάλει τα έξοδά της. Με άλλα λόγια, τα πράγματα είναι δύσκολα – και η προσθήκη της Lady Gaga δίπλα στον Joaquin Phoenix δεν στάθηκε επαρκής για να τραβήξει κόσμο στην σκοτεινή αίθουσα. Μια σύντομη βόλτα από το ελληνικό και διεθνές ίντερνετ, πάντως, θα έπειθε τους πάντες πως ο βασικός λόγος που οι άνθρωποι δεν ψήνονται να δούνε το Joker: Folie a Deux είναι άλλος και είναι απλός: η ταινία είναι μιούζικαλ. Και οι άνθρωποι, κατά κανόνα, δεν θέλουν να δουν μιούζικαλ. Απ’ ό,τι φαίνεται, με βάση ρεπορτάζ και δημοσιεύματα στον κινηματογραφικό τύπο δηλαδή, η Warner δεν το περίμενε αυτό. Δεν τους πέρασε δηλαδή από το μυαλό ότι θα δυσκολεύονταν να “πουλήσουν” στο κοινό της πρώτης ταινίας ένα sequel που, όχι μόνο στρέφεται εναντίον του fandom που συσπείρωσε ως πυρήνα το Joker του 2019 (ένα εγχείρημα γενναίο, έστω κι αν υπήρξε κινηματογραφικά αποτυχημένο), αλλά αλλάζει και εντελώς genre (ξανά: γενναία αλλά αποτυχημένα) ώστε από εκεί που αρχικά απέτιε φόρο τιμής στο βρώμικο, μητροπολιτικό, αντι-ηρωικό αμερικάνικο 70s σινεμά του New Hollywood τώρα μετατρέπεται σε ένα ρομαντικό μιούζικαλ καταραμένου έρωτα. Δεν μπορώ να πω ότι δεν καταλαβαίνω έναν μέσο θεατή που λέει “σόρι, όχι, δεν ψήνομαι να δω μιούζικαλ Joker-Harley Quinn”, χωρίς όμως απαραίτητα να πιστεύω ότι αυτή είναι μια φόρμουλα που δεν θα μπορούσε, σε διαφορετικές συνθήκες, να δουλέψει. Υπάρχει μια καλή ταινία ως δυνατότητα μέσα στο απονενοημένο διάβημα του Phillips και της Warner, αλλά δεν είναι αυτή που είδαμε. Το θέμα είναι όμως πως, πράγματι, είναι πολύ δύσκολο να πείσεις έναν θεατή του 2024 να αγκαλιάσει ένα μιούζικαλ, έστω και σαν δυνατότητα. Κι αυτό δεν είναι μια καινούρια ιστορία. Εδώ και δεκαετίες, το μιούζικαλ θεωρείται ένα “νεκρό είδος“: ένα είδος δηλαδή που δεν είναι βιώσιμο παραγωγικά (δηλαδή οικονομικά) και το οποίο, ως συνέπεια αυτής της βιωσιμότητας με όρους του χολιγουντιανού συστήματος, είναι επίσης ένα είδος που δεν ανανεώνεται καλλιτεχνικά, καθώς βρίσκεται πόλύ χαμηλά στις προτεραιότητες εκείνων που δίνουν το πράσινο φως για να φτιαχτεί μια ταινία. Τι συνέβη λοιπόν και από αγαπημένο είδος του Hollywood το μιούζικαλ μετατράπηκε σε ανθρωποδιώχτη; Όπως έχουμε γράψει ξανά, αναφερόμενοι και πάλι στην αλλεργία μεγάλου μέρους του σύγχρονου κοινού για το είδος, το μιούζικαλ υπήρξε το πιο δημοφιλές genre της χρυσής χολιγουντιανής εποχής του μαζικού μεταπολεμικού κινηματογράφου. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’40 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’60, επρόκειτο για το κατεξοχήν χολιγουντιανό υπερθέαμα, τον απόλυτο τόπο συνάντησης των μεγάλων stars, την βασική διέξοδο για το κινηματογραφικό escapism. Ήταν το καταλληλότερο θέαμα για να συνοδεύσει τον άρτο του μεταπολεμικού οικονομικού boom. Ως γνωστόν, η ιστορία έπειτα έγραψε ότι τα 70s ήταν μια εποχή που μεταξύ άλλων έφερε τον θάνατο του μιούζικαλ, καθιστώντας πλέον απαρχαιωμένο το κλίμα απαστράπτουσας ευφορίας του είδους μέσα στην ταραγμένη εποχή των ριζοσπαστικών κινημάτων αμφισβήτησης, του πολέμου στο Βιετνάμ, του σκανδάλου Watergate, της οικονομικής και πολιτικής κρίσης του ’70. Είναι πολύπλοκο θέμα το πώς συνδέθηκε το πνεύμα της εποχής κι οι αλλαγές που έφερε στην μαζική κουλτούρα με τον θάνατο του κλασικού Hollywood, αλλά χοντρικά θα λέγαμε ότι η άνοδος του σκοτεινά ρεαλιστικού New Hollywood στα τέλη των 60s κι η εμφάνιση του μοντέρνου χολιγουντιανού blockbuster στα 70s έβαλαν ταφόπλακα στην θέση του μιούζικαλ ως κινητήριο δύναμη της κινηματογραφικής βιομηχανίας των ΗΠΑ. (Κι έχει πλάκα ότι το genre-σημείο αναφοράς του πρώτου Joker είναι αυτό που αποτέλεσε τον νεκροθάφτη του genre-σημείου αναφοράς του δεύτερου.) Σε αδρές γραμμές, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος των δεκαετιών του ’70, του ’80 και του ’90, το μιούζικαλ βρισκόταν μάλλον στο περιθώριο της mainstream κινηματογραφικής παραγωγής. Υπήρχαν πολλά flops που παρά λίγο να ναυαγήσουν τα στούντιο που τα έφτιαξαν, αλλά υπήρχε και μια άνθιση με όρους αντικουλτούρας/υποκουλτούρας με ταινίες σαν το Rocky Horror Picture Show και το Jesus Christ Superstar. Ταυτόχρονα, υπήρχαν και σημαντικοί δημιουργοί που καταπιάνονταν με το μιούζικαλ είτε με κλασικούς όρους όπως ο Bob Fosse του Cabaret και του All That Jazz είτε με πειραματικούς όρους όπως ο Ken Russell του Tommy και του Lisztomania. Ουσιαστικά, ο αέρας της αλλαγής άρχισε να πνέει κατά τις αρχές των 00s, όταν το είδος άρχισε να κερδίζει ξανά το χαμένο του πρεστίζ με ταινίες σαν τα πολυβραβευμένα Chicago και Moulin Rouge, ενώ λίγο αργότερα η απρόσμενη μεγα-επιτυχία του Mamma Mia που έσκασε από το πουθενά άρχισε να αναδεικνύει εκ νέου τις μεγάλες οικονομικές δυνατότητες του είδους εν όψει μιας πιθανής σύγχρονης αναβίωσης, χωρίς όμως αυτό να πάρει σταθερά χαρακτηριστικά κινηματογραφικής ανάκαμψης, παρά τις επιτυχίες ταινιών όπως το Les Miserables, το The Greatest Showman και το Mary Poppins Returns, ενώ έχουμε βέβαια και νοσταλγικές ματιές στο χολιγουντιανό μουσικό παρελθόν με ταινίες σαν το La La Land και το A Star Is Born χωρίς απαραίτητα να ακολουθούν κατά γράμμα τους κανόνες του genre. Σε έναν σημαντικό βαθμό, αυτή η τάση αναβίωσης (που περιλαμβάνει και φόλες σαν το Cats και το Pinnocchio) μοιάζει με νοσταλγική ανακύκλωση, κάτι στο οποίο συνηθίζει εξάλλου να αρέσκεται πάντα το Hollywood (ακόμα κι αν στο μεταξύ κάποιες από αυτές τις ταινίες αποδεικνύονται τίμιες, όπως το In the Heights, το Tick, Tick… Boom! και το West Side Story). Ταυτόχρονα, βέβαια, υπάρχει κι ένα ρεύμα ανατίμησης της μουσικής αφήγησης που είναι πιο σύγχρονο, πιο οργανικά δεμένο με την εποχή του, το οποίο δεν ακολουθεί σώνει και ντε ευλαβικά τις παλιές χολιγουντιανές μιουζικαλικές φόρμες, αλλά αναζητά νέους τρόπους να συνδέσει την εικόνα με την μουσική – ένα εγχείρημα που βρίσκεται πολύ βαθιά ενσωματωμένο μέσα στο καλλιτεχνικό DNA του κινηματογραφικού μέσου. Δυστυχώς, το Joker 2 δεν ακολούθησε έναν τέτοιο δρόμο. Παρότι το εγχείρημα της ταινίας είναι πράγματι γενναίο όσον αφορά την σχέση του με την κουλτούρα του fandom και το franchise filmmaking, ο τρόπος που χειρίζεται η ταινία την μιούζικαλ παράδοση κατ’ ουσίαν την περιορίζει σε μια σειρά από στερεοτυπικές απεικονίσεις μέσα από την νοσταλγική επίκληση ενός greatest-hits καταλόγου τραγουδιών από μιούζικαλ του παρελθόντος. Αυτή η -σχεδόν κυνική- παραδοχή απουσίας πρωτοτυπίας, δηλαδή το να επιχειρήσεις να φτιάξεις ένα εντελώς απροσδόκητο superhero μιούζικαλ αλλά να μην φτιάξεις σχεδόν καμία πρωτότυπη σύνθεση και να μην αναζητήσεις κανέναν πρωτότυπο τρόπο να συνδέσεις μουσική και εικόνα, είναι από μόνη της ένα σύμπτωμα της ευρύτερης καλλιτεχνικής στασιμότητας στο πεδίο της βιομηχανοποιημένης μαζικής κουλτούρας, όπου απλά παρακολουθούμε σαν παθητικοί θεατές διάφορες εκδοχές συνδυασμών ανάμεσα σε γνώριμα στοιχεία του παρελθόντος, χωρίς να έχουμε την δυνατότητα να φανταστούμε το πώς μπορεί να μοιάζει το καινούριο. Το ότι το νέο Joker αποτυγχάνει να ανανεώσει την αντίληψη του σύγχρονου κοινού για το μιούζικαλ δεν σημαίνει όμως ότι πρέπει να το εγκαταλείψουμε ως genre. Αντιθέτως, υπάρχει μια πλούσια κινηματογραφική μιουζικαλική ιστορία που περιέχει πολλά περισσότερα πράγματα από την παρωχημένη πλέον κλασική χολιγουντιανή εκδοχή του είδους, με όλη την αφέλεια, την φαντασιοπληξία και την αναυθεντικότητά του. Παρακάτω λοιπόν προτείνουμε 15 -όχι και τόσο κλασικά- μιούζικαλ που μπορεί να σας κάνουν να δείτε με ένα διαφορετικό μάτι το είδος, σε περίπτωση που μέχρι τώρα το σνομπάρατε ή το αποφεύγατε. Τα καλύτερα μιούζικαλ για ανθρώπους που δεν τους αρέσουν τα μιούζικαλ, με άλλα λόγια. À Nous la Liberté (Rene Clair, 1931) Ένα σπουδαίο κινηματογραφικό μνημείο, πρωτοπόρο στον συνδυασμό εικόνας και ήχου, και ταυτόχρονα prototype για το Modern Times του Charlie Chaplin (αν και αυτός ισχυριζόταν ότι δεν το είχε δει). Ένα μιούζικαλ-προλεταριακός ύμνος προς την ελευθερία. Duck Soup (Leo McCarey, 1933) Η απόλυτη κωμική στιγμή των αδερφών Marx, ένα σατιρικό πολιτικό μιούζικαλ που άλλαξε το τι μπορεί να κάνει μια κινηματογραφική κωμωδία. Black Orpheus (Marcel Camus, 1959) Μια ονειρική εκδοχή του Ορφέα και της Ευριδίκης με bossa nova στις βραζιλιάνικες φαβέλες του καρναβαλιού. Tommy / Lisztomania (Ken Russell, 1975) Μόνο ο άρχοντας Ken Russell θα μπορούσε να φτιάξει δύο τόσο διαφορετικά, αλλά αμφότερα ρηξικέλευθα, μιούζικαλ μέσα στην ίδια χρονιά. Το απόλυτο double bill, για τα δικά μου γούστα τουλάχιστον. The Rocky Horror Picture Show (Jim Sharman, 1975) Η απόλυτη midnight ταινία, για όσους πιστεύουν ότι το μιούζικαλ είναι ένα ξενέρωτο genre. Συνοδευτικά, δείτε το Phantom of the Paradise του Brian De Palma και το Hedwig and the Angry Inch του John Cameron Mitchell. All That Jazz (Bob Fosse, 1979) Αν ο ένας άρχοντας των μιουζικαλικών 70s ήταν ο Ken Russell, ο άλλος ήταν ο Bob Fosse. Και μαζί με το αυτοβιογραφικό All That Jazz βλέπουμε και το πιο πολιτικό Cabaret φυσικά. Cry-Baby (John Waters, 1990) Μιούζικαλ και camp συνδέονται, βεβαίως, και κανένας δεν το έκανε καλύτερα από τον βασιλιά του καλού γούστου του κακού γούστου, John Waters (και μάλιστα δεύτερη φορά, μετά το εξίσου εμβληματικό Hairspray). Dancer in the Dark (Lars von Trier, 2000) Οι καταγγελίες της Bjork προς τον Lars von Trier για σεξουαλική παρενόχληση σίγουρα έχουν αλλάξει το πώς βλέπουμε πια αυτήν την ταινία, αλλά, όσον αφορά το θέμα μας, ανάθεμα κι αν υπήρξε πιο αναζωογονητικά πειραματική ματιά στο μιούζικαλ στον 21ο αιώνα. The American Astronaut (Cory McAbee, 2001) Μιλώντας για πειραματικές ματιές στο μιούζικαλ, θα πρέπει να το δείτε με τα μάτια σας για να πιστέψετε όντως ότι υπάρχει αυτό το ρετροφουτουριστικό space western μιούζικαλ του Cory McAbee. The Saddest Music in the World (Guy Maddin, 2003) Μια απολύτως στοιχειωτική εξπρεσιονιστική επιστροφή στον χαμένο κόσμο του Hollywood της δεκαετίας του ’20 και του ’30, από έναν από τους πιο μοναδικούς δημιουργούς των τελευταίων δεκαετιών. The Wayward Cloud (Tsai Ming-liang, 2005) Συνεχίζουμε σε άκρως πειραματικό κλίμα με μία εντελώς αταξινόμητη ταινία που συνδυάζει μια αργή ταϊβανέζικη πνευματικότητα με ξαφνικές πορνογραφικές εκρήξεις. Jeannette: The Childhood of Joan of Arc (Bruno Dumont, 2017) Ιωάννα της Λωρραίνης αλλά σε μέταλ μιούζικαλ; Ναι, Ιωάννα της Λωρραίνης σε μέταλ μιούζικαλ. Μόνο ο Bruno Dumont θα μπορούσε. Neptune Frost (Saul Williams & Anisia Uzeyman, 2021) Ο Saul Williams ήδη επικοινωνούσε βαθιά με την αφροφουτουριστική παράδοση μέσα από την μακρά και αξιόλογη ραπ πορεία του, κι αυτό μεταφράστηκε με υπέροχο τρόπο σε κινηματογραφική μιούζικαλ μορφή (και με executive producer Lin-Manuel Miranda ε). Annette (Leos Carax, 2021) Από τις καλύτερες ταινίες των κινηματογραφικών 20s μέχρι στιγμής αν με ρωτάτε, και ταυτόχρονα ένα μιούζικαλ που μοιάζει την ίδια στιγμή απολύτως παραδοσιακό και εικονοκλαστικό.