Είναι μερικές φορές, συμβαίνει δηλαδή, τα άστρα να συναντιούνται. Κάπως τα φέρνει η ζωή κι η τέχνη κι η βιομηχανία του θεάματος και παράγεται μια συναστρία όπου τα πάντα μοιάζουν να βρίσκονται στην κατάλληλη θέση. Να, εδώ ας πούμε, στο The Little Drummer Girl. Είναι η νέα τηλεοπτική σειρά του BBC που βασίζεται στο ομώνυμο εξαιρετικό μυθιστόρημα του John le Carre, συγγραφέα μεταξύ άλλων και των επίσης εξαιρετικών The Spy Who Came in from the Cold και Tinker Tailor Soldier Spy. Στην καρέκλα του σκηνοθέτη βρίσκεται ο Νοτιοκορεάτης Park Chan-wook, ο οποίος λατρεύτηκε παγκοσμίως με την τριλογία της εκδίκησης στις αρχές των 00s, μέρος της οποίας ήταν φυσικά και το Oldboy. Και σα να μην έφταναν αυτά, στο πρωταγωνιστικό τρίο βρίσκονται τρεις ηθοποιοί που δεν θα μπορούσαν να φαντάζουν πιο ιδανικές επιλογές για τους ρόλους τους. Πρώτος και καλύτερος, ο πολυαγαπημένος μας Michael Shannon, ο οποίος έχει δώσει τρομακτικά ρέστα σε δουλειές τόσο διαφορετικές όσο το Nocturnal Animals, το The Shape of Water, το Boardwalk Empire ή οι ταινίες του επίσης αγαπημένου Jeff Nichols. Δίπλα του, ο Alexander Skarsgård, που έχει διαγράψει ήδη μια αξιοσέβαστη πορεία στην αμερικάνικη τηλεόραση με τα Generation Kill και Big Little Lies, και φέτος τον είδαμε κινηματογραφικά τόσο στο Mute όσο και στο Hold the Dark. Τέλος, η νεαρή Florence Pugh, η οποία δικαίως απέσπασε μεγάλους επαίνους για την ερμηνεία της πριν από δύο χρόνια στο Lady Macbeth και τώρα ετοιμάζεται να πρωταγωνιστήσει στη νέα κινηματογραφική εκδοχή του Little Women δια χειρός Greta Gerwig. Είναι από αυτές τις καταστάσεις που μπορούν να συμβούν μάλλον μόνο στο σημερινό τηλεοπτικό πεδίο των μεγάλων ελευθεριών και των ακόμα μεγαλύτερων budgets. [%contentAd%] Ναι, γενικά το πράγμα είχε πολύ καλές προδιαγραφές. Ακόμα σημαντικότερο, όμως, είναι το γεγονός ότι η σειρά, η οποία ολοκληρώθηκε τις προηγούμενες μέρες (κι η οποία φέτος είχε επεισοδιακά γυρίσματα στην Αττική), χρησιμοποίησε ως βάση το έργο ενός ανθρώπου που έχει δεν έχει γνωρίσει ακόμα κάποιον αντάξιό του στην κατασκοπική αφήγηση: τον John le Carre. Όπως ο Fredric Jameson είχε χαρακτηρίσει κάποτε τον Philip K. Dick ως Shakespeare της επιστημονικής φαντασίας, έτσι κι εμείς δεν θα ήταν καθόλου υπερβολικό να δώσουμε στον le Carre τον χαρακτηρισμό του Shakespeare της κατασκοπικής λογοτεχνίας. Κι όχι, αυτό δεν λειτουργεί απλά σαν υπερβολικός πλην τιμητικός τίτλος, αλλά αντανακλά τον ίδιο τον πυρήνα του έργου του. Όντας κι ο ίδιος κατάσκοπος για την βρετανική MI6 μέχρι τις αρχές των 60s, le Carre αναπαράστησε έναν κόσμο ζοφερό και βαθιά μη-ηρωικό, έναν κόσμο παγωμένο και γκρίζο. Με τον Β’ΠΠ να δίνει την θέση του στον Ψυχρό Πόλεμο, οι άλλοι δύο σπουδαίοι της βρετανικής κατασκοπικής λογοτεχνίας, Graham Green και Len Deighton, εστίασαν σε μια πολιτική κριτική του ιμπεριαλισμού και σε μια προλεταριακή αντικαθεστωτική αφήγηση αντίστοιχα. Ο le Carre, από την άλλη, είδε τους κατασκόπους του σαν μια ευκαιρία για να διαπραγματευτεί την ηθική της γκρίζας ζωής του ψυχρού πολέμου, την αφοσίωση στα συμφέροντα μιας πατρίδας κι ενός κράτους ως ένα άδειο και αυτοματοποιημένο καθήκον, μια συνεχής πηγή απουσίας νοήματος – αναπαριστώντας τελικά την κατασκοπία σαν μια δουλειά όπως οι άλλες: μάταιη. Ναι, κάπως μίζερο – αλλά τέτοια πράγματα δε συμβαίνουν συχνά. Φυσικά, όλα αυτά δεν είχαν περάσει καθόλου απαρατήρητα από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Το έργο του le Carre έχει γνωρίσει μερικές εξαιρετικές μεταφορές, κι αυτό ήταν μια σημαντική πρόκληση για τη νέα σειρά του BBC. To The Spy Who Came in from the Cold έγινε μια καταπληκτική ταινία το 1965 από τον Martin Ritt, ενώ μέσα στα επόμενα χρόνια δύο πολύ σημαντικοί δημιουργοί του αμερικάνικου New Hollywood, ο Sidney Lumet κι ο George Roy Hill γύρισαν τα The Deadly Affair και The Little Drummer Girl αντίστοιχα. Και μετά την αλλαγή του αιώνα, ο le Carre επανήλθε στο κατασκοπικό σινεμά που αγαπάμε, πρωτίστως με το εξαιρετικό Tinker Tailor Soldier Spy του Thomas Alfredson και δευτερευόντως με τo The Constant Gardener του Fernando Meirelles και το A Most Wanted Man του Antony Corbijn. Κι εν τω μεταξύ, πριν το BBC ετοιμάσει το φετινό Drummer Girl και το προπέρσινο The Night Manager, πριν από μερικές δεκαετίες είχε μεταφέρει ξανά το έργο του le Carre στη μικρή οθόνη, με τον Alec Guinness να δίνει μία από τις σπουδαιότερες ερμηνείες του σε δύο από τις πιο αγαπημένες μας σειρές όλων των εποχών: το Tinker Tailor Soldier Spy του 1979 και το Smiley’s People του 1982. Όλα αυτά, προφανώς, καθιστούσαν τη νέα σειρά μια μεγάλη πρόκληση. Ακόμα κι αν η προϊστορία της μεταφοράς του έργου του le Carre δεν ήταν γνωστή στην πλειοψηφία των θεατών, πρόκειται για μια φιλμογραφία που έχει στιγματίσει αμετάκλητα την ουσιαστική επεξεργασία του κατασκοπικού ύφους, της κατασκοπικής αφήγησης, του κατασκοπικού δράματος. Κατά μία έννοια, είναι αδύνατον να φτιάξεις ένα σοβαρό (ναι, σοβαρό) κατασκοπικό έργο για κάποια οθόνη χωρίς να σε βαραίνει αυτή η κληρονομιά. Το The Little Drummer Girl, όμως, έχει το προτέρημα που λέγεται Park Chan-wook. Και για να πω την αλήθεια, μου φαίνεται ότι ο Park έκανε το τηλεοπτικό του ντεμπούτο στην καλύτερή του φάση. Ενώ ποτέ δεν μου μίλησε η υπερ-στυλιζαρισμένη βίαιη μυθολογία του πρώιμου έργου του, η πρόσφατη φιλμογραφία του Park, παρότι σαφώς πιο low-profile και ίσως κάπως πιο δυσπρόσιτη, έχει παράξει τις καλύτερες ταινίες του. Παρά την μάλλον μέτρια υποδοχή τους, τα I’m A Cyborg But That’s OK, Thirst και Stoker φάνηκε να αποτέλεσαν αυτό το ταξίδι δραματικής και αισθητικής ωριμότητας για να φτιάξει ο Park το αληθινό αριστούργημά του: το The Handmaiden του 2016 που παρέδωσε ένα σεμινάριο για κάθε μελλοντικό thriller ψυχοσεξουαλικής πολιτικής. Και, κατά μία έννοια, είναι το έργο του που επικοινωνεί περισσότερο και με το μυθιστόρημα του le Carre. [%contentAd2%] Καθώς η σειρά αφηγείται την ιστορικο-πολιτικά πλούσια ιστορία μιας νεαρής ηθοποιού που στρατολογείται από τις μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ ως πράκτορας ενάντια στην δράση Παλαιστίνιων μαχητών στην Ευρώπη, ο Park κι ο le Carre στήνουν ένα δραματικό έδαφος όπου η πολιτική και το σεξ αποτελούν την υλική βάση πάνω στην οποία χτίζεται το ηθικό εποικοδόμημα των ηρώων του δράματος. Κάποιες φορές, αυτή η δομική σχέση τους καθίσταται εμφανής και προσφέρει μια διαύγεια στις πράξεις τους. Τις περισσότερες φορές, όμως, μοιάζουν παραδομένοι στην αφήγηση μιας μονίμως ματαιωμένης επιθυμίας σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή. Σ’ αυτόν τον δρόμο, οι ηθικές βεβαιότητες και οι ηθικές αμφιβολίες τους μοιάζουν τρομακτικά ασήμαντες μπροστά στον ιστορικό οδοστρωτήρα της επιθυμίας και της πολιτικής. Όσο κι αν το θέλουν, είναι αδύνατον να σωθούν κι είναι αδύνατον να βρουν το νόημα εκεί που το ψάχνουν: στον αγώνα, στην πατρίδα, στον έρωτα. Χτίζοντας τον μυστικό κόσμο των αόρατων παικτών της ιστορίας, το The Little Drummer Girl φτιάχνει μια υπο-ρεαλιστική πραγματικότητα, όπου εκείνοι που μοιάζουν να καθοδηγούν υπόγεια τις ιστορικές εξελίξεις είναι εξίσου ασήμαντοι και ελαττωματικοί με όλους τους υπόλοιπους – κι ο ρόλος που έχουν αναλάβει να παίξουν τους τυφλώνει απέναντι στην παγωμένη ειρωνεία αυτής της πραγματικότητας. Τουλάχιστον, όμως, αναγνωρίζουν σ’ όλο αυτό μια θεατρικότητα. Η πολιτική, γι’ αυτούς, είναι μια performance κι όλος ο κόσμος μια σκηνή, κατά το σαιξπηρικό ρητό. Κι αφού η πολιτική είναι performance, τότε η κατασκοπεία μοιάζει περισσότερο με κασκαντεριλίκι. Η ουσία, βέβαια, είναι πως η επένδυση στον ρόλο που παίζουν τους αποστασιοποιεί από την ανθρώπινη κατάσταση με τόσο κυνικό τρόπο που αναπόφευκτα σπέρνουν εγκλήματα τα οποία αδυνατούν να επεξεργαστούν συναισθηματικά και ηθικά. Τοποθετώντας την δράση στο πολιτικό δράμα μεταξύ Ισραήλ και Παλαιστίνης, η σειρά γίνεται αναπόφευκτα πολιτική, αλλά θα ήταν μάλλον σχετικά αφελές να της ζητήσουμε να πάρει μια πολιτική θέση σαν να πρόκειται για ένα κομμάτι κείμενο. Αντίθετα, το Drummer Girl παίρνει μια από τις πιο εμβληματικές διεθνείς πολιτικές συγκρούσεις στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου και την αναπαριστά σαν ένα απο-ηθικοποιημένο θέαμα αμφιβόλου ανθρωπιάς, στο οποίο είναι αναγκασμένοι να παίζουν αέναα οι εμπλεκόμενοι. Ο ρόλος της Charlie ως ηθοποιού γίνεται, προφανώς, εξαιρετικά σημαντικός στο δράμα της σειράς. Έχοντας θητεύσει στο θέατρο της τέχνης, τώρα έρχεται η ώρα να δοκιμαστεί καλλιτεχνικά, ηθικά και συναισθηματικά στο θέατρο της ιστορίας. Κι όταν ακούει τα λόγια που της λένε «αυτό είναι το ντεμπούτο σου στο θέατρο του πραγματικού», γνωρίζει πως όχι μόνο δεν υπάρχει επιστροφή στην κανονικότητα, αλλά κι ότι μετά βίας θα μπορεί να διαπραγματευθεί μια επιστροφή στον κόσμο όπου τα πράγματα σημαίνουν πράγματι αυτό που φαίνεται ότι σημαίνουν. Η Charlie είναι ένας καταπληκτικός χαρακτήρας, αφού περνάει αριστοτεχνικά από το στάδιο ενός στερεοτυπικά «επιφανειακού κοριτσιού» σε μια νέα πραγματικότητα όπου μόνο η επιτέλεση μοιάζει να έχει αληθινό νόημα σαν κοινωνική πρακτική. Μ’ αυτήν την έννοια, το The Little Drummer Girl έρχεται να επανεπικυρώσει την δύναμη που έχει η ουσιαστική ανατροπή των παραδοσιακών γυναικείων ρόλων μέσα σε παραδοσιακά ανδρικές αφηγήσεις – την ίδια δύναμη που έκανε φέτος το Killing Eve της αγαπημένης μας Phoebe Waller-Bridge μια τόσο υπέροχη κατασκοπική σειρά. Με ένα φοβερό καστ, έναν φοβερό ρυθμό και μια φοβερή αισθητική ματιά γεμάτη υψηλή θεατρικότητα, μελοδραματισμό και design που παραπέμπει στις πιο καλαίσθητες στιγμές του γερμανικού σινεμά των 60s και των 70s, το The Little Drummer Girl είναι μια σειρά που κρατάει συνολικά 6 ώρες αλλά μπορεί να σε στοιχειώσει για πολύ μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Όχι επειδή ενδίδει σε ένα πολιτικά και ιστορικά φορτισμένο παιχνίδι μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Αυτό συμβαίνει συχνά – και πολλές φορές με σχεδόν εκβιαστικό ή αφηγηματικά βολικό τρόπο. Εδώ έχουμε ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι της πραγματικότητας και της αφήγησης, της ταυτότητας και της επιτέλεσής της. Κι αν μας αποκαλύπτει κάτι ο πυρήνας του The Little Drummer Girl, όταν πια έχει τελειώσει η εξιστόρηση, είναι ότι το κόστος της ρωγμής στην αφήγηση και την επιτέλεση είναι δυσβάσταχτο. Ενδέχεται να οδηγήσει στην ψυχική, συναισθηματική και ηθική κατάρρευση, αλλά μέσα από τα ερείπια μπορεί να ξεπροβάλλει το μεγάλο ερώτημα: ποιος βρίσκεται, τελικά, στην σωστή πλευρά της ιστορίας;