Σάββατο βράδυ και βλέπουμε τον τελικό της eurovision. Η ώρα έχει περάσει και αναρωτιέμαι γιατί η Εσθονία έχει 0 βαθμούς και ποιο τελικά ήταν το τραγούδι της που κανείς δεν θέλησε να το ψηφίσει. Όλα έδειχναν πως θα ήταν μια κανονική βραδιά Σαββάτου από αυτές που γυρνάς στο σπίτι, χαϊδεύεις λίγο το σκύλο σου και πέφτεις και κοιμάσαι. Όμως όταν έχεις ένα συγκεκριμένο πλάνο στο μυαλό σου δεν σημαίνει πως η ζωή θα το ακολουθήσει. Έτσι κάπως στις 12:40 χτυπάει το τηλέφωνο. «Την Δέσποινα» λέει «την σκότωσε ο παππούς της και αυτοκτόνησε». Μούδιασμα. Νομίζω δεν μπορώ να βρω καλύτερο τρόπο να το περιγράψω. Στις επόμενες ώρες προσπαθούμε να συλλάβουμε το γεγονός αλλά δεν γίνεται. Χαράματα πια, λέμε να πέσουμε να κοιμηθούμε, δύσκολη μέρα η Κυριακή. Κλείνω τα μάτια και όλα γυρνάνε. Οι στιγμές που ζήσαμε, οι στιγμές που δεν ζήσαμε και όλα αυτά που έμειναν πίσω. Έτσι ήρθε η ιδέα, εκείνο το πρώτο βράδυ, να γράψω ένα κείμενο για την Δέσποινα. Όμως για άλλη μια φορά όταν σχεδιάζεις κάτι –αυτή τη φορά τα media και όχι η ζωή η ίδια– σού αλλάζουν τα πλάνα. Είναι γνωστό το πόσο με ελκύουν τα φονικά. Να διαβάσω, να ψάξω, να μάθω και να βγάλω μετά τα δικά μου συμπεράσματα. Ακόμα και να δω φωτογραφίες από τα μέρη του εγκλήματος και αν υπάρχουν από το θύμα, ακόμα καλύτερα. Άλλωστε ένας φόνος είναι κάτι που έγινε «in a galaxy far, far away» και εμείς τα βλέπουμε από την ασφάλεια του σπιτιού μας γιατί δεν μας αγγίζει. Δεν είναι κοντά μας. Ούτε σε κάποιον φίλο μας είναι κοντά. Μέχρι το Σάββατο. Μπορώ να καταλάβω την ανάγκη των ανθρώπων να βρουν μια εξήγηση σε ένα τέτοιο έγκλημα. Αλλά ποτέ δε μπόρεσα να αντιληφθώ την ανάγκη των ανθρώπων για να «δώσουν» το φταίξιμο στον άλλο, στον ξένο ή στην δική μας περίπτωση τον άρρωστο. «Άρρωστος με Αλτσχάιμερ» λέει «ο παππούς και δεν αναγνώρισε την εγγονή του»· τώρα όλοι είμαστε ανακουφισμένοι γιατί δεν είμαστε εμείς που δεν είμαστε ξένοι, που ήμαστε υγιείς και έχουμε τις δουλειές μας και την οικογένειά μας. Τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Τα σκυλιά και τις γάτες μας. Εμείς είμαστε καλά και ο παππούς αν ήταν καλά δεν θα το είχε κάνει αυτό στην λατρεμένη του εγγονή. Μια εφημερίδα όμως το προχώρησε το θέμα και πέρα από την ασθένεια και μίλησε όχι μόνο για τα όσα διαδραματίστηκαν πίσω από την κλειστή πόρτα του σπιτιού όπου «με βλέμμα απλανές» την σημάδευε με το πιστόλι αλλά και για τα απογεύματα «την εγγονή να βγάζει βόλτα τον παππού για να πιουν καφεδάκι». «Ήταν μια εικόνα για το μεγαλείο του ανθρώπου» είπε μια γειτόνισσα του 74χρονου η οποία φυσικά ήθελε να κρατήσει την ανωνυμία της. Η γειτόνισσα –καλύτερα το φανταστικό πρόσωπο που έπλασε ο αρθογράφος– θα πρότεινα να πάει σε έναν γιατρό να της δώσει μια αγωγή γιατί έχει οράματα και δεν είναι μακριά από το να αρχίσει να κυκλοφορεί γυμνή στους διαδίδοντας το έργο του Κυρίου. Αν υπάρχει μια δικαιολογία στον θάνατο μπορείς πιο εύκολα να τον αναληφθείς, να τον επεξεργαστείς και να τον ξεπεράσεις. Αν υπάρχει μια λογική εξήγηση αυτό το αναθεματισμένο «γιατί» σταματάει να αιωρείται πάνω από το κεφάλι σου και μπορείς να συνεχίσεις να ζεις με τις όμορφες και τις άσχημες αναμνήσεις. Αυτό το «γιατί» μία απάντηση τελικά έχει –για όλους εμάς που σε ξέραμε περισσότερο ή λιγότερο. Κάποιοι άνθρωποι έρχονται στον κόσμο με έναν και μόνο σκοπό: να καταστρέψουν τις ζωές των γύρω τους. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν και ο παππούς σου· το γεροντάκι με το Αλτσχάιμερ, όπως παρουσίασαν, που όμως γνώριζε πολύ καλά από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό τι έκανε και έδρασε με ένα σχέδιο που είχε προαποφασίσει. Πριν «φύγει» να σε πάρει μαζί του. Λέγανε κάποιοι για τα χρόνια που προσπαθούσες και κάποιοι που και που μονολογούσαν πως τόσος κόπος (στο 18ΑΝΩ) πήγε τσάμπα και άδικα. Όμως καμία προσπάθεια, ακόμα και αν κρατήσει 32 χρόνια δεν πάει χαμένη γιατί δεν τα παράτησες, γιατί συνέχισες και πάλεψες μέχρι την τελευταία σου στιγμή. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που όπλισε το χέρι του παππού σου –του ανθρώπου που σε μεγάλωσε-. Γιατί προχώρησες και βγήκες από τα σκατά και πια δεν θα ήσουν υποχείριο κανενός. Είχες αποφασίσει να ζήσεις μια διαφορετική ζωή και το έκανες πια πραγματικότητα. Σε αυτή τη φάση της ζωής σου που η τύχη τα έφερε να συμπέσει με την δική μας προσπάθεια σε γνωρίσαμε, είτε στην επανένταξη, είτε αργότερα την δεύτερη και καθοριστική σου στιγμή στο κλειστό των γυναικών του 18ΑΝΩ. Εκεί όπου επέστρεψες για να βοηθήσεις τα κορίτσια που τώρα αρχίζουν τα πρώτα τους βήματα. Αυτά που όπως στο γράμμα τους γράψανε, σε περιμένουν ακόμη να χτυπήσεις την πόρτα. Είναι κρίμα που δεν θα σε έχουν για περισσότερο αλλά ακόμη πιο κρίμα είναι για τις επόμενες που δεν θα σε γνωρίσουν ποτέ. Δεν θα γνωρίσουν το χιούμορ σου, την δοτικότητά σου, τα αστεία και τα παιχνίδια και το ταλέντο σου. Όλα αυτά που θα θυμάμαι αλλά και αυτά που δεν προλάβαμε να ζήσουμε γιατί η ζωή τα φέρνει έτσι και κάποιοι άνθρωποι χάνονται αλλά όταν βρίσκονται είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα από την προηγούμενη φορά. Ούτε κομπιάσματα, ούτε μουδιάσματα στον λόγο. Σαν να ήταν χθες και ας είχαν περάσει μήνες. «Να μη χαθούμε» κάθε φορά και πάντα χανόμασταν. Είναι που είμαι και εγώ αναβλητική και πάντα όταν σε σκεφτόμουν έλεγα εντάξει αργότερα. Θα ήσουν εκεί. Πάντα θα ήσουν εκεί. Και τώρα δεν είσαι. Τώρα δεν θα μπορέσω ποτέ ξανά να ρωτήσω την Μαγδαληνή τι κάνεις και μετά να πω στο κενό «ναι ρε γαμώ το να την πάρω ένα τηλέφωνο, όλο το αναβάλω». Αυτές τις στιγμές μας και τις βλακείες και τα γέλια, ακόμα και τα μούτρα ή τις διαφωνίες. Τότε που καταλάβαμε πως έχουμε ίδια μέρα γενέθλια και η χαρά μας ήταν τόσο μεγάλη που είπαμε να κάνουμε ένα πάρτι… και ας μη το κάναμε ποτέ. Πριν ένα χρόνο μου είπες «28 απρίλη. Τα δικά σου γενέθλια δεν θα τα ξεχάσω ποτέ». Ούτε εγώ τα ξεχνάω. Από δω και πέρα πάντα τα γενέθλιά μου θα είναι πιο μοναχικά. Ελάχιστοι άνθρωποι από τους πολλούς που φύγανε άφησαν μέσα μου κενό. Η Δέσποινα όμως δεν είναι από αυτούς. Εκείνη ξερίζωσε ένα κομμάτι και το πήρε μαζί της. Ήμασταν, λέει, οι τρεις που θα τους θάβαμε όλους. Γιατί, τότε την Τρίτη ήμασταν στη δική σου κηδεία; Είπαν πως «ήταν θέλημα θεού» και κλείνω τα μάτια με ανακούφιση που δεν πιστεύω σε κανέναν θεό, ακόμα κι αν γνωρίζω πως δεν θα σε ξαναδώ. Το μόνο που με «τρώει» είναι που την εκδίκηση που θέλω δεν θα μπορέσω ποτέ να την έχω. Για μένα ο γέρος δεν θα καίγεται αιώνια στις 7 κολάσεις. Άλλωστε και ο αιώνας κάποτε τελειώνει και το τέλος του θα σηματοδοτεί την δική του γαλήνη. Το ξέρω και το ήξερες και εσύ, η ζωή συνεχίζεται πάντα. Θα μάθω να ζω χωρίς εσένα και θα συνεχίσω να είμαι αναβλητική και να μην παίρνω τηλέφωνα. Θα συνεχίσω να ρωτάω τους άλλους για το πώς είναι οι κοινοί μας φίλοι και γνωστοί και θα λέω που και που «να πάρω ένα τηλέφωνο» αλλά δεν θα το κάνω. Μείναμε πίσω. Και αν δεν υπάρχεις θα υπάρχεις μέσα μας μέχρι το τέλος. Σιγά-σιγά θα απαλύνει ο πόνος και όταν μαζευόμαστε δεν θα υπάρχουν δάκρυα παρά μόνο γέλια. Και ποιος ξέρει;! Ίσως πράγματι με την Μαγδαληνή στο τέλος θα τους θάψουμε όλους.