Μετά από πάνω απο είκοσι χρόνια προσηλωμένης εμπειρίας στο να ακούς και να ασχολείσαι με το hip hop, αποκτάς μια αίσθηση “προσανατολισμού”. Δηλαδή, όταν ακούς κάτι μπορείς να το τοποθετήσεις έστω και προσεγγιστικά σε μια εποχή, σε ένα γεωγραφικό χώρο, σε ένα regional υποείδος, ακόμα και σε μια μουσική κλίκα ή “ρίζα“. Όταν κάτι στο σπάει αυτό με θετικό πρόσημο, τότε κατά κανόνα μιλάμε για κάτι ιδιαίτερο. Ειδικά όταν αυτό γίνεται με τη πρώτη δισκογραφική δουλειά. Ο Sheck Wes είναι ένας 20χρονος σενεγαλέζος μεγαλωμένος στις ΗΠΑ, μεταξύ Νέας Υόρκης και Μιλγουόκι. Το πρώτο του hit ήρθε πριν ένα χρόνο με ένα κομμάτι που ηχογράφησε σε 20 λεπτά με έναν 16χρονο παραγωγό και στο οποίο έδωσε το όνομα του παιδικού του φίλου Mo(hamed) Bamba, παίχτη των Orlando Magic. Το κομμάτι έκανε αρκετό ντόρο, τόσο ώστε ο Wes να καταλήξει με διπλό συμβόλαιο στην G.O.O.D. Music του Kanye και την Cactus Jack του Travis Scott. Ο δίσκος του αντανακλά μουσικά όλες αυτές τις καταστάσεις, δημιουργώντας το αίσθημα του “αποπροσανατολισμού” όσον αφορά την ταυτότητά του που λέγαμε πριν- ακούγοντας τον χωρίς να έχεις υπόψιν όλα αυτά δεν είναι και πολύ εύκολο να καταλάβεις τι μέρος του λόγου είναι ο τύπος. Σε μια ιστορία μάλιστα που θυμίζει λίγο Earl Sweatshirt, όταν το Mo Bamba έκανε το πρώτο buzz, η μάνα του τον έστειλε πίσω στη Σενεγάλη για ένα διάστημα για να μελετήσει το Κοράνι- εμπειρία που παρομοίως με τον Earl, στην αρχή αντιμετώπισε αρνητικά αλλά στη συνέχεια τη περιγράφει ως διαδικασία ωρίμανσης. Παρόλα αυτά, αυτό δεν ήταν αρκετό για να τον κάνει να σταματήσει την επαφή του με τη μουσική, και έτσι επέστρεψε ακόμα πιο βιδωμένος με τον πρώτο ολοκληρωμένο δίσκο του, MUDBOY. Οι δύο παραγωγοί του δίσκου, Lunchobox και Redda δημιουργούν μια πάρα πολύ ιδιαίτερη και συνεκτική ταυτότητα στο δίσκο, μια, κυρίως trap, σκοτεινή ατμόσφαιρα η οποία είναι το καλύτερο χαλί για να δώσουν το πάτημα στον Wes να απλώσει τα φωνητικά του σε ένα τεράστιο εύρος. Και αυτό είναι κυριολεκτικό: Τη μια ψιθυρίζει, την επόμενη στιγμή μπορεί να φωνάζει αφρικάνικες tribal κραυγές, τη μια τραγουδάει (φάλτσα ως επί το πλείστον), την επόμενη “πετάει” κοφτά rap flows με αφρικάνικη προφορά. Όλος ο δίσκος είναι ένα ατελείωτο freestyle ιδεών που κατεβαίνουν στο κεφάλι του, ένα ψυχεδελικό solo που θυμίζει roller coster. Το autotune δεν χρησιμοποιήθηκε πουθενά στο δίσκο, ούτε σαν διακοσμητικό εφέ, αλλά ούτε σαν διορθωτικό τονικότητας. Το αποτέλεσμα είναι μια booming, τελείως ωμή αισθητική η οποία όμως καταφέρνει να διαμορφώσει μια ταυτότητα αρκετή έτσι ώστε να μην αποτελεί όλο αυτό ένα χυλό από θόρυβο και φωνές. Στιχουργικά ο δίσκος είναι ένα “ιμπρεσιονιστικό” έργο αποτύπωσης συναισθημάτων και εμπειριών ενός φτωχόπαιδου από τα γκέτο που δεν νοιώθει καν τη χώρα που μένει ως πατρίδα- ο ίδιος σε συνέντευξη τον περιέγραψε ως μια αποτύπωση της ζωής του τα τελευταία 3-4 χρόνια. Νοιώθει μόνος σε ένα εχθρικό κόσμο, φτωχός σε μια χώρα που η ύπαρξη σου αξίζει όσο το πορτοφόλι σου. Ινδάλματά του μάλλον είναι οι μπασκετμπολίστες του NBA, μιας και εκτός του Mo και του Lebron James (το όνομα του οποίου είχε χρησιμοποιήσει για τίτλο σε τραγούδι πέρσι) ο δίσκος είναι γεμάτος με αναφορές σε αυτούς, από τους στίχους του περνάνε οι Latrell Sprewell, Kobe Bryant ενώ υπάρχει και κομμάτι με τον τίτλο Kyrie, αναφορά στον Kyrie Irving. Παρόλα αυτά το παιχνίδι και η ευχάριστη διάθεση που έχουμε συνηθίσει να ταιριάζουμε στον αθλητισμό δεν έχουν θέση εδώ. Η ατμόσφαιρα που δημιουργούν οι στίχοι είναι τόσο βαριά ώστε ακόμα και σε ένα κομμάτι που έχει τη λέξη “jiggy” στο τίτλο, με αναφορά μάλιστα σε μια σκηνή από τη hood κωμωδία Next Friday, οι στίχοι είναι τελείως δυστοπικοί: I got no ID or passport I’m the only livin’ John Doe I’ve been roamin’ these streets I been roamin’ them alone In my eyes I see they fucked up world In they eyes they see a palace and a home. Στο, ίσως καλύτερο κομμάτι του δίσκου, “Gmail”, υπάρχει μια στιγμή στην οποία σταματάει στη μέση της πρότασης το flow, σε μια ανατριχιαστική ερμηνευτική στιγμή λέγοντας: I hate to be explicit, I need face time, bitch Why I say bitch so much? Let me explain it It’s the only word… Where I can feel and hear all my anger It don’t got nothin’ to do with like bitches It’s just… BITCH! BITCH! Προσωπικά, ο τρόπος που αναπτύσσεται η αφήγηση κάποιων ιστοριών και η περιγραφή σκηνικών μου θυμίζει πάρα πολύ αισθητικά και λογικά κάποιες στιγμές του ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου. Και μάλλον δεν είναι πολύ μακριά από τη πραγματικότητα ότι αυτός ο δίσκος είναι μια πάρα πολύ “κινηματογραφική” καταγραφή συναισθημάτων και στιγμών της ζωής ενός πιτσιρικά μετανάστη στη μητρόπολη του δυτικού καπιταλισμού του 21ου αιώνα και μάλλον εκεί κρύβεται και η μεγαλύτερη του σημασία.