Ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι για τους οποίους μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά ότι έχουν αφήσει ανεξίτηλα το στίγμα τους παντού στην pop μουσική του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα. Αν δύο είναι ο John Lennon κι ο Paul McCartney, κι αν ένας ακόμα είναι o Chuck Berry ή ο David Bowie, τότε θα πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά ότι η λίστα θα πρέπει να περιλαμβάνει επίσης τον Quincy Jones, ο οποίος έφυγε προχτές από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών. Υπάρχει εδώ όμως ένας αστερίσκος που πρέπει να λάβουμε υπόψιν. Ο Jones υπήρξε σαφώς εξαιρετικά πετυχημένος συνθέτης και ενίοτε ερμηνευτής, αλλά πάνω απ’ όλα υπήρξε ένας ακούραστος εργάτης και πολυμήχανος μάγος του ήχου, ένας μουσικός παραγωγός που έθεσε το template για το πώς μοιάζει και τι κάνει ένας μουσικός παραγωγός: πώς ενορχηστρώνει, πώς ηχογραφεί, πώς επιμελείται και πώς ενσαρκώνει ένα μουσικό όραμα. Έτσι, όσο μπορεί να μπει στην ίδια συζήτηση με τους Lennon και McCartney ως συνθέτες και ερμηνευτές, άλλο τόσο μπορεί να μπει και δίπλα στον σπουδαίο παραγωγό τους, George Martin. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο Jones εντάσσεται σε μια μεγάλη γενεαλογία μουσικών παραγωγών που έφεραν σημαντικές αλλαγές παραδείγματος στο πώς δημιουργείται η μαζικολαϊκή μουσική του 20ού αιώνα. Είναι μια γενεαλογία που περνάει μέσα από τον Phil Spector και το Wall of Sound του, τον Brian Wilson και την δουλειά του με τους Beach Boys, τον ρόλο του Lee Scratch Perry στην ανάπτυξη της reggae, του Nile Rodgers στην ανάπτυξη της disco, του Rick Rubin και του Dr. Dre στην ανάπτυξη του hip hop και τα πειράματα του Brian Eno περίπου σε ό,τι ήχο υπάρχει ή θα μπορούσε να υπάρξει. Και βεβαίως αυτή η γενεαλογία περνάει μέσα και από την αξεπέραστη παραγωγική ή/και ενορχηστρωτική δουλειά που έκανε σε πλήθος κλασικών δίσκων της Lesley Gore, του Frank Sinatra, του Ray Charles και βεβαίως του Michael Jackson, με τα Off The Wall, Thriller και Bad να αλλάζουν για πάντα το πρόσωπο της δημοφιλούς μουσικής. Μ’ αυτήν την έννοια, ο Jones βρέθηκε, ειδικότερα τις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80 σε ένα εξαιρετικά σπάνιο σταυροδρόμι. Σε αυτό το σταυροδρόμι εκβάλανε δύο διαφορετικοί μουσικοί δρόμοι που σπάνια συναντήθηκαν σε άλλους καλλιτέχνες: ο δρόμος της μουσικής παραγωγής που αλλάζει σε πραγματικό χρόνο την pop μουσική και ο δρόμος της κινηματογραφικής σύνθεσης που συνδέεται με τις σημαντικότερες εξελίξεις στην γλώσσα του σινεμά. Γιατί, πράγματι, η δουλειά του Quincy Jones στον αγγλόφωνο κινηματογράφο των 60s/70s δεν είχε όμοιά της, πράγμα που εξηγεί την τεράστια ποικιλία ανθρώπων που το αφιέρωσαν συγκινητικούς επικήδειους, από τον Paul McCartney και τον Michael Caine μέχρι τον LL Cool J και τον The Weeknd. Όπως το έθεσε ο λατρείας Flying Lotus, δεν ήταν απλά βασιλιάς. Ήταν το ίδιο το template: RIP king Quincy Jones. He was absolutely the template. — FLYLO (@flyinglotus) November 4, 2024 Ο κινηματογραφικός ήχος του Quincy Jones, τοποθετημένος στη μέση και την καρδιά του 20ού αιώνα, συνδύαζε την κλασική σύνθεση, την jazz, τα blues, το R&B, την soul και την funk, το swing, το rock & roll και τη bossa nova, σε ένα ηχητικά πλουσιοπάροχο και συναισθηματικά έντονο σύνολο. Το αποτέλεσμα ήταν ένας ήχος αβίαστα και άκοπα cool, με ασταμάτητη ροή και ακαταμάχητη ρευστότητα, δημιουργώντας μια σπουδαία σταθερή συνεργασία με τον τεράστιο Sydney Lumet, αλλά και με άλλους μεγάλους σκηνοθέτες της εποχής σαν τον Sydney Pollack, τον Norman Jewison, τον Sam Peckinpah και τον Steven Spielberg. Εν είδει ενός επιπλέον φόρου τιμής, λοιπόν, μαζέψαμε τα κατά τη γνώμη μας 10 καλύτερα κινηματογραφικά soundtracks του Quincy Jones. RIP, άρχοντα. <3 The Pawnbroker (Sidney Lumet, 1964) In the Heat of the Night (Norman Jewison, 1967) In Cold Blood (Richard Brooks, 1967) The Deadly Affair (Sidney Lumet, 1967) The Italian Job (Peter Collinson, 1969) Bob & Carol & Ted & Alice (Paul Mazursky, 1969) They Call Me Mister Tibbs! (Gordon Douglas, 1970) The Anderson Tapes (Sidney Lumet, 1971) The Getaway (Sam Peckinpah, 1972) Roots: The Saga of an American Family (Alex Haley, 1977)