Γιατί είμαστε έτσι ρε γαμώτο; Γιατί δυσκολευόμαστε τόσο πολύ να την παλέψουμε; Γιατί γνωρίζουμε τόσο λίγο πώς να διαχειριστούμε την πάρτη μας, τις επιθυμίες μας, τις σχέσεις μας; Γιατί υποσχόμαστε στον εαυτό μας και στους άλλους πράγματα που ξέρουμε ότι είναι αδύνατον να κάνουμε πραγματικότητα; Γιατί ζητάμε ειλικρινώς να μας συγχωρέσουν τις μαλακίες και μετά πηγαίνουμε και τις ξανακάνουμε καρμπόν; Γιατί ζητάμε βοήθεια ώστε να αλλάξουμε και μετά επιστρέφουμε ακριβώς ίδιοι; Γιατί, ακόμα κι όταν όλα πάνε καλά, νιώθουμε μια διαρκή απειλή ή, ακόμα χειρότερα, ακούμε μέσα μας μια φωνή να μας καλεί να τα γκρεμίσουμε όλα; Ναι, καλά το μυριστήκατε, αγαπητοί φίλοι κι αγαπητές φίλες, περάσαμε το Σαββατοκύριακό μας βλέποντας τον καινούριο, πέμπτο κύκλο του BoJack Horseman. ΟΚ, θα μπορούσατε να το μαντέψετε κι από τον τίτλο ή τις φωτογραφίες, αλλά αυτό θα παραήταν εύκολο. Αυτό θα παραήταν εύκολο… [%contentAd%] Ο πέμπτος κύκλος, λοιπόν, κυκλοφόρησε στο Neflix την Παρασκευή που μας πέρασε. Είχε 12 επεισόδια, με διάρκεια 30 περίπου λεπτά το καθένα. Με τα λίγα μαθηματικά που γνωρίζουμε, αυτό σημαίνει ότι είχαμε μπροστά μας 6 ολόκληρες ώρες BoJack Horseman, προσπαθώντας να αντισταθούμε στον νοσηρό πειρασμό να το δούμε όλο μαζεμένο και να πάθουμε κάποια ανεπανόρθωτη συναισθηματική βλάβη. Κι η αλήθεια είναι πως, πράγματι, μερικές φορές είναι λίγο επικίνδυνο να δεις πολύ BoJack Horseman μαζεμένο. Είναι αρκετά σπάνιο πλέον, με ένα τόσο φορτωμένο τηλεοπτικό και streaming πεδίο, να χρειάζεται να μπεις σε ιδιαίτερο κλίμα προκειμένου να δεις μια σειρά. Και, αν μη τι άλλο, το BoJack Horseman χρειάζεται μια άλφα προετοιμασία ψυχικά – γιατί ξέρεις τι περιμένεις, κι αυτό που περιμένεις ξέρεις ότι είναι να σου δυναμώσει την επιθυμία για ζωή, ρουφώντας την κωμικά από μέσα σου. Δεν αποκλείεται να υπερβάλλουμε κιόλας. Για την ακρίβεια, κάποιες φορές μάλιστα μας το έχουν επισημάνει. Αλλά οι τελευταίες δύο σεζόν του BoJack, δηλαδή αυτές που αντιστοιχούν στην αληθινή ωριμότητα της σειράς, μέσα σ’ όλο τους το καταπληκτικό χιούμορ, έμοιαζαν συχνά με το να πνίγεσαι στο νερό. Κι αυτό δεν το λέμε τυχαία: ο πνιγμός είναι ένα από τα σταθερά σημεία αναφοράς της σειράς, από τους τίτλους αρχής μέχρι τις (πάρα) πολλές φορές που χρησιμοποιήθηκε ως μεταφορά όλα αυτά τα χρόνια. Αυτός ο κύκλος, όμως, ήταν πιο σαφής από κάθε άλλη φορά. Σ’ ένα από τα καλύτερα επεισόδια της σειράς μέχρι τώρα, το 6ο, με τον τίτλο Free Churro, ο BoJack στέκεται πάνω από το φέρετρο της μητέρας του και λέει: «Ήξερε πώς είναι να νιώθεις ότι πνίγεσαι σ’ όλη σου τη ζωή, με την εξαίρεση εκείνων των σπάνιων στιγμών όπου ξαφνικά θυμάσαι πως μπορείς να κολυμπήσεις». Λίγο νωρίτερα, ανατρέχοντας με απίστευτο τρόπο για άλλη μια φορά στην παιδική του ηλικία, ο BoJack φτάνει στο συμπέρασμα πως αυτός κι οι γονείς του καταλαβαίνονταν μεταξύ τους κατά κάποιον περίεργο τρόπο. Δηλαδή, πνίγονταν μαζί, βούλιαζαν μαζί, κι ενίοτε θυμόντουσαν πως μπορούν να κολυμπήσουν – αν όχι μαζί τότε, τουλάχιστον, παράλληλα. Αντίστοιχα, όλοι οι υπόλοιποι από τους κεντρικούς χαρακτήρες της σειράς – η Princess Carolyn, η Diane, ο Mr. Peanutbutter κι ο Todd – πλοηγούνται μαζί στα άγρια νερά του πνιγμού και της κολύμβησης, απλώνοντας άλλοτε δειλά κι άλλοτε θαρραλέα το χέρι για να κολυμπήσουν μαζί. Αυτή η διαπίστωση για την σχέση μεταξύ πνιγμού και κολύμβησης μου κόλλησε στο μυαλό ένα πράγμα που είχε γράψει ο συγγραφέας Γιόζεφ Ροτ στο μυθιστόρημά του Ο Βουβός Προφήτης, όταν το 1929, απογοητευμένος από τις ήττες του σοσιαλιστικού κινήματος στην δυτική Ευρώπη, είχε διαισθανθεί πως η ζωή των ανθρώπων στο κοντινό μέλλον πρόκειται να γίνει αφόρητα ζοφερή: «Μοιάζουμε μ’ εκείνον που δεν ξέρει κολύμπι κι ωστόσο πέφτει στη θάλασσα να σώσει κάποιον που πνίγεται. Όμως δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα άλλο παρά να πέσουμε. Καμιά φορά τον βοηθάμε, τις περισσότερες φορές όμως πάμε κι οι δύο στο βυθό. Και δεν είναι γνωστό αν την τελευταία στιγμή αισθάνεσαι κάποια ευτυχία ή αντίθετα μια πικραμένη αγανάκτηση». Εν πολλοίς, μου φαίνεται ότι κάτι τέτοιο βρίσκεται μάλλον στον πυρήνα του BoJack Horseman – και στην 5η σεζόν φαίνεται ίσως εντονότερα από ποτέ. Είναι η ιστορία ανθρώπων (ή ανθρωπόμορφων ζώων, ΟΚ) που δεν μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο παρά να πέσουν να πνιγούν μαζί, προσπαθώντας να σώσουν ο ένας τον άλλον, όντας μπερδεμένοι για τα αληθινά τους συναισθήματα. Αλλά, γαμώτο, πώς τα κατάφερε ένα μικιμάου με πρωταγωνιστή άλογο να μας μιλήσει σε τόσο βαθύ επίπεδο; Όταν ξεκίνησε το BoJack Horseman, πίσω στο 2014, ήμουν αρκετά επιφυλακτικός απέναντι στη σειρά. Όχι μόνο γιατί ο πρώτος κύκλος ήταν αρκετά χλιαρός, αλλά και γιατί είχα καλλιεργήσει μια σχετική δυσπιστία απέναντι στο ενήλικο animation. Μου φαινόταν ότι το πνεύμα του South Park και του Family Guy, αυτός ο αποστασιοποιημένος κυνισμός κι η meta σαχλαμάρα, είχαν κυριαρχήσει τόσο πολύ που πλέον το animation έμοιασε σ’ έναν βαθμό μια επιλογή-τρικ για να απομακρυνθείς από τις ευθύνες της αναπαράστασης του ανθρώπινου ως ανθρώπινου. Υπήρχαν εξαιρέσεις φυσικά: το Rick and Morty είχε ξεκινήσει λίγο καιρό νωρίτερα και ήδη παίζονταν όμορφα πράγματα σαν το Samurai Jack, το Adventure Time ή το Boondocks, αλλά η αλήθεια είναι πως αρχικά το BoJack μου έμοιαζε με μια αυτο-αναφορική σάτιρα πάνω στον κόσμο της τηλεόρασης. ΟΚ, γιατί όχι, αλλά δεν θα τρελαθούμε κιόλας. [%contentAd2%] Ουφ, ναι, τελικά τρελαθήκαμε – και τα τελευταία 4 χρόνια περιμένουμε κάθε νέα σεζόν BoJack Horseman σαν να πρόκειται να μας βοηθήσει πραγματικά σε κάτι, σαν να πρόκειται να βρούμε ένα κομμάτι αυτών που ψάχνουμε κι εμείς στη ζωή μας. Είναι σπάνιο αυτό για τέτοια προϊόντα κουλτούρας, κακά τα ψέματα. Όταν γράφαμε για τον σύγχρονο pop νιχιλισμό, σημειώναμε πως τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει μια δυναμική που παράγει μια pop κουλτούρα όλο και πιο αυτο-αναφορική και meta, που σχετικοποιεί όλο και περισσότερο τις ηθικές αξίες, που χρησιμοποιεί σε απόλυτο βαθμό τον κυνισμό, την αμφισημία και την ειρωνεία. Εκεί, λοιπόν, αναφερθήκαμε προφανώς και στο BoJack Horseman, εντάσσοντάς το σε ένα άλλο ρεύμα που, αν και σε καμία περίπτωση δεν αποφεύγει την ειρωνεία και το meta χιούμορ, βάζει στο επίκεντρο την αγωνία για επαφή και για νόημα. Βάζοντάς την σειρά στην ίδια άτυπη οικογένεια με σύγχρονες σειρές σαν το Atlanta, το Insecure, το Transparent και το Barry, ή πρόσφατες ταινίες σαν το The Florida Project και το Lady Bird, γράφαμε ότι πρόκειται για πράγματα «που φαινομενικά μοιάζουν να έχουν σημαία τους το ότι η ζωή είναι πόνος και δεν έχει τίποτα νόημα είτε στην καθημερινή επαφή είτε σε σύγκριση με την αδιαφορία του σύμπαντος, στην πραγματικότητα είναι ιδιαίτερα ειλικρινείς συναισθηματικά σειρές που έχουν ως κυρίαρχη την αγωνία για την ανθρώπινη επαφή, για την δυνατότητα αυθεντικής επικοινωνίας, για την προσπάθεια να έρθεις κοντά στους ανθρώπους και την αδυναμία σου να μην τους πληγώσεις». Εκεί είναι που το BoJack Horseman αποκτά την μεγαλύτερή του δύναμη: στην ειλικρίνεια και την σκληρότητά του. Φυσικά, η σειρά είναι εντελώς αυτο-αναφορική, μ’ αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο που έχει η mainstream pop κουλτούρα να τρώει τις σάρκες της. Ο δημιουργός, Raphael Bob-Waksberg, έχει χτίσει έναν κόσμο που μιλάει για την ίδια την τηλεοπτική δημόσια σφαίρα της εποχής μας, ανατέμνοντας τόσο τη σχέση της με τη νοσταλγία των 80s και 90s, όσο και το όλο και πιο πολύπλοκο κι εύθραυστο παρόν. Κι αυτό φυσικά λειτουργεί παράλληλα σε επίπεδο βιομηχανίας και προσωπικής επένδυσης των χαρακτήρων, ισορροπώντας εξαιρετικά θεσμούς και ανθρώπους. Αυτή η αυτο-αναφορικότητα, όμως, δεν παίρνει τη μορφή του κυνικού meta παιχνιδιού ή του αυτάρεσκου glorification, πράγματα που μοιάζουν αμφότερα αρκετά κουρασμένα πλέον, αλλά αντίστοιχα προσπαθεί να δει όλο αυτό το πλέγμα δημοσιότητας και διασημότητας μέσα από ένα ευαίσθητο και ειλικρινές πρίσμα. Για το BoJack Horseman, η βιομηχανία του θεάματος και της διασκέδασης είναι μια κρεατομηχανή, απ’ την οποία κανένας δεν μπορεί να στρέψει το βλέμμα του και την οποία όλοι έχουν ανάγκη για να ξεφύγουν, να χαλαρώσουν, να κάνουν ένα διάλειμμα από την «κανονική» ζωή. Παρ’ όλα αυτά, οι κοινωνικές σχέσεις μέσα και γύρω απ’ αυτήν τη βιομηχανία είναι βαθιά προβληματικές. Όχι γιατί πρόκειται για μια εκφυλισμένη ελίτ, όπως συχνά θέλουν οι πιο αντιδραστικές κριτικές της σόου μπιζ, αλλά γιατί είναι χτισμένη πάνω στις ίδιες δομικές αδικίες και ανισότητες που είναι χτισμένος κι όλος ο υπόλοιπος κόσμος, με ανθρώπους που δεν την παλεύουν και ταυτόχρονα εκμεταλλεύονται ή καταπιέζουν τους άλλους γύρω τους. Μ’ αυτό τον τρόπο, είναι μια σειρά που σαφέστατα μιλάει για την εποχή της, αλλά θα ήταν μάλλον φτωχό να χαρακτηρίσουμε το BoJack Horseman απλώς «επίκαιρο». Είναι κάτι παραπάνω από αυτό. Δεν είναι μόνο μια σειρά για την τηλεόραση και το πεδίο της κουλτούρας. Ούτε είναι, αφηρημένα, μια σειρά για τη ζωή. Η διασύνδεση κουλτούρας, πολιτικής και επικαιρότητας, όπως και η ίδια η καθημερινή ζωή σήμερα, αποτελούν στυλοβάτες της σειράς, αλλά δεν περιορίζεται εκεί. Κατά μία έννοια, το BoJack Horseman είναι κάτι σαν το The Sopranos σε animated εκδοχή, δέκα πολύ πυκνά χρόνια μετά. Κι όχι γιατί ο BoJack είναι ένας αντι-ήρωας, όπως ήταν κι ο Tony Soprano. Ούτως ή άλλως, ο ίδιος ο όρος του «αντι-ήρωα» είναι τόσο ξεχειλωμένος που συχνά λειτουργεί περισσότερο σαν αντιπερισπασμός από την πραγματικότητα ενός χαρακτήρα παρά σαν οτιδήποτε άλλο ουσιαστικό. Το Sopranos, λοιπόν, ήταν κατά μία έννοια η κατεξοχήν τηλεοπτική σειρά για το τέλος του 20ού αιώνα, για το τέλος του ανθρώπου του 20ού αιώνα, για το τέλος των βεβαιοτήτων του. Στο BoJack Horseman, ο 21ος αιώνας είναι ακόμα πολύ φρέσκος, αλλά φαντάζει ήδη τελειωμένος, ένας αιώνας σχεδόν αδύνατος. Ένας αιώνας μη-βιώσιμος, όχι μόνο πλανητικά, αλλά και συναισθηματικά. Πώς μοιάζουν οι άνθρωποι του 21ου αιώνα στο BoJack Horseman; Δεν την παλεύουν καθόλου, δεν ξέρουν τι να κάνουν τον εαυτό τους, δεν ξέρουν πώς να σχετιστούν μεταξύ τους, πώς να διαχειριστούν τις επιθυμίες τους, πώς να αντιμετωπίσουν την διαρκή αίσθηση κατάρρευσης – και μαζί πώς να κατανοήσουν έναν κόσμο που βρίσκεται σε φρενήρη κίνηση, όντας όλο και πιο χαοτικός, όλο και πιο επικίνδυνος. Και τι μορφή παίρνει αυτό το πράγμα στην οθόνη; Οργή και λύπη και μετά punchlines. Α, ναι, και ανεξάντλητα αστεία με ζώα. Μιλώντας αυτές τις μέρες στο Hollywood Reporter, o δημιουργός Raphael Bob-Waksberg εξήγησε από πού προέκυψε αυτή η ιδιαίτερη συναισθηματική υφή της σειράς, αυτή η φανταχτερή δυστυχία του BoJack Horseman. Όπως λέει ο ίδιος, όταν πρωτομετακόμισε στο Χόλιγουντ, έμενε σε μια μικρή αποθήκη ενός πανέμορφου σπιτιού, πληρώνοντας $400 το μήνα, όντας κλεισμένος σχεδόν μόνιμα μέσα, νιώθοντας απομονωμένος και αποξενωμένος από όλους – κι αυτή η αίσθηση της μοναξιάς σε μια φαντεζί αποθήκη ήταν που του έδωσε το έναυσμα, ως αίσθηση, ως ατμόσφαιρα. Ο συναισθηματικός κόσμος του BoJack Horseman, αυτή η ευαίσθητη και κωμική ασφυξία, πουθενά δεν γίνεται πιο εμφανής από την απίστευτη τριπλέτα επεισοδίων που βρίσκεται σχεδόν στη μέση της νέας σεζόν. Στο 4ο επεισόδιο, με τον εύγλωττο τίτλο BoJack the Feminist, η σειρά φτιάχνει ένα εξαιρετικά σκληρό επεισόδιο που επικοινωνεί με το κλίμα του MeToo, όχι ως επίκαιρο σχόλιο με κλείσιμο του ματιού, αλλά ως ένα ολοκληρωμένο κι αυτάρκες case study για την δομική ανισότητα και τη βιομηχανία συγχώρεσης, δικαιολόγησης και απουσίας συνεπειών που χαρακτηρίζει την μαζική κουλτούρα. Το επόμενο επεισόδιο, The Amelia Earhart Story, δίνει περισσότερο χώρο και χρόνο για να αναπτυχθεί περαιτέρω ο ψυχισμός της Princess Carolyn, ένας από τους πιο διακριτικά εξαιρετικούς χαρακτήρες που έχουμε δει ποτέ σε τηλεοπτική σειρά. Και τέλος, στο 6ο επεισόδιο, το Free Churro, ο BoJack στέκεται πάνω από το φέρετρο της μητέρας του μονολογεί για μισή ώρα σε έναν επικήδειο λόγο που, ανάμεσα σ’ όλα τα υπόλοιπα και πέρα από τις στιγμές εξαιρετικού χιούμορ, επιβεβαιώνει τον αλύπητα ειλικρινή και σκληρό πλην ευαίσθητο συναισθηματικό κόσμο της σειράς: «Η καλοσύνη δεν είναι μια μεγάλη χειρονομία. Χρειάζεται να το παλεύεις κάθε μέρα, κι είναι πολύ δύσκολο». Και καθώς ο πέμπτος κύκλος οδηγείται στο τέλος του, αποκαλύπτεται όλο και πιο ξεκάθαρα το endgame αυτής της σεζόν – και ίσως και του BoJack Horseman συνολικά. Τα δύο επεισόδια, The Showstopper και The Stopped Show, που κλείνουν τον πέμπτο κύκλο, στρέφονται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην σειρά-μέσα-σειρά, το Philbert δηλαδή, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο BoJack και το οποίο αποτελεί αρκετά ξεκάθαρη αναφορά στο πλήθος prestigious/gritty σειρών που ξεπήδησαν μετά την επιτυχία του Breaking Bad – με την περιγραφή “τόσο σκοτεινή που χρησιμοποιεί το σκοτάδι ως μεταφορά για το σκοτάδι” να αποτελεί μια από τις καλύτερες ατάκες ολόκληρης της σεζόν. Εκεί, λοιπόν, η σειρά αρνείται να προσδώσει στον BoJack τον παραδοσιακό ρόλο του αντι-ήρωα, αρνείται να φυσικοποιήσει την συμπεριφορά του και τους θεσμούς που τη νομιμοποιούν μέσα από ένα τηλεοπτικό προϊόν κουλτούρας. Κι εκεί είναι που το BoJack Horseman γίνεται meta με τον βαθύ και σκληρό τρόπο. Έχοντας ασκήσει σκληρή κριτική σχεδόν στα πάντα, το BoJack Horseman γνωρίζει πως τώρα πρέπει να στραφεί ευθέως στον εαυτό του. Εν τέλει, η αυτοκριτική δεν μπορεί να υπάρξει αληθινά χωρίς αμφισβήτηση της πραγματικότητας, κι η σειρά το γνωρίζει αυτό. Η αμφισβήτηση αυτή χρειάζεται θυσίες, ίσως οδηγήσει και λίγο στην παράνοια, και το BoJack Horseman προθυμοποιείται να «θυσιάσει» τον εαυτό του, κρατώντας την μεγαλύτερη σκληρότητα για τον ίδιο τον πρωταγωνιστή του. Αυτό, ναι, είναι μια απόφαση που δείχνει καλλιτεχνική γενναιότητα εκ μέρους της σειράς. Το φινάλε είναι σκοτεινό, προφανώς, αλλά όχι σαν μια (αντι-) ηρωϊκή τραγωδία ή καταδίκη. Αντίθετα, λειτουργεί σαν μια τσακισμένη υπόσχεση για υπευθυνότητα, για νόημα, για επαφή. Ένα κάλεσμα για βοήθεια, για να θυμηθούμε μαζί πώς να κολυμπήσουμε. Μέχρι να δούμε την συνέχεια, θα περάσει ένας χρόνος. Στο μεταξύ, μέσα σ’ αυτόν τον χρόνο, θα δούμε ταινίες και σειρές, θα διαβάσουμε βιβλία, θα κάνουμε βαθιές και δύσκολες συζητήσεις, θα προσπαθήσουμε να αλλάξουμε, να βελτιωθούμε. Θα καταφέρουμε ελάχιστα, αλλά θα αξίζει τον κόπο. Γιατί είμαστε έτσι ρε γαμώτο.