Τα τελευταία χρόνια, έχω μια τάση να απογοητεύομαι από τον Χρυσό Φοίνικα. Μ’ αυτό δεν εννοώ ότι οι Κάννες βραβεύουν κακές ταινίες ή κάτι τέτοιο, ούτε καν. Όπως είναι φυσιολογικό και πάνω απ’ όλα ανθρώπινο, κάποια πράγματα μας αρέσουν και κάποια όχι. Ούτως ή άλλως, το να απορρίπτεις επί της αρχής και συνολικά έναν τέτοιο θεσμό ως αναξιόπιστο είναι εξίσου αφελές με το να τον αποθεώνεις. Παρόλα αυτά, τα τελευταία 4-5 χρόνια υπάρχει μια τάση για απονομή του Χρυσού Φοίνικα σε ταινίες που λίγο-πολύ επεξεργάζονται την προβληματική της κοινωνικής τάξης και την συνάντησή της με το φύλο, την εθνικότητα, την φυλή, την οικογένεια, την γλώσσα. Μιλάμε βέβαια για ταινίες σαν το Winter Sleep, το Dheepan, το I, Daniel Blake, το The Square και το Shoplifters. Κάποιες από αυτές τις ταινίες μου αρέσουν πολύ, άλλες λιγότερο, μία καθόλου. Ελάχιστη σημασία έχει αυτό. Άσχετα από την προσωπική προτίμηση, έβρισκα ότι αυτή είναι μια τάση που μπορεί να κωδικοποιηθεί με τον αδόκιμο όρο «φεστιβαλική κοινωνική ευαισθησία». Παρόλο που πρόκειται για ταινίες με τεράστιες διαφορές μεταξύ τους, νιώθω ότι στον έναν ή στον άλλο βαθμό μιλάμε για μια φεστιβαλική αναγνώριση που ρέπει προς το πατρονάρισμα και τον διδακτισμό, τον χλιαρό ανθρωπισμό και την χλιαρή ηθικολογία, την αναπαράσταση των ταξικά αποκλεισμένων ως φάρων ποιητικής αξιοπρέπειας και λυρικής ανθρωπιάς. Ένα τέτοιο framing, είτε από την πλευρά μιας ταινίας είτε από την πλευρά της συζήτησης γύρω απ’ αυτήν, κατασκευάζει συχνά μια απονευρωμένη κινηματογραφική εκδοχή της ταξικής πάλης, έναν ακαδημαϊκοποιημένο «κοινωνικό ρεαλισμό», μια αφαίρεση της εμπειρίας και του αντιφατικού πλούτου και της έντασης που παράγεται από την προλεταριακή κατάσταση. Κάποιες φορές, στις χειρότερες των περιπτώσεων, μπορεί να έχουμε εν τέλει στα χέρια μας μια Ταινία Με Μήνυμα © για την οποία η μάζα μπορεί να μην αποτελεί τίποτα παραπάνω από έναν διάκοσμο, μια αισθητική. Ευτυχώς, ο φετινός Χρυσός Φοίνικας δεν ήταν έτσι. Γιατί ο φετινός Χρυσός Φοίνικας ήταν το Parasite του Bong Joon-ho. Ας ξεκινήσουμε με τον τελευταίο, γιατί το όνομά του από μόνο του θα έπρεπε να σημαίνει πολλά, πάρα πολλά πράγματα. Προερχόμενος από την μεγάλη αναγέννηση του κορεάτικου σινεμά που ξεκίνησε στα τέλη των 90s, ο Bong είναι ένας αληθινός μάστορας του παθιασμένου σινεμά είδους, χωρίς ίχνος υπερβολής. Έχει κινηθεί ανάμεσα στην μαύρη κωμωδία, το σύγχρονο noir, την ταινία φαντασίας, το οικογενειακό δράμα και το action thriller με μια τρομερή άνεση μετάβασης από ένα genre στο άλλο χωρίς να χάνει τίποτα, μα τίποτα από την προσωπική του φωνή και την κοινωνική του ματιά. Πραγματικά, ποιος άλλος σκηνοθέτης έχει κάνει στα καπάκια ταινίες σαν το Memories of Murder, το The Host, το Mother, το Snowpiercer και το Okja; Αυτός ο δημιουργός, λοιπόν, γράφει και σκηνοθετεί το Parasite εν έτει 2019. Πολύ συνοπτικά, και αποφεύγοντας να αποκαλύψουμε οτιδήποτε θα μπορούσε να spoilάρει την εμπειρία παρακολούθησης των Παράσιτων που κυκλοφόρησαν την περασμένη Πέμπτη στα σινεμά, παρακολουθούμε την ιστορία μιας οικογένειας προλεταρίων μικροαπατεώνων που προσπαθούν να τα κουτσοβγάλουν πέρα στην σύγχρονη Σεούλ. Ζωή σε ημι-υπόγειο, αναζήτηση ελεύθερων δικτύων wi-fi, επιβίωση μέσα από επισφαλείς δουλειές του gig economy. Μέχρι που εμφανίζεται η ευκαιρία να περάσουν το κατώφλι μιας πλούσιας αστικής οικογένειας. Δεν λέμε περισσότερα. Η αλήθεια είναι πως από τις Κάννες κι έπειτα την ταινία ακολουθούσε συνεχώς ένα τεράστιο disclaimer: μην αποκαλύψετε την πλοκή, μην κάνετε spoiler. ΟΚ, σε ένα πρώτο επίπεδο, είναι γενικά μαλακία να κάνεις spoiler. Παρόλα αυτά, η ιδιαίτερη έμφαση του ίδιου του σκηνοθέτη σε αυτό (με βίντεο που ζητούσαν την μη-αποκάλυψη spoiler να προηγούνται των φεστιβαλικών προβολών σαν αυτήν που παρακολουθήσαμε στις φετινές Νύχτες Πρεμιέρας) είχε αρχίσει να με προκαταβάλει αρνητικά, λίγο. Γενικά, τείνω να βαριέμαι τις ταινίες που βασίζονται υπερβολικά στην κυριολεκτική ανάπτυξη της ιστορίας, τις ταινίες όπου απλά συμβαίνει το ένα πράγμα μετά το άλλο. Νιώθω ότι συχνά απαιτούν από εμένα απλώς να αντιδράω στα ίδια τα γεγονότα, πράγμα που βρίσκω κάπως ανούσιο. Συνήθως προτιμώ ταινίες που αποφεύγουν την γεγονοτολογία, ταινίες που εξερευνούν τον συναισθηματικό κόσμο, τον χώρο και τον χρόνο του φιλμ, την οπτικοακουστική γλώσσα. Και παρόλο που αγαπάω τον Bong, μου φαίνεται ότι είναι σκηνοθέτης που προτιμάει να κάνει το πρώτο παρά το δεύτερο. Μ’ αυτήν την έννοια, ένιωθα ότι η ταινία με έβαζε από την αρχή σε μια θέση όπου περίμενα ανά πάσα στιγμή να εκπλαγώ με αυτά που θα μου δείξει – κι αυτή είναι μια θέση που δε μου αρέσει πολύ. Από την άλλη, σχεδόν όλοι όσοι εμπιστεύομαι και την είχαν δει ήδη λέγανε πως είναι από ταινιάρα μέχρι αριστούργημα. Οπότε απλά χαλάρωσα και τους εμπιστεύτηκα. Κι είχαν δίκιο: δεν είναι αριστούργημα, αλλά είναι ταινιάρα. Από την αρχή μέχρι το τέλος, το Parasite είναι μια ταινία σε κατάσταση κρίσης, σε κατάσταση οριακή. Όλα μοιάζουν να διακυβεύονται, όλα μοιάζουν ασταθή, όλα μοιάζουν να κρέμονται από μια κλωστή. Η οικογένεια, η κοινωνική τάξη, η σεξουαλικότητα βρίσκονται σε κρίση, αλλά αυτή η κρίση δεν είναι κάτι στατικό, δεν είναι αδιέξοδο. Είναι μια κρίση δυναμική, με δυνάμεις που μεταμορφώνουν το υλικό της ζωής – κι ο Bong αφήνει αυτήν την δυναμική να αναπνεύσει και να ξεδιπλωθεί μέσα σε δύο και κάτι ώρες σφιχτού κινηματογραφικού χρόνου. Η κινητήριος δύναμη των Kim είναι η επιθυμία, η επιθυμία για κάτι, για μια άλλη ζωή. Αυτή η επιθυμία ενσαρκώνεται τόσο έντονα στις χειρονομίες και τις σχέσεις των Παράσιτων που αν κάτι καθίσταται σαφές είναι το εξής: αυτή η ταινία δεν μοιάζει με τις προηγούμενες που πήρανε τον Χρυσό Φοίνικα προβληματικοποιώντας την ταξική διαστρωμάτωση. Εδώ τα πράγματα είναι συγκρουσιακά, χαοτικά, αντιφατικά, αμφίσημα, μπαχαλεμένα, βρώμικα, βίαια. Εδώ γίνεται πόλεμος, εδώ υπάρχουν θύματα. Έχει πλάκα: το ένα μεγάλο φετινό βραβείο ήταν αυτό, το άλλο ήταν το Joker. Ενδιαφέρουσα εποχή, αν μη τι άλλο. Παρόλα αυτά, ο Bong δεν ενδιαφέρεται να κάνει κοινωνιολογίστικο σινεμά. Δεν κάνει zoom out στη μεγάλη εικόνα ώστε να πάρει δύναμη από την κυριολεξία της. Ενδιαφέρεται πρωτίστως για τον πολιτικό και εκφραστικό πλούτο της προλεταριακής εμπειρίας. Δεν ανατέμνει. Βουτάει – μέχρι τα μπούνια. Και ψάχνει μέσα στο συγκεκριμένο να βρει την καθολικότητα, τα στοιχεία εκείνα που θα μιλήσουν βαθιά στην ψυχή με τη δύναμη του ακατέργαστου βιώματος, του ωμού συναισθήματος. Είναι προφανές ότι το Parasite είναι μια ταινία καίρια, αλλά όχι με τον φτηνό κι επιφανειακό τρόπο που κάνει συχνά μια ταινία να χαρακτηρίζεται ως «επίκαιρη». Η μόνιμη αίσθηση κρίσης, αστάθειας και κινδύνου που αποπνέει το Parasite την φέρνει σε θέση να συλλάβει το πνεύμα της εποχής καλύτερα από οποιοδήποτε φιλμ που θα επιχειρούσε να αντικαταστήσει την ατμόσφαιρα με την κυριολεξία. Το Parasite δεν χρειάζεται να μιλήσει για κάτι άλλο πέρα από την εμπειρία των ηρώων του. Την ίδια ώρα, όταν εμείς το βλέπουμε στο σινεμά, ο κόσμος φλέγεται από τη Χιλή μέχρι το Λίβανο κι από την Καταλονία μέχρι το Χονγκ Κονγκ. Όντας ο κεντρικός θεματικός άξονας της ταινίας, η εισβολή της οικογένειας Kim στον κόσμο που δεν της ανήκει έρχεται με την επική και ειρωνική διάθεση που κουβαλάνε πάνω τους ταυτόχρονα όλα τα σημαντικά κοσμο-ιστορικά γεγονότα. Επιστρατεύοντας έναν αγέραστο συμβολισμό, η μάζα εισβάλλει στο προσκήνιο της ιστορίας ως παράγοντας αποσταθεροποίησης και προόδου μαζί. Είναι μια διαλεκτική καταστροφής και δημιουργίας που δεν καταλήγει σε σαφές πρόταγμα, σε ολοκληρωμένη πρόταση, σε σαφή εναλλακτική. Αυτό που παράγει την ένταση κι έχει, εν τέλει, σημασία είναι η κίνηση, η δυναμική. Το Parasite δεν προτείνει μια αρμονική επίλυση των αντιθέσεων, αλλά μια χαοτική και σαρδόνια όξυνσή τους. Περιέργως, πρόκειται για μια ματιά που μου θύμισε, τηρουμένων των αναλογιών φυσικά, άλλες δύο φετινές ταινίες που προσπάθησαν να βρουν το σημείο έκρηξης των κοινωνικών αντιθέσεων μέσα από την βλοσυρότητα και το χιούμορ: το Us του Jordan Peele και το Happy As Lazzaro της Alice Rohrwacher. Ας μην κοροϊδευόμαστε όμως: όλα αυτά θα έμεναν απλώς μια φιλόδοξη διανοητική άσκηση αν δεν συναντιόνταν με την κινηματογραφική γλώσσα του Bong. Πάνω απ’ όλα, εκείνο που συνέχει την ταινία είναι ο απίστευτος χειρισμός του ρυθμού και της έντασης. Κι ακόμα περισσότερο, το συγκλονιστικό συναισθηματικό rollercoaster που προκαλεί η συνεχής αλλαγή ύφους, από την κωμωδία μέχρι τον τρόμο κι από το μελόδραμα μέχρι την παρωδία. Κάποιες φορές, γίνεται σχεδόν αδύνατον να αναπνεύσεις. Μετά από λίγο, ένα γέλιο επαναφέρει τα πνευμόνια στην θέση τους. Μετά από κάθε εναλλαγή, όμως, κάθε ανάσα γίνεται και πιο βαριά. Κάθε ξέσπασμα γέλιου γίνεται πιο πικρό. Τα Παράσιτα κατευθύνονται προς ένα σημείο μετά απ’ το οποίο δεν υπάρχει επιστροφή. Και το περνάνε.