Αν γυρίσουμε πίσω στη δεκαετία του ’90, όπως θα κάνει ξανά και ξανά η νοσταλγική pop κουλτούρα κατά την τρέχουσα δεκαετία, κι αναζητήσουμε ποια ήταν εκείνα τα στοιχεία που έδωσαν νέο αέρα στο αμερικάνικο σινεμά καθώς εκείνο έβγαινε από τη δεκαετία του ’80 και πλησίαζε προς την νέα χιλιετία, τότε θα συναντήσουμε προφανώς τρία ονόματα. Το ένα είναι του Quentin Tarantino, το δεύτερο είναι του Paul Thomas Anderson και το τρίτο είναι του David Fincher. Αυτό δε σημαίνει πως οι τρεις τους ήταν αναγκαστικά οι τρεις καλύτεροι Αμερικάνοι σκηνοθέτες που ανδρώθηκαν κινηματογραφικά κατά τη δεκαετία του ’90, αυτά είναι προσωπικά γούστα εξάλλου – κι αν με ρωτάτε ο δικός μου αγαπημένος από αυτήν την γενιά είναι ο Steven Soderbergh. Σημαίνει, όμως, ότι για να κατανοήσουμε το pop αμερικάνικο σινεμά-του-δημιουργού στον 21ο αιώνα τότε πρέπει να επιστρέψουμε στο τι ιδιαίτερο έφεραν οι τρεις αυτοί σκηνοθέτες στο τραπέζι ως επιφανέστεροι εκπρόσωποι του νέου αμερικάνικου μαζικολαϊκού κινηματογράφου του ’90, αναζωογονώντας καλλιτεχνικά και εμπορικά την mainstream παραγωγή με μια αύρα αυτόνομου δημιουργικού οράματος. Ανήκοντας στην πρώτη μεταβατική φουρνιά του περάσματος από τους baby boomers στην Generation X, σκηνοθέτες σαν αυτούς μοιράζονταν χοντρικά μια σειρά από πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Καθώς μεγάλωσαν στο μεταίχμιο ανάμεσα στο New Hollywood και την αυγή της σύγχρονης blockbuster κουλτούρας που ξεκίνησε από τα τέλη του ’70 και μετά, η κινηματογραφική τους κατανόηση πατούσε εξίσου στην auteur παράδοση αλλά και στην pop απεύθυνση. Μαζί με το σινεμά, όμως, τους μεγάλωσε κι η κουλτούρα των νέων μέσων: όλοι τους, με έναν τρόπο, ήταν παιδιά των βίντεο κλαμπ και του MTV. Αντί για κινηματογραφικοί σπουδαστές, λοιπόν, ουσιαστικά διαμορφώθηκαν ως κινηματογραφικοί nerds στην εποχή του pop κυνισμού. Έτσι, τα πρώτα βήματά τους γύρω και μέσα στο σινεμά ήταν κλασικές slacker δουλειές, όπως υπάλληλοι κινηματογράφων και βοηθοί παραγωγής. Κι όταν έφτασαν σε θέση να κάνουν σινεμά οι ίδιοι, το Hollywood βρισκόταν ακριβώς στην φάση που αναζητούσε διεξόδους για την κρίση προσανατολισμού του μέσα από τα φυτώρια του πάντα πλούσιου αυτοσχέδιου αμερικάνικου κινηματογράφου. Ο ίδιος ο Fincher ήταν κατά μία έννοια ο πιο βιομηχανικού τύπου slacker αυτής της φουρνιάς. Το δικό του σχολείο, η δική του σχολή κινηματογράφου όπως έχει πει ο ίδιος, ήταν τα βίντεο κλιπ που γυρνούσε πυρετωδώς στη δεκαετία του ’80, ως παιδί και ταυτόχρονα διαμορφωτής της εποχής του MTV. Μαζί μ’ αυτήν την εμπειρία, κουβαλούσε και μια βαθύτατη αγάπη που προήλθε από το πάθος του πατέρα του, Jack Fincher, δημοσιογράφου αλλά και σεναριογράφου του Mank που κυκλοφόρησε αυτές τις μέρες στο Netflix, για το παλιό αμερικάνικο σινεμά της χολιγουντιανής golden age. Αυτός ο συνδυασμός βρίσκω ότι έφερε τον Fincher σε μια πολύ ιδιαίτερη θέση. Όπως έγραφα ξανά, κατέχει μια χρυσή ισορροπία ανάμεσα στην αυτο-αναφορικότητα και το εξω-κινηματογραφικό σημείο αναφοράς, δηλαδή την ίδια την ιστορία που αφηγείται ένα φιλμ. Ως γνήσιος οπτικο-ακουστικός storyteller, έχει ανά καιρούς τελειοποιήσει την ικανότητά του να αφηγείται ιστορίες (γραμμένες πάντα από άλλα χέρια) και ταυτόχρονα να δημιουργεί μια μετα-αφήγηση για την ίδια τη μαζική κουλτούρα ως παραγωγή αφηγήσεων και μυθολογιών. Η ιδιαίτερη αυτή θέση του στο σύγχρονο αμερικάνικο σινεμά δεν είναι τυχαία. Μια τέτοια pop πλην εκλεπτυσμένη κατανόηση της συνάντησης ανάμεσα στη μυθοπλασία και την πραγματικότητα δεν είναι εύκολο πράγμα. O Fincher είναι ο κατεξοχήν μεταμοντέρνος δημιουργός, άνθρωπος της διαφήμισης και του βίντεο κλιπ αλλά και της χειροπιαστής κινηματογραφικής μαστοριάς. Αν θέλω να είμαι απολύτως ειλικρινής, βέβαια, θα πρέπει να πω ότι δεν είμαι κι ο μεγαλύτερος fan του Fincher διαχρονικά. Αγαπώ πάρα πολύ κάποιες συγκεκριμένες ταινίες του και τρέφω σεβασμό για εκείνον σαν δημιουργό, δημιουργό σχεδόν ανεπαίσθητα ιδιοφυή που αντιγράφεται πολύ αλλά αγγίζεται δύσκολα (εκτός από μια περίπτωση), ενώ πάντα έχω παρακολουθήσει με αυθεντική περιέργεια και ενδιαφέρον κάθε νέα του ταινία, και ξέρω πολύ καλά πως μπορεί να γίνει αληθινά ακαταμάχητος στο μάτι και το αυτί. Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι πολύ συχνά τον βρίσκω υπερβολικά ψυχρό, κυνικό, χειριστικό και υπολογιστικό με εμποδίζει να τον βάλω στους αγαπημένους μου δημιουργούς και να τον κατατάξω, σύμφωνα με τα δικά μου κριτήρια, στους αληθινά σπουδαίους σκηνοθέτες. Σ’ αυτό σίγουρα δεν έχει βοηθήσει η τηλεοπτική στροφή του προς το streaming, παρότι σίγουρα έχει δώσει απολαυστικότατα πράγματα σαν το House of Cards, το Mindhunter και το Love, Death & Robots, χωρίς όμως να βρίσκω ότι μ’ αυτόν τον τρόπο ανοίγεται μπροστά του ένας πραγματικός δρόμος κατά μήκος του οποίου θα μπορούσε όντως να αναπτύξει την καλλιτεχνική του γλώσσα στο μέλλον. Έχοντας δει πλέον και το Mank, λοιπόν, θα επιχειρήσουμε να κατατάξουμε τις 11 ταινίες του, σύμφωνα με την άποψή μας πάντα, από την χειρότερη στην καλύτερη. 11. The Curious Case of Benjamin Button (2008) Θεωρητικά θα ήταν σωστότερο να ξαναδώ την ταινία για να την επαναξιολογήσω, αφού έχω να την δω απ’ όταν βγήκε, έχοντας γλυκοπάρει κι έναν πρόχειρο ύπνο μέσα στην αίθουσα σε 2-3 σημεία. Γιατί όμως να τιμωρήσω έτσι τον εαυτό μου; Σίγουρα αναγνωρίζω την θεματική και τεχνική φιλοδοξία του Fincher εδώ, αλλά αυτό δε μειώνει σε τίποτα το γεγονός ότι βρήκα το αποτέλεσμα μονότονο, παραφουσκωμένο, σοβαροφανές και, τελικά, διαπράττοντας την ύψιστη κινηματογραφική ύβρη, βαρετό. 10. Panic Room (2002) Η ταινία έχει αρετές, δεν θα πω ψέματα, και σίγουρα είναι απολαυστική – ειδικά στο βαθμό που ο Fincher επιδεικνύει αξιοθαύμαστη οικονομία παραδίδοντας ένα ιδιαιτέρως σφιχτό αποτέλεσμα. Παρόλα αυτά, είναι εμφανής νομίζω πάνω της η απογοήτευση του δημιουργού από την αρχικώς αποτυχημένη πορεία του Fight Club. Παρότι κι εδώ ο Fincher επικοινωνεί με το zeitgeist, είναι υπερβολικά συγκρατημένος, διστακτικός, επιφυλακτικός και φορμουλαϊκά χιτσκοκικός. Δεν είναι ότι την αντιπαθώ σαν ταινία, τουναντίον, απλά μάλλον την βλέπω σαν ένα απαραίτητο βήμα ανάκτησης αυτοπεποίθησης προκειμένου να παραδώσει έπειτα το αριστούργημά του. 9. Alien 3 (1992) Ακόμα και σήμερα παραμένει εντυπωσιακό το πώς ο Fincher έφτασε να σκηνοθετήσει ένα sequel ενός franchise σαν το Alien ως ντεμπούτο, περνώντας από την δουλειά στην Industrial Light & Magic του George Lucas στην διαφήμιση κι από εκεί στα βίντεο κλιπ προκειμένου να καταλήξει hired gun για την 20th Century Fox. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: το Alien 3 είναι η μόνη ταινία Fincher που δε μοιάζει με ταινία Fincher, με τον ίδιο έπειτα να κράζει το στούντιο και να αποκηρύσσει το φιλμ. Παρόλα αυτά, υπάρχουν κάποια πράγματα που μ’ αρέσουν αρκετά σ’ αυτήν την ταινία, δεν θα το αρνηθώ, ενώ ακόμα με πονάει που δεν καταφέραμε να δούμε το σενάριο του William Gibson στην οθόνη. 8. Gone Girl (2014) Ποτέ δεν συμπάθησα αυτήν την ταινία. Τουναντίον, την αντιπάθησα από την πρώτη στιγμή, πράγμα που επιβεβαίωσε έπειτα κι η δεύτερη θέαση. Κι αν δεν ήταν ταυτόχρονα τεκμήριο για την μαεστρία του Finch, όντας στημένη στην εντέλεια ως κινηματογραφικό οικοδόμημα, ίσως να έμπαινα στον πειρασμό να την βάλω και χαμηλότερα. Εδώ, για μένα, αποκαλύπτονται οι χειρότερες πλευρές του μεταμοντέρνου σινεμά που εκπροσωπεί ο Fincher: η κυνική ψυχρότητα, η μισάνθρωπη εγκεφαλικότητα, το μηδενιστικό edginess, ο απόλυτος περιορισμός του ανθρώπινου δράματος σε αφηγηματική λειτουργία και τίποτα περισσότερο. Μια μεταμοντέρνα σκοτεινή σάτιρα σαν το Fight Club, αλλά χωρίς την συναρπαστική αμφισημία και με ακόμα πιο προβληματική μεταχείριση των γυναικείων χαρακτήρων. 7. The Girl with the Dragon Tattoo (2011) Με μπερδεύει αυτή η ταινία. Πάντα με μπέρδευε. Από τη μία πλευρά, βρίσκω ότι πρόκειται για μια από τις στυλιστικές κορυφές του Fincher, μια από τις ταινίες στις οποίες σχεδόν τελειοποίησε τον ρυθμό και το ύφος του: την ακρίβεια, την αποστασιοποίηση, την σκληρότητα. Από την άλλη, μου φαίνεται άψυχο, ένα φιλμ στο οποίο δε μπορώ να φανταστώ τον δημιουργό να επενδύει ή να παθιάζεται πραγματικά. Εν τέλει, μου μοιάζει λίγο διεκπεραιωτικό, σα να έδωσες στο τελειότερο κινηματογραφικό A.I. την εντολή να μελετήσει εις βάθος το σινεμά του Fincher και να το αναπαράγει με τον ακριβέστερο τρόπο σε μια νέα ταινία. Το αποτέλεσμα θα βγει αναμφίβολα ικανοποιητικό στα επιμέρους στοιχεία του, αλλά θα νιώθεις ότι σαν κάτι να λείπει. 6. Mank (2020) Τα είπαμε πολύ αναλυτικά μιλώντας για την ταινία και την εποχή στην οποία αναφέρεται, οπότε δεν θα φλυαρήσω εδώ. Βρήκα πως το Mank ήταν μια ταινία συναρπαστική ως προς το πώς μεταχειρίζεται την σημειολογία και την μυθολογία της, δίνοντας το έναυσμα για ένα αληθινό κυνήγι θησαυρού σε όποιον πρόθυμο θεατή ψήνεται για ιστορική περιπέτεια στους διαδρόμους του κινηματογραφικού παρελθόντος, αλλά δεν βρίσκω ότι το φιλμ διαθέτει το καλλιτεχνικό περιεχόμενο ώστε να πάει πιο μέρα από αυτό. Και, γι’ αυτό, μου φαίνεται δύσκολο να άγγιξε πραγματικά κάποιον που δεν ήταν ήδη nerd της χολιγουντιανής ιστορίας. 5. Seven (1995) Πρώτα απ’ όλα, αρνούμαι να γράψω τον τίτλο ως Se7en. Απλά αρνούμαι. Έχει κι η 90ίλα τα όρια της. Στα της ταινίας τώρα, μπορεί πολύ εύκολα να δει κάποιος ότι ο Fincher μπήκε φουριόζος και καυλωμένος στο Seven έπειτα από το προσωπικό του καλλιτεχνικό Βατερλό στο Alien 3. Τον φαντάζομαι απεγνωσμένο να σοκάρει, να ξαφνιάσει, να πείσει. Και γι’ αυτό το Seven κατέληξε μια ταινία με τον ενισχυτή στο 11, ένα procedural thriller σε στεροειδή. Προσωπικά, δεν τρελαίνομαι. Έχω απολαύσει την ταινία αρκετές φορές, δε λέω, αλλά βρίσκω ότι δεν καταφέρνει να μεταμορφωθεί σε κάτι περισσότερο από ένα edgy και σκοτεινό gimmick που παίρνει τον εαυτό του (και το “βάθος” του) υπερβολικά σοβαρά. Η δεκαετία του ’90 μας έδωσε πολλά καταπληκτικά αμερικάνικα θρίλερ. Το Seven ανήκει στα πιο διασκεδαστικά, σίγουρα, αλλά όχι στα καλύτερα. 4. The Game (1997) Ναι, είμαι από αυτούς. Ελπίζω να με συγχωρήσετε. Είμαι fan του The Game, είναι μια ταινία που αγαπώ και απολαμβάνω, χωρίς να παραγνωρίζω τις προφανείς αδυναμίες της. Εδώ είναι που, για μένα, ο Fincher έκανε την πρόβα τζενεράλε του για το Fight Club, αφού στην πραγματικότητα το The Game είναι η πρώτη φορά που πειραματίζεται με το μεταμοντέρνο ειρωνικό παιχνίδι που βρίσκεται στην καρδιά της μαζικής κουλτούρας των 90s. Μ’ αρέσει που το The Game είναι pulpy, αυτό του δίνει μια πολύ διασκεδαστική σατιρική υφή, παίρνοντας την χιτσκοκική/καφκική φόρμουλα και μπολιάζοντάς την με την παράδοση των λατρεμένων paranoia thrillers του ’70. Το αποτέλεσμα είναι ένα απολαυστικότατο κινηματογραφικό παιχνίδι κριτικής στην corporate κουλτούρα και αποσταθεροποίησης της σχέσης ανάμεσα σε fiction και πραγματικότητα. Ούλτρα fun. 3. The Social Network (2010) Ουσιαστικά, από εδώ και μετά ξεκινούν οι ταινίες Fincher που θεωρώ πραγματικά σπουδαίες. Είναι 3 όλες κι όλες, όχι περισσότερες, αλλά αρκούν για να τον εδραιώσουν ως τον κατεξοχήν δημιουργό του zeitgeist του. Λοιπόν, ναι, το The Social Network είναι μια εξαιρετική ταινία. Δεν θα πω ότι είναι ακριβώς προφητική, γιατί περισσότερο μοιάζει με origin story ενός σύγχρονου καπιταλιστή-supervillain παρά με μια εις βάθος επεξεργασία που αναζητά τις ρίζες του πολιτικού, πολιτιστικού και τεχνολογικού παρόντος μας. Εξάλλου, δεν είναι αυτή η δύναμη του Aaron Sorkin, σεναριογράφου της ταινίας. Η δύναμή του είναι ο διάλογος, ως γνωστόν, κι εδώ δεν υπάρχει ούτε μια λέξη περιττή, μη-αιχμηρή, που να μην κόβει ακόμα και τον αέρα ανάμεσα στους χαρακτήρες. Στην πραγματικότητα, όπως και το Fight Club, το The Social Network είναι μια ταινία πάνω στην αρρενωπότητα και τον τρόπο που συναντιέται με άλλες μορφές κοινωνικής εξουσίας. Γι’ αυτό, άλλωστε, είναι τόσο τρομακτική. 2. Fight Club (1999) Η σχέση μου με αυτήν την ταινία είναι ταραγμένη. Την είδα στην εφηβεία μου, κάπου στις αρχές των 00s, και προφανώς την λάτρεψα όπως και κάθε αγοράκι της εποχής που είχε μια θολή αντιπάθεια προς Το Σύστημα, μια αόριστη αίσθηση αδυναμίας να ανταποκριθεί στο τι σημαίνει Παραδοσιακός Ανδρισμός και μια έντονη επιθυμία να νιώσει Film Bro. Με τα χρόνια, ανέπτυξα μια πολιτική κριτική απέναντι στην ταινία και το τοξικό της περιεχόμενο, δηλαδή τον μηδενιστικό κυνισμό και την edgy φαντασίωση που επέτρεψε στο Fight Club να συνδεθεί με μια σειρά από προβληματικές και επικίνδυνες εκδοχές της αρρενωπότητας. Έχοντας περάσει λοιπόν από το στάδιο της αντιπάθειας, άρχισα έπειτα να βλέπω σφαιρικότερα τον τρόπο που σχετίζεται η ταινία τόσο με το σατιρικό πρωτότυπο υλικό του Chuck Palahniuk όσο και με το πνεύμα της εποχής της. Τελικά, παρακολουθώντας την πορεία της επιρροής της που έφτασε έως το Joker, συνειδητοποίησα ότι ο τρόπος του Fincher να ελίσσεται ανάμεσα στις αμφισημίες είναι ασύγκριτος – κι εδώ βρίσκεται στην κορυφαία στιγμή αυτής της ικανότητάς του. Παρά τα πολιτικά προβλήματα που συνεχίζω να πιστεύω ότι έχει, δεν έχω πλέον καμία αμφιβολία ότι το Fight Club, μαζί με το The Sopranos και το Being John Malkovich (όλα του 1999), είναι το κατεξοχήν έργο τέχνης για τις επίπονες αντιφάσεις της αρρενωπότητας και το τέλος του άνδρα του 20ού αιώνα. 1. Zodiac (2007) Χαίρομαι πάρα πολύ που βρίσκεις πλέον πάρα πολύ συχνά το Zodiac στην κορυφή – όχι μόνο των ταινιών Fincher, αλλά και των ταινιών των 00s ή και συνολικότερα του 21ου αιώνα. Αν τυχόν το ξεχάσατε, όταν κυκλοφόρησε τα πήγε μέτρια στο box office ενώ κι οι κριτικές ήταν σαφώς θετικές αλλά σίγουρα όχι ενθουσιώδεις. Πλέον, ευτυχώς, είναι σχεδόν κοινός τόπος μεταξύ αμέτρητων θεατών και επαγγελματιών του σινεμά ότι το Zodiac είναι ένα American Epic παλαιάς κοπής (συμπίπτοντας εντυπωσιακά εκείνη την φοβερή χρονιά με δύο ακόμα τέτοιες ταινίες, το No Country for Old Men και το There Will Be Blood). Κάθε φορά με τρελαίνει ο μίζερος τόνος της ταινίας, τόσο αριστοτεχνικά πλασμένος, που το κάνει να μοιάζει περισσότερο με την θλιμμένη κατασκοπεία του John le Carre παρά με τις κλασικές αντι-ηρωικές εκδοχές του αστυνομικού μυστηρίου. Νιώθω πως εδώ ο Fincher αξιοποίησε εκπληκτικά την εμπειρία του Seven και του Fight Club, των δύο ταινιών που ουσιαστικά τον έφτασαν ως εκείνο το σημείο. Από τη μία, άφησε πίσω τον σχεδόν εφηβικού τύπου ενθουσιασμό του Seven με το gore και το μακάβριο, ενώ από την άλλη κράτησε από το Fight Club την αμφισημία με έναν διακριτικότερο τρόπο που δεν χωρούσε πια την macho καγκουριά των ηρώων και την χειριστικότητα απέναντι στον θεατή. Εν τέλει, ο λόγος που για μένα το Zodiac είναι αριστούργημα συνοψίζεται στην διαφορά ανάμεσα στο φιλμ-παζλ και το φιλμ-αίνιγμα. Το φιλμ-παζλ είναι πλαστικό, βασίζεται σε τρικ, έχει πεπερασμένους τρόπους επίλυσης, οι οποίοι μπορούν να προσδιοριστούν αλγοριθμικά και να παραχθούν βιομηχανικά. Όταν το συμπληρώσεις, νιώθεις μια στιγμιαία έκσταση που έπειτα οδηγεί σε μια μεγαλύτερη κενότητα. Γι’ αυτό, ψάχνεις το επόμενο φιλμ-παζλ ώστε να σου πατήσει τα ίδια κουμπιά, εγκλωβίζοντάς σε μια λούπα ικανοποίησης και ματαίωσης που πάντα παραπέμπει σε ένα επόμενο στάδιο. Από την άλλη, το φιλμ-αίνιγμα λειτουργεί εντελώς διαφορετικά. Έχει μια απειρότητα, αφοί οι τρόποι να το προσεγγίσεις δεν μπορούν να μετρηθούν καν, ενώ οι δυνατότητες ανακατασκευής του έχουν εξίσου άπειρους συνδυασμούς. Τα υλικά του είναι οι ίδιες οι μορφές του σκεπτού και του αισθητού, αφού ο μόνος τρόπος να το πλησιάσεις είναι μέσα από την σκέψη και το συναίσθημα. Το φιλμ-αίνιγμα δεν απαιτεί εκείνη την τσιταρισμένη προσοχή που ζητάει το φιλμ-παζλ, η οποία μοιάζει με το να δίνεις διαγώνισμα. Η προσοχή που απαιτεί το φιλμ-αίνιγμα είναι στοχαστική κι αναστοχαστική. Θέλει υπομονή αλλά και δέσμευση. Κανείς δε μπορεί να σου πει αν το έλυσες ή όχι. Το ζητούμενο είναι να διανύσεις την διανοητική και συναισθηματική απόσταση μαζί του. Στο τέλος, δεν σε ανταμείβει με έκσταση, αφού παραμένει ανοιχτό. Ίσα ίσα, αυτή ακριβώς είναι η ανταμοιβή: η ηρεμία κι η αγωνία του να ξέρεις ότι τα πράγματα είναι ακόμα ανοιχτά. Το Zodiac είναι ένα από τα τελευταία μεγάλα αινίγματα που είχε την ικανότητα να μας χαρίσει το αμερικάνικο σινεμά.