Δύσκολα τα πράγματα. Όντως, αυτές είναι οι μόνες τρεις λέξεις που μπορώ να σκεφτώ βλέποντας για 8η (τουλάχιστον) φορά το πρώτο teaser trailer του Χαλβάη 5-0, της πρώτης ταινίας του Μάρκου Σεφερλή, καθώς προετοιμαζόμουν να γράψω αυτό το κείμενο. Θεωρητικά θα μπορούσα να το έχω δει λιγότερες φορές, ισχύει – ούτως ή άλλως δε συμβαίνουν και πολλά πράγματα μέσα σε αυτά τα 51 δευτερόλεπτα. Για να είμαι ειλικρινής, υπό άλλες συνθήκες και σε μια πιο αθώα εποχή, θα απολάμβανα φουλ το γεγονός ότι ο Σεφερλής κάνει ταινία με μεγάλο μπάτζετ, κακό λογοπαίγνιο στον τίτλο, παίκτες reality shows, ειδικά εφέ και μουσική Hawaii 5-0. Ούτως ή άλλως, η απόλαυση trash κουλτούρας είναι πάντα κάτι ιερό (και καθόλου ένοχο, παρεμπιπτόντως). Αλλά πλέον το αστείο απλά δεν είναι αστείο. Από την μία πλευρά, υπάρχει το γεγονός ότι ο Σεφερλής κι η κωμωδία του έχει ξεπεράσει τα όρια εδώ και χρόνια τα όρια της τηλεοπτικής καΐλας κι έχει γίνει ο βασικός εκφραστής ενός τύπου μαζικής κωμωδίας που μοιάζει να προορίζεται πρωτίστως για οπαδούς του Αρτέμη Σώρρα. Άλλοτε βγαίνει ντυμένος Δίας και κάνει ρατσιστικά ή/και ομοφοβικά σκατένια αστεία υπέρ πίστεως και πατρίδος, άλλοτε τερματίζει το greek weirdness ετοιμάζοντας να παίξει με τους χειρότερους δυνατούς όρους έναν θρυλικό ρόλο που στιγμάτισε η drag queen Divine. Όπως είπαμε και προηγουμένως, δύσκολα τα πράγματα. Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά: ότι ο Μάρκος Σεφερλής φτιάχνει μια μεγάλη κινηματογραφική παραγωγή την ώρα που λίγο-πολύ το ελληνικό σινεμά ως τέχνη και διασκέδαση για τις μάζες είναι στην χειρότερη φάση του ever. Και μπορεί πέρσι/φέτος η συζήτηση για το ελληνικό σινεμά να πήρε κάπως τα πάνω της με την εφαρμογή του cash rebate μέσω του ΕΚΟΜΕ (διαβάστε εδώ αναλυτικά), την παγκόσμια επιτυχία του The Favourite του Γιώργου Λάνθιμου (που βέβαια δεν συνιστά ελληνική παραγωγή) και τον μέγα μακελελέ που έχει προκαλέσει ήδη η νέα ταινία του Κώστα Γαβρά πριν καν βγει στις αίθουσες, αλλά την ώρα που ο Σεφερλής ετοιμάζεται στις 12 Δεκεμβρίου να βγει στα σινεμά με τον δολοφονημένο μεγιστάνα του χαλβά και τον αστυνόμο Μπέκρα (sic), η ελληνική παραγωγή και εμπειρία του κινηματογράφου βρίσκεται εν πολλοίς στο ναδίρ της. Οι μεγάλου μήκους παραγωγές έχουν μειωθεί πολύ, φτιάχνονται ταινίες που δεν καταφέρνουν να βρουν τον δρόμο για την αίθουσα, τα εισιτήρια παραμένουν πάρα πολύ χαμηλά, οι κινηματογράφοι κλείνουν κι η στοιχειώδης χάραξη ενιαίας και σταθερής πολιτικής για τον ελληνικό κινηματογράφο αποτελεί ανέκδοτο. Συνολικά, η δεκαετία που κλείνει φέτος ήταν μια ιλιγγιώδης δεκαετία για το ελληνικό σινεμά – φιλοξενώντας τον μεγαλύτερο ενθουσιασμό και τη μεγαλύτερη απογοήτευση μαζί. Δεν θα μακρυγορήσουμε πολύ, γιατί η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή. Βασικά, λάθος, θα μακρυγορήσουμε. Το 2009 είναι η χρονιά της μεγάλης καμπής. Ενώ το αμέσως προηγούμενο διάστημα υπάρχουν mainstream ταινίες σαν το Λούφα και Απαλλαγή και το Η Νήσος που φέρνουν μαζικά το κοινό στις αίθουσες (με πάνω από μισό εκατομμύριο εισιτήρια αμφότερα), τον Μάιο του 2009 ο Κυνόδοντας του Λάνθιμου βραβεύεται στις Κάννες. Την ίδια χρονιά, δύο ακόμα σημαντικές ταινίες βγαίνουν στα σινεμά και συνεισφέρουν τα μάλα στην αναζωογόνηση του ελληνικού κινηματογράφου. Είναι η Στρέλλα του Κούτρα κι η Ακαδημία Πλάτωνος του Τσίτου. Όχι ότι αυτές οι ταινίες έσπασαν τα ταμεία. Όλες μαζί έκαναν λίγο πάνω από 100.000 εισιτήρια (40.000, 10.000 και 54.000 αντίστοιχα). Αυτό που έκαναν πρωτίστως, όμως, είναι ότι έστρεψαν ένα σημαντικό μέρος της εγχώριας προσοχής στο γεγονός ότι η σύγχρονη κοινωνική εμπειρία στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά πολύπλευρη, αντιφατική κι έντονη – κι αυτό με τη σειρά του δύναται να παράξει καλό, καίριο, σημαντικό σινεμά. To 2009, λοιπόν, χτύπησε φλέβα σε διάφορα επίπεδα απελευθερώνοντας μια ιστορική δυναμική σε κινηματογραφική μορφή. Αυτό το πράγμα ονομάστηκε ατσούμπαλα Greek Weird Wave και, παρά τις κοτσάνες που ακούστηκαν και διαβάστηκαν κατά κόρον γύρω από αυτό, αποτέλεσε σχηματικά ένα νέο κύμα δημιουργικότητας που έβαζε στο επίκεντρο της θεματολογίας του την ταυτότητα και την οικογένεια (αγαπημένα θέματα του ελληνικού σινεμά) με νέους όρους, με τους όρους της κρίσης, της αστάθειας, της αποσταθεροποίησης. Παράλληλα, φυσικά, αυτό το άτυπο ρεύμα αποδείχτηκε πιο ευπώλητο στις διεθνείς φεστιβαλικές αγορές παρά στο εγχώριο κινηματογραφικό κοινό (αφού το arthouse κύκλωμα λατρεύει να αλλάζει εθνικά ρεύματα σαν τα πουκάμισα κάθε τόσο), αλλά σε κάθε περίπτωση διαμόρφωσε μια μικρή πλην κρίσιμη νέα γενιά θεατών και κινηματογραφιστών που την βλέπουμε σήμερα να κινείται με ενδιαφέροντα τρόπο στα πέριξ του σινεμά δρώμενα. Κατά τ’ άλλα, όσον αφορά την mainstream αντιμετώπιση, υπήρχε η γενική, κλασική ελληνο-αντίληψη που έλεγε ότι «έξω πάμε καλά». Εντός των τειχών, η οικονομική κρίση βάθυνε ακόμα περισσότερο, τα θεσμικά τείχη που δυσκολεύουν τους δημιουργούς ύψωναν κι άλλο αντί να χαμηλώνουν, ενώ άρχισε να γίνεται αισθητή και στην Ελλάδα η παγκόσμια κρίση της κινηματογραφικής παραγωγής και διανομής στην ψηφιακή εποχή του streaming. Κι έτσι, το κύμα που έφερνε μαζί του πληθώρα νέων ταινιών μέχρι το 2014-5 σταδιακά άρχισε την καθοδική πορεία με αποτέλεσμα σήμερα πλέον να έχει κανείς την αίσθηση ότι οι νέες ελληνικές ταινίες φέρνουν πολύ λίγο κόσμο στις αίθουσες και συζητιούνται πραγματικά ελάχιστα αν εξαιρέσουμε έναν στενό κύκλο που σχετίζεται επαγγελματικά ή προσωπικά με το ελληνικό σινεμά. Υπάρχουν βέβαια σύγχρονες καλτ επιτυχίες, υπάρχουν απροσδόκητα πετυχημένες διοργανώσεις σαν τη Χαμένη Λεωφόρο κι υπάρχει μια πληθώρα δημιουργών μικρού μήκους που σχηματικά ενηλικιώθηκε κινηματογραφικά μέσα στο Weird Wave ως κοινό του. Υπάρχει δηλαδή σ’ έναν βαθμό μια δίψα για σινεμά (ως ανάγκη του κοινού κι ως επιθυμία των δημιουργών) που έρχεται σε αντίφαση με την ίδια τη βιομηχανία βιοτεχνία του σινεμά στην Ελλάδα, τις δομές, τους θεσμούς της, τις παραδόσεις της, την σχέση της με το κράτος, την αντίληψή της για το σινεμά, την συνάντηση της με το μεγάλο κοινό. Γιατί τα λέμε όλα αυτά; Χοντρικά, γιατί θεωρούμε ότι σε έναν βαθμό παρέχουν το αναγκαίο context ώστε να κατανοήσουμε τι είδους κινηματογραφική παραγωγή θεωρείται πραγματικά βιώσιμη κι επικερδής στην Ελλάδα σήμερα. Με άλλα λόγια, τι είδους ταινίες κάνουν πραγματικά μεγάλη επιτυχία μέσα σε αυτήν την δεκαετία που κλείνει σχεδόν ειρωνικά σαδιστικά με μια ταινία Σεφερλή στη μεγάλη οθόνη. Με βάση τα στοιχεία του ελληνικού box office που αντλήσαμε ψαχουλεύοντας στο google αλλά κυρίως παρακολουθώντας το Flix (το μόνο site στην Ελλάδα που παρακολουθεί τόσο επισταμένα την πορεία της εγχώριας κινηματογραφικής παραγωγής και πολιτικής), κάτσαμε να δούμε ποιες είναι οι πραγματικές εμπορικές επιτυχίες αυτής της δεκαετίας στην ελληνική σινε-αγορά, με όσα νούμερα βρήκαμε και σημειώνοντας πάντα ότι πιθανώς να είναι κάπως σχηματικά αφού δεν υπάρχει κάποιο συγκεντρωτικό database. Και τα αποτελέσματα είναι μάλλον αποκαρδιωτικά – αρκετά αποκαρδιωτικά ώστε να καθιστούν σχεδόν παράξενο το γεγονός ότι δεν υπήρχε μέχρι τώρα ταινία Σεφερλή. Όχι ότι δεν το ξέραμε, εδώ ζούμε. Αλλά το να τα βλέπεις έτσι όλα μαζεμένα να σχηματίζουν τη μεγάλη εικόνα είναι πάντα κάτι που αφήνει πιο έντονο αποτύπωμα. Από το 2010 μέχρι σήμερα, υπάρχουν με το ζόρι μια 15ριά ελληνικές ταινίες που να πλησίασαν ή να ξεπέρασαν το φράγμα των 200.000 εισιτηρίων, χαρακτηριζόμενες άρα με πάσα κυριολεξία ως μεγάλες εμπορικές επιτυχίες. Βέβαια δε μιλάμε για νούμερα αντίστοιχα των 00s όταν η επιτυχία του Safe Sex και της Πολίτικης Κουζίνας έκανε για μια δεκαετία το 1 εκ. εισιτήρια εφικτό στόχο για το μαζικό ελληνικό σινεμά (με τις Σειρήνες στο Αιγαίο επίσης να το ξεπερνούν και τα Νύφες και El Greco να το πλησιάζουν), αλλά σε κάθε περίπτωση (και δεδομένης της κρίσης) παραμένει ένα εντυπωσιακό νούμερο. Απ’ αυτήν την 15ριά ταινιών, αν εξαιρέσουμε τις δύο ταινίες του Βούλγαρη, Μικρά Αγγλία και Τελευταίο Σημείωμα (500 και 200 χιλιάδες αντίστοιχα), τότε οι υπόλοιπες απέχουν πολύ από το να χαρακτηριστούν στοιχειωδώς καλό σινεμά. Φυσικά, στην κορυφή βρίσκονται οι δύο ταινίες του Παπακαλιάτη, τα Αν… και Ένας Άλλος Κόσμος, που είναι κι οι μόνες της δεκαετίας που ξεπέρασαν το μισό εκατομμύριο (531.000 και 668.000 αντίστοιχα). Μια άλλη σταθερή αξία του ελληνικού κοινού είναι οι ταινίες του Σμαραγδή, με τα Ο Θεός Αγαπάει το Χαβιάρι και Καζαντζάκης να κάνουν 317.000 και 232.000 αντίστοιχα. Και μια άλλη σταθερή αξία, ακόμα μεγαλύτερη, είναι οι στρατιωτικές κωμωδίες με μαντραχαλαίους φαντάρους και pop τραγουδίστριες, με τις Σειρήνες στη Στεριά να περνάνε τα 150.000 εισιτήρια και το Αιγαίο SOS να ξεπερνάει τα 200.000. Παράλληλα, είδαμε να κάνουν επιτυχία και τα sequels (πράγμα όχι τόσο συνηθισμένο εδώ γύρω), με το Νήσος 2 να περνάει τις 300.000 και τα αντροπαρεΐστικα The Bachelor 2 και The Bachelor 3 να φτάνουν κοντά στις 250.000. Αν σ’ αυτά προσθέσουμε και λίγο μικρασιάτικο exploitation (Η Ρόζα της Σμύρνης, 350.000), λίγη τηλεοπτικού τύπου κυρίλα (Το Τανγκό των Χριστουγέννων, 211.000) και λίγη πραγματικά ακατανόητη απήχηση (I Love Karditsa, 350.000), τότε έχουμε μια αρκετά πλήρη εικόνα του τι σινεμά είναι αληθινά πετυχημένο αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα, στην δεκαετία της κρίσης. Ναι, σχεδόν όλα είναι κακές ταινίες. Και σίγουρα ο κόσμος θέλει να ξεσκάσει. Αλλά μπορείς να ξεσκάσεις με καλό pop, και μπορείς να ξεσκάσεις με σάπιο pop. Δυστυχώς, η ελληνική μαζική κουλτούρα έχει ελάχιστο καλό pop. Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης, μέσα στην ίδια δεκαετία οι ταινίες που συνδέθηκαν με την πιο αξιοπρεπή πλευρά του ελληνικού σινεμά (weird και μη) συνέθεταν την εξής εικόνα. Θα αναφέρουμε μερικά πράγματα εντελώς ενδεικτικά. Οι Άλπεις, δηλαδή η ταινία του Λάνθιμου μετά τον Κυνόδοντα, έκαναν με το ζόρι 10.000 εισιτήρια, ενώ οι μεγάλες επιτυχίες του από εκεί κι έπειτα σίγουρα δεν είναι ελληνικές παραγωγές (ξεκινώντας από τον Lobster των 65.000 και φτάνοντας στον θρίαμβο του Favourite με τις 220.000). Την ίδια ώρα, οι νέες ταινίες ήδη καταξιωμένων και αγαπημένων δημιουργών όπως του Οικονομίδη και του Κούτρα κινούνται αρκετά χαμηλά (16.000 το Μικρό Ψάρι και 15.000 το Xenia). Τέλος, ταινίες σαν το Τετάρτη 04:45 του Αλεξίου, το Chevalier της Τσαγγάρη και η Έκρηξη του Τζουμέρκα έκαναν 10.000, 5.000 και 4.000 αντίστοιχα, εντελώς ενδεικτικά. Αν βγαίνει ένα συμπέρασμα από αυτήν την περιήγηση και παράθεση αριθμών, αυτό είναι ότι απ’ ό,τι φαίνεται ακόμα κι αν δεν υπήρχε η ταινία του Σεφερλή τότε θα έπρεπε να εφευρεθεί. Υπάρχει πολύς κόσμος που θέλει να δει μια χαζομάρα για να ξεσκάσει, αλλά το πρόβλημα δεν είναι εκεί. Το πρόβλημα είναι στο ότι υπάρχει κι ένα ευρύ σύστημα παραγωγής και διανομής μαζικής κουλτούρας που υποθέτει ότι ο κόσμος θέλει να ξεσκάσει μόνο βλέποντας χαζομάρες. Κι έτσι παράγει όλο και περισσότερες χαζομάρες, επενδύοντας σ’ αυτές κεφάλαιο, περιμένοντας πίσω κέρδη, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα το ίδιο το κοινό που θεωρητικά θέλει να ικανοποιήσει. Στην τηλεόραση, στη μουσική, στο σινεμά. Ενίοτε έχει πλάκα, κάπου κάπου είναι απολαυστικό μέσα στη τρασίλα του, αλλά γίνεται κι ασφυκτικό. Όλο και συχνότερα. Χαλβάη 5-0. Δύσκολα τα πράγματα.