Το Snyder Cut ήταν η τελευταία larger than life υπερηρωική ταινία του Hollywood. Και, ειρωνικά πλην ταιριαστά, δεν κυκλοφόρησε καν στα σινεμά. Το πόνημα του Zack Snyder, όπως προσπαθήσαμε να υποστηρίξουμε αναλυτικά όταν κυκλοφόρησε στο HBO Max, μας έδειξε ότι η δυνατότητα του υπερηρωικού σινεμά να παράξει μεγαλειώδεις και larger-than-life αφηγήσεις και μυθολογίες που συγκλίνουν σε ένα τεράστιο κεντρικό οικοδόμημα έχει αρχίσει να πριονίζεται. Μετά την ολοκλήρωση της τρίτης φάσης του Marvel Cinematic Universe αλλά και την κατάρρευση του μεγαλόπνοου σχεδίου για ένα αντίστοιχο DC Extended Universe, το superhero σινεμά δείχνει σταδιακά να απομακρύνεται από την larger-than-life μυθολογία που επαναφέρει την μεγάλη αφήγηση του Ενός και να στρέφεται προς την κατεύθυνση της πολλαπλότητας και της διαφοράς, τόσο ως επιχειρηματική στρατηγική όσο και ως καλλιτεχνικό περιεχόμενο. Το ενδεικτικότερο παράδειγμα αυτής της κατεύθυνσης είναι η ίδια η πορεία του phase four του MCU, με την προοπτική του multiverse να απλώνει το σύμπαν σε εκατό αποκλίνουσες και συγκλίνουσες κατευθύνσεις που αναπτύσσονται σε διαφορετικές ταχύτητες και πλατφόρμες, κι αξιοποιώντας παράλληλα χαρακτήρες παλαιότερων franchises που έφτασαν να προσκολλούνται στο μονοπώλιο της Disney (Spider-Men της Sony, X-Men της Fox, Marvel σειρές του Netflix) όχι ως στενά συνδεδεμένα υλικά ενός ενιαίου οικοδομήματος αλλά σαν σημεία αναφοράς που επιστρατεύονται με τρόπο ασυνεχή ώστε να μεγιστοποιήσουν το νοσταλγικό fan service και να πιάσουν όλα τα κοινά (δηλαδή όλες τις αγορές) ταυτόχρονα. Αυτό φυσικά μπορεί να αποτελεί μια ορθολογική επιχειρηματική επιλογή στην μετά-Infinity War/Endgame περίοδο των υπερηρωικών αφηγήσεων, αλλά αντανακλάται και στο επίπεδο της δραματουργίας των σύγχρονων superhero τίτλων. Αν ρίξουμε μια ματιά στις ταινίες και τις σειρές που έχουμε δει τα 2-3 τελευταία χρόνια, τότε θα δούμε ότι συναντούμε όλο και περισσότερους υπερήρωες που εμπίπτουν στην κατηγορία του αντι-ηρωισμού, προσφέροντας στο κοινό εκδοχές οικείων χαρακτήρων που μοιάζουν πιο προσγειωμένες, ρεαλιστικές, ανθρώπινες, πολύπλοκες και αντιφατικές σε σύγκριση με τον μονοδιάστατο τρόπο που συνήθως αναπαριστόταν ο υπερηρωισμός στη μεγάλη οθόνη. Το τηλεοπτικό format, όντας ούτως ή άλλως κοντύτερα στην αφηγηματική λογική και οικονομία των comics απ’ τα οποία ξεπήδησαν αυτοί οι χαρακτήρες, προσφέρεται σίγουρα περισσότερο για μια τέτοια προσέγγιση (μας το έχουν δείξει άλλωστε σειρές σαν το Daredevil, το Legion, το The Boys, το Doom Patrol και το WandaVision μεταξύ αρκετών άλλων), αλλά βλέπουμε σιγά σιγά και το υπερηρωικό σινεμά να πηγαίνει προς αυτήν την κατεύθυνση. Ας σκεφτούμε την έμφαση της Marvel στο relatability του Spider-Man, ενός ήρωα σαφώς πιο προσγειωμένου στην πραγματικότητα ακόμα κι όταν μπλέκεται σε multiversal μπιλμπάο, την προσπάθεια του Eternals για character-based δράμα ακόμα και σε μια τόσο επικών διαστάσεων αφήγηση ή το οικογενειακό focus των Black Widow και Shang-Chi. Από την εποχή των θεών στην εποχή των ανθρώπων Βέβαια, το πέρασμα του υπερηρωικού σινεμά από την εποχή των θεών στην εποχή των ανθρώπων σημαδεύτηκε πάνω απ’ όλα από την κυκλοφορία του Joker του Todd Phillips το 2019, η αντι-ηρωική προσέγγιση του οποίου έμοιαζε να βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με το μυθικό scope του SnyderVerse. Κι αν αυτό γλύκανε την Warner, μη νομίσετε ότι σχετίζεται αποκλειστικά με τα βραβεία των φεστιβάλ και των Όσκαρ ή την αποδοχή από το “σινεφιλικό” κοινό . Το Joker είχε το 1/5 του budget του Justice League και έβγαλε σχεδόν τα διπλάσια λεφτά. Σε ένα κινηματογραφικό περιβάλλον όπου η επιτυχία των superhero ταινιών είναι πολύ λιγότερο εγγυημένη απ’ όσο μοιάζει εξ όψεως (ας σκεφτούμε τα flops των Fantastic Four και X-Men: Apocalypse ή το underperformance ταινιών σαν το Shazam και το Deadpool 2), την ώρα που η μεγάλη οθόνη συμπιέζεται από την άνοδο του streaming, τότε το γεγονός ότι μια ταινία σαν το No Way Home μπορεί να βγάλει σχεδόν 2 δις δολάρια εν μέσω πανδημίας με το μισό budget του Endgame είναι σίγουρα κάτι που καίει βαθιά την ασταθή πλέον βιομηχανία του σινεμά. Με άλλα λόγια, η κατάβαση του superhero genre στο ύψος του ανθρώπινου είναι μια κίνηση που όχι μόνο αρέσει αλλά, κυρίως, συμφέρει. Ειδικά στην εποχή που η πάλαι πότε ραχοκοκαλιά του χολιγουντιανού σινεμά, δηλαδή οι ταινίες μεσαίου μεγέθους και μπάτζετ που στόχευαν εξίσου στο μαζικό κοινό και τα κινηματογραφικά βραβεία, δυσκολεύεται όλο και περισσότερο να αποδείξει στα στούντιο την οικονομική βιωσιμότητά της, το Joker έδειξε έναν ενδιαφέροντα δρόμο. Θέλεις να φτιάξεις ένα ψυχολογικό δράμα εποχής για έναν σκορσεζικό αντι-ήρωα; Κούμπωσέ το με έναν γνωστό χαρακτήρα σε ανατρεπτική εκδοχή και το συζητάμε. Μ’ αυτήν την έννοια, η κατάρρευση ενός ενιαίου υπερηρωικού σύμπαντος α λα MCU υπήρξε μεσοπρόθεσμα ευλογία για την Warner. Όπως έχουμε ξαναγράψει με άλλες αφορμές, η κρίση υπερσυσσώρευσης του υπερηρωικού σινεμά είχε δείξει μεταξύ άλλων πως υπάρχουν κάποια δομικά όρια στην κατεύθυνση που πήρε στα 00s και τα 10s. Για παράδειγμα, η υπερ-συνδεσιμότητα των ταινιών συχνά στερούσε την απόλαυση μιας αυτοτελούς κινηματογραφικής εμπειρίας. Επίσης, η αισθητική ομοιομορφία των υπερηρωικών ταινιών είχε αρχίσει να κουράζει το (πιο ενήλικο) κοινό που αναζητούσε κινηματογραφική ποικιλία μαζί με blockbusterικό fun, ενώ και τα θεματικά μοτίβα της υπερηρωικής ιδεολογίας/ηθικής (και κυρίως οι άκαμπτες μανιχαϊστικές διακρίσεις καλού/κακού) δεν κατάφερναν να εναρμονιστούν με τις απαιτήσεις μια πολύπλοκης και αντιφατικής πραγματικότητας. Με άλλα λόγια, εμφανιζόταν σταδιακά μια μεγαλύτερη ανάγκη για σύνθετους και ενδιαφέροντες χαρακτήρες, για παιχνίδι με διαφορετικά κινηματογραφικά genres, για εμπλουτισμό της λαϊκής μυθολογίας που αποτελεί ο σύγχρονος υπερηρωισμός. Για την Warner, λοιπόν, η λύση ήταν η έξοδος από το DCEU μέσα από την ανάπτυξη αυτοτελών ιστοριών με διακριτό ύφος. Το κατάφερε στην εντέλεια με το Joker που αυτονομήθηκε σε κάθε επίπεδο, το επανέλαβε με το The Suicide Squad του James Gunn που ήταν ένα meta κωλοδάχτυλο στο DCEU και τώρα τα παίζει όλα με το μεγάλο της χαρτί, τη νυχτερίδα με τα χρυσά αυγά (δεν ξέρω καν αν γεννάνε αυγά οι νυχτερίδες, βαριέμαι να γκουγκλάρω), την ταινία The Batman του Matt Reeves. Μπορεί να μας φαίνεται σα να έχει περάσει πολύς καιρός απ’ όταν είδαμε τον Σκοτεινό Ιππότη για τελευταία φορά στη μεγάλη οθόνη, αφού η οικονομία της προσοχής στην σύγχρονη pop κουλτούρα κάνει τα πάντα να κινούνται ταχύτατα, αλλά στην πραγματικότητα είχαν περάσει μόλις 4 χρόνια από το Justice League και 5 από το Batman v Superman: Dawn of Justice όταν ολοκληρώθηκε το The Batman – όσο δηλαδή πήρε κι από το φινάλε της τριλογίας του Christopher Nolan μέχρι την είσοδο του Ben Affleck στο DCEU (για όσους θυμόυνται “τα παλιά”, έπρεπε να περιμένουμε σχεδόν μια δεκαετία από τις campy ταινίες του Joel Schumacher στα 90s μέχρι την σκοτεινή επάνοδο του χαρακτήρα με τον Nolan). Θα μπορούσε άραγε να επιβιώσει η κινηματογραφική βιομηχανία χωρίς την ανακύκλωση των μύθων και των ειδώλων της; Πολύ δύσκολα – σε βαθμό που θα μπορούσαμε να πούμε ότι σε αυτό το επίπεδο το παιχνίδι της πρωτοτυπίας έχει σχεδόν χαθεί οριστικά, και το επίδικο πλέον περιορίζεται στο αν οι ανακυκλώσεις που βλέπουμε θα είναι ποιοτικές ή όχι, αν θα παίρνουν έστω κάποια μίνιμουμ ρίσκα κι αν θα επιχειρούν να κάνουν κάτι στοιχειωδώς δημιουργικό με τους established ήρωες. Κατά μία έννοια, όλο αυτό μοιάζει με τις αμέτρητες (συχνά ανώνυμες και προφορικές) παραλλαγές των παραδοσιακών λαϊκών μυθολογιών, αλλά σε εκδοχή βιομηχανοποιημένης παραγωγής με στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Και πάλι, το Joker (κι εν μέρει το Logan πριν απ’ αυτό) ήταν ένα σημείο καμπής, γιατί απέδειξε πως το υπερηρωικό σινεμά που περιλαμβάνει διαφορετικά μεγέθη, budgets και προσεγγίσεις είναι κάτι παραπάνω από βιώσιμο. Ότι μπορείς να κάνεις υπερηρωικές ταινίες που όχι απλά δανείζοντα στοιχεία από άλλα κινηματογραφικά genres και παραδόσεις, αλλά δεν μοιάζουν καν με υπερηρωικές ταινίες. Αν ο Martin Scorsese ανησυχούσε (ορθώς εν μέρει) ότι θα κυριαρχήσουν παντού τα υπερηρωικά λούνα παρκ, τότε η πραγματικότητα επιφυλάσσει κάτι βαθύτερο: η υπερηρωισμός, με όλες τις σύγχρονες μεταλλάξεις του, γίνεται σιγά σιγά ενδημικός στο σινεμά – ακριβώς σαν ιός που συμβιώνει με τον ξενιστή του. Η κινηματογραφική επιστροφή στα βασικά Έτσι, ο Batman του Reeves, αφήνοντας πίσω το larger-than-life SnyderVerse των θεών-υπερηρώων αλλά και τον ψυχρά εγκεφαλικό auteur μαξιμαλισμό του Nolan, προσγειώνει τον Bruce Wayne σε ένα μητροπολιτικό noir έδαφος, επιστρέφοντάς τον στις pulp ψευδο-hardboiled ρίζες των Detective Comics του μεσοπολέμου απ’ τα οποία ξεπήδησε ο χαρακτήρας με ένα φιντσερικό ύφος σκοτεινού serial killer μυστηρίου. Καταρχήν, το κυριότερο σημείο απόκλισης του The Batman από τις δύο πρόσφατες εκδοχές του ήρωα στη μεγάλη οθόνη είναι ότι ότι ο Reeves προσπάθησε να μην κάνει μια action ταινία – και λέμε προσπάθησε γιατί, δυστυχώς, κάποια στιγμή το The Batman μοιάζει να συμμορφώνεται παρά την θέλησή του στις κοινοτοπίες της τρίτης πράξης του κλασικού χολυγουντιανιού action blockbuster (γιατί κάπως πρέπει να πακεταριστεί το πράγμα και να ετοιμαστεί το έδαφος για τα επερχόμενα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά sequels, spinoffs κλπ άλλωστε). Παρόλα αυτά, είναι εμφανές ότι ο Reeves θέλησε να αντλήσει την έμπνευσή του από μια διαφορετική παλέτα απ’ τους προκατόχους του. Αν υπολογίσουμε το superhero σινεμά σαν ένα καταστατικά ημι-αυτοτελές και υβριδικό genre που ισορροπεί ανάμεσα στις προερχόμενες από τα comics συμβάσεις και τα δάνεια της κινηματογραφικής ιστορίας, τότε θα δούμε τον Reeves να προτείνει έναν δικό του ιδιαίτερο δρόμο για το μπατμανικό σινεμά ακόμα ακόμα κι αν από την ταινία λείπει το εντελώς προσωπικό σήμα κατατεθέν του Nolan, του Snyder, του Schumacher και ακόμα περισσότερο του Tim Burton. Μ’ αυτήν την έννοια, ο Reeves, ακολουθώντας τον Phillips του Joker, πετυχαίνει διάνα τον στόχο του επίδικου του superhero σινεμά που περιγράψαμε νωρίτερα: όχι-πραγματικά-πρωτότυπο-αλλά-αρκετά-ιδιαίτερο. Τα χρέη του Reeves, ενός σκηνοθέτη που έχει αθόρυβα χτίσει μια πολύ τίμια καριέρα μαζικολαϊκού genre σινεμά (αναφερόμαστε βέβαια στο πρώτο Cloverfield, τα δύο τελευταία Planet of the Apes και το Let Me In), είναι προς σινεμά αγωνίας του Alfred Hitchcock και το σινεμά μυστηρίου ενός από του καλύτερους μαθητές του, του David Fincher, ενώ το όραμά του για την Gotham δεν επιχειρεί να αναπαραστήσει ρεαλιστικά μια σύγχρονη καπιταλιστική μεγαλούπολη όσο να ζωντανέψει με έναν εξπρεσιονιστικά κομιξάδικο τρόπο το πώς ο αστικός χώρος αντανακλά και συνδιαλλέγεται με τις ψυχικές διαθέσεις των ηρώων. Η φλεγόμενη μαυροκόκκινη φωτογραφία του Greig Fraser, φρέσκου μετά την ονειρική δουλειά του στο Dune, δημιουργεί μια εκδοχή σκοταδιού που διαφέρει από εκείνα του Nolan και του Snyder καθώς η πόλη μοιάζει να παραμορφώνεται από την ίδια τη ματιά του Bruce Wayne του Robert Pattinson. Για πρώτη φορά, λοιπόν, βλέπουμε τον Batman λιγότερο να αντιδρά στο σκοτάδι της Gotham και περισσότερο να το διαμορφώνει ενεργητικά μέσα από τη ματιά του. Με άλλα λόγια, το αντικειμενικό σκοτάδι δίνει την θέση του στο υποκειμενικό – κι η πρόκληση του Reeves μοιάζει να μεταφέρεται πλέον στο κατά πόσο μπορεί να αποδώσει το ψυχικό πορτραίτο της βασανισμένης μπατμανικής υποκειμενικότητας. Αλλά θα πάμε σε λίγο εκεί, ας μην προτρέχουμε. Προς το παρόν, μπορούμε να πούμε ότι, παρότι γενικά η pop κουλτούρα είναι εμμονική με την υποστασιοποίηση της σκοτεινότητας, δηκαδή με την χρήση του σκοταδιού ως υποκατάστατο του βάθους, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην dark-and-serious βλοσυρότητα των Nolan/Snyder και την emo-gothic καταθλιπτική/μελαγχολική σκοτεινιά του Reeves. Στο The Batman, το (υπερβολικό, παρά τις νότες αισθαντικότητας και διακριτικού χιούμορ) σκοτάδι μοιάζει να επιβάλλεται από την ίδια την λογική της ιστορίας και την ψυχολογία του χαρακτήρα, οπότε μοιάζει λιγότερο βεβιασμένο και ποζέρικο σαν αισθητική ή ιδεολογική επιλογή. Θα ήμασταν βέβαια υπερβολικά επιεικείς αν λέγαμε πως ο Reeves καταφέρνει να μεταβολίσει ομαλά και οργανικά τις κινηματογραφικές αναφορές του σε ένα συνεκτικό σύνολο. Οι φόροι τιμής είναι υπερβολικά εμφανείς και αποτελούν τεκμήριο της σινεφιλίας του δημιουργού, αλλά τα υλικά του ντετεκτιβικού μυστηρίου, της goth-noir ατμόσφαιρας, των superhero συμβάσεων, του πολιτικού σχολιασμού και του ψυχολογικού δράματος παραμένουν στον έναν ή τον άλλο βαθμό ασύνδετα. Όταν έρχονται κοντά μεταξύ τους, η ταινία βρίσκεται στα καλύτερά της – όπως για παράδειγμα στην πρώτη ώρα. Όταν απομακρύνονται και αναπτύσσονται αυτόνομα κι ασύνδετα, όπως συμβαίνει όσο πλησιάζουμε στο φινάλε, το The Batman αρχίζει να δείχνει πως οι ραφές της δεν αντέχουν ιδιαίτερα στην πίεση (και σ’ αυτό δεν βοηθάει τόσο η τρίωρη διάρκεια, η οποία αν με ρωτάτε δεν δικαιολογείται από την δραματουργία της ταινίας). Κι αν αποστασιοποιηθείς λίγο περισσότερο, τότε ίσως νιώσεις ότι είδες ένα Seven ή ένα Zodiac για όλη την οικογένεια. Παρόλα αυτά, ανήκω στους φίλους της ταινίας – την είδα ήδη δυο φορές (κι άκουσα αρκετές περισσότερες το πανέμορφο score) και, παρά τις αδυναμίες, μου άρεσε και τις δύο. Μπορεί η ματιά του Reeves να στερείται αυθεντικής προσωπικής κινηματογραφικής υπογραφής, αλλά δείχνει αγάπη και κατανόηση για τον ίδιο τον ήρωα και την ιστορία του. Με τον τρόπο του, παρότι συχνά υπερβολικά “ενήλικο” (έως και σχεδόν μικρομέγαλο) κινηματογραφικά, είναι μια αυθεντικά κομιξάδικη ταινία που τιμάει τις ιστορίες απ’ τις οποίες εμπνέεται (κυρίως Year One και Long Halloween φυσικά) και προτείνει έναν πιο υγιή, καλοήθη και δημιουργικό δρόμο για το fan service. Είπαμε, εκεί είναι ο πήχης για το χολιγουντιανό σινεμά πλέον, ας το αναγνωρίσουμε ψύχραιμα τουλάχιστον. Ο σκοτεινός ιππότης πάνω από το νόμο Η μεγαλύτερη αρετή της ταινίας, πάντως, είναι η μεταχείριση του ίδιου του χαρακτήρα του Wayne από τον Reeves. Προσοχή όμως. Το The Batman δεν διεκδικεί καμία πρωτοτυπία όσον αφορά την θεματική επεξεργασία του Σκοτεινού Ιππότη. Σε γενικές γραμμές, το ιδεολογικό και ηθικό περιεχόμενο του χαρακτήρα παραμένει ακέραιο, ακόμα κι αν λείπει ο α-λα-Nolan κυνικός μηδενισμός και ο α-λα-Snyder προβληματισμός για τη σχέση ανθρώπου και μύθου. Για να είμαστε ειλικρινείς, μιλώντας από μια σκοπιά πολιτικής ανάλυσης της pop κουλτούρας, ο Batman δεν σώζεται ως χαρακτήρας. Δεν θα ήταν υπερβολή να έλεγε κανείς ότι είναι ένας υπερήρωας πολιτικά αντιδραστικός στην συντριπτική πλειοψηφία των αναπαραστάσεών του. Όχι μόνο λόγω του βιτζιλαντισμού του, μιας και η ιδεολογία της αυτοδικίας και της δράσης εκτός νόμου βάσει μιας εκδικητικής αντίληψης περί δικαίου είναι παρόυσα σε μεγάλο μέρος της superhero ιδεολογίας (και στον Batman βρίσκει παραδοσιακά την πληρέστερη εκδοχή της), αλλά και λόγω του πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο ήρωας την κοινωνία και τις αντιθέσεις της – και κυρίως το πώς τοποθετείται μέσα σε αυτές, δηλαδή από ποια θέση και με τι σκοπούς. Έχει σημειωθεί αμέτρητες φορές πως ο Bruce Wayne προσπαθεί να φέρει μια βίαιη κάθαρση στην διεφθαρμένη Gotham την ώρα που κι ο ίδιος είναι μέρος της μεγαλοαστικής ελίτ και του εξουσιαστικού συστήματος της πόλης. Έχοντας την ταξική του καταγωγή ως υπερδύναμη και το προσωπικό του τραύμα ως άλλοθι, ο Batman συχνά βρίσκει τον εαυτό του να μάχεται εναντίον της ίδιας της υπο-προλεταριακής λούμπεν τάξης της Gotham, η οποία καταδικάζεται σε αυτήν την θέση ακριβώς λόγω του συστήματος οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στο οποίο συμμετέχει ο ίδιος. Ο σύγχρονος σκοτεινός Batman, δηλαδή αυτός που αναδύεται ως αντίδραση στην camp αισθητική των 60s και ολοκληρώνεται με το The Dark Knight Returns του Frank Miller το 1986, συνήθως βλέπει την πόλη σαν μια απέραντη ζούγκλα χωρίς ίχνος ανθρωπιάς, αντανακλώντας την συντηρητική αστική ηθική που αντιμετωπίζει τις κατώτερες τάξεις και των μητροπολιτικό συνωστισμό τους σαν παράγοντα κινδύνου, σαν πηγή κοινωνικής και ηθικής αποσύνθεσης. Αυτή η ταξική μισανθρωπία, δηλαδή ο μνησίκακος φόβος για την ίδια την κοινωνία, γίνεται πολιτικά επικίνδυνη όταν συναντιέται με τις ιδέες της “κάθαρσης” που εκπροσωπεί ο Batman ως αυτόκλητος εκδικητής. Ακόμα κι όταν στις χολιγουντιανές εκδοχές του αναγκάζεται να υποστηρίξει την δυνατότητα της κοινωνίας να σώσει τον εαυτό της (όπως στην συγχυσμένη ιδεολογικά τριλογία του Nolan) απέναντι στους αντισυστημικούς κακούς σαν τον Joker και τον Bane (που βεβαίως παρουσιάζονται σαν επικίνδυνοι τρελοί τρομοκράτες), καταλήγει να γίνεται ελάχιστα πειστικός καθώς αντιφάσκει με την ίδια του την κοσμοθεωρία και πρακτική. Αυτή η αντίληψη για την κοινωνία ως ζούγκλα, για την μητρόπολη ως αποσάθρωση, για την δικαιοσύνη ως εκδίκηση και για την ηθική ως απολυτότητα βρήκε την πιο εύστοχη κριτική της στον χαρακτήρα του Rorschach που δημιούργησε ο Alan Moore στο Watchmen, το οποίο κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά με το κόμικ του Miller και αποτέλεσε τρόπον τινά το ιδεολογικό του αντίβαρο ως προς την ανάδειξη του αντιδραστικού περιεχομένου του υπερηρωισμού και ειδικότερα του βιτζιλαντισμού. Ο Rorschach, ως διακριτική πλην αιχμηρή σάτιρα του Batman (τόσο διακριτική που διέφυγε εντελώς από τον Snyder που κατέληξε να εξυμνεί τον χαρακτήρα στο κινηματογραφικό του Watchmen), ενσαρκώνει το μονοδιάστατο και μισάνθρωπο περιεχόμενο της βιτζιλαντικής ηθικής, υπογραμμίζει την εναρμόνισή της με το καταπιεστικό σύστημα εξουσίας (ακόμα κι αν ο ίδιος ο ήρωας νιώθει ότι το πολεμά) και σε τελική ανάλυση αναδεικνύει τον εκδικητή σαν μια κοινωνιοπαθή προσωπικότητα. Πολλά από αυτά τα μοτίβα του Batman ως χαρακτήρα φαίνονται ευκρινέστερα αν τον αντιπαράβολλουμε με το πώς παρουσιάζονται και πλαισιώνονται οι villains που εκφράζουν μια αλλοτριωμένη και διεστραμμένη επιθυμία για κοινωνική αλλαγή και ανατροπή. Μ’ αυτήν την έννοια, το The Batman του Reeves μοιάζει περισσότερο με απάντηση στο Joker του Phillips, ή ακριβέστερα με ιδεολογικό του sequel, παρά με μια συνέχιση των προβληματισμών που έθεσαν οι Nolan και Snyder στα δικά τους μπατμανικά σύμπαντα. Κι αυτό γιατί ο Joker όπως τον ενσάρκωσε ο Joaquin Phoenix, παρόλες τις ενστάσεις που εκφράσαμε για τον χαρακτήρα στο τότε κείμενό μας, αποτέλεσε μια τομή στις σύγχρονες χολιγουντιανές υπερηρωικές αναπαραστάσεις αφού έβαλε τον ανατρεπτικό λαϊκό παράγοντα στο παιχνίδι σαν μια πολιτικά υγιή (παρά την ψυχοπαθολογία της) κοινωνική δύναμη. Ή, αν όχι υγιή, τουλάχιστον ηθικά δικαιολογημένη. Ή, αν όχι ηθικά δικαιολογημένη, τουλάχιστον κάτι το οποίο οφείλουμε να κατανοήσουμε με ενσυναίσθηση. Προφανώς, λόγω των συνδηλώσεών του χαρακτήρα στην online κουλτούρα ως alt-right σύμβολο και λόγω του πολεμικού πολιτικού-πολιτισμικού κλίματος στις τραμπικές ΗΠΑ γύρω από τις (δεξιές και αριστερές) πολιτικές της ταυτότητας, ο Joker ερμηνεύθηκε από ένα μέρος των media και του κοινού ως αντιδραστική ανατρεπτική φαντασίωση. Παρόλα αυτά, έχει νόημα να εντάξουμε αυτήν την εκδοχή του χαρακτήρα σε ένα ρεύμα λαϊκού/λαϊκίστικου αντικαπιταλισμού εντός της pop κουλτούρας των τελευταίων χρόνων που βλέπει όλο και πιο φιλικά διάφορες εκδοχές της κοινωνικής ανατρεπτικότητας που αρθρώνουν με βίαιους ή έστω αμφιλεγόμενους τρόπους ένα αίτημα για ισότητα και δικαιοσύνη. Μ’ αυτήν την έννοια, θα μπορούσε να δούμε την απήχηση του Joker ως κάτι που συνδέεται με την απήχηση πραγμάτων τόσο διαφορετικών όσο το Parasite, το Free Guy, το La Casa de Papel και το Squid Game, μεταξύ άλλων. Ιδεολογικά, λοιπόν, ο νέος Batman θα μπορούσε να διαβαστεί ως ένα είδος απάντησης στον λαϊκίστικο pop αντικαπιταλισμό, κι ειδικότερα στον Joker του 2019 μέσα από την παραλληλία του με τον Riddler του 2022. Με την κοινωνικο-ιστορική διαφορά βέβαια ότι ο Riddler δεν εμφανίζεται σαν θύμα της διάλυσης των λειτουργιών του κράτους πρόνοιας όπως ο Arthur Fleck των νεοφιλελεύθερων 80s, αλλά σαν high-tech serial killer που εξολοθρεύει την ελίτ της Gotham μέσα από τακτικές που παραπέμπουν σε incels, QAnon συνομωσιολόγους και επίδοξων σαμποτέρ που συναντιούνται σε online κοινότητες και απειλούν την κοινωνία. Με άλλα λόγια, αν ο Joker κατηγορήθηκε σαν alt-right φαντασίωση, τότε ο νέος Batman θα μπορούσε να κατηγορηθεί ως liberal φαντασίωση, αντίστοιχη με αυτήν που είδαμε πριν μερικούς μήνες στον viral αυτάρεσκο και ελιτίστικο προοδευτισμό του Don’t Look Up. Εδώ λοιπόν ο βιτζιλαντισμός του Batman έρχεται να τεθεί οργανικά στην υπηρεσία μιας πολιτικής αλλαγής στην κατεύθυνση της εξυγίανσης μέσα από την ελπίδα που εκφράζει η υπερ-woke υποψήφια δήμαρχος Bella Real. Παρουσιάζοντας την πηγαία λαϊκή δυσαρέσκεια προς το σύστημα εξουσίας της Gotham ως μια δύναμη ανεξέλεγκτη, παρανοϊκή και επικίνδυνη (μέσα από την ταύτισή της με τον Riddler και τους ένοπλους συντρόφους του), ο Batman του 2022 συστρατεύεται με τις “υγιείς” πλευρές τους κράτους (όχι μόνο αστυνομικές/επιχειρησιακές όπως στο παρελθόν αλλά και ξεκάθαρα πολιτικές/ιδεολογικές) απέναντι στις επικίνδυνες μάζες. Ο βιτζιλαντισμός του χαρακτήρα μένει ακέραιος, αλλά αντί να εκφράζει πια μια δικαιοσύνη πάνω από το νόμο εκφράζει περισσότερο μια εμμονική υπερ-προσκόλληση στο νόμο που διαπνέεται από τον ίδιο ελιτισμό απέναντι στο πλήθος ακόμα κι αν αυτήν την φορά δεν φοράει τα ρούχα του μισάνθρωπου μηδενισμού αλλά κλείνει το μάτι στο με-το-στανιό liberal wokeness. Έτσι, ακόμα κι αν το φινάλε της ταινίας μοιάζει άγαρμπο δραματουργικά, μετατρέποντας άτσαλα τον τόνο της ιστορίας από grimdark σε hopepunk, είναι ταυτόχρονα υπερβολικά στοχευμένο ιδεολογικά: ο Batman γίνεται προστάτης, όχι εκδικητής. Εμπνέει ελπίδα, όχι φόβο. Ο σκοτεινός άνδρας κάτω από τη μάσκα Παρόλα αυτά, αν με ρωτάτε, ο Batman του Robert Pattinson ως χαρακτήρας είναι για μένα ο καλύτερος Batman που έχουμε δει μέχρι τώρα στο σινεμά – κι αυτός είναι ο λόγος που προσωπικά μου άρεσε τόσο η ταινία παρά τις κινηματογραφικές της αδυναμίες και τις ιδεολογικές μου αντιρρήσεις. Μετά από τόσες δεκαετίες μπατμανικού σινεμά, για πρώτη φορά ένιωσα πως ο Batman είναι πραγματικός χαρακτήρας, πως έχει μια εσωτερική πολλαπλότητα (και διαπάλη) που δεν είναι απλά αντανάκλαση των απαιτήσεων της πλοκής και ενσάρκωση των ιδεών. Αν συνοψίζαμε τον Batman του Pattinson με μια φράση, θα λέγαμε ότι είναι ένας Batman που δεν την παλεύει. Αυτό τον χαρακτηρίζει περισσότερο απ’ όλα: δεν την παλεύει καθόλου. Ο Batman του Pattinson είναι απομονωμένος, μονόχνωτος, εμμονικός, θλιμμένος, οργισμένος. Δεν έχει δημόσια ζωή, δεν έχει κοινωνικές δεξιότητες, δεν έχει γοητεία ή χιούμορ. Σε αντίθεση με τον Michael Keaton και τον Christian Bale που υπήρξαν οι εμβληματικότερες εκδοχές του ήρωα μέχρι στιγμής στη μεγάλη οθόνη, ο Batman του Pattinson δεν αποπνέει καθόλου τον αέρα της διπλής ζωής του φιλάνθρωπου playboy και του μασκοφόρου εκδικητή. Αντιθέτως, μοιάζει απόλυτα ταυτισμένος και απορροφημένος από την υπερηρωική περσόνα του με έναν τρόπο παθολογικό, θυμίζοντας την θρυλική ατάκα του Danny DeVito στο Batman Returns για το ότι Batman ζηλεύει που δεν είναι αυθεντικό φρικιό σαν τον Πιγκουίνο αλλά αναγκάζεται να το επιδείξει μέσα από τη μάσκα και την στολή (εξαιρετική σκηνή, poetic cinema κλπ). Ο χαρακτήρας του Pattinson είναι τόσο απορροφημένος από τον Batman που μετά βίας βλέπουμε τον Bruce Wayne στην ταινία. Μοιάζει σαν ο ήρωας όχι μόνο να δυσκολεύεται να είναι ταυτόχρονα Wayne και Batman, αλλά κυρίως να μην θέλει καν να είναι ο Wayne. Αυτή η απόσχιση από τον εαυτό, ακόμα κι αν δεν χτίζεται πάνω σε μια ουσιαστική μελέτη του χαρακτήρα αλλά πάνω στην ερμηνεία του Pattinson και την φωτογραφία του Frasier, είναι για μένα το δυνατότερο στοιχείο της ταινίας. Εκεί που Keaton και Bale χρησιμοποιούσαν τακτικά τον Wayne ως κάλυψη για τον Batman, ο Pattinson μοιάζει να μισεί τον Wayne, να σιχαίνεται τον εαυτό του, σε βαθμό που η μασκοφόρα βιτζιλάντικη περσόνα πείθει λιγότερο σαν ηθική προσταγή και περισσότερο σαν εκδήλωση ενός συμπτώματος ψυχικής ασθένειας (κάτι που πάλι είχε υπογραμμίσει πρώτος ο daddy Moore στο Killing Joke του 1988). Πουθενά δεν φαίνεται ευκρινέστερα αυτό απ’ ό,τι στην σχέση του νέου Batman με τις γυναίκες και την σεξουαλικότητα εν γένει. Ο goth-emo καταθλιπτικός Batman του Pattinson αποπνέει μια αίσθηση σεξουαλικής σύγχυσης και απόγνωσης, έναν ερωτισμό που είναι αποπροσανατολισμένος και δυσλειτουργικός, καταλήγοντας να βασανίζει ψυχικά τον χαρακτήρα χωρίς να προσφέρει διεξόδους εκτόνωσης. Ο ίδιος ο Pattinson, εξυπνότατος καθώς είναι, έχει μιλήσει σε συνεντεύξεις του για την απόφαση να απορρίψουν τα playboy χαρακτηριστικά του Batman και να επιλέξουν μια κατεύθυνση ερωτικής αγαρμποσύνης, η οποία βέβαια κάνει ίσως κραυγαλέα μπαμ σε αντιπαραβολή με την υπερ-σεξουαλικοποιημένη Zoe Kravitz ως Catwoman. Αλλού, ο Pattinson έχει μιλήσει επίσης για τον Kurt Cobain σαν επιρροή για τον δικό του Batman, κάτι που φωτίζει ακόμα περισσότερο την επιλογή του Something in the Way των Nirvana ως άτυπου theme song του χαρακτήρα, μιας και το κομμάτι αποτυπώνει έναν παραληρηματικό μονόλογο που θα ταίριαζε σε έναν ψυχικά ασταθές άτομο σαν τον Bruce Wayne του 2022. Πριν λίγο καιρό, ο λατρεμένος μου Steven Soderbergh σημείωνε την πλήρη απουσία ρεαλιστικού ερωτισμού στις υπερηρωικές ταινίες, κι ο Pattinson το τερμάτισε με έναν Batman τίγκα στην ψυχοσεξουαλική δυσλειτουργία, σε βαθμό που κι ο ίδιος ο Reeves στο Twitter έχει κλείσει το μάτι στις redditοειδείς fan θεωρίες πως ο Wayne της ταινίας είναι παρθένος (το πιστεύω, αν με ρωτάτε). Η αποτύπωση του Batman ως κοινωνιοπαθή, καταθλιπτικού και ψυχοσεξουαλικά δυσλειτουργικού είναι σε τελική ανάλυση που κάνει τόσο συναρπαστικό τον χαρακτήρα του Pattinson. Κι είναι αυτό που εν μέρει μπορεί να ερμηνεύσει την γιγάντια απήχηση που έχει τόσο ο χαρακτήρας όσο και ο Pattinson σε κάθε γωνιά του internet. Όπως πάντα, η online κουλτούρα των memes και του διαλόγου στα social media μπορεί να μας αποκαλύψει πολλά περισσότερα πράγματα για μια ταινία απ’ ό,τι χίλιες καλογραμμένες κυριλέ κινηματογραφικές κριτικές – ειδικά στο επίπεδο της επιθυμητικής, συναισθηματικής και λιβιδινικής επένδυσης και ταύτισης του κοινού. Σε ένα πρώτο επίπεδο, έχει ενδιαφέρον το πώς ο Pattinson έχει γίνει internet boyfriend όλων των νεαρών nerd ανδρών, γεγονός που έχει σχολιαστεί επανειλημμένα ως αντιστροφή της λατρείας που είχε γι’ αυτόν το νεανικό κοριτσίστικο κοινό στην εποχή του Twilight. Κλασικά, όπως συνέβη και στην περίπτωση του Leonardo DiCaprio από το Titanic και μετά (και σε μικρότερο βαθμό με τον Timothee Chalamet στο Dune), η αρρενωπή pop κουλτούρα λατρεύει να μισεί τα αντικείμενα της επιθυμίας του girl fandom και έπειτα να τα οικειοποιείται σε μια ακόλουθη πιο “ενήλικη” και “σοβαρή” εκδοχή. Φυσικά, ο Pattinson είναι ένας εξαίρετος ηθοποιός με σπουδαία πορεία μετά το Twilight, αλλά έχει πλάκα που η online κουλτούρα εμμένει (είτε συμπλεγματικά είτε αυτοσαρκαστικά) στην αντιπαραβολή του Bruce Wayne ως αγορίστικο σύμβολο με τον Edward Cullen ως κοριτσίστικο. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, όμως, ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει το online αγκάλιασμα του Bruce/Batman του 2022 ως χαρακτήρα με τον οποίο καλούμαστε να ταυτιστούμε σε ένα βαθύτερο επίπεδο από την υπερηρωική escapist φαντασίωση. Αυτό το αγκάλιασμα, εν πολλοίς χτισμένο πάνω σε literally-me memes, βλέπει τον Batman του Pattinson σαν έναν καταθλιπτικό άνδρα σε κατάρρευση, ένα υποκείμενο που δυσκολεύεται να γίνει λειτουργικό, που δε μπορεί να την παλέψει με τον εαυτό του και με τον κόσμο, ένα βασανισμένο αγόρι σε τελική ανάλυση, όπως δηλαδή τείνουν να βλέπουν έτσι κι αλλιώς τον εαυτό τους οι (κυρίως millennial) άνδρες που ταυτίζονται με τη συγκεκριμένη εκδοχή του χαρακτήρα. Ιδωμένος από αυτήν την σκοπιά, ο Batman του Pattinson εντάσσεται στη μεγάλη οικογένεια χολιγουντιανών αντι-ηρώων που αποτέλεσαν αποτυπώσεις της αρρενωπότητας που βρίσκεται σε κρίση – ψυχική, συναισθηματική, κοινωνική, ιστορική. Αυτές οι αποτυπώσεις έτειναν βέβαια πάντα να αισθητικοποιούν αυτήν την κρίση της αρρενωπότητας, από το βίαιο glorification στο Taxi Driver και το Fight Club (αμφότερα σημαντικές επιρροές του Joker του 2019 άλλωστε) μέχρι την σαγηνευτική αυτοπαρωδία του American Psycho ή την χαμηλόφωνη μελαγχολια του Drive και του Blade Runner 2049. Και βέβαια, όλες αυτές οι αναπαραστάσεις είχαν στην βάση τους μια ανδρική ψυχοσεξουαλική παθολογία, όπως μας έδειξαν λιγότερο ή περισσότερα ρητά οι ίδιες οι ταινίες. Φυσικά, αυτό που εμείς το είπαμε με πολλές αχρείαστες λέξεις, τα memes το λένε απλά με μια εξαιρετικά εύγλωττη εικόνα. Σε μια άλλη εκδοχή υψηλής memetic ανάλυσης του νέου Batman, πολλοί έχουν διαπιστώσει ότι η ιστορία που αφηγείται η νέα ταινία θα μπορούσε να συμπυκνωθεί στο “πράγματα που κάνουν οι άνδρες instead of going to therapy” (κι ίσως εκπλήξει πόσο μεγάλη είναι η κοινότητα του Reddit που ασχολείται με το γιατί ο Bruce Wayne δεν απευθύνεται σε κάποιον επαγγελματία ψυχικής υγείας). Παρότι στα χαρτιά ο Batman του 2022 μοιάζει λιγότερο “πολιτική” ταινία από τον Joker του 2019, αμφότερες ταινίες ανοίγονται θεματικά στην κατάρρευση των παραδοσιακών καπιταλιστικών θεσμών και ταυτοτήτων (με έμφαση στην αρρενωπότητα φυσικά) και αποκαλύπτουν έναν κόσμο σε κρίση ταυτότητας, νομιμοποίησης, συναίνεσης. Σ’ αυτό το επίπεδο, μια σημαντική διαφορά μεταξύ τους είναι ότι εκεί που το Joker αναπαριστούσε την Gotham σαν μια πραγματική σύγχρονη δυτική μητρόπολη, το Batman επιλέγει ξανά τον δρόμο της χολιγουντιανά ανεξέλεγκτης μητροπολιτικής ζούγκλας. Παρότι όμως σαφώς λιγότερο ρεαλιστικό ως προς την αναπαράσταση του κοινωνικού περιβάλλοντος, το Batman επικοινωνεί βαθιά με το Joker όσον αφορά την αναπαράσταση μιας αρρενωπότητας σε κρίση. Τόσο ο Arthur Fleck όσο και το Bruce Wayne είναι δύο άνδρες ψυχικά ασταθείς, δύο άνδρες χωρίς προσανατολισμό, δύο άνδρες που χρειάζονται βοήθεια. Είναι καταθλιπτικοί με τον τρόπο που πολιτικοποίησε την κατάθλιψη ο Mark Fisher, ως μια απουσία προοπτικής και μέλλοντος, ως μια ζωή χωρίς δυνατότητες. Κατά βάθος, αμφότεροι διαπνέονται από μια incel ψυχολογία (αξίζει πολύ να δείτε την ανάλυση της ContraPoints πάνω στο φαινόμενο), κι αυτό τους κάνει ιδιαίτερα μελαγχολικούς σαν υπερήρωες/αντιήρωες. Βέβαια, παρότι είναι μετα-macho σε σύγκριση με τις πιο κλασικές αρρενωπότητες του genre, την κρίσιμη στιγμή μπορούν αμφότεροι να γίνουν εξαιρετικά βίαιοι, έως και δολοφονικοί – ο Joker μέσα από το σχιζοειδές edginess της πρόκλησης του χάους και ο Batman μέσα από την παρανοϊκή αναζήτηση της επιστροφής στην τάξη. Έτσι, κι αυτή είναι η σημαντικότερη διαφορά μεταξύ των δύο αλληλοσυμπληρωματικών χαρακτήρων στην σύγχρονη αναπαράστασή τους, ο Joker είναι μια εκδοχή της αρρενωπότητας-σε-κρίση που παράγει αποσταθεροποίηση, ενώ ο Batman είναι μια εκδοχή της αρρενωπότητας-σε-κρίση που παράγει σταθερότητα. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, το (ψυχικό, ηθικό, ιδεολογικό) αδιέξοδο είναι το ίδιο. Όπως κι ο Joker λίγο πριν απ’ αυτόν, ο Batman έγινε πλέον ένας από εμάς. Ευτυχώς γι’ αυτόν, δυστυχώς για εμάς.