Είναι περίεργο και αντιφατικό πράγμα ο Σεπτέμβρης, φίλες και φίλοι. Από τη μία, όλοι έχουν γυρίσει λιγότερο ή περισσότερο άφραγκοι από τις καλοκαιρινές διακοπές (με ακτοπλοϊκά, διαμονές και βενζίνες στο θεό) και αρχίζουν να προετοιμάζονται ψυχολογικά και οικονομικά για τον ζόρικο χειμώνα που μοιραία θα ακολουθήσει. Από την άλλη, φαίνεται σαν η πόλη (και λέγοντας πόλη εδώ εννοούμε την Αθήνα) να φλέγεται από ένα πυρετό γεμάτο “ιβεντάκια”, “πρότζεκτ” και διαφόρων ειδών εκδηλώσεις και φεστιβάλ πολιτιστικού ενδιαφέροντος που κάνουν το πράγμα να μοιάζει με μια φούσκα εκλεπτυσμένης ψυχαγωγίας αποκομμένη από την καθημερινή πραγματικότητα της πλειοψηφίας της ελληνικής κοινωνίας. Όλα είναι πήχτρα, όλα είναι sold out, και όλα γίνονται ένα συμβολικό νόμισμα στην ψηφιακή οικονομία του FOMO όπου τίποτα δεν έχει μεγαλύτερη αξία από το να δηλώσεις στα social media ότι ήσουν “εκεί”, ότι ήσουν μέσα στην “φάση”. Μέσα σ’ αυτήν την σχιζοειδή κατάσταση, που κάθε χρόνο γίνεται όλο και πιο έντονη, το μείζον event κάθε αθηναϊκού Σεπτέμβρη παραμένουν οι Νύχτες Πρεμιέρας. Αν διαβάζετε τακτικά αυτό το υπο-site, ξέρετε πως ήμασταν, είμαστε και θα είμαστε πιστοί θαμώνες του φεστιβάλ – όχι μόνο γιατί είναι το βασικό κινηματογραφικό φεστιβάλ της πόλης μας, αλλά και, κυρίως, γιατί πάντα ήταν ένα φεστιβάλ στενά δεμένο με την πόλη, με την μητροπολιτική ζωή, με την νυχτερινή έξοδο και γενικά την καθημερινή κοινωνική πραγματικότητα του αθηναϊκού κέντρου, ανάμεσα στην Ομόνοια και το Σύνταγμα, την Ακαδημίας και την Πανεπιστημίου, τα Προπύλαια και τα Εξάρχεια. Οι Νύχτες δεν αποτέλεσαν ποτέ έναν αποκομμένο κινηματογραφικό μικρόκοσμο, μια “νησίδα” για το κινηματογραφικό industry – ήταν και είναι αυτό που λέμε “φεστιβάλ πόλης“. Αν με προβληματίζει κάτι όμως όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια, είναι η τάση του σινεμά, ευρύτερα ως κοινωνική εμπειρία μέσα στην πολή, να αποκόπτεται από αυτήν την μητροπολιτική καθημερινότητα στην οποία ανήκε οργανικά, και να εντάσσεται σ’ αυτόν τον κύκλο των “ειδικών” events. Πώς αλλιώς μπορούμε να ερμηνεύσουμε το γεγονός ότι οι κινηματογραφικές αίθουσες της πόλης δυσκολεύονται όλο και περισσότερο στην καθημερινή και εβδομαδιαία λειτουργία τους, ενώ όταν πρόκειται για ειδικά κινηματογραφικά events που εντάσσονται στην ατμόσφαιρα και την οικονομία των εκδηλώσεων πολιτισμού να κυριαρχεί το FOMO και να γίνονται όλα sold out; Τα σινεμά του αθηναϊκού κέντρου κινδύνευσαν, και το Ιντεάλ δυστυχώς χάθηκε οριστικά, μπορούμε όμως να ελπίζουμε ότι η μαζική απήχηση της event-οποίησης θα καταφέρει να βάλει το σινεμά ψηλά στις καθημερινές προτεραιότητες των ανθρώπων της πόλης και θα παράξει νέους σινεφίλ με αγάπη και δέσμευση προς το σινεμά, όχι μόνο όταν παίζουν events αλλά μέσα στην καθημερινότητά τους; Δεν είμαι σίγουρος, και σίγουρα σηκώνει περισσότερη και βαθύτερη συζήτηση το θέμα, αλλά αυτό είναι που σκέφτομαι πλέον μέρες σαν κι αυτές που ανακοινώνεται το πρόγραμμα των Νυχτών Πρεμιέρας και ελάχιστες ώρες μετά το άνοιγμα της προπώλησης οι περισσότερες προβολές υψηλού ενδιαφέροντος θα είναι sold out, την ώρα που την περασμένη βδομάδα σε όλη την Ελλάδα κόπηκαν όλα κι όλα 73.000 κινηματογραφικά εισιτήρια με το ζόρι. Ίσως ο μόνος τρόπος να “επιβιώσεις” ως θεατής φεστιβάλ σε μια τέτοια κατάσταση που το σινεμά όλο και “event-οποιείται” να είναι η παραίτηση από το FOMO του κυνηγιού των μεγάλων πρεμιερών και των γκράντε τίτλων, που έτσι κι αλλιώς θα κυκλοφορήσουν στις αίθουσες μέσα στους επόμενους μήνες, και να εστιάσεις στις “μικρότερης” κλίμακας προβολές που έχουν μια πιο ήπια και ανθρώπινη αύρα, στις νέες ταινίες που δεν έχουν ελπίδα να πάρουν κανονική διανομή και στα θεματικά αφιερώματα που παράγουν κινηματογραφική παιδεία και δημιουργούν κινηματογραφική κουλτούρα. Ένας άλλος παράγοντας που εντείνει την αίσθηση “event-οποίησης” και αποκοπής από την κοινωνική αμεσότητα και προσβασιμότητα ενός κινηματογραφικού φεστιβάλ είναι φυσικά η τάση αύξησης των τιμών των εισιτηρίων, με το γενικότερο κύμα ακρίβειας στα βασικά αγαθά (όχι μόνο υλικά αλλά και πολιτιστικά, όπως ο κινηματογράφος) να απομακρύνει περισσότερο την κινηματογραφική εμπειρία από την καθημερινότητα των μαζικών λαϊκών τάξεων. Φέτος οι Νύχτες Πρεμιέρας άυξησαν τα εισιτήριά του από τα 7 στα 8 ευρώ, με τις κάρτες διαρκείας να ακριβαίνουν επίσης κατά 20% σε σχέση με πέρσι, ακολουθώντας την ευρύτερη άνοδο του κόστους ζωής από την στέγαση και τα τρόφιμα μέχρι τους λογαριασμούς και την ψυχαγωγία. Από την σκοπιά ενός φεστιβάλ που δεν διοργανώνεται από κρατικούς πολιτιστικούς φορείς και βασίζεται για την αναπαραγωγή του κυρίαρχα στις ιδιωτικές χορηγίες και την προσέλευση του κοινού, η αύξηση είναι δυστυχώς -με ψυχρούς όρους καπιταλιστικής βιωσιμότητας- λιγότερο ή περισσότερο αναπόφευκτη. Από την σκοπιά ενός κινηματογραφικού κοινού όμως που δεν είναι ταξικά ομοιογενές, δηλαδή που περιλαμβάνει από χαμηλά εργατικά στρώματα που μια κινηματογραφική έξοδος σημαίνει να κόβεις από κάπου αλλού για να βγει ο λογαριασμός μέχρι μεσαίες/ανώτερες τάξεις υψηλού μορφωτικού επιπέδου και συμβολικού κεφαλαίου που είναι πρόθυμες να πληρώσουν όσο-όσο ώστε να βρίσκονται “εκεί”, είναι εκ των πραγμάτων σαφές ποιους “απομακρύνει” και ποιους “προσκαλεί” μια αύξηση τιμής. Δεν αμφισβητώ με αυτό επουδενί την επιθυμία, την δέσμευση και την αφοσίωση των ανθρώπων των Νυχτών Πρεμιέρας στο να διαδόσουν την αγάπη για τον κινηματογράφο και την κουλτούρα του κινηματογράφου σε αυτήν την πόλη (και το λέω αυτό υπεύθυνα, γνωρίζοντας αρκετά καλά το φεστιβάλ και τους ανθρώπους του). Είναι όμως, δυστυχώς, μια de facto συνέπεια της δομικής λειτουργίας του πεδίου του πολιτισμού με όρους ιδιωτικής πρωτοβουλίας αντί για όρους δημόσιου αγαθού – μια λειτουργία που δεν πηγάζει φυσικά από τις Νύχτες Πρεμιέρας, αλλά αναγκαστικά τις επηρεάζει και αυτές. Δεν έχω λοιπόν καμία αμφιβολία ότι οι προβολές των Νυχτών Πρεμιέρας θα είναι κατάμεστες από κόσμο, και είναι πολύ λογικό δεδομένου ότι φέτος παρουσιάζουν ένα εξαιρετικό και ολοκληρωμένο πρόγραμμα (με δύο φανταστικά μεγάλης έκτασης αφιερώματα στον Akira Kurosawa και τα βρετανικά 80s), αλλά δε μπορώ και να μην σκέφτομαι με μία κάποια ανησυχία ότι αφενός η τάση “event-οποίησης” του σινεμά και αφετέρου το κύμα ακρίβειας που μετατρέπει για πολλούς ανθρώπους την κινηματογραφική έξοδο σε “πολυτέλεια” είναι δύο παράγοντες που δυστυχώς απομακρύνουν την κινηματογραφική εμπειρία από το πεδίο της καθημερινής ζωής, ακόμα κι αν για 2, 5 ή 10 μέρες οι αίθουσες είναι ασφυκτικά γεμάτες και όλα τα stories που βλέπεις στο Instagram είναι μέσα ή έξω από το σινεμά. Και μετά από μερικές εκατοντάδες λέξεις προβληματισμού ή/και γκρίνιας, μπορούμε να μιλήσουμε για το πρόγραμμα. Δεδομένων όλων των παραπάνω, είναι δεδομένο ότι υπάρχουν μια ντουζίνα ταινίες (το λιγότερο) που θα γίνει πανικός στις ουρές τις ψηφιακής προπώλησης στο More. Έχει γίνει ήδη βασικά, καθώς τα εισιτήρια για τους κατόχους καρτών διαρκείας άνοιξαν σήμερα το πρωί, και μέχρι αύριο, Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου στις 12.00 που ανοίγουν τα εισιτήρια για το γενικό κοινό, δεν θα έχουν μείνει και τόσα πολλά εισιτήρια διαθέσιμα. Με άλλα λόγια, αν είστε άνθρωποι του FOMO, θα ζοριστείτε. Αν θέλετε μια γρήγορη λίστα με τις 10 ταινίες που θα γίνουν (δικαίως) ανάρπαστες, τότε αυτές είναι το Anora του Sean Baker, το The Room Next Door του Pedro Almodovar, το Megalopolis του Francis Ford Coppola, το The Brutalist του Brady Corbet, το Bird της Andrea Arnold, το Emilia Perez του Jacques Audiard, το The Substance της Coralie Fargeat, το I’m Still Here του Walter Salles, το Cloud του Kiyoshi Kurosawa και το The Shrouds του David Cronenberg. Ακόμα περισσότερο από τις μεγάλες πρεμιέρες, όμως, αξίζει να στρέψουμε το βλέμμα σε 3 αφιερώματα των φετινών Νυχτών, 2 μεγάλα και 1 μικρό, τα οποία για μένα αποτελούν τα πιο ενδιαφέροντα τμήματα του φετινού προγράμματος. Το πρώτο είναι το μεγάλο αφιέρωμα στον Akira Kurosawa, με 13 ταινίες του μεγάλου Ιάπωνα δημιουργού, τις περισσότερες από τις οποίες έχουμε σπάνια την ευκαιρία να δούμε στη σκοτεινή αίθουσα (ειδικά το έργο του που ξεφεύγει από τις jidaigeki ταινίες εποχής). Το δεύτερο είναι το αφιέρωμα στα βρετανικά 80s, μια εποχή που ο σκληρός θατσερικός νεοφιλελευθερισμός της κοινωνικής αποσύνθεσης οδήγησε σε μια εκρηκτική ριζοσπαστική δημιουργικότητα στη μουσική και το σινεμά, μέρος της οποίας υπήρξαν οι (περισσότερο και λιγότερο γνωστές) ταινίες του αφιερώματος. Και το τρίτο αφιέρωμα είναι το ντουέτο ταινιών με τον τίτλο Cycladic Screenings που επιμελήθηκε η σπουδαία φωτογράφος Cindy Sherman, επιλέγοντας δύο βρώμικα διαμάντια του αμερικάνικου σινεμά των 60s-70s, το The Naked Kiss του Samuel Fuller και το Beyond the Valley of the Dolls του Russ Meyer. Όπως πάντα, εδώ μπορείτε να ξεφυλλίσετε το ωρολόγιο πρόγραμμα του φεστιβάλ και, επίσης όπως πάντα, ακολουθεί ένα βιώσιμο ημερήσιο πρόγραμμα για κάθε ξεχωριστή μέρα, μήπως και βοηθήσει να βγάλετε άκρη στο τι αξίζει και τι προλαβαίνεις να δεις κατά τις σχεδόν δύο βδομάδες που θα τρέχουν οι Νύχτες Πρεμιέρας. Πέμπτη 3.10 Η πρώτη μέρα του φεστιβάλ έχει λίγες επιλογές, αλλά όλες τους σπουδαίες. Ας πούμε, το προαναφερθέν The Naked Kiss του Samuel Fuller είναι ένα από κατ’ εμέ κορυφαία noir της δεκαετίας του ’60, το Bad Timing είναι άλλο ένα τεκμήριο της μεγαλοφυίας του Nicolas Roeg (Don’t Look Now, Walkabout κλπ), ενώ το Seven Samurai του Akira Kurosawa δεν χρειάζεται συστάσεις (πόσο μάλλον στην 4Κ αποκατάσταση που θα προβληθεί). Παρασκευή 4.10 Η προσοχή της δεύτερης μέρας θα στραφεί στο The Substance με δύο εγγυημένα sold out προβολές, οπότε θα προτείναμε να κατευθυνθείτε προς το Λατρεία του Μελέτη Μοίρα, ένα ντοκιμαντέρ που εξετάζει το ελληνικό κινηματογραφικό καλτ φαινόμενο (από το Σπιρτόκουτο και το Ας Περιμένουν Οι Γυναίκες μέχρι το Τσίου), ή το Rita, Sue and Bob Too του Alan Clarke, ένα γλυκόπικρο προλεταριακό ρομάντζο των βρετανικών 80s. Σάββατο 5.10 Στο πάντα αγαπημένο τμήμα μουσικών ντοκιμαντέρ επιλέγουμε την ταινία για τους άναρχα πρωτοποριακούς ποστ-πάνκηδες Devo. Εκτός αυτού, αξίζει να δείτε το (μάλλον υποτιμημένο) Dreams του Kurosawa που θα λέγαμε ότι αποτελεί την ονειρική κινηματογραφική διαθήκη του, κι αν θέλετε βραδιά κλασικού τίμιου mainstream-και-ποιοτικού τρόμου (στο After Hours τμήμα που επιτέλους επέστρεψε) τσεκάρετε Oddity. Κυριακή 6.10 Πάμε πρώτα στα αυτονόητα, και αυτό σημαίνει ότι επιλέγουμε το ντοκιμαντέρ Miyazaki, Spirit of Nature – χρειάζεται να πούμε κάτι περισσότερο; Κατά τ’ άλλα, το αριστουργηματικό Distant Voices, Still Lives είναι ο τέλειος αποχαιρετισμός στον σπουδαίο Terence Davies του αυτοβιογραφικού βρετανικού σινεμά που έφυγε πέρσι από τη ζωή. Έχει και Anora του λατρεία Sean Baker (The Florida Project, Red Rocket κλπ) η μέρα, φρέσκο μετά τον Χρυσό Φοίνικα, αλλά θα είναι 100% sold out από πολύ νωρίς. Δευτέρα 7.10 Προτείνω να προσπαθήσετε να δείτε το υπερ-φιλόδοξο 3μισάωρο The Brutalist του Brady Corbet που γύρισε βραβευμένο από τη Βενετία, αλλά αν δεν τα καταφέρετε τότε τρέξτε στο High Hopes του Mike Leigh, ένα από τα highlights του αφιερώματος στα βρετανικά 80s που βρίσκει τον σπουδαιότερο σκηνοθέτη των τελευταίων 40 βρετανικών χρόνων σε μία από τις καλύτερες στιγμές του. Τρίτη 8.10 Αν είχατε ακουστά το The Hidden Fortress ως την ταινία του Kurosawa που “ενέπνευσε” το Star Wars (δηλαδή που την ξεσήκωσε ο George Lucas), ευκαιρία να διαπιστώσετε με τα μάτια σας για τη αριστούργημα μιλάμε. Εκτός αυτού, έχω την αίσθηση πως το Good One της India Donaldson θα είναι αυτό το κλασικό νυχτοπρεμιερικό coming-of-age διαμαντάκι που παίζει κάθε χρόνο στο φεστιβάλ. Τετάρτη 9.10 Πολύ δυνατή μέρα, με τους γκράντε τίτλους The Shrouds του Cronenberg και I’m Still Here του Salles να τραβάνε τα φώτα, αλλά προτείνω επίσης να τσεκάρετε το April της Déa Kulumbegashvili (κάτι σαν ακόμα σκληρότερο Happening στην Ανατολική Ευρώπη) και το High and Low του Kurosawa που κατ’ εμέ είναι η καλύτερη μη-jidaigeki ταινία του σκηνοθέτη. Πέμπτη 10.10 Προσπαθήστε πραγματικά να δείτε το Cloud του άλλου Kurosawa, του Kiyoshi, γιατί δεν ξέρω αν θα έχει διανομή, αλλά πέρα απ’ αυτό βάλτε επίσης στην λίστα σας το αξεπέραστο The Draughtsman’s Contract του Peter Greenaway (αν θέλετε να δείτε την ταινία με την οποία βρισκόταν περισσότερο σε διάλογο το The Favourite του Γιώργου Λάνθιμου) και το ντοκιμαντέρ S/He Is Still Her/E – The Official Genesis P-Orridge Doc για ένα από τα πιο απρόβλεπτα και περιπετειώδη πνεύματα της πειραματικής μουσικής. Παρασκευή 11.10 Οκ, βασικά άλλαξα ήδη γνώμη, το The Bad Sleep Well είναι η καλύτερη μη-jidaigeki ταινία του Kurosawa, μην το χάσετε. Επίσης τσεκάρετε το πειραματικό ντοκιμαντέρ Eno για τον σπουδαίο Brian Eno που σε κάθε φεστιβάλ παρουσιάζεται με διαφορετική μορφή. Κι επειδή μάλλον δύσκολα θα προλάβετε εισιτήριο για το Megalopolis, δείτε το Babylon για την πολυφυλετική μουσική εκρηκτικότητα των βρετανικών 80s. Σάββατο 12.10 Βασικά, μήπως είναι το Ikiru η καλύτερη μη-jidaigeki ταινία του Kurosawa; Πραγματικά, δεν ξέρω πια. Θα χρειαστεί να τα ξαναδώ όλα για να αποφασίσω (κάντε το κι εσείς). Κατά τ’ άλλα, ο χαμός θα γίνει στο γκανγκστερικό τρανς μιούζικαλ (ναι) Emilia Perez του Jacques Audiard, αλλά αξίζει επίσης να δείτε το My Beautiful Laundrette του Stephen Frears που μας χάρισε τον πρώτο πρωταγωνιστικό Daniel Day-Lewis το 1985. Κυριακή 13.10 Μια από τις προβολές που περιμένω περισσότερο είναι το back-to-back του ντοκιμαντέρ Made in England: The Films of Powell & Pressburger που καπάκια ακολουθείται από το I Know Where I’m Going των δύο σπουδαίων δημιουργών. Κατά τ’ άλλα, βάλτε στην λίστα σας και το Bird της Andrea Arnold (Red Road, Fish Tank) που επιστρέφει σε βρετανικό περιβάλλον μετά το American Honey του 2016. Δευτέρα 14.10 Όλοι θα προσπαθήσουν να μπουν στο The Room Next Door του Pedro Almodovar που αποτελεί την ταινία λήξης, αλλά μην στεναχωριέστε αν το χάσετε, αφενός γιατί θα βγει σύντομα στα σινεμά κι αφετέρου γιατί μπορείτε αντ’ αυτού να δείτε το Yojimbo του Kurosawa, μία ταινία για την οποία το 10/10 ίσως είναι και understatement.