What if? Μια ερώτηση που συνηθίζουμε να κάνουμε σε περιπτώσεις αθλητών οι οποίοι δεν έκαναν αυτό που περιμέναμε ή αυτό που θα μπορούσαν. Κάποιες φορές επειδή δεν ήθελαν και κάποιες άλλες επειδή ήταν απλά άτυχοι. Ο Ντέρικ Ρόουζ ήθελε να αφήσει εποχή. Το έδειξε με το καλημέρα όταν η ομάδα της πόλης του τον επέλεξε στο νούμερο ένα του draft το 2008. The Chicago’s Finest που ήρθε για να ξορκίσει το φάντασμα του MJ και να φέρει ξανά το πρωτάθλημα στην πόλη των ανέμων. Το σενάριο έμοιαζε και ήταν ιδανικό. Μετά από χρόνια μεταξύ απόλυτης μετριότητας και ανυπαρξίας, οι Bulls βρίσκουν ξανά έναν franchise player πάνω στον οποίο μπορούν να χτίσουν κάτι σπουδαίο. Δέκα χρόνια μετά το αντίο του GOAT. O Ρόουζ μπαίνει με σπασμένα φρένα, δίνει σε όλους να καταλάβουν γιατί ήταν το νούμερο ένα του draft και παίρνει σβηστός το Rookie of the Year. Oι Bulls μπαίνουν στα Playoffs και χάνουν στο Game 7 από τους Celtics. Ένας αποκλεισμός που δεν στεναχώρησε κανέναν, αφού το μέλλον ήταν εδώ. Στα 20 ο Ρόουζ ήταν ήδη έτοιμος να κουβαλήσει τους Bulls στις πλάτες του. Το παιχνίδι του σε κόλλαγε στην οθόνη. Απίστευτη ταχύτητα, ακόμη πιο απίστευτη αθλητικότητα, σχεδόν cheat για έναν point guard. Ο τύπος δεν είχε αντίπαλο στο ανοιχτό γήπεδο και έπαιζε με μια άγνοια κινδύνου από αυτές που όλοι σέβονται. Δεν έβλεπε κανέναν. Σε καλά και σε άσχημα βράδια η αυτοπεποίθεση για μια μπούκα με τριπλό σπάσιμο μέσης και τελείωμα με το ανάποδο χέρι ήταν πάντα εκεί. Στην δεύτερη σεζόν του ήταν ήδη All Star, το παρόν και το μέλλον όχι μόνο των Bulls, αλλά και ολόκληρης της Λίγκας. Στην postseason τα πράγματα δεν πάνε καλά και οι Bulls μένουν ξανά έξω από τον πρώτο γύρο. Κλάιν μάιν. Ήταν απλά θέμα χρόνου. Το πλήρωμα του χρόνου ήρθε στην αμέσως επόμενη σεζόν. Ο Ρόουζ παίρνει από το χέρι τους Bulls και τους οδηγεί σε ένα ασύλληπτο 62-20 που προφανώς ήταν και το καλύτερο ρεκόρ στο NBA. Μετά από μια χρονιά που λίγοι 22χρονοι έχουν κάνει στην ιστορία του NBA, γίνεται ο νεότερος MVP όλων των εποχών και σπάει την κυριαρχία του Λεμπρόν που τότε έπαιζε χωρίς αντίπαλο. Η 2010/2011 χρονιά του Ρόουζ δεν ήταν απλά μια σούπερ χρονιά. Ήταν κάτι που μέχρι τότε δεν είχαμε ξαναδεί. Αυτός ο τρόπος κυριαρχιάς από έναν point guard ήταν πρωτόγνωρος. “Too big, too strong, too fast, too good” όπως έλεγαν και οι τρελαμένοι speakers της εποχής όταν έβλεπαν όλα τα απίθανα που έκανε αυτή η σκατόφατσα με το ατελείωτο ταλέντο. Οι Heat των Λεμπρόν-Γουέιντ-Μπος τελειώνουν εύκολα τους Bulls στους τελικούς της Ανατολής το 2011, όμως με τον Ροόυζ να έχει αλλάξει πλέον επίπεδο, τα καλύτερα έρχονταν. Όμως τελικά δεν ήρθαν. Η regular season το 2011/2012 τον πάει τρένο με τους τραυματισμούς, ωστόσο όσο παίζει (39 ματς) είναι φωτιά, με career high στις ασίστ. Οι Bulls έχουν ξανά το καλύτερο ρεκόρ (μαζί με τους Spurs) και μπαίνουν στα Playoffs με όνειρα και πλάνα. Στο πρώτο ματς του πρώτου γύρου με τους Sixers κερδίζουν για 12 με 1:22 στο ρολόι. Ο Ρόουζ έχει ήδη παίξει 37 λεπτά και μένει στο παρκέ λογικά απλά για να φτάσει το triple double, αφού μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε 23/9/9. Σε μια απο τις συνηθισμένες του μπούκες, πατάει δυνατά και κόβει τον χιαστό του. Κάπου εκεί τελειώνει ο παίκτης που είχαμε το προνόμιο να δούμε έστω και για λίγο. Μπαίνει χειρουργείο τον Μάιο και χάνει όλη την επόμενη σεζόν. Από εκεί και πέρα ξεκινάει η πρώτη μέρα της υπόλοιπης καριέρας του. Ασταμάτητοι τραυματισμοί, επίμονα comebacks και ένα συγκινητικό πείσμα να μην τα παρατήσει. Για όσους τον απόλαυσαν στα prime του τα συναισθήματα από τότε μέχρι και σήμερα ήταν πάντα ανάμεικτα. Από τη μία να χαίρεσαι που δεν το έβαλε κάτω και να vibeάρεις όταν του σκαγε και έβαζε καμια random 50αρα και από την άλλη να λες “ναι αλλά αυτός δεν είναι ο κανονικός Ρόουζ”. Παρόλα αυτά υπήρξε πάντα πολύτιμος για τις ομάδες που έπαιξε, ακόμα κι από έναν λιγότερο φανταχτερό ρόλο. Λίγο πριν από τα 36 αποφάσισε ότι μέχρι εδώ καλά ήταν. Είναι αλήθεια ότι η καριέρα του σημαδεύτηκε από το ίσως μεγαλύτερο “what if” στην ιστορία του παιχνιδιού, αλλά νομίζουμε ότι είναι άδικο για εκείνον να τον θυμόμαστε έτσι. Ας τον θυμόμαστε καλύτερα κάπως έτσι: